Σάββατο, Δεκεμβρίου 31, 2005

Ξέρεις κάτι;

Δέν ξέρω έάν τήν ντομπροσύνη, τήν ταυτίζεις μέ έξακολούθηση, μέ διατήρηση, μέ συνέχιση μώβ παρακαλητών, μουντών παρακλήσεων, άγχωμένων ικεσιών, πληγωμένων έκλιπαρήσεων, γονυπετών έπικλήσεων.

Έάν, γιά νά είναι ντόμπρος κάποιος, πρέπει δηλαδή, νά συνεχίση τήν πορεία πρός τόν άπόλυτο εύτελισμό, τό προσωπικό ξεγύμνωμα, τό ξεπούλημα τής προσωπικότητας καί τού χαρακτήρα.

Ύπάρχουν καί κάποια όρια στήν έκφραση τού «παρακαλώ»· δέν γίνεται νά διατυπώνωνται έσαεί μόνον άπό τόν έναν καί ο άλλος, μέ τά τρόπαια τής δυνατότητος τής επιλογής νά χαρίζη, νά άπονέμη «ναί» ή «όχι».

Αύτά πού λές άγαπητέ Ντύλαν Τόμας!

Νά προσέχης τίς μοκαμβίλιες, τά usb καί τά σκληρά, τά δύσκαμπτα χαρτάκια.

ΥΓ: Δέν πρόκειται νά συνεχίσω, νά γίνω ρηάλιτυ.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 30, 2005

Άν κάποιος άγνωστος σάς σταματήση στόν δρόμο....


Αυτός ο ήχος πού κατακλύζει τό δωμάτιο, τόν χώρο δηλαδή, πρέπει νά είναι πολύ λιμπιντανεβασιάρικος. Επειδής ανεβάζει πολύ τρίχα ρέ παιδί μου, γι’αυτό... Ή μήπως όχι;

Οχι! Ο ήχος αυτός, ανατριχιάζει όλον τόν κόσμο εδώ, δέν έχει νά κάνη όμως μέ μυρωδιές ίμπαλς καί λοιπά τέτοια.

Ο ήχος είναι ό,τι σέρνει το αλάδωτο, σκουριασμένο, παλιό παράθυρο, εκεί αριστερά καί ξεσηκώνει μορφασμούς ανατριχιλαποδοκιμασίας απ’όλους.

Πλήν εμού. Επειδή μέσω αυτού, ανοίγει τό βλέμμα κι η σκέψις.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 29, 2005

Σημαδάκι στό άνω. Φαίνεται.



Η Π. πετάχτηκε από τήν θέση της, πέταξε τά ακουστικά, πέταξε καί βλέμμα ισπανού ιεροεξεταστού πάνω στά ντουζένια εισαγγελικού λόγου του καί μέριασε βράχο νά διαβή.

Καί όντως, διέβη.

Προσπέρασε κάποια γραφεία, προσπάθησε νά ορμηνέψη τά βήματά της σέ πιό ήσυχες κλίμακες, η ζοχάδα όμως ήταν τέτοια πού καί γάτα νά κεραμιδοβόλταρε, θά έφερνε ολίγον από Ντάμπο τόν ελεφαντίσκο.

Ώσπου έφθασε εκεί. Μπροστά της εκτός από ένα – βρώμικο – γραφείο, πισή σκονισμένο, πληκτρολόγιο κοραλλιογενές νησί, ένας συναχωμένος νεανίας. (=εγώ, χί χί χί χί!) καί ένα φλυτζάνι μέ αχνιζόμενο υγρό.

Άρπαξε τόν νεανία από τά πέτα, καί...

- Έχεις ακουστά ρε μπαγλαμά τό αυγό τού Κολόμβου; Ε; Πού νά έχης... Τά αναγνώσματά σου, μόνο τσόντες είναι.Όλοι, κατόπιν τής ανακάλυψης τής Αμερικής, έσπευσαν νά του τήν πούν... Καί σιγά, τί έκανες, βόλτα μέ κρουαζιερόπλοιο ήταν, αναψυχή καί τά ρέστα. Τά πήρε όμως ο Χριστοφοράκος. Πήρε ένα αυγό καί ζήτησε νά τό στηρίξουν σέ ένα τραπέζι. Ουδείς μπορούσε, πήρε ο Κολόμπους ένα σφιχτό καί χλάπ! τό στήριξε σπάζοντας τήν βάσι τού ωού. Τό θέμα ρέ, δέν είναι η εκτέλεσις αλλά η επινόησις τούς είπε μαινόμενος καί μέ μιά υποψία δακρύου στήν άκρη τ’οφθαλμού του. Έτσι καί τώρα!

Τά πέτα διεμαρτυρήθησαν μέ βήχα καί κατάφεραν νά πούν:

- Θά μάς πνίξης! Πιό ήρεμα!

Ηρέμησε κάπως καί πιάνοντας, στρίβοντας τά μάγουλά μου, κατέληξε:

- Έτσι καί τώρα ρέ! Μέ βάζεις ίσα κι όμοια, εμένα, πού σού έστειλα, επενόησα, σού σέρβιρα λύση, μέ τήν άλλη η οποία απλώς ακούσασα τήν λέξι «τέιον» ανεφέρθη σέ κάποιες ιδιαίτερες γεύσεις καί είπε ένα ξερό ναί στό ερώτημά σου εάν έχη. Ίσα κι όμοια;

Δέν είναι ίσα κι όμοια ναί.

Συγγνώμη Π.

Ευχαριστώ Π.


Έγινε τής εξαθλιωμένης προλοταρίας...

Σήμερα δέν είμαι και πολύ καλά... Θά μού πής πότε είσαι, αλλά σήμερις μέ τριγυρίζει ο Σμάουγκ*, ο δράκος τού συναχιού. Τί μέ τριγυρίζει δηλαδής, έχει θρονιασθή μετά πολλών επαίνων στούς θύλακες τής ρινός μου.

Τό χειρότερον όμως είναι η συνεχής διάθεσίς μου πρός πτάρνισμα.

Είμαι συνέχεια σέ φάση νά θέλω νά φτερνιστώ, αλλά πολύ σπάνια (ποσοστό ΚΚΕ ΜΛ) η κατάληξις είναι τό αψού. Κι έτσι, είμαι ολωσδιόλου μέ μισόκλειστα μάτια, στόμα ανασαίνον μέ κοφτές ανάσες, πνεύμα (ώπα! αποκάλυψις!) ταλαιπωρημένο, μή αφηνόμενο νά δημιουργήση. (τί ακριβώς; Κομπολόγια γιά κουλούς;)

Μέχρι πού η Π. μοι προέτεινε :

πιες κανένα τσαγάκι βρε ζεστό....

καί η Κ. μοι έδωσε ένα βανίλια καραμέλα.

Ωραίο.

Θένκς μπόθ.

Αλίμω, 13:43 ανθυποπαραμονή πρωτοχρονιάς τού 2006 μ.Χ.

* Ι do love u, μελοφόρε, H!

Σάν Δευτέρα.


Ο Αλεξανδρινός είναι η εύκολος λύσις γιά τους μή έχοντες καί κατέχοντες υπόβαθρο καί (από κάμποσες έως πάρα πολλές) παραπομπές.

Τί νά κάνουμε όμως... Η αβάν γκάρντ είχε κάνει σόλντ άουτ εκείνη τήν περίοδο τής μέ τήν σέσουλα παροχής εφοδίων.



Είς τό Έπίνειον.

Νέος, είκοσι οκτώ ετών, μέ πλοίον τήνιον έφθασε είς τούτο τό συριακόν επίνειον ο Έμης, μέ την πρόθεσι νά μάθη μυροπώλης. Όμως αρρώστησε είς τόν πλουν. Καί μόλις απεβιβάσθη, πέθανε. Η ταφή του, πτωχοτάτη, έγιν’ εδώ. Ολίγες ώρες πρίν πεθάνει, κάτι ψιθύρισε γιά «οικίαν», γιά «πολύ γέροντας γονείς». Μά ποιοί ήσαν τούτοι δέν εγνώριζε κανείς, μήτε ποια η πατρίς του μές στό μέγα πανελλήνιον. Καλλίτερα. Γιατί έτσι ενώ κείται νεκρός σ’ αυτό τό επίνειον, θα τόν ελπίζουν πάντα οι γονείς του ζωντανό.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 28, 2005

Πρωινάδικο


Σημερα, παραμονη της ανθυποπαραμονης της πρωτοχρονιας εχω κι εγω ευχες πρός Αη-Βασιλη:

* Νά μήν σφιγγω τα δοντια όταν κοιμαμαι.

* Νά αποκτησω μελαγχολικο/ψαγμενο/κουλτουρε/πιασαρικο/εν απογνωσει/ισως κι απελπισμενο/αφυψηλειου υφος.

* Νά γινουν καποια δικα μου, wordακι σέ φολντερ στον σκληρο, δεσποινης τινος.

Τί χαζες ευχες ζητησες, ενώ θα μπορουσες νά αποκτουσες ένα πειρατικο καραβι πλεημομπιλ! Ξερεις ε; Πολλακις άπό τό χερι δέν μας πιανει ο μεγαλυτερος αδελφος, ο πατερας/η μανα, ενας μπάρμπας, μιά θειά. Μπορει νά εχωμε διπλα μας την «προαγωγο», την «μαστρωπο» μας. Οι ιδεες εχουν παντα ένα τιμημα, ειδικα όταν είναι «ιδεες», όταν εχουν ζυμωθει στον παγκο του ψευδους, όταν σχηματιζονται μέ τον πλαστη της κρυψινοιας, όταν ετοιμαζονται στον φουρνο της ανερρυθριαστης μυθοπλασιας κι όταν ματι του οποιου τό βλεμμα παντα κανει κοιλια όταν ερχεται αντιμετωπο μέ ένα άλλο, τίς παρακολουθει νά μήν καουν.

Κι όταν όλα αυτά γαρνιρονται μέ τό μπαχαρικο της απαιτησης πρός αφοσιωση τοτε πιστοποιειται ότι ο εαυτος μας εχει χασει τό στοιχημα μέ τον χρονο καί του ελευθερου νά πεταξει υπνου.

See you in the bitter end.

Λιγο μετα άπό την ακατασχετον δωροπαροχη μου, καλαντων περατωθεντων [οπου αμοιβη: 8 λεπτα (4 κερματα των 2), μελομακαρονα εσοδειας 2001, 9 κομβια άπό πανταλονι παραλλαγης του Ε.Σ.)] εκανα ότι δέν ακουσα καποια καριολικια άπό τα προσχαρα παιδακια τα οποια προφανως γκρινιαζαν διοτι η γενναιοδωρια μου τα εριχνε στον βορβορον του υλισμου.

Διετηρησα τίς ματιες μου πρός αυτά νά σιγουρευτω ότι η εξωπορτα θα εκλεινε. Καποια κινηση του μεγαλυτερου παιδαριου μέ τό χερι του καθως ανοιγε καί εκλεινε την θυρα, ακουσιως άπό μιά τσεπη του, επεσε ένα χαρτι κατω.

Συρθηκα νά τό πιασω καί νά φωναξω στο παιδακι νά του τό δωσω, όμως…

…όμως ο γραφικος χαρακτηρας, τό χρωμα της μελανης (δέν ηταν μελας αλλα ερυθρος) ανεβαλλε/ματαιωσε τό «νεαρε! Σου’πεσε κατι!» Μου εκανε κατι, τό κοκκινο των χαρακτηρων τό λευκο του φοντου θυμιζε έναν μέ νταμακια αη Βασιλη, τό εξελαβα ως δωρο. Έάν επανερχοντο τα παιδια, θα τό εδινα, θα ειχα προλαβει νά τό σκαναρω ας πουμε.

Επεστρεψα στο σπιτι, ο εν σαλονιω νηφελλοκοκοζωμος δέν ειχε κρυωσει… Τραβηζα μιά τζουρα (αχ, αυτος ο καπυτσινος!) κι αρχισα νά διαβαζω: (χμ… τα ποδια ησαν σταυρωμενα στο τραπεζακι, ναί)

Την ανακαλω, φερνω την μορφη της μπροστα μου. Τό πρωτο πού βλεπω είναι νά ημεθα ξαπλωμενοι, πλαγιαστα καί νά κυττω τό προσωπο της, τό μέ μελαγχολια νοτισμενο. Νά μέ θωρη αμιλητη καί τό ανοιγοκλεισιμο των ματιων της νά κανη τον μονο θορυβο. Ο δεικτης της νά χρωματιζη τα χειλη καί τό προσωπο μου, αφορμη νά στειλη αλλου τό βλεμμα.

Σκεφτομαι κι εκεινη την φωτογραφια της, την οποιαν μεχρι προτινος ειχε σχεδον πανω άπό τό προσκεφαλι της. Ο φακος πολύ κοντα σέ προσωπακι οκταχρονου ξανθου κοριτσιου, ο ηλιος καταφατσα νά τό αναγκαζη νά προστατευη τα ματια, φερνοντας, συνοφρυωνοντας καί την μυτη της πιο πανω σέ μιά εκφραση καί αποριας. (Η περιγραφη αυτή μέ πηγε σ’αυτό τό σκοτεινο δωματιο· η μπλε, η βαθια μπλε περιβαλλουσα σκηνη μέ κανει νά νομιζω ότι τα δακρυα δέν είναι ευδιακριτα). Αι φωτογραφιαι μαλλον μου δυσκολευουν την καταστασι. Εκεινη, στην τουαλεττα μέ τό υφος μεγαλου πού εχει, βαζοντας τίς παλαμες στα γονατα αναμενοντας κατι. Η αγκαλη πρός τον πατερα της, στο τριων τεταρτων προφιλ μέ τό στομα της ανοικτο, νά μαρτυρα ότι ηταν εκεινη η στιγμη πού ειπε τό «μπαμπα σ’αγαπω» κι ο φωτογραφος απαθανατισε. (τί άλλο θα ακουγε ενας πατερας άπό την κορη του καί θ’αφηνε τετοιο χαμογελο;) Μιά άλλη, νά την εχη κοπελιτσα 9-10 ετων μέ υφος όμως τριπλασιως περισσοτερο· κατι τετοιο επετασσε η, μαλλον, σφιχτη αγκαλη μέ τίς δυο μικροτερες ξαδελφες διπλα της. Χρονια μετα, σέ αυθορμητη πιθανως, ποζα σέ ένα ψηλο σκαμνι μολις νά εχη γυριση στον φακο υπακουοντας στο «********!» μέ καλοχτενισμενη κομη, μέ ταιριαστο μακιγιαζ τα οποια δέν αφησαν νά μήν φανη μιά καποια κοπωσ

Γυρισα τό χαρτι, όμως δέν ειχε κατι, τό «κοπωσ» ηταν τό τελευταιο του.

Εστρεψα καί αφησα την κολλα νά πεση στον καναπε διπλα. Η αργη πτωση θυμισε στελεχος φυλλοβολου πατρωνα, ασε πού τό μερος στον καναπε ειχε κατι τετοιες πλατυφυλλες παραστασεις.

Μιά ακομη γουλια άπό τον καφε, σταυρωσα τίς παλαμες, επλεξα τα δακτυλα μου καί στο βαθος τους, αραξα τό ποτηρι.

Οι πολλες σκεψεις μου κατεληγαν σέ χαμογελο. Τό χαμογελο μου ειχε τευχη ειρωνειας· μα τί ξερουν αυτοι άπό αγαπη; Πως την εκφραζουν ετσι, καρκινικως κι ατελως, ευνουχισμενα μα καί αυτοικτιρωμενα; Ειμαι ενας δασκαλος της αγαπης, του ερωτα ακαδημαικος, πληθος κοσμου σαρκικα και πλατωνικα μ’αγαπησε καί θα μ’αγαπα. Δέν μου γεννωνται όμως διολου, αλληλεγγυα συναισθηματα σέ κατι τετοιο ολιγον άπό αγαπη. Δέν αρκει, αυτος πού δέν ξερει νά αγαπα, νά στεκεται στις αγαθες προθεσεις. Πρεπουν προσπαθειες εμπεδωσης της ουσιας της, νά αποταξη εγωκεντρισμους, νά γραπωση τον χρονο καί νά τον καρφωση στο πρωτη, ευκαιρη μαντρα, νά σκιση τα σπλαχνα του αφηνοντας εκτεθειμενα αυτά πού δέν φαινοντο κι υστερα νά καταληξη.

Μέ κατι τετοια ακαδημαικα ωλοκληρωσα τον καφε μου. Σηκωθηκα καί σταθηκα στην χωρις θεα μπαλκονοπορτα.

Τελικα τό παιδι δέν ηλθε νά ζητηση τό χαρτι αυτό… Ποιος ξερει γιατι… Μαλλον εκανα λαθος πού δέν του τό εδωσα άπό την πρωτη στιγμη, αποτρεποντας ο,τι συνεβη. Κι εμεινα μ’αυτό τό τελος, δέν μπορεσα όμως νά δρομολογησω, νά ταιριαξω, νά κολλησω κατι αναλογο στο ανολοκληρωτο τελος.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 27, 2005

Πόσοοοο; Ιιιιιιιι!!!!!

Τό καλοκαιρι του 2004 νομιζω ηταν όταν μου ειχε δωθει τό avg. Μεχρι τοτε οι περιηγησεις μου στο δικτυο γινοντο ανευ, ειτε πυρολιθου, ειτε αντιβιοτικου. Ο πισης μου ηταν σέ μιά φαση πού έάν την περιγραψω ως αμωμοι εν οδω, θα την εξωραιζα αβερτα μέ κατι π.χ. σάν ανοιξιατικες εικονες. Σάν μέ μυρωδιες πασχαλιας, αρωματα ανθεων νερατζιων στις οδους (ναί, ακομη καί στην πολι κατι τετοιο είναι πολύ εντονο μεχρι καί τωρα) καί αυτό τό κατι μεσα μας πού σκιρτα όταν ερχεται η ανοιξη καί μας σπρωχνει σέ καλλιτεχνιες, στιχοπλεξιματα, καί δυνατοτητα ακοης του θορυβου που σκαν τά (οπου ναναι) ροδα την ανοιξιν. (Κατι αντιστοιχο μέ τον κατά την πτωση θορυβο δυο σταλων βροχης μεταξυ τους και της προσγειωσεως των νιφαδων στα φυλλα· αυτά όμως είναι μαρτοαπριλομαγιατικα μονον στο νοτιο ημισφαιριο)

Ο πισης δηλαδης, ηταν σέ φαση ηλεκτροσοκ εντατικης γιά τό οποιο συγγενης εχει τοσες ελπιδες ώστε ανασυρει άπό τό πορτοφολι καρτες γραφειων τελετης.

Μέ τό πού γυρισα σπιτι καίτοι ημην άπό ταξιδι, εγκατεστησα τό προγραμμα.

Κι αρχισε νά σκαναρη.

Τό αποτελεσμα ηταν νά ανιχνευση 669 ιους, δουρειους ιππους καί (μουλωχτους) «κλητηρες» (=dialers)

Χαμος…

Γιά μισο λεπτο… Τί ηθελα νά γραψω; Χαθηκα τωρα, εφαγα σεντονι… Δέν θυμαμαι. Γαμωτο… Κατι ηθελα αλλα δυστυχως δέν μου ερχεται… (Μα τί μαλακας εισαι μωρ’αγαπουλη;;;!!!)

Α,ναί ρε…

ΟΚ, επανερχομαι. Ενοιωσα ηδονη όταν πατησα τό κομβιον μέ την εντολη νά σβηστουν, νά quarantinιστουν, κατι τετοιο… Εκτοτε, τα scan μου είναι συχνα καί τακτικα. Ενεκα του φοξ δέν μπαινουν πλεον πολλα spyware αλλα οσο καί ναναι, μπαινουν. Ένα στις τοσες…Άλλο βεβαια νά σβηνης 669 κι άλλο ένα – δυο, αλλα ενταξει νά’ουμ’… Ακομη κι ετσι την βρισκω. Η στιγμη αυτή, γιά μενα ισουται μέ την συνειδητοποιηση νικητηριου γκολ σέ ντερμπυ, μέ την καταποση της πρωτης μπουκιας σουβλακιου άπό την κυρα-Πιτσα (τί περιεργο! Νά πουλας σουβλακια καί νά λεγεσαι Πιτσα! Χμμμ… Πιο περιεργο θα ηταν νά πουλαγες πιτσες καί νά σέ λεγαν Σουβλακη), μέ τον αμυδρα αντιλαμβανομενο ηχο εξαγομενου σουτιεν καί κυλλοτακιου κι ότι αυτό συνεπαγεται. (Πλυσιμο ρε χαλβα; Νά βαλης πλυντηριο; - Όχι ρεεεεεε Παχουμιε!)

Κλικ!

Στών γιορτών τήν ολόμαυρη ράχη (Τρείς τελίτσες εδώ παρακαλώ.)


Αί ημέραι αυταί έχουσιν κατακλυσθη άπό έναν μορφασμο χεσμεντέν όταν συναντώ την ζυγαριά στο δωματιον. Δέν μου λέει τίποτε, απλώς ένα απαξιώσεως ύφος είναι ηλίου φαεινότερον καί μέ αγχώνει περισσότερο απ’ο,τι έάν καθόταν νά μου σούρνη τα εξ (σικ) ζυγαριάς

Ο στυλίστας μου μού προετεινε δυο τρόπους ευκόλου απωλείας βάρους.

Πρώτον: Νά κουρέψω λίγο τά φρύδια μου (πολύ πράμμα κατοικοεδρεύει μετώποις)

Δεύτερον: Νά ξύσω τά σκασμένα χείλη μου. (Κι εκεί, η συλλογή, πλουσιότατη)

Βιαστικά πρέπει νά επιλέξω, πρέπει νά κάνω καλήν εντύπωση, εκεί χαμηλά, στο κουτούκι τής του δις εξαμαρτειν ουκ ανδρος/ου γυναικός σοφού/σοφής, καταστάσεως.

Άνέβα στό τραπέζι μου, Άδωνι γλυκέέέέέέέέ!

Την προηγουμενη Παρασκευη η εταιρεια ειχε την χοροεσπεριδα της. Όχι, όχι σέ καποιο ημιυπογειο, σκοτεινο, παρακμιακο μπιλιαρδαδικο* οπου μονο «παγκο» παρτιδες προετειναν καποιοι ξυπνητζηδες once upon a time, αλλα σέ ένα σιδερωμενο κεντρο της παραλιακης.

Εφθασα αργα (γιά νά κανω εντυπωση), μπηκα μέ βημα ροκαβλον μεσα, μέ την φρατζα μου νά αφηνει κυματιστες υποσχεσεις στις περιξ, διερχομην των τραπεζων μέ τό αναλογο υφος δέν μασω τους ορχεις μου, συνοδεια όχι καποιας ζαμπετειου πενιας αλλα συνεχων καί επιμηκυνουμενων στριγγλιων, βογκητων, υποκωφων δαγκωματων καί χειλολειχιων άπό κορες, κυριες, δεσποινιδες. Η καταστασις ειχε φθασει λιγο πριν άπό τό νά μέ χειροκροτησουν, νά χυμηξουν πανω μου, νά σακειευσουν παν ψηγμα τεστοστερονης μου, όμως τό βλοσυρον τε καί ροντβαιλερικον υφος μου, αποκτηθεν όταν ησθανθην τσιμπια στα τροφαντα μου οπισθια περνωντας άπό μιά τραπεζα μέ πλειονοτητα μανταμιτσων, απετρεψε περαιτερω οχλοκρατικας εκδηλωσεις. (τίς οποιες, πλεον, εχω βαρεθει τό διχως άλλο).

Καθησα λοιπον, ακουμπησα τό εσχατοτατης τεχνολογιας (για το 1999 μ.Χ.) 3210 νοκια μου, την κασετινα «Αρωμα», το καβουροειδες πορτοφολακι μου, την καφε τσατσαρουλα (με δυο πυκνοτητες οδοντων παρακαλω!) στο τραπεζι και κυτταξα γυρω.

Εκατονταδες μυριων λαγνων ματιων με νεγλιζε αποχη, στον αερα μαζευαν τις οφθαλμιες προσπαθειες μου ελεγχου του χωρου. Διατυπωσας μια λαιτ καταρουλα τη μητρι μου (Γιατι να με κανης τοοοοσο ομορφο ρε μανα;) χαμηλωσα το βλεμμα, τσακωσα ενα αρωμα και με σπιρτα του μονοπωλιου αναψα ενα. Ο καπνος ανερχομενος, μου εστειλε ενα ευχαριστω διοτι εκανε κολλεγια (οπως χαρακτηριστικα μου εξηγησε) με τα χειλη μου (τα οποια ας μην κρυψω οτι εστειλαν στην συνταξη τον μαρτινι guy) καί η στιγμη του αποχωρισμου της σταχτης άπό τον κορμο του σιγαρεττου ητο η ξεχειλισασα τό ποτηριον. Οκτω γδουπ (λιποθυμιες παναπει), δεκατεσσερα ααααααααααααααχ καί 92 ξεφυσηματα (δυσκολον νά μεταφερθωσιν εδώ,) άπό κυριες, δεσπονιδες καί δέν ξερω τί αλλο, επιστεγασαν τό γαμησε τα, τό σκοτωνω, τό αγιε μου σωστη σωσε μέ, σκηνικο μου. Σκεφθηκα τοτε μέ μπορισκαρλωφειον τρομο τί θα γινοταν όταν ο Φον Καραγιαν του μαγαζιου, θα εβαζε τό νικολοπουλειο «Αντε καντε ολοι στην μπανταααα, νά βγη νά χορεψη ο Σαλονικιοοοοοοοος! Οι μπαγλαμαδες ν’αρχισουν τσιφτετελιααααααα» κλπ κλπ. Είναι βλεπετε παρα πολύ δυσκολο ν’αντισταθη τό κορμι μου (ο κορμαρος γιά!) στα γκλιν γκλιν ενός τριχορδου μπουζουκιου. Αλλα καί τα γκλιν γκλιν του Αρμαντ ΒανΧελντεν; Πού τα βαζεις; Τα αποκυηματα της πενας του Οκενφωλντ; Ας μήν ομιλησω γιά τα γυρισματα του Βαγγελη Περπινιαδη. Θα ειχαμε προβλημα, στανταρ! Μιά προσκαιρος ελπιδα, μου φωτισε την πρός την πιστα πορεια.Τό νοσοκομειον της Βουλας ητο πλησιον! Ναί! Αλλα διενυκτερευε γαμωτο; Η μηπως τό της Ελευσινος Θριασιον επαιζε μπαλα; Ητο προβλημα… Διοτι (ας τό τονισω) νομοτελειακαι αι λιποθυμιαι όταν ο εμος κορμαρος λικνιζεται στα προειρηθεντα ασματα. Πως ο γυρινος γινεται βατραχος; Τό μικρο νυχακι, μπατονετα; Η στο τουτου κορνα, μπινελικι; Τό μπλογκιν, «κολλητηλικι», give a bit of me to me κι ανταλλαγαι σωματικων υγρων; Ετσι καί μέ μενα όταν αρχιζω τον χορο, πλην του ωπα! Γυαλα! (τα οποια ακουγονται στην αρχη) εν συνεχεια, συνηθιζονται τα: «Λιγο χωρο ρε παιδια! Αερα! Καποιος νά φερη υδωρ! Καί καλεσατε επιτελους τό 166!»…

Ηταν λοιπον, η στιγμη πού καί οι πολυελαιοι αντεληφθησαν ότι η προσοχη θα επρεπε νά στραφη αλλαχου. Ο γενικος ηγερθη καί μέ γιορτινες ατακες μέ παρασκηνιασε. Μιά μικρα ανασκοπησις του θνησκοντος ετους απεσπασε τίς τρελλές, αναφορα των επιτευγματων της εταιρειας τους δημιουργησε μνημονικο χρυσοψαρου καί… Καί όταν ανεκοινωθη ότι πλην του προβλεπομενου δωρου, θα τσακωσουμε καί καβατζα 100 χιλιαδωνε δραχμωνε [σορρυ δέν τα παω καλα μέ τό (πως τό λενε ακριβως;) δέβρο· κυριως όμως μέ τους πολλαπλασιασμοι] τοτε συμπας ο κοσμος παλαμοκροτησε την συν 300 ευρω (τό βρηκα, ο Ευκλειδης!) φαση.

Γελια καί χαρες.

Πολλες.

Ο λογος του συνεχιστηκε. Σταθηκε σέ ένα ονομα τό οποιο δέν ελεγε κατι στον περισσοτερο κοσμο. Συνεχισε στα καλα λογια, στα κοπλιμεντα, στις φιλοφρονησεις χωρις καμια φειδω. Τον φωναξε στο τινι τροπω βημα καί τοτε καταλαβα γιά ποιον μιλουσε.

Επροκειτο γιά έναν συναδελφο κωφαλαλο ο οποιος απασχολειται σέ ένα ποστο τό οποιο δέν χρειαζεται δεξιοτητα άπό τίς αισθησεις πού του λειπουν. Επι της εργασιας τον ειχα δει κι εγω καποια περιοδο όταν ειχα αποσπασθει στον χωρο του εκει καί μου ειχε κανει μεγαλη εντυπωση. Μήν τα πολυλογω, ολος ο κοσμος συγκινηθηκε όταν τα φωτα ειχαν πεσει πανω του κι αυτος μέ κινησεις – ευγλωττες όμως, λιαν ευγλωττες – μας ευχαριστουσε.

Γαμω την ζωη μου, συγκινηθηκα πολύ καί μεσα στον χαμο μέ επιασα νά δακρυζω καί νά καταλαβαινω ότι μεσα στην μιζερια, την μαλακια και τα προβληματα μου ειμαι ενταξει· χωρις νά θελω νά θιξω τόν συναδελφο ο οποιος μαχιμοτατα βγαζει τα πρός τό ζην όταν καποιοι αλλοι θα ξημεροβραδιαζοντο π.χ. επαιτωντες. Οι οποιοι βεβαιως δέν φταινε απολαμβανοντες (σικ) την προνοια του κρατους. Ολοι ανθρωποι ειμαστε, πλασματα του Θεου η της φυσης αλλα σορρυ, προτιμω νά στερξω τους μέ προβλημα ελληνες καί μετα, μέ μεγαλη ευχαριστηση κάθε αλλον. Μεχρι τοτε όμως προτεραιοτητα στους ελληνες, ετσι, ρατσιστικα η όπως αλλιως κάθε βολεμενος μπορει νά τό χαρακτηριση.

* θυμηθηκα τα νειατα μου, σέ ένα βιλιαρδαδικο στην λουκα ραλλη χαμηλα, στο πασαλιμανι…

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 26, 2005

Ευχές.

- Πρεπει κι έσύ, νά ευχηθης!

- Πού;

- Στον κοσμο μωρε!

- Πού; (ερωτηση πιο οξεια, πιο παιδικη, πιο χαζη, πιο διαπεραστικης φωνης, η οποια ερωτηση δέν γινεται νά μεταφερθη μέ δυο τρια «ου» παραπανω στο ένα το «που»

- Ελα σέ παρακαλω, συνελθε! Γιορταρες μερες γιά! Μήν εισαι (περισσοτερο) ζωον.

- Ενταξει! Θα ευχηθω! (Ένα χαμογελο μέ σιγαστηρα, ανασυρει στραβα δοντια)

Καλα Χριστουγεννα! (Παυση 2,5 δευτερολεπτων, βαθια πολύ βαθια ανασα)

Υγιεια ευτυχια προπαντων υγιεια βεβαια γιατι χωρις υγιεια τιποτις δέν γινεται βασικο όλα τ’αλλα ερχονται ακομη καί μέ βημα καβουρα σέ σλωου μωσιον 1/16 έάν δέν εχης υγιεια δέν γινεται τιποτις ακομη κι έάν γινεται δηλαδης επειδης εισαι εκθετος στις βουλες της μοιρας η οποια εχει τίς ζοχαδες της τους τελευταιους 39 αιωνες καί στραβοκυττα κάθε σιελοφερον ανθρωπακι τό οποιο νομιζει ότι η παλαμη του χωρα πολλους ορχεις μητροπολιτων αλλα τελικα πιανει τους δικους του (αχρειαστους) αδενες καί βαυκαλιζεται στον καθρεφτη στο κρεββατι πριν κοιμηθη γιά την ανειπωτη ευτυχια των γυρων του νά τον εχουν γυρω του εντος εκτος καί επι τα αυτά. Φφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφ. (<--- ανασα μέ καμενα λαδια) Υγιεια τό λεπον!

- Εχμ… Ξερεις; Τα χριστουγεννα ησαν χθες…

- Ε καί; Διαπιστωσι εκανα… Δέν πας νά γαμηθης μέ τίς υποδειξεις σου; (Tip: οι υποδειξεις θα κανουν τον αντρα στο συμπλεγμα αυτό. Έσύ θα «ισιωνης» τό καπιτονε παπλωμα)

Καί καταλήγοντας…

Λιγο πιο μετα, αρκετα λιγο μετα άπό τίς τζουρες καί τίς μέ πισσα ανασες, ειδα κατι. Κατά λαθος επεσε στα χερια μου καί ξερεις ε; τετοιες σκοτεινες ωρες, κειμενακια εστω ολιγολεξα σου κανουν κατι.

Επεσε, λοιπον, στα χερια μου κατι πού, μαλλον, μέ τρομαξε.

Ναί σιγουρα, ηταν αιφνιδιασμος καί φοβος. Σκεφθηκα νά ζητησω βοηθεια, όμως ταχιστα θυμηθηκα ότι τετοια παροχη βοηθειας ειχε στερεψει προ πολλου.

Μαζευτηκα, καβουκιστηκα καπως μη λογαριαζοντας τους γυρω καί προσπαθουσα νά βρω τροπους αντιδρασης. Συνειδητοποιησας την ωρα κι ότι η κατακλισις δέν θα αργουσε, τρομοκρατηθηκα.

Τρομοκρατηθηκα διοτι μου συμβαινει συχνακις κατι εντονοτατο την ημερα νά μέ ταλανιζει την νυκτα ενυπνιως. Είναι κατι πολύ ψυχοφθορο· δέν τό αντεχω.

Αυτό τό κειμενακι πού ακομη στα χερια μου ηταν, ακουσιως καρφωθηκε στο μυαλο μου. Μέ ακουγα νά τό λεω - χωρις νά τό θελω – συνεχεια, ασταματητα, απνευστι.

Τί πιο λογικο άπό νά ενσαρκωθουν οι λεξεις σέ κιρκες, σειρηνες κι άλλες συμπαθεις μορφες καί νά περιμενουν νά γυρισω σπιτι, νά πεσω…

Τό πρωι, ξυπνησας ημην πολύ προβληματισμενος.

Όχι, οι Κιρκες, οι Σκυλες, οι Χαρυβδεις αντιμετωπισαν καβαρισμενα καραβια ενεκα απαγορευτικου· δέν μέ βασανισε κανεις. Γι’αυτό καί ειχα προβληματιστει. Τα ονειρα μου ηταν όλα ροδοζαχαρισμενα. Ειχαν μιά ηρεμια περιεργη, ισως ανησυχητικη, μέ εβλεπα νά κινουμαι όπως ηθελα, παρεα μέ αγαπημενα προσωπα. Προσπαθουσαν (επιτυχως) νά δειξουν ότι έάν θελουμε, έάν υπαρχη βουλησις κι αποφασιστικοτης, η πραγματικοτης δέν απεχει καθολου άπό τα (ηδεια) ονειρα.

Πάφ! Καί τάληρο!

Δέν ξέρω τί μέ πιάνει τα βράδια καί αποκτω μιά επιτακτικη αναγκη νικοτινιασης. Οσα τσιγαρα δέν μπορω νά καπνισω τα πρωινα στην δουλεια, καπου εξω, λιγο μετα τό φαγητο, τα καπνιζω τα βραδια.

Χθες τό βραδυ της 25ης Δεκεμβριου, τό ξημερωμα δηλαδη της 26ης, γυρω στις 3 καί κατι, ανεσυρα βαθειααααααας τσεπης ένα σκληρο πακετο. Τό ανοιξα καί εβγαλα τό τελευταιο τσιγαρο.

Ηταν, νομιζω, απογευμα της 4ης Οκτωβριου οποτε συναντησα φιλον, οστις αρτι επιστρεψας άπό ταξιδι μοι εφερεν δωρον (;) 4 κουτες γουινστονακια.

20x10=200 (!!!!!)

200x4=800 (!!!!!)

Τό 800ον σιγαρεττον τό καπνισα στον ιδιο ρυθμο μέ όλα τα προηγουμενα 799, δέν ειχε πινελιες καζαντζιδικες, ουτε εμοιαζε στην «10 Ιουνιου» σέ καποιο σχολειο, μητεπως και παρτακι 31ης Δεκεμβριου στον εργασιακο χωρο.

Όπως τα προηγουμενα αναψε, καπνιστηκε, σβηστηκε.

Ηταν όμως, τό τελευταιο.

Όχι ηγούμενος ακόμη! Προηγούμενος όμως, ναί…

Η τελευταια φορα πού προεδρος του Συν (ειτε Δαμανακη, ειτε κωνσταντοπουλΑς, ειτε Αλαβανος) ειχε φιλοξενησει ελληνες νά του πουν τα καλαντα ηταν προ Χριστου.

.

.

.

.

.

Είναι απιστευτος ο τυπος. Ακομη καί σέ αυτην την φαση, βρηκε νά πη γιά τους μεταναστες!

άπό τό ιν.γρ:

Ο Αλ.Αλαβάνος από την πλευρά του δήλωσε ότι «σύμφωνα με το Ευαγγέλιο το πρώτο πράγμα που βίωσε ο Χριστός ως βρέφος ακόμα, ήταν η μετανάστευση από τη Βηθλεέμ στην Αίγυπτο λόγω των σφαγών του Ηρώδη. Σήμερα στην εποχή μας λόγω του σφαγών, λόγω οικονομικής διάλυσης, λόγω φτώχειας έχουμε τους μετανάστες. Το μήνυμα επομένως της ειρήνης, της αλληλεγγύης δε μπορούσε να το πουν καλύτερα παρά τα καλά παιδιά και οι φοβεροί τραγουδιστές που είναι αγοράκια και κοριτσάκια, από τους Φιλιππινέζους και τις Φιλιππινέζες που δουλεύουν στην πατρίδα μας σήμερα».

Δέν ετυχε, δέν εδωσε ο Μεγας Αρχιτεκτονας του Συμπαντος νά ακουσω τον προεδρΑ του ΣΥΝ νά δηλωνη όλα αυτα.

Θα ηθελα πολύ νά καρφωθω στα χειλη του τίς στιγμες πού σχηματιζαν τους φθογγους των λεξεων: «σύμφωνα με το Ευαγγέλιο»

Η παραπομπη του στο ευαγγελιο, θυμιζει, μας τονιζει δηλαδη, ποσο ενθερμος χριστιανος είναι, τίς καθημερινες αναγνωσεις των πραξεων των αποστολων, καί την πρός Σοδομιτες επιστολη (- συμπαρασταση), τίς ηχηρες πρός τα τεκνα του σφαλιαρες όταν καθονται στο τραπεζι γιά μασα ανευ σταυροκοπησεως καί προσευχης ως εξης: «Αειποτε Μεταναστα Χριστε ευλογησον την βρωσιν καί την ποσιν των δουλων σου…»

Η κουβεντουλα του περι «σύμφωνα με το Ευαγγέλιο» ακουγεται μεταλλικα, μας φερνει ντολμπυ σαρραουντ, τίς τρεις βολτες του κλειδιου στον αφαλο της ζωνης αγνοτητος της θυγατρος του στην οποιαν ευχας καί καταρας διδει γιά την κακοδαιμονια πού μαστιζει οσες τό δινουν προγαμιαια. «Μονον μετα τό στεφανι, κορη μου!»

Τό «σύμφωνα με το Ευαγγέλιο» αναρτα απαγορευτικο σημα στον κρεοπωλη τίς Τεταρτες, Παρασκευες, Σαρακοστες, προδεκαπενταυγουστους… Φακες νεροβραστες μονον!

Η ανακληση του εν λογω ευαγγελικου εδαφιου, δενει κομπο τον φαλλο του, στελνει πρός Γυαρον/σιβηριαν τίς οποιες ορεξεις του κάθε Σαββατον, παραμονη της τω Κυριω αφιερωμενης ημερας…

Καί τελος, η εκτροφη ατημελητου πωγωνος τον σπρωχνει ολο καί περισσοτερο στην αρνηση των εγκοσμιων εν καιρω, τον συμφιλιωνει μέ βαριες καλογερικες εικονες…

Τετοιος ανθρωπος (οστις σέ τατου στο αριστερο ποδι, εχει την επι του ορους ομιλια) είναι λογικον, λογικοτατον νά φερει επιχειρηματα άπό τό Ευαγγελιον.

Ο Αλαβανος περα άπό μπερδεψας βουρτσα καί λουτσα, είναι πολιτικος – πολιτικαντης. Ενιοτε επιστρατευει καί τό Ευαγγελιον γιά καμια παρολα, Ευαγγελιον τό οποιον κατά τ’αλλα τό αποκαλει εναλλακτικα σοφτεξ, ντελικα κλπ κλπ. Δικαιωμα του βεβαιως νά πιστευη/νά μήν πιστευη αλλα μήν τό παιζει wanna be ηγουμενος της μονης Εσφιγμενου.

Λαθρακουστής...

Δώσε μου λίγο χρόνο… Σέ παρακαλώ… Σύντομα, ναί…Αλλά μέχρι τότε, δώσε μου λίγο χρόνο…

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 23, 2005

Αναζητείται ταιριαστός στίχος.


Είναι οικογενειακή εορτή, κατά πώς λέν’. Σπίτια, τραπέζια, επισκέψεις, πού καί πού κάνα δώρο, μπύρες, τζατζίκια, χοιριναί, μοσχαρίσιαι, κι άλλες μπύρες, Διονυσίου σέ Άκη Πάνου στό πικάπ, λαδολεκέδες στό χαλί, κι άλλες μπύρες, ολίγη ζάλη απογευματιάτικα, κουβέντες, έντονες κουβέντες, φωνές, μπινελίκια, σπρωξίματα, βλασφημίες, κατάρες· καλέ! Ξεχαστήκατε! Είναι μέρα γιορτής. Πάμε πάλι... Θέλετε γλυκό; Καμιά σοκολατίνα; Μιλφέιγ; Άρεσε πολύ στήν γιαγιά, ναί.

Υπήρξε μιά παρένθεση σέ όλα αυτά. Κάποια άλλα χριστούγεννα. Τού 1991. Γονείς χωρισμένοι· όχι καί τόσο ήσυχες (ακόμη καί σέ τέτοια ανωμαλία) ημέρες, σκηνικά καί εικόνες πού ακόμη καί σήμερα δημιουργούν ανάγκη βλέμματος πίσω από τήν πλάτη.

Τήν κοπάνησα ακριβώς τήν ώρα όπου χέρι γυρίζει τό θερμοστάτη στόν φούρνο τής κουζίνας χαμηλώνοντας τήν ένταση. Το περιβάλλον φαινόταν νά προσπαθή νά εξωραϊσθή στήν ούτως ή άλλως προβληματική καί χωλαίνουσα εικόνα του, τά είχε σχεδόν καταφέρει, όμως δέν μέ είχε εκεί, παρόντα νά επιδοκιμάσω τήν «ωραία» ατμόσφαιρα. Χωρίς νά δείξω δυσαρέσκεια μέ φωνές, γλύστρησα πρός τά έξω.

Ήταν μεσημέρι. Μεσημέρι Χριστουγέννων. Ο καιρός δέν πολυβοηθούσε στην ερημιά αλλά όσο και νά’ναι, μία τό μεσημέρι 25ης Δεκεμβρίου ποιός μπορούσε νά κυκλοφορή έξω... Προσπάθησα νά ταξινομήσω κάποια μέρη, τελικά προκρίθηκε η Βαρυμπόμπη. Πολύ γρήγορα βρέθηκα εκεί· η πλατεία ήταν πιό έρημη απ’ό,τι θά μπορούσε 15αυγουστο π.χ. νά ήταν, κι εγώ παρέα κάτι μπισκότα πορτοκάλι, στήν όντως όμορφη αλλά θολή τίς ώρες αυτές περιοχή, πέρασα τά Χριστούγεννα εκείνης τής χρονιάς.

Χρόνια προσπαθώ, νά διώξω εκείνες τίς εικόνες αλλά είναι πλέον τατού σέ κάποιον ιστό στό μηνίγγι.

.

.
.
.
.
.
.
Δέν τό βλέπω συχνάκις, γι’αυτό κι όταν μού χτυπάει ένα κουδουνάκι από τό ταμπλώ τού τουτού, γιά προσοχές ένεκα ο κρύος, τότενες πάντοτε βγάζω τήν φωτογραφικιά "μοτοσυκλέττα" νά απαθανατίσω τήν σπανίαν περίπτωσιν ταύτην.

Αστικοί μύθοι.

- Δέν μέ λέ, ρε, σήμερα είναι λός κάλαδος πρός τσί πολιτικοί αρχηγοί;

- Σήμερις, ντά!

- Μάλιστα... Προλαβαίνουμε, ρέ, νά βαπτίσουμε τούς πακιστανοί, χριστιανοί ώστε νά μήν συμβή τό περυσινό παράδοξο μουσουλμάνοι νά λέν: «ο βασιλεύς τών ουρανώώώώώών» αναφερόμενοι στόν Γιεσούα;

- Λίγα μέ τήν πρός Αλαβάνο, χορωδία, ρέ! Άσε πού από τού χρόνου θά αλλάξη τό «ο βασιλεύς τών ουρανών» σέ «πρόεδρος» γιά νά μήν σκανδαλίζεται τό ογκολίθου ημέτερο πολίτευμα.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 20, 2005

Θερινός Δεκέμβριος.

Ήθελα νά τονισθή ότι η χθεσινή Δευτέρα είχε πολύ κρύο. Βγαίνοντας από τό αυτοκίνητο τό βράδυ, γυρίσας σπίτι, αφήνοντας τήν μυρωδιά τού πευκακίου, η αναπνοή τής νύχτας είχε κάτι πιό αψύ.

Σταμάτησα λίγο, προσπαθώντας νά εύρω μιά παρομοίωση σχετικώς όμως σούσουρο από φύλλους ευκαλύπτων μέ επανέφερε στήν τάξη τής συγκροτημένης μετριοφροσύνης καί λιτής ταπεινότητος. Καί στό σπίτι.

Σήμερα όμως τό πρωί, μύρισε καλοκαίρι. Όχι, ο καιρός ήτο σούμπιτα ο ίδιος μέ εχθές - δέν επαναφέραμε τά ντεκολτέ καί τά σόρτς – τό κρύο οξύ καί μέ κουμπωμένο τό μπουφάν.


Όμως, όταν κάτι περιστατικά επανέρχονται μέ αρώματος καρύδα λαδωμένη πλάτη, καπέλα καί ψάθες, μέ αναζητήσεις εντομαπωθητικών, μέ πολλή μπύρα, μέ ιδρωμένες αγάπες, μέ κουφωμένα τά ξύλινα παράθυρα, τότε όσο Δεκέμβριος κι άν είναι, τότε μυρίζει καλοκαίρι.


Ανακαλείται ή προοικονομείται.

Γδούπ! Τράνσφερ Έρρορ!


Χωράει ο δευτερόλεπτος (ένας δευτερόλεπτος) 310 κιλομπάυτς;

Χωράει!

Ηδονή λέμε ρέ γαμώτο. Συνηθισμένος στά 1,7 – 2,6 – 3,5 τά οικιακά (πάρτυ έκανα όταν έβλεπα ένα 6,4 νά κατεβάζη είτε τσόντες είτε μπ τρουά) τά 310 είναι καλοκουρδισμένη χορδή λίγο πρίν από τό Σώσον Κύριε τόν λαόν καί ευλόγησον τήν κληρονομίαν Σου.

Κι ένοιωσα κεχρισμένος αγαπούλης, μιά σταρένια προσωπικότητα, μέ αρκετά ωσαννά πέριξ τών ώτων μου όταν είδα δίπλα μου, άλλους ομοιοπαθείς νά παραπονιούνται γιά (αλλοτινές) ναπστεροτρανφεροπάθειες.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 19, 2005

Αποκλειστικόν! Exclusive δηλαδής, γιά τούς ελληνομαθείς.

Διάλογος από τό «Scoop», τό καινούριο εργάκι τού Γούδδυ Άλλεν, τό οποίο θά σκάση μύτη τό έαρ τού 2006 στούς κινηματόγραφους:

- Μού τήν έχεις σπάσει σήμερα, μήν μέ ξαναενοχλήσεις γιά τό επίλοιπον τής ημέρας.
- ?????????????????????????????????
- Υπάρχουν ημέρες πού η συνείδησή μου, ένα προαίσθημα μέσα μου, ενσαρκώνεται σέ κουκλάκι Τζών Τζών ο οποίος σερνάμενος από τήν μύτη ένεκα επώδυνης στύσεως, μού εκμυστηρεύεται διάφορα... .

Ε, σήμερα μού είπε τά χειρότερα γιά σένα.

Μήν ρωτήσεις λεπτομέρειες, ήδη τόν έχω εκθέσει πολύ....

Επίσης παλιό, αλλά κι αυτό καλό.

www.digital-laughter.com/haha.htm

Κυριακή, Δεκεμβρίου 18, 2005

Στά πουλιά μιλάααααααω, καί στούς ****** τραγουδώ…


Δέν θυμαμαι ποτε ηντουνα η τελευταια φορα πού ειχα καθησει νά δω ταινια στην τουβου. Όχι κονσερβατη (vhs/dvd) αλλα μέ τίς διαφημισεις της, μέ τό σημα πανω αριστερα, ανευ δυνατοτητος παυσεως γιά κατουρημα καί τα ρεστα.

Θελει πολύ κοπο νά θυμηθω· μηπως ηντουστανι Ζαν Κλωντ Βαν Νταμ; Μπα… Ουδεις εκ των τεσσαρων. Ο Ροκης; Ο Ραμπος; Κανας Στηβεν Σιγκαλ;

Μηπως κανας Ιαν ΜακΚελεν; Μηπως ο Εδουαρδος ο Β΄; Καμια Βασίλισσα Μαργκό; Τα 12 πιθηκια; Τό Ήταν Κάποτε Πολεμιστές; Τό Quiz Show? Τό Φρενίτις;

Τελοσπαντων, δέν θυμαμαι. Πανε όμως πολλα τερμηνα, παρα πολλα. Δέν λεω , βεβαιως, ότι ανωτατος αρχων ητο, τοτες ο Γκιζικης, ο Στασινοπουλος, η ο Παυλος ο Α΄…

Αλλα παει πολυς καιρος.

Μεχρι σημερα! Ναί! Σημερα! Ειδα στο προγραμμα όπως δημοσιευθη στις μεσα σελιδες του «Πριν» ότι στις 21 αποψε θα ειχε έναν Γουντυ Αλλεν. Ένα Hollywood Ending. Χαρα ο Βαγγελης!

Περιμενα ξυπνητα, ανεμενα κι ενυπνιως, η ωρα νά παρελθη, γυρω στις εννεα παρα παω καί κλεινομαι στο 79ο δωματιον της 3ου πατωματος της επαυλεως μου.

Τακτοποιησα ηλιοσπορο στην ελαιομαζωξης λινατσα (ενός καλαματιανου φιλου) ανοιγω καί μιά σκουπιδοσακουλα γιά τα τσοφλια, ξαπλωνω.

Παταω τό «1», βλεπω διαφημισεις. Πεταγομαι στον αλφα γιά κατι αθλητικα, επανερχομαι στην ΕΡΤ καί πρωτα πεφτει η ματια μου σέ μιά κορδελιτσα κατω:

«Απ’ευθειας μεταδοσις»

Ένα σκουρο καφε επιπλων στο 87 τοις 100 της επιφανειας της οθονης καί στο επιλοιπον 13 ένα κοστουμι μέ ένα περιττωμα μεσα.

Ειχε βουλη.

(Ντροπη ρε! Σκατο λες έναν βουλευτη, εκπροσωπο του εθνους; Του λαου μαλλον, οκ! Μιας καί εθνος είναι κατι τεχνητο όπως μας λενε οι της aristera. Νά ανακαλεσης!)

Ειχε βουλη λοιπον. Ηταν ο Δραγασακης στο βημα, ΣΥΝ - Β΄ Αθηνων.

Μα είναι δυνατον;

Παταω τό «8», βλεπω ακριβως τό ιδιο κοστουμι, τα ιδια καφε επιπλα, την ιδια κινηση. Ναί, ηταν τό Βουλη ΤΒ στο 8. Τί στο διάολο; Τί τό έχουμε αυτό τό κανάλι; Οποιος γουσταρει Δραγασακη, Αλαβανο, Παπαρηγα, Yorgo, Μανανδριανοπουλο, Λιαπη, μερικους Καραμανληδες νά αγορευουν, προασπιζοντες τό καλο αυτου του οικου ανοχης πού λεγεται ελλαδισταν, βλεπει Βουλη ΤΒ. Γιατι πρεπει νά τό εχουμε dolby σαρραουντ σέ δυο καναλια καί κυριως (εδώ είναι τό ψωμι ρε γαμωτο!) νά μήν βλεπουμε καί Γούντυ Αλλεν!

Ένα εκλαιράκι σέ περικαλώ… Γλυκό σάν εσένα, έμορφε!

Όταν ανοίγω τό more search options στό kazaa, μού έρχεται πάντοτε (μά πάντοτε) στόν νού, η επαρχιακή/εθνική οδός (έκ τών έσω) Θεσσαλονίκης – Χαλκιδικής. Κάπου είς τό ύψος τού εργοστασίου τού Μπουτάρη, ή ζαχαροπλαστείου τινός, κάπου εκεί τελοσπάντων.

Μά πάντοτε.

(Καλά ντέ! Μάς τό’πες!)

Xάκ! Δικαιοσύνη τού Οξαποδώ.


Νομίζω ότι γιά μερικούς, ένα γαμάτο χριστουγεννιάτικο δώρο θα είναι μιά νομοθετική ρύθμιση ώστε νά μπορούν - αυτοί οι μερικοί - νά αποποιηθούν της όποιας ελληνικής εθνικότητας/υπηκοότητας/καταγωγής καί νά γίνουν επιτέλους, πολίτες τού κόσμου, απάτριδες, αέναοι μέτοικοι σέ κάμπους, βουνά, λιβάδια.

Ψυχοπαθολογικά, όλο καί θα μπορή νά εξηγηθή τό μένος εναντίον κάθε τι ελληνικού.

Έβλεπα σέ ένα βλογ (δέν θα κάνω την χάρη όμως ούτε καν νά αναφέρω ελάχιστο ψήγμα άπό τίς παπαριές καί τα απύθμενα κομπλεξιστικα του) τίς συμπαντικές διαστάσεις πού μπορεί νά λάβη τό σύμπλεγμα απέναντι σέ μιά αιωνία φράση όπως π.χ. τό Αιέν αριστεύειν. (τό οποίο τί κρίμα γι’αυτόν, πρωτοειπώθηκε στα ελληνικά καί όχι στα βαβυλωνιακά).

Αιέν μαστουρεύειν, αιέν αλητεύειν, αιέν παπαρεύειν άπό τούς ελληνόφοβους.

Στο ελλαδισταν τού σημερα, βεβαιως, τετοιες αποψεις είναι οι προκρινομενες. Ασε πού κι οι ψυχοπαθολογοι διερχονται περιοδους ισχνων αγελαδων.

Απηλλαγμενη των πολλων θερμιδων, κουραστικη πια η προσπαθεια άπό καποια καραγκιοζακια πού σφιγγονται νά μας εξομοιωσουν μέ αυστραλοπιθηκους, πού θελουν νά μας πιστωσουν στα ιδια μέ έναν Χετταιο, Νουβιανο, Λουξεμβουργιο, Ισλανδο. Η κατεδαφιση, η ισοπεδωση, η υποβαθμιση, ένα ισχυρα αντιστροφο οιδιποδειο συμπλεγμα.

Αξιο μελετης άπό τούς αρμοδιους ψυχιατρους.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 16, 2005

O κος Γεωργουσόπουλος έχει τόν λόγο...

Χθές, σέ ένα έργο τού ************ μέ έπιασε μιά νύστα. Όχι τίποτε βαρύ, απλώς ήτο η φάση πού επιτρέπει κάποια νεύρα τού σώματος νά βαράνε τσίτες.

Μόλις σηκώθηκα κουίζαρα τόν εαυτό μου:

Πότε, Ευάγγελε, είχες (ξανα) κοιμηθεί σέ ταινία ;

Χμ...

Στό «λάβ άξουαλλυ», ένα έργο πού δέν θά τό ξανα(;)βλεπα ούτε μέ απειλή ευνουχισμού. Σιδήρω περιτετμημένος θά καθόμην νά τό παρηκολουθούσα μόνον, θά κινούσα καί τήν σφιχτή γροθιά μου πάνω κάτω, στήν γνωστή χειρονομία τής μαλακίας κι ας μην μιλάνε στού κρεμασμένου τό σπίτι, γιά σκοινί.

ΥΓ: Χμ... ρέ πούστη μου... Μπόλικες ψυχές... Στατιστικά νά τό δής, όλο καί κάποια (ψυχή) θά κάτση.

Κυριακή γιορτή καί σχόλη!

Τί κάνει ο κόσμος τα απογεύματα όταν σχολάση άπό τήν δουλειά;

(Συνθήκη απαραίτητη: ένα ωράριο ανθρώπινο ώστε ο γυρισμός νά μήν συμπίπτη μέ τίς νυκτερινές ειδήσεις τής ΝΕΤ… Πώς; Τί; Ά ναί! Εγώ μόνο ΝΕΤ βλέπω… Βέβαιαααα! Καί βέβαια… Βουλή ΤΒ. Άλλα κανάλια; Όχι! Jamais! Τά έχω αποσυντονίσει εξάλλου… Βουλή καί Τρίτο!)

Ο κόσμος όταν σχολάση, είναι πιθανό νά γυρίση σπίτι νά ξεκουραστή.

Νά φάη.

Νά κάνη μπάνιο.

Νά αφοδεύση.

Νά πάη γιά ψώνια. (Χριστούγεννα, Χριστούγεννα, σαλουφιασμένα… Δέν γίνεται, κοκόνα μου, χωρίς εσένααααα!)

Νά πηδήση.

Εγώ, έχω καιρό νά κάνω μπάνιο καί περισσότερο νά πηδήσω. Ψώνια δέν κάνω διότι είμαι Σκρουτζ. Αφοδεύω (ακόμη κι όταν δέν μου έρχεται) στην δουλειά γιά οικονομία, ύδατος καί χαρτιού υγείας. Καί σαπουνιού. Καί πετσέτας. Καί του φωτός πού θά άναβα. Καί του ρεύματος γιά τον εξαεριστήρα.

Όλο καί κάτι θα τσιμπήσω, μπορεί νά ανοίξω τον «Θησαυρό» ή τό «Φανταζιο». Σίγουρα θα λύσω τό σταυρόλεξο πού φιλοξενεί η «Εποχή» λίγο μετά τόν αυνανισμό μέ τό κύριο άρθρο τού αρχισυντάκτη της.

Κι έτσι αυτή η (κύριε Μπιρσίμ, βάλτε χασμουρητά εδώ) απίστευτου περιπετειώδης ζωή μου εξελίσσεται μέ ρυθμούς καί δεδομένα Χριστόφορου Κολόμβου παραμονών 1492. ΄

Υπήρξε μιά παρένθεσις σέ όλο αυτό τό περιπετειώδες, τρέντυ καί κοσμοπολίτικο σκηνικόν τής καθημερινότητός μου... Κάποια βράδια πού ήσαν νύκτες. Οι δρόμοι είχαν ύφος αναπάντητης κλήσης, τού πλήρους, τού γεμάτου τηλεφωνητού. Θύμιζαν συναυλιακό χώρο 2-3 ώρες μετά τό πέρας τού λαλά, μέ ροχάλες, γόπες, φιξάκια, τσιγαριλίκια, ιδρώτα, σπέρμα στό έδαφος, έμοιαζαν οι νύχτες, μέ τό γειά τής Περσεφόνης τήν 21η Σεπτεμβρίου.

Αυτές οι νύχτες.

Αυτές τίς νύκτες, ό,τι ώρα κι άν ήταν, ό,τι κι άν είχε προηγηθή, ό,τι κι άν είχε ειπωθή, θά γείωνα τό πλέη στό βδβ κι ο Τράβις μέ μιά ένρινη καλησπέρα, θά άραζε παρέα. Δέν μάς απασχολούσε καμιά Μπέτσυ, καμιά Άιρις... Παρά μόνον κάτι κουβέντες παίζαν, περί ανέμων, αρμόζουσες νυκτερινές. Τά βλέφαρά μου δέν αργούσαν νά δύσουν· τά 113 λεπτά τής ταινίας μοιράζοντο σέ περίπου 11 λεπτά γιά 9 ημέρες. Εννέα βράδια. Παρέα μέ τήν μόνη τζάζ πού μ’ αρέσει, μέ ύφος ταιριαστό, νοοτροπία αγαπημένη. Κι έν τέλει, αυτή η μνημειώδης σκηνή τής εσχάτης ταρίφας.

Παρασκευής Μάθημα.

Ο Ηγησίας, όπως μας εξιστορεί ο μέγας Σουμέριος σχολάρχης Ασράμ, έζησε τον τρίτο αιώνα πριν από την γέννηση ενός εβραίου ψιλοφιλοσόφου ονόματι Γιεσούα (ο οποίος πολύ μεγάλη ιδέα γιά τον εαυτό του είχε!)

Εδίδαξε στήν Αλεξάνδρεια επί βασιλέως Πτολεμαίου τού ααααα.

Ο Ηγησίας τό λεπόν έλεγε μέσαις άκραις ότι η ευδαιμονία είναι ακατόρθωτος. Αδύνατος καθότι τό σώμα είναι full of παθήματα, άσε πού η ψυχή (ολίγον τί θύμα) συμπάσχουσα στο σώμα, ταράζεται κι αυτή.

Κι έάν προσθεσης – έλεγε ο Ηγησίας – καί την τύχη, η οποία σχεδόν ποτέ δέν μας κάνει τό χατίρι [εδώ αξίζει τον κόπο νά αναφέρθη καί η συνεισφορά του Αγάθωνος (του καί καλά ρεμπέτη) όστις χτύπησε κάρτα μέ ένα σχετικό άσμα – «φτάνει πουτάνα τύχη, φτάνει, μανά μας γέννησε κι εμάς»] τότες κλαφ’τα Χαράλαμπε! (Κι ας λάμπεις άπό χαρά).

Δέν έμεινε τεμπέλικη η κάλαμος του. Έγραψε κάτι (όπερ δυστυχώς η ευτυχώς εχαθη) εις τό οποίον ένας μάγκας, υποψήφιος πρός αυτοκτονίαν δι’ασιτιας, περιγράφει τον βίον του τον πλήρη συμφορών καί τραγωδιών. Ο τίτλος ενδεικτικός : «Αποκαρτερων»

Σέ όλα αυτά τα χαμογελαστά έρχεται τό feedback (α ρε τό γαλλικό πως τό παίζω!) νά μας πη ότι ο Ηγησίας ήτο ηδονιστής.

Ώπα! Ηδονιστής καί απαισιόδοξος; Γίνεται; Ηδονή απ’την μιά καί επιθυμία θανάτου απ’την άλλη;

Γίνεται!

Λέει ο Ηγησίας: Η ηδονή ακατόρθωτος. Τό μόνο σίγουρο στην ζωή ο πόνος. Συνεπώς ο σοφός δέν πρέπει νά αγωνιζηται γιά την κατάκτηση του ευχάριστου τό οποίο βρίσκεται όσο καί οι παρθένες σέ μαιευτήρια αλλά γιά την αποφυγή του δυσάρεστου τό οποίο μας πνίγει σάν τον ΟΤΕ μέ τις επικείμενες αυξήσεις.

Ανύπαρκτος η ευτυχία· άρα πρέπει νά την επιδιώκομε αρνητικώς· αποφυγή του πόνου παναπεί. Εν ζωή όμως αποφυγή του πόνου δέν γίνεται, άρα;

Άρα… Φουντάρετέ με στον γιαλό, νά μέ φάνε οι γοργόνες καί τό αλμυρό νερό.

Ο θάνατος μάς απολυτρώνει άπό τους πόνοι άρα τό ηθικόν δίδαγμα του Ηγησία: «Αυτοκτονείτε ωρέ!»

Φαίνεται ότι η διδασκαλια του ειχε επιτυχια, διοτι…

… Διότι ο Πτολεμαίος γιά νά προλάβη/αποφύγη/ανακόψη τό κύμα τών αυτοκτονιών τό οποίον προεκάλουν αι τού φιλοσόφου διαλέξεις, τού απηγόρευσε νά διδασκη…

Επιπροσθέτως, τού εδώθη τό προσωνύμιον:

«Πεισιθάνατος»

Πλην μιας διόλου ευκαταφρονητου παρενθέσεως του Αρθούρου Σοπεναουερ, συρμός πεισιθανατων προέκυψαν καί στο ελλαδισταν λίγο πριν από τό μιλλενιουμ. Κάποιοι τραγουδοποιοί (αρνούμεθα νά τονίσωμε ότι ανήκον στην κατηγόρια του έντεχνου – τό «ποιο» πλάι στο τραγούδι τα λέει όλα) σέ σκοτεινά καί πνιγμένα σέ μπόλικο καπνό μετερίζια μετάδοσης του πολιτισμού τους, των πολυπλοκάμων απόψεών τους, τής σχεδόν μυστικιστικής άποψης περί βίου, συμφιλιώθηκαν μέ τό μικρόφωνο κι έπεισαν κάποιους ότι εάν τους ακολουθήσουν θά πιουν άπό τό ζωοδόχο νερό της καλλιτεχναλήθειας.

Μέ ύφος Νέρωνος, μέ σύνθημα ή εμένα ή τά τανκς, γελοία καλλιτεχνοκριτικοκαραγκιοζακια ρίχνουν στο έρεβος διαφορετικές επιλογές εν χορδαις καί οργανοις, λογίζοντάς τες ώς μή έντεχνες, λούμπεν, παρακατιανές, στερούμενες περιεχομένου, κενές, ντιριντάχτα κλπ κλπ.

Ο Διόνυσος όμως δυσκολεύεται. Σκαλώνει νά μπουκάρη στήν γιομάτη παραισθησιογόνους καπνούς τών θλιβερών, πεσαματιάρικων, πένθιμων χώρων τους, τό νόημα, λέξη «κέφι» θά τρώη πάντοτε πόρτα.

«Πεισιθάνατο σιντί». Στό διπλανό σας φνακ!

What’s new, pussycat?


Η σκηνή καθ’ ήν ο Γούντυ Άλλεν προσποιείται ότι βλέπει κάποιον γνωστόν του καί τόν χαιρετά, ξεγελώντας τοιουτοτρόπως τήν σέ πεσσοπαίγνιο αντίπαλον (αφού πετάξει σάν άλλος Δευκαλίων, έναν πιόνι πίσω του) νομίζω ότι είναι η πιο αστεία άπό καταβολής κινηματόγραφου (ο τονός στο πρώτο όμικρον περικαλώ).

Η μάλλον σέπια (μού έμαθες καί την σέπια ρέ ξεβράκωτε;) ταινία, ο χώρος κινηματογραφήσεως (η αγ. Δημητρίου, στην Δραπετσώνα πάνω άπό τον σταθμό των τραίνων), τα λιτά τραπεζάκια (είναι όμως όλα γεμάτα) οι εσπρέσσο καί τα λουκουμάκια πάνω σέ αυτά (ο Σταύρος Παράβας θαμών σέ ένα – τραπεζάκι - εξ αυτών), κάποιοι ποδηλάτες – εφημεριδοπώλαι (μοιράζοντας την μυστική γνώση πού μόνο ένας Ριζοσπάστης μπορεί νά αφυπνίση) κάποιοι ζοχαδιασμένοι εκπατρισμένοι (ένεκα skg δημάρχου Καρατζαφέρη) νά φορούν τα κασκώλ μέ κόμπο ναυτικό, (διαμαρτυρίας τό ανάγνωσμα) κάνει πολύ γραφική την σκηνή αυτούνη.

Κι έτσι, αφήνεσαι καί παρακολουθείς τό έργο αυτό.

Θέλω πάλι νά τό ξαναδώ. Ολάκερο, όχι αποσπασματικό. Καί ήρεμος. Η αλλιώς, σέ ένα μπαλκονάκι μέ θέα τήν ονειρική υφή της πραγματικότητας.

Άποκάλυψις τώρα!


Ψές, ένα προσφιλές μου άτομον, σέ ρόλον συνταγματάρχου Κούντζ, μοί φανέρωσε κάτι. Δέν χρειάστηκε αλκοόλ, ναρκωτικά ή τσακωμός ώστε χειμαρρωδώς νά κράζωμε είς έτερον.

Πολύ φυσικά, χωρίς δισταγμούς (έτσι φάνηκε τουλάχιστον) άνευ κολλημάτων, δίχως συμπλέγματα μοι απεκάλυψεν ότι μοιάζω μέ... πιγκουίνο.

«Κοντός, χοντρός, χαμηλοκώλης καί περπάτημα: πλίπ πλίπ πλίπ»

Τήν κύτταξα στά μάτια, συνοφρυώθηκα χωρίς νά τό θέλω (δέν ήθελα νά δείξω ότι μέ καταρράκωσεν η παρατηραποκάλυψις), προσπάθησα νά τό ρίξω αλλού.

- Ζηλεύεις! Μέ φθονείς επειδής δέν σού κάθομαι. Ζηλεύεις τό σουξέ μου. Κι ο Brad Pitt άκουγε συνεχώς ότι ομοίαζε μέ πελαργό. Ο Sakis ότι κατωπρογναθίζει. Κι ο Marty Feldman κάτι γιά τίς βλεφαρίδες του, δέν ενθυμούμαι ακριβώς.

Σήκωσε τούς ώμους, γύρισε πρός τό παράθυρο.

- Δέν μού λές; Πότε θά κατεβάσωμε τίς κουρτίνες; Παραείναι χειμωνιάτικες κι είμεθα στό μέσον τού Ιουνίου.

Πιό μετά, τσιγαρίζοντας λίγο μοσχαρίσιο κρέας, έχοντας εκεί τήν προσοχή, πρόσθεσε στήν φασαρία τής κουζίνας, μέ τά τσιτσιρίσματα:

- Πόσον συχνάκις σέ πιάνει κλαυσίγελως;
- Ε;
- Έβλεπα τίς προάλλες τά Ξυπνήματα. Ήταν η σκηνή όπου ο ΔεΝίρος προσπαθεί νά πλύνη τούς οδόντας του. Δέν νοιώθω περήφανη. Περήφανη δηλαδή γιά τούς γέλωτάς μου, τήν ένταση αυτών. Μ’έπιασε βήχας, άστα, χάλια. Όμως, οι στιγμές πού μάς προοικονομοούν ότι επανέρχεται στήν βυθιότ... η μουστάρδα; Στό ψυγείο; Εντάξει. Όταν φαίνεται ότι θά ξανακυλήση ο Ρομβέρτος,ότι θά ξαναβυθιστή... Πολύ κλάμμα ρε γαμώτη μου. Εκεί πού χορεύη μέ τήν δεσποινίδα...
- Ντούρο τό στυλιάρι εκεί, εεεε; Ήθελε καί γκομενιλίκια ο βλάμης! Σηκώματα έπρεπε νά τό λέγανε, τί Ξυπνήματα καί μαλακίες!
- Κατάλαβα... Δέν τό έχεις δεί τό έργο ε; Τί θέλω καί μιλάω; Σβήσε τό μάτι, Πινγκουίνε!

Η βελόνα τού ραδιοφώνου στό 103,3.

Πληροφορίες κακές
πήρες για μένα πολλές
και πληγώσανε την λίμπιντό σου
σαλούφα μου και κλαις

Μην τον πιστεύεις εσύ
τον κόσμο που μας μισεί
όλοι θέλουνε το κακό μας
καταπιόλα μου χρυσή



- Ξέρεις;

Βοηθεία τού πηρουνιού μου έφτιαχνα κύκλους μέ τήν σάλτσα στό άδειο πιάτο, είχε προηγηθή επιχείρησις σκούπα, μπουκιάς ψωμιού. Είχα το κεφάλι στήν γροθιά μου, αφημένο, αγκώνας στό τραπέζι. κύτταζα τά σχέδια τού πηρουνιού. Ο δισταγμός ήταν εμφανής.

- Μ’επισκέπτεται κι εμένα κλαυσίγελως... Ναί... Συχνά... Πολύ συχνά. Θυμάμαι όμως σάν τώρα τήν πρώτη φορά πού τό ένοιωσα.
- Άν δέν θέλης νά μιλήσης.... Εάν τό θεωρής...
- Δέν είναι αυτό.

Ο δισταγμός έδινε τήν θέση του στήν αποφασιστικότητα. Κι αυτή, στήν αβεβαιότητα. Σε μιά τέτοια σκυταλοδρομία συναισθημάτων, ήλθε η ευπιστία, η παραίτηση, η απορία, η ανασφάλεια...

Τόν κότινο εν τέλει, τόν πήρε η σιγουριά.

- Η πιό έντονη στιγμή, ανεξάλειπτη στό πίσω μέρος τού εγκεφάλου μου...
- Τού ποιού;
- Σέ παρακαλώ! Πάνω πού πήρα φόρα...
- Σέ πειράζω πιγκουινάκο μου!
- Εκείνες οι στιγμές ήταν απίστευτα... Πώς νά τό πώ... Σημαδιακές. Εεε.. Δέν βάζεις λίγο κρασί; Γέλιο μέ δάκρυα, λυγμοί μέ χαμόγελα... Τότε.... Ναί...
- Πότε καλέ; Πιές λίγο. Λίγο περισσότερο. Πολύ δηλαδή.

Τρείς γουλιές οίνου ποσότητος συναντωμένης μόνο σέ ύδωρ καί σέ περιβάλλον καύσωνα, δρομολόγησαν κάπως, τά πράγματα.

- Κλαυσίγελως είπαμε, ε; Μμμ... Ναί, Ήταν τότε. Καλοκαιρινός μήνας. Ο θερινός ο σινεμάς έπαιζε τό Sleepers. Οι έξεις τού Kevin Bacon, τά χάδια του πρός τόν Ron Eldard, έδωσε ιδέες. Φάγαμε κεφτεδάκια, φλυαρήσαμε λίγο καί στό σπίτι. Βουρ. Δέν θά διηγηθώ τά μετά. Θά σού πώ όμως τά μετά τού μετά. Οριζοντίως, ανάσκελα νομίζω, μ’επεσκέφθη. Κλάμμα καί γέλιο μαζύ. Εντονότατα. Καί πολλή ώρα. Γέλιο γιά τήν ανείπωτη χαρά τής ανακάλυψης τής σαρκικής ηδονής καί μ’αναφυλητά κλάμμα πού τήν συνάντησα τόσο αργά. Στά 26 μου; Μήπως 25; Μπορεί καί 24. Σίγουρα πάντως στήν τρίτη δεκαετία τής ζωής μου. Πόσο είμαι τώρα βρέ Βιβή; Τα 19 δεν έκλεισα πρό τριών μηνών;
- Νά σού πώ... Θά πλύνης εσύ τά πιάτα; Πάω γιά τσιγάρο εγώ, στό σαλόνι, παρέα μέ Λαμπίρη.

*********************

Συμπάθα με γιά τό ρεπετισιόν· υπήρχε λόγος...

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 15, 2005

Μήν τό αφήσεις...


Μετρημένο βήμα, φροντισμένο, καλοζυγισμένο καί πρός τόν εκτυπωτή.

Εκεί, κόσμος πολύς νά κυττά τόν πρίντερ ωσάν οι έλληνες τά γεώμηλα κατά τά (πρώτα) καποδιστριακά έτη.

Μόλις είχα φάει κάτι πεφρυγμένα τοιαύτα, συνεπώς βούρ γιά τήν υγρών κρυστάλλων οθόνη τού εκτυπωτού. Γινόταν λόγος γιά έλλειψη α4 χαρτιού, ουδείς όμως κινείτο γι’ανεφοδιασμόν.

Τά μπρός πίσω, πήγα σέ ένα δωματιάκι, υγροσκότεινο, τσάκωσα μιά κούτα μέ τέτοιες συσκευασίες χαρτιού, εδέησεν ένας αναπτήρας κι έκο(α)ψα τό νάυλον περιτύλιγμα.

Mήν τά πολυλογώ, έπιασα ένα, δυό, τρία μπορεί καί τέσσερα παραλληλεπιδάκια μέ τήν παλάμη μου (τής οποίας τό διαμέτρημα πάντοτε εξέπληττε τά θηλυκά διότι ήτο προοϊκονομία γιά περαιτέρω διαπιστώσεις προικισμένης ανατομίας) κι είπα νά τήν δώ προμηθέας άνευ όμως πυρείου δαυλού.

Σούρνοντας τό μάνταλο τού δωματίου, μεταβόλαρα μέ νουρεγέφειον ρυθμόν αλλά ένας προκύψας θόρυβος σίγουρα δέν ήταν αποκύημα αγιοπετρουπολείου ορχήστρας.

- Ψίτ, ψίτ!

Βλέμματα στίς 7 γωνιές τού χώρου αλλά, τζίφος.

- Ψίτ ψίτ! Εδώ ρέ μαλάκα, εδώ!

Τό «μαλάκα» μέ αλέρταρε. Σίγουρα εμένα ζητούσαν, αλλά πόθεν ο μαλακοψάχτης;

- Κυρ μαλάκα! Ούουου! Εδώ καλέ! Εδώ! Άντε! Πές ότι μάς ανακάλυψες, μήν συνεχίζεις νά ψάχνης! Δέν καταλαβαίνεις ότι έτσι μακρυγορείς; Παραπάνω έγραψες νά μήν τά πολυλογής...

Ρέ τά μπασταρδάκια· παρεμβαίνουν καί στόν όλον μύθον.

Τελοσπάντων, ήσαν οι κόλλες. Είπα ένα γειά νά μήν μέ πούν κι αγενή (πλήν μαλάκα) και εξακολούθησα τό βήμα μου. Μπούρ μπούρ από τίς κόλλες, ανέβλυσε μιά χάβρα μέ περιτομή, δέν καταλάβαινα τίποτε. Ώσπου κάποιες λέξεις, μού σήκωσαν τό χειρόφρενο.

- Τί είπατε;
- Δέν μάς θυμάσαι; Εμείς είμαστε ρέ μάστορα! Εμείς!
- Δέν έπρεπε νά τό κάνης αυτό ρέ αγαπούλη! Δέν έπρεπε! πετάχτηκε μιά άλλη κόλλα.
- Καί δέν τά λέμε όλα αυτά επειδή μάς ταλαιπώρησες! Όχι όχι! Στόν λόγο μας! Στόν γουτεμβέργιο λόγο μας! Νά μήν προλάβουμε νά μελανιαστούμε άν λέμε ψέμματα!
- Ναι! Ναι! Δέν έπρεπε!
- Δέν σάς καταλαβαίνω, ω φίλοι! Τι εννοείτε; Ξηγηθήτε! Πάραυτα! Ο κόσμος περιμένει παρά τώ εκτυπωτή!
- Δέν μάς θυμάσαι; Είμεθα εκείνες οι κόλλες! Οι θερινές! Δέν θυμάσαι; Δέν έπρεπε, φίλε, δέν έπρεπε!
- Τί δέν έπρεπε, ηρώτησα.
- Δέν έπρεπε! Νά μάς στείλης αδιάβαστες στόν κάδο ανακύκλωσης τότε! Ανεκυκλώθημεν καί νά’μαστε πάλι! Αλλά τότε, πού μάς κατευόδωσες ψυχρά, είχαμε μπόλικη μελάνη πάνω μας. Θυμάσαι;
- Ναι ρέ γαμώτο! Δέν έπρεπε μόλις πάτησες τό πόδι σου στήν πατρίδα νά μάς στείλης ρε! Δέν έπρεπε! Κι όχι γιά μάς – διότι νά! μάς βλέπης πάλι εδώ, ώς άλλοι φοίνικες αναγεννωμένους έκ τής ημετέρας στάχτης! Αλλά όλα εκείνα... Χαμένα πήγαν... Χαμένα. Τά θυμάσαι;
- Είστε χαζά! Είστε μαλακισμένα! Είστε ηλίθια! Μετά από εκείνη τήν παρότρυνση, νά μήν τό αφήσω, τί άλλο νομίζετε ότι έπρεπε νά γίνη; Καί πού ανεκυκλώθη τό χαρτί πολύ ήταν. Στόν Μολώχ έπρεπε όλο νά θυσιασθή...

Κι έτσι, ξαφνικά κι απότομα, χωρίς κάποια λογική εξήγηση – το παραλόγου θέατρο εξάλλου διαρκούσε ώραν πολλή – οι κόλλες σώπασαν. Οι ρυτίδες πάνω τους χαθήκαν, τά 210 επί 297 χιλιοστά τών διαστάσεών τους ίσιωσαν μεγαλοπρεπώς κι η θερμοκρασία τους ηυξύθη δραματικά. Άνοιξα τά χέρια μου, πέσαν κάτω. Τό λευκό τους χρώμα άρχιζε νά χάνη φωτόνια, έμοιασε λίγο σέ καφέ· καφέ καί σαγρέ. Ναι, ήταν πλέον σάν φλύδες λεύκας, ήταν φλύδες λεύκας καί στήν μέση τους, φούσκωσε κάτι. Κάτι στρογγυλό. Διάφανο κι άχρωμο. Ήταν ένα κουκούλι. Κινηματογραφικά γρήγορα τό κουκούλι ξέρασε μιά τεραστία κάμπια, η οποία ακόμη ταχύτερα έφαγε όλες τίς κόλλες. Κι όταν όλα φανήκαν νά τελειώνουν, η κάμπια διεστάλλη καί πάφ! έγινε σκόνη.

Πάτησα τόν κονιορτό, επέστρεψα στό τμήμα καί μόνο όταν είδα τά μέ απορία βλέμματα τών συναδέλφων κατάλαβα τό λάθος μου.

Μήν ξαναρθείς άπ’τήν δουλειά, νά’ούμ’...

Μού σκάει μιά πληροφορία από κάτι συνεργάτηδοι.

Πρέπει νά τήν μεταφέρω, πάω σέ ένα μήνυμα, κάνω ρηπλάυ κι αρχίζω νά γράφω:

"Κυρία Νικολαϊδου, ................"

Έλα όμως πού το μυαλό μου είναι κάπου αλλού.

Σε ένα μπουφανάτο απόγευμα μέ πολύ ήλιο σέ περιοχή αραιοκατοικημένη.

Τά πολλά πεύκα δέν είναι αρκετά γιά νά εμποδίσουν τίς μακρυές σκιές μας νά σταμπάρωνται στούς μέ λίγο χαλικάκι δρόμους. Η ατμόσφαιρα είναι ηδεία πολύ, σέ βάζει σέ σκέψεις όχι πολύ χαρούμενες ούτε όμως καί μαύρες, απλώς σέ δρομολογεί γιά λίγο, σέ πιο κλειστές φάσεις κι άς χαμηλώνεις τήν ένταση τού ραδιοφώνου.

Κι έτσι μέ συλλαμβάνω νά γράφω:

«Κυρία Νικολαϊδου, θυμάσαι τότε πού συγκεντρώναμε...»

Μέχρι εκεί η αυθόρμητη, λίγο ανεγκέφαλη, αναρχανεξάρτητη γραφίδα.

Γέλασα λίγο (διότι δέν μού είχε ξανασυμβή) καί ντηλήτ.

Κούνιααα, μπέλααααα.

Όταν κάποιος προσπαθή νά αναθεωρήση κάτι από τό παρελθόν, η πρώτη αντίδραση είναι νά τόν τσεκάρουμε.

Εάν η αναθεώρηση έχει νά κάνη μέ πεπραγμένα τής δεξιάς, τότε τόν στηλιτεύουμε με μπόλικη ξιπασιά υπό τού κριτηρίου ότι η Ιστορία στέκει ως ογκόλιθος ενώπιον κάθε υποκειμενικού αλληθωρίσματος. (Πολύ σωστό τό τελευταίο, βέβαια.)

Όταν όμως κάποιος προσπαθήση νά αναθεωρήση αριστερά γεγονότα (κάνε μιά παραχώρηση καί δέξου τά αδόκιμα), τότε αυτή η όχληση (κατά τούς υπερασπιστές τής Παρελθόντος, όπως τούς είδαμε πρίν) πρός τήν Ιστορία δέν είναι κάτι κακό. Είναι εποικοδομητική έρευνα....

Τί νά πή κάποιος γιά τήν κατάντια κάποιων...

Δέν φέρνω παραδείγματα τί αναθεωρείται είτε από δεξιούς, είτε από αριστερούς. Υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα, εύκολα ανασύρσιμα...

Η συμπεριφορά αυτή (κρίνω αφενός μέ ύφος πανεπιστήμονα, αλλά χάριν προσωπικών συμπλεγμάτων καί ιδεών κάνω κοκοκό σέ μερικά άλλα) παρατηρείται καί ώς στάσις απέναντι σέ μερικά χθεσινά.

Ένας πυγμαίος δημοτικός σύμβουλος τού Ναϋάλα στό Σουδάν τονίζει ότι τό λογικό είναι, όπως σεβαστό (πρέπει νά) γίνεται τό δικαίωμα τής απεργίας, αντιστοίχως σεβαστό καί τό δικαίωμα τής απεργίας.

Η τουβούλα έδειξε κάποιους δάγκες συνδικαλιστές (οι οποίοι δέν υπάρχει καμμία περίπτωση νά είναι στήν βουλή τά επόμενα χρόνια) νά προγκάρουν μερικούς οι οποίοι γούσταραν, τούς κάπνισε, τούς καύλωσε, νά δουλέψουν.

Όόόόόχι, στύση δέν προβλέπεται τίς Τετάρτες! Γι’αυτό καί κλωτσιές, μπουνιές, ξύλο δημοκρατικό κι αριστερό από τά άπλυτα γκιογκιό, τούς συνδικαλιστές, χάρις στούς οποίους (αλλά καί στό πρωτοπόρο σέ τέτοια ζητήματα ΚΚε) έχει θεσπιστεί από τόν Μάρτιο τού 2002 τό 35ωρο...

Ενώπιον τού τραμπουκισμού αυτού, οι απροσμέτρητα καρακαταευαίσθητοι πολλών χώρων, μηδενός εξαιρουμένου, δέν βρήκαν νά πούν τίποτε... Κρατάν δυνάμεις γιά νά κράξουν κάποιον ομοφοβικό. Α, ναί! Καί τόν ΧριστόδουλΑ!

blog stats