Σάββατο, Ιανουαρίου 22, 2011

Tempus fugit memoria autem


Ἐξ ἀπαλῶν ὀνύχων βουτηχθεὶς στοὺς γιὰ τὰ δίκαια τοῦ λαοῦ κοινωνικοὺς ἀγῶνες ἀναπόφευκτα ὀργανώθηκα στὴν ΚΝΕ Καλλιθέας (ὄχι τὸν δῆμο, κουτό!) τὴν ἐποχὴ τοῦ ἐνιαίου Συνασπισμοῦ κατὰ τὰ πρῶτα μου γυμνασιακὰ χρόνια. Ἀκολούθησαν οἱ καταλήψεις ἐπὶ κυβέρνησης Δρακουμὲλ ὁπότε καὶ βρέθηκα ἐπικεφαλῆς στὸ μαθητικὸ ὄργανο τοῦ σχολειοῦ μου. Εἶχα τὸ ἔντονο μπλὰ μπλά, τὸ ντοῦρο λέγειν καὶ τρούπωνα ῥὲ παιδί μου, ἀναδεικνυόμουν χωρὶς κόπο ἰδιαίτερο, τὸ εἶχα! 

Κατόπιν στὴν δουλειά, τὰ πράγματα ἦταν πολὺ ἀπογοητευτικά. Μιὰ μεγάλη ἑταιρεία μὲ ἀρκετοὺς ὑπαλλήλους, ἡ πλειονότητα τῶν ὁποίων ἦταν πολλὰ χρόνια ἐκεῖ χωρὶς τὴν παραμικρὴ διάθεση χειραφέτησης, μὲ εὐνουχισμένη τὴν ταξικὴ συνείδηση. Κάποιες προσπάθειες ποὺ εἶχαν γίνει κάποτε, πολὺ πρὶν πάω ἐγώ, εἶχαν διαλυθῇ ἀπὸ κάτι ἂς ποῦμε πραιτωριανοὺς τῆς διοίκησης στὴν ὁποίαν πάνω πάνω ἦταν μιὰ κωλοπετσωμένη ἑλληνίδα τῆς διασπορᾶς. Μὲ εἴκοσι χρόνια θητεία στὴν ἑταιρεία εἶχε δημιουργήσει ἀδιατάρακτους δεσμοὺς κι ἐπαφὲς σὲ κάθε τμῆμα τῆς ἑταιρείας μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταστέλλῃ ἐν τῇ γενέσει τους κινήσεις γιὰ αὐτοοργάνωση. Δύσκολα πράμματα…

Μετὰ ἀπὸ τὴν εὔλογη περίοδο προσαρμογῆς στὰ τῆς ἐργασίας καθήκοντα, προσπάθησα νὰ ἀνθιστῶ ποιοί ἀπὸ τοὺς συναδέλφους δὲν ἦσαν στὸ ἄρμα τῆς ἱεραρχίας· κατόπιν μὲ κάποια ὑπονοούμενα, ἔθιγα ζητήματα ἁπτόμενα τῆς ἐκμετάλλευσης, τῆς μὲ τὸ καλαμάκι ῥούφας τοῦ αἱμάτου τοῦ ἐργαζόμενου, τῆς ἁρπαγῆς τῆς ὑπεραξίας ἀπὸ τοὺς ἀδηφάγους καπιταλιστὲς καὶ ἄλλα τέτοια δύσκαμπτα παρωχημένα, παπαριὲς καμαρωτές, βρυκολακιασμένα κλισὲ γιὰ μιὰν προοδευμένη χώρα μέν, ὄχι ὅμως γιὰ τὴν Ψωροκώσταινα. Τὴν Ψωροκώσταινα καὶ τοὺς ἰδιῶτες της οἱ ὁποῖοι μεταξὺ πασιέντζας στὸν ὑπολογιστὴ καὶ ὕπνου σὲ ἀποθῆκες θυμόντουσταν τοὺς ἰσχνοὶ μισθοὶ καὶ τὴν ἀναλγησία τοῦ Κεφάλαιου (
sic). Κάποιοι, τσίμπησαν.

Φτιάξαντες φράξια –τῆς ὁποίας ἐννοεῖται! μπροσταρίστηκα– προσπαθήσαμε νὰ προσεταιριστοῦμε περισσότερους συναδέλφους προσέχοντες μάλιστα νὰ φθάσῃ σὲ πρόθυμα ὑψηλὰ ἱστάμενα αὐτιὰ αὐτὴ ἡ ἐν σπαργάνοις προσπάθεια δημιουργίας ὀργάνου προάσπισης τῶν δικαίων τοῦ σκληρὰ χειμαζομένου προσωπικοῦ τῆς ἑταιρείας. Φυσικὰ μόλις ἔγινε τοῦτο μαθευτὸ - fama volat - οἱ ὕαινες τῆς διοίκησης προσπάθησαν νὰ ποδηγετήσουν τὴν κίνηση κάτι τὸ ὁποῖο ἔγινε βοηθείᾳ μάλιστα ἐμοῦ· ἦταν ξεκαρδιστικὰ εὔκολο νὰ πείσω τοὺς ἀποφασισμένους γιὰ δράση ἀλλὰ πολὺ πολὺ πολὺ ἀθώους συναδέλφους ὅτι ἡ ἐγκόλπωση τίνι τρόπῳ τοποτηρητῶν (πές τους ῥουφιάνους ἄν θὲς) στὴν φράξια θὰ βοηθοῦσε τὸ ἔργο μας. Θὰ τὸ βοηθοῦσε διότι ἐκ τῶν ἔσω θὰ ἀντιλαμβάνονταν τὴν ἰσχύ μας, τόνιζα στοὺς συναγωνιστὲς χτυπώντας τὴν παλάμη τῆς δεξιᾶς στὴν χούφτα τῆς ἀριστερᾶς, ἀλλὰ - συνέχιζα κορδωμένος - καὶ σὲ μιὰ τέτοια χρονικὴ συγκυρία, μὲ τὰ πάντα στὴν ἀρχὴ δὲν εἴχαμε πολλὰ περιθώρια ἐπιλογῶν. Ἔτσι ἔλεγα, ναί! Διότι μὴν ξεχνᾶτε συνάδελφοι! Οἱ ἀστοὶ μόνοι τους, θὰ μᾶς δώσουν τὸ σκοινὶ μὲ τὸ ὁποῖο θὰ τοὺς κρεμάσουμε - πάντα ἕνας Οὐλιάνωφ λειτουργεῖ ψαρωτικὰ στὸ λοῦμπεν προλεταριάτο τὸ ὁποῖον θαρρεῖ πὼς ἔχει πιάσει τὸν παπᾶ ἀπὸ τὸ ὄσχεο μόλις ἀκούσῃ λενινιστικὰ τσιτάτα καὶ νομίσῃ ὅτι ὑποκειμενικοποιεῖται στὸ προτσὲς τῆς ἱστορίας!

Ἀπορῶ ἀκόμα καὶ τώρα, ὁπότε πολλὰ ἔχουν ἐκτεθῇ, ποὺ οὐδείς, ἔστω κατ’ἰδίαν, δὲν μὲ ἔψεξε γιὰ τὶς τότε τοὐλάχιστον προβοκατόρικες ἐπιλογές μου. Διότι ναί, ὅλα τὰ τότε, ὅ,τι ἔκανα γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τοῦ πτωχοῦ κι ἀδυνάτου μικρομεσαίου κακόμοιρου συναδέλφου ἔγινε μὲ ἀπώτερο βλέμμα στὴν ἰκανοποίηση τοῦ κυρίου ἐνστίκτου, ἔ, τί; μαλακεῖες θὰ λέμε (ἀκόμα καὶ) τώρα; Ἀπορῶ μὲ τὸ ποιὸν καὶ τὸ ποσὸν τῆς ὀξυδέρκειας τῶν συναγωνιστῶν μου οἱ ὁποῖοι παρότι εἶδαν διευθυντὲς νὰ μᾶς συνοδοιποροῦν (σὲ τέτοιον βαθμὸ ὥστε κάποιοι νὰ ποῦν ὅτι ἐμεῖς τελικὰ γίναμε οἱ ὀρντινάτσες τους), παρότι συμμετέσχον σὲ ψηφοφορίες γιὰ τὸ δοτὸ τῶν ἀξιωμάτων μας στὶς ὁποῖες θὰ δακρυογέλαγαν μέχρι καὶ σοβιετικοὶ ἰνστρούχτορες, συνέχισαν μὲ τὸ ἴδιο σθένος καὶ πίστη. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε πὼς qui tacet consentit. Ἀρνοῦμαι νὰ πιστέψω ὅτι τοὺς γλύκανε ἡ τοποθέτησή τους σὲ κάποιες ὁμορφονόματες θέσεις· μὰ γίνονται τοῦτα σὲ ψωροκωστιανούς;

Αὐτὲς οἱ ποσοτικὲς σωρεύσεις σὲ μάκρος χρόνου, ἐπέφεραν καὶ μιὰν ποιοτικὴ τέτοια, μὲ τὸν φόβο μάλιστα τοῦ quinon proficit deficit. Τὸ γυρίσαμε περισσότερο σὲ ἀκτιβιστικὸ ἐκτὸς φυσικὰ ἀπὸ κάποιες χαρτογιακάδικες σφραγιδάτες κινήσεις οἱ ὁποῖες ὡστόσο μὲ μαρτυροῦσαν, μὲ ἐπεδείκνυαν, μὲ φανέρωναν στὰ πέριξ. Μιά, μὲ προσεγμένη μάσκαρα καὶ σταθερᾶς χειρὸς ἄυ λάινερ, ἰδιότης σὲ ψηλώνει μπόλικους πόντους. Αὐτὸ τὸ ἀντιλαμβάνεσαι, τὸ καταλαβαίνεις χωρὶς τὸν παραμικρὸ πρόλογο. Οἱ ἄλλοι ὅμως πῶς τὸ βλέπουν; Ἀστεῖα περιττὸ τὸ ἐρώτημα! Πάντα
libens, volens, potens! Μιὰ παντοὺ ἀκτινοβολία! Res, non verba βρεθήκαμε στοὺς δρόμους νὰ θεωροῦμε πὼς μὲ τὸ νὰ διανύουμε χελωνάτα, χίλια ὀκτακόσια μέτρα θὰ ἀλλάζαμε τὴν μοίρα μας. Ξώφθαλμη παραχώρηση τὸ πρῶτο πληθυντικοῦ, ἤξερα τὴν ματαιότητα, τὸ ἄκυρο, τὴν μαλακία (sic) αὐτῶν τῶν κινήσεων, ἔλα ὅμως ποὺ ἦταν ἁπλῶς τὸ μέσον… Πέταγα κάτι πασιοναρίστικα στοὺς συντρόφους μου vires acquirit eundo καὶ ταχύναμε τὸ βῆμα.

Ἀκριβῶς πάνω στὸ citius, altius, fortius τὴν εἶδα. Πρόλαβα καὶ γράπωσα τὸ πάνω μου βλέμμα της τὸ ὁποῖο μόλις κατάλαβε τὸ δικό μου, στράφηκε ἀλλοῦ, κύτταξε κάποιους συντρόφους γιὰ ξεκάρφωμα. Τότε τὸ καὶ τὴν συνειδητοποίησα, Ἄ! εἶσαι κι ἐσὺ ἐδῶ; Ἦταν μιὰ χαμηλῶν τόνων κοπέλα, χωρὶς ἰδιαίτερη κοινωνικότητα, ἀλλὰ χρειαζόταν τέτοιο παιδί, γλώσσας φθόγγους γιὰ νὰ σερβίρῃ τὴν παρουσία της; Ἁρκοῦσε τὸ φυζίκ της, παρουσία μὲ τὰ ὅλα της, ἀποθέωση τῶν ὀφθαλμῶν, μούσα νοός, τσίγκλισμα τοῦ ὑπογαστρίου. Διότι… Τὰ ὑπάρχοντά της σὲ κοινὴ θέα ὅπως εἶχε πεῖ καὶ ὁ Τζόυς. Χμ… Ὥστε ἐδῶ ἤσουν. Μωρὲ κάτι μοῦ θύμιζε ἡ κοπελιά… Ἀνοίκεια ἡ μορφή της, δυσκολευόμουν ἀμέσως νὰ τὴν γνωρίσω! Ἄ! Ναί! Ἐσὺ εἶσαι, εἶσαι; Βλέπεις δὲν τὴν γνώριζα ντυμένη, τὴν γνώριζα μόνον ἀπὸ οὐκ ὀλίγες φωτογραφίες της ποὺ εἶχαν κυκλοφορήσει μεταξὺ συναδέλφων (συντρόφων καὶ μὴ) στὶς ὁποῖες πόζες, ἡ ἔνδυσή της ἀφίετο σὲ αὐστηρὰ νηστεία· πιθανῶς εἶχαν ἀπαλλοτροιωθῇ ἀπὸ τὸν ἐξετάζοντά την γυναικολόγο της, δὲν πιστεύω πὼς τὶς μοίραζε ἡ ἴδια! Ναὶ ναὶ ναὶ θὰ τὶς εἶχαν κλέψει ἀπὸ τὸν ἰατρό της, ἂν καὶ οἱ προσώπου ἐκφράσεις της δὲν μαρτυροῦσαν πόνο, δυσαρέσκεια ἢ δυσανασχέτηση γιὰ κρύα ἀποστειρωμένα ἐργαλεῖα. Ἐσὺ εἶσαι λοιπόν!

Ὁριστικό, αὐτὴ ἦταν, ναί. Μιὰ συνάδελφος, ὄψιμη συνοδοιπόρος στοὺς περὶ τῶν κεκτημένων ἀγῶνες μας, μαζὺ σὲ καινούρια μονοπάτια πάλης, λίγο ἁλατοπίπερο στὰ ἄνοστα πρωινὰ αὐτῶν τῶν ἀσφάλτιων καλντεριμιῶν. Ἐπιτέλους, εὕρισκαν ἀνταπόκριση κι ἐφαρμογή, πραγματώνονταν τὰ πομπωδῶς διακηρυττόμενα περὶ κοινοκτημοσύνης στὴν ἰδεατὴ αὐριανὴ κοινωνία μας. Καθ’ὅσον… Φῆμες λέγαν ὅτι εἶχε ἀμέτι μουχαμέτι βάλει νὰ πάρῃ ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο λαό, τῆς δουλειᾶς ὑπηκόους, ἀπὸ τὴν πιὸ ὑψηλὴ κλίμακα μέχρι καὶ τὴν χαμηλότερη, τὴν μικρότερης διαμέτρου τοῦ τελευταίου τῆς ἀμάξης τροχοῦ. Ἀπὸ σεντονάτα γαλονάτους διευθυντάδες, μέχρι δόκιμους ἀσκούμενους ἀποθηκάριους. Στὸ φάσμα τῆς συλλογῆς της ἔκανε καὶ κάποιες ὑπερβάσεις· ἐπεδίωκε, κατὰ πὼς λέγαν οἱ φῆμες πάντα, νὰ θυσαυρίσῃ τὰ τρόπαιά της καὶ στὴν ἀλλοδαπή, κάπου μεταξὺ Φλάνδρας καὶ Βαλλονίας εἶχε συμμετάσχει σὲ ἕνα βλάχικο γλέντι μὲ ἔπαθλο μπόλικα μιλιγκρὰμ ὤχρινων ζήτω. Στὰ ἴδια μέρη, βάσει αὐτοπτῶν μαρτύρων, ἔσιαχνε μὲ πονηρὰ ἐκλεκτὲς ματιὲς καὶ τσιφτετέλιους συνειρμούς, ἐντυπώσεις σὲ ἕναν ἄλλον ἐρίφη ὥστε οὗτος μετὰ ἀνάσκελα καιροῦ νὰ δηλώνῃ ἔρωτα ἀλλὰ κι ἀπορία. Ζυμωμένη ἔκπαλε στὸν τιμανδρισμό, πουτάνα ἀπὸ τὴν κούνια, πουτάνα καὶ στὴν ῥούγα καταπὼς εἶχε καὶ γιὰ τὴν ἀνηψιά του πεῖ ὁ Τζέησον Κόμπσον, οἱ φῆμες ψιθύριζαν πὼς συνδεόταν ἐρωτικά, συναισθηματικά, σαρκικά, ἐγκεφαλικά, κοινωνικὰ μὲ ἕναν κύριο ὁ ὁποῖος, βάσει τοῦ ἀστικοῦ κώδικα καὶ ἑνὸς χαρτιοῦ στὴν οἰκεῖα του μητρόπολη, θεωρεῖτο πανδρεμένος· τοῦτο ὅμως (τὸ σκάλωμα γιὰ παντρεμένους) βάσει τῶν φημῶν οἱ ὁποῖες ἀνίδρωτα συνέχιζαν νὰ παραληροῦν, ἦταν ἡ λυδία λίθος γιὰ ἕναν θαλερὸ κι ἀκατάβλητο καὶ παλλόμενο καὶ χωρὶς τέλος ἐρεθισμό. De gustibus non est disputandum, νό; Παραλλήλως, ἀφοῦ τὸ αὐτῇ ἀφιερωμένο ὡράριο τοῦ πανδρεμένου κυρίου ἦταν ὀλίγον πὰρτ τάιμ, ἡ ἄρτι συναγωνίστρια μάζευε - omne bonum trium - ἐμπειρίες γιὰ τὸ ἀνθολόγιό της μὲ μιὰν εἰδίκευση στὴν μοριακὴ (sic) ἀνθρωπολογία. Usus est magister optimus τὸ δίχως ἄλλο! Συνειδητοποιημένη μέχρι μυελοῦ τῶν ὀστῶν, κατὰ πὼς συνέχιζαν οἱ ψίθυροι, γιὰ τὴν ματαιότητα καὶ τὸ βραχύτατο τῆς διάρκειας τῆς ὁμορφιᾶς, ἐξακολουθοῦσε τὴν συλλογὴ ἐμπειριῶν ἀπὸ συνθαμῶνες τῆς δουλειᾶς· σειρήνευε ἄγουρα μὰ καὶ λαχταριστὰ ἀνηψούδια προϊσταμένων παρασέρνοντάς τα σὲ τουαλέττες λαμβάνουσα πίπα καὶ δίδουσα ῥαντεβοὺ σὲ pm hours γιὰ τὰ περαιτέρω, ἤτοι γιὰ πιότερο βολικὴ ἀνταλλαγὴ ὑγρῶν. Σχεδὸν συγχρόνως χρονικά, συνέχιζαν οἱ φῆμες πίνοντας δύο γουλιὲς νερὸ ἕνεκα στεγνωμένο στόμα, τὸ σ’ἄλλον συνάδελφο κούνημα τῆς πυγῆς της καὶ ὅσων λεκτικῶν τὸ συνοδεύουν, εἶχε κάνει τὸν ἀποδέκτη τῆς τσαλίμικης αὐτῆς φιγούρας, σὲ τόσον βαθμὸ νὰ πιστέψῃ σὲ αὐτὸ ποὺ λέγεται σχέση, ὥστε ἔστελνε λοιποὺς συναδέλφους νὰ γνωρίσουν τὴν καλή του!

Πέρα ἀπὸ τὴν καταγραφή, ταξινόμηση, ἀρχειοθέτηση, τῶν γλεντησάντων αὐτὴν, τὸ ὑπέρτατο στὴν ὅλη φάση, βάσει τῶν λεγομένων τῶν φημῶν, ἦταν ἡ κολλεγιὰ μὲ πανδρεμένους, εἶχε θέμα λέμε, ναὶ ναὶ ναί. Οἱ φῆμες ἐπιτάχυναν καὶ ἑρμήνευαν: Βάσει μιᾶς μὴ ταιριαστῆς μὲ τὰ ἔξω της, ψυχοσύνθεσης, βολευόταν νὰ συγκρίνεται μὲ μιὰ παντρεμένη ἡ ὁποία παντρεμένη ἀκριβῶς ἐπειδὴ τὰ εἰωθότα τῶν δυτικῶν κοινωνιῶν μας ἐπιτάσσουν κοινὴ στέγη μὲ τὸν σύζυγο, εἶναι τὸ πλάσμα ποὺ θεᾶται ἀπὸ αὐτὸν σχεδὸν συνεχῶς. Αὐτὸ τὸ συνεχῶς τὴν περιλαμβάνει καὶ στὰ καλά της φυσικὰ ἀλλὰ καὶ στὰ λιγότερο καλά. Παναπεῖ παρέα μὲ κρεμμύδια στὴν κουζίνα καὶ μυρωδιὲς μπρόκολου, πρησμένο πρόσωπο μετὰ ἀπὸ ἑπτάωρο νάνι, μυρωδιῶν κατευόδιο τέως μάσας στὸ ἀποχωρητήριο… Ἐνῷ αὐτή… Γκομενάκι τσίλικο ποὺ στὰ 72 λεπτὰ μιᾶς ἐξόδου (ἀρβανιτιστί: ξεπέτα) κατακλυόμενο ἑνὸς ντιὸρ ἀρώματος, μὲ κολλητὰ τὴν ἀνατομίαν της ἀναδεικνύοντα ῥοῦχα, νύχι λουτέτιο κι ἄπειρα ναὶ σὲ ὅ,τι κι ἂν ἀκούσῃ… Ἔ, χωρᾷ σύγκρισις μὲ μιὰ σύζυγο τῆς ὁποίας μυρίζεις τὴν σκατίλα μόλις μπῇς στὸν καμπινὲ μετὰ ἀπὸ αὐτήν; Σοβαροὶ νὰ εἴμαστε! Ἀρέσκετο λοιπόν, τὴν εὕρισκε νὰ ἐπιδεικνύεται σὲ παντρεμένους καὶ νὰ στέλνῃ τὴν σκέψη τους σὲ παραπονεμένες καὶ σχεδὸν σικὲ συγκρίσεις μὲ τὴν συμβία τους. Ἔτσι ἔλεγον αἱ φῆμαι!

Ὅλοι πάντως οἱ ποτίσαντες αὐτήν, τόνιζαν –καὶ τοῦτο τὸ πίστωναν γενναιόδωρα πέρα ἀπὸ κάποιες πικρίες ποὺ προφανῶς εἶχαν– πόσο πολὺ ὑπεύθυνη καὶ συνειδητοποιημένη ἦταν γύρω ἀπὸ ἀνεπιθύμητα γεγονότα τοῦ ἄκρατου πόθου ἐνδεχόμενα. Γι’αὐτὸ καὶ ὅπως σωρηδὸν ἐλέγετο καὶ ὅλες οἱ μαρτυρίες ἐπιβεβαίωναν καὶ ἐπιβεβαιώνονταν, μὲ ὑπέρτατη ὑπευθυνότητα ἀφήνετο νὰ ἐρωτευθῇ μόνον (καὶ καθ’ἕξιν καὶ κατὰ συρροὴν καὶ κατ’ἐξακολούθησιν) ἀπὸ σωματικὲς διόδους μὴ ἔχουσες ἄμεση ἐπαφὴ μὲ σάλπιγγες, ὠάρια καὶ μῆτρες, καὶ λοιπὰ ἐπικίνδυνα χόμπυ, ὀπισθογεμῶς ἤγουν τὸ μπιραλάχ (καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν πρώτη φορὰ), ἡ πλέον σίγουρος καὶ τελεία καὶ ἀσφαλεστάτη μέθοδος ἀντισυλλήψεως· τοῦτο ναί, σύμπας ὁ κόσμος τὸ παρεδέχετο μὲ σεβαστὸ λίκνισμα τῆς κεφαλῆς καταπίνοντας, ἴσως δὲ καὶ μὲ μιὰν ἡδείαν θύμηση. Κωλοκατάσταση...

Σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ χύδην, ξέμπαρκα γυρνοῦσε πὺξ λὰξ κι ἐκτιθέμενη καὶ περιφερόμενη καὶ περιπλανώμενη καὶ ἐγκαταλελειμμένη μιὰ ὄχι φήμη ἀκριβῶς μὰ κάτι ἄλλο ποὺ δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ γίνῃ πιστευτὸ ἀλλὰ εἶχε μιὰ συνάφεια μὲ ὅ,τι κυκλοφοροῦσε. Διότι ὅταν τελειώνῃ ὁ ἔρωτας, κάποια κομμάτια δικά σου παραμένουν στὸν ἄλλον καὶ ξέρεις ὅτι ἀκόμα καὶ στὰ χώρια σὲ πάει, σὲ φέρνει καὶ σὲ κάνει ὅ,τι θέλει, τὰ τεύχη σου δηλαδή, αὐτὰ ποὺ τοῦ ἄφησες (ἐκούσια κι ἀκούσια) κι ὅλα τοῦτα μπορεῖ καὶ τὰ πραγματοποιεῖ τόσο εὔκολα πιὰ ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἡ φυσικὴ ἐπαφὴ γιὰ νὰ (τοῦ) ζητήσῃς νὰ σταματήσῃ. Κι εἶσαι ἔκθετος κάθε μέρα καὶ κάθε στιγμή, νοιώθεις τὸ εἶναι σου νὰ ἠλεκτρίζεται, νὰ μὴν γίνεται νὰ ἠρεμήσῃ ἐπειδὴ προφανῶς ἡ ἄλλη πλευρὰ ἐκεῖνες τὶς στιγμὲς τοῦ σπαράγματος, κακομεταχειρίζεται τὰ δικά σου ποὺ φυσικὰ δὲν εἶναι πλέον δικά σου.

Τὸ κρεσέντο τοῦ Σταμάτη καὶ τῆς Λίνας, τὸ λίγωμα γιὰ νὰ πᾶμε στοῦ κόσμου τὴν πιὸ νευρικιὰ διαδρομή, μοῦ διέκοψε τὶς ἀναμοχλεύσεις καὶ τὸ ἐπιβητόρων μέτρημα (εἶχα ξεφύγει ἀπὸ τὰ δάκτυλα τῶν χειρῶν καὶ δὲν μποροῦσα στὸ κέντρο τῆς πόλης, νὰ ξεκαλτσωθῶ καὶ νὰ χρησιμοποιήσω τὰ τῶν ποδιῶν!) κι ἐπανῆλθα στὰ τώρα. Κι ἀκριβῶς πάνω στὴν προσταγὴ - στριγγλιὰ - προτροπὴ τῆς Μαρίας Δημητριάδη γιὰ νὰ βαθιὰ καταλάβουμε τὸν φασισμό, γύρισε πρὸς τὸ μέρος μου πάλι. Σήκωσα τὰ μάτια μου ἀπὸ τὴν γκρὶ κολλητὴ φόρμα της καὶ τὴν κύτταξα, τὴν κύτταξα λίγο, ὅσο διήρκεσαν δύο βραχεῖς γόοι τῆς ἀοιδοῦ περὶ τοῦ ἀπαπαπὰ ὁλοκληρωτισμοῦ. Ἀφήνοντάς την, ἅπλωσα τὴν ματιά μου σὲ ὅλο τὸ μπλὸκ τῶν συναδέλφων παύλα συντρόφων παύλα συναγωνιστῶν. Σπινθήριζε στὶς κόρες τους μιὰ ἀνεκλάλητη ἀδημονία γιὰ νὰ ἀρχινίσουν τὸ κρήμνισμα τοῦ συστημάτου ἢ μήπως μπρὲ θύμησες τοὺς εἶχε ξυπνήσει ἡ γύρω τους κοπέλα; Σήκωσα τὸ χέρι, ψηλὰ στὸν οὐρανό, πᾶμε σύντροφοι! Ἐμπρός! Γυάλισε ὁ χρυσὸς χαλκὰς συναντήσας ἀκτίνα τοῦ ζωοδότου ἡλίου καὶ πῆγε, ὤ, τί σύμπτωσις! στὰ μάτια τῆς περὶ ἧς ὁ φήμιος λόγος! Ἕνα ἀμβλὺ ἠλεκτροσόκ, θάμβος ἀγαστὸ ἐφάνη νὰ ταράζῃ μιὰν ἔκφρασης ῥυτιδούλα στὸ μέτωπό της, φάνηκε ἡ βέρα μου, τὴν εἶδε!

Ἀστραπηδὸν πέρασαν ἀπὸ τὸ μυαλό μου ὅλα τὰ μέλλοντα! Ἔνοιωσα σὰν νὰ συμμετέχω σὲ φτιαχτὸ ὑπὲρ ἐμοῦ παιγνίδι! Μιὰ ἀκατανόητη σιγουριὰ γιὰ τὸ ὅτι ἴσως καὶ νὰ ἦταν περιττὴ ἡ κίνηση συστάσεως τῆς οἰκογενειακῆς μου κατάστασης· ἡ κόρη εἶχε ἤδη δωθῇ, κερδίσασα ἕνα στοίχημα μὲ κάποια τῆς τύχης τερτίπια. Μὲ εἶδα στὰ χέρια καὶ τὶς προθέσεις της ἀφημένος… Αἰσθάνθηκα κάτι πρωτόγνωρο, νἄχω ἐγκαταλείψει κάθε ἀνάγκη περαιτέρω τεκμηρίωσης τοῦ δυναμισμοῦ μου καὶ νὰ προτίθεμαι νὰ μ’ἅγῃ καὶ νὰ μὲ φέρῃ κατὰ τὴν ξόρκια βούλησή της. Θαμπωμένος αἰσθάνθηκα μιὰν σὰν ναρκωτικὸ εὐδαιμονία νὰ κατακλύζῃ τὸ μέσα μου δημιουργώντας αἰσθήματα κτητισμοῦ καὶ προοικονομημένης σιγουριᾶς! Μπορεῖ νὰ φαίνεται τραγικὰ γκροτέσκα ἡ βεβαιότητά μου ἀλλὰ δὲν μὲ γελᾷ ποτὲ τὸ ἔνστικτό μου ἴσως ἐπειδὴ de minimis non curat praetor… Γι’ αὐτὸ καὶ ἔδωσα ῥαντεβοὺ γιὰ τὶς ἐννέα τοῦ Ἰούνη, συμφώνησα μάλιστα μὲ τὸν ἑαυτό μου:

Ναὶ ναὶ ναί! Θὰ τὴν τυλίξω! Θὰ γενῶ ὁ γιὰ πάντα της, τὸ magnus opus της! Θὰ τὴν τυλίξω! Τὶς φορὲς ποὺ θὰ διεισδύω μέσα της, σὲ γονιμοποιήσιμη ὀπή, θὰ χαράζω ἀπὸ πρίν, μουλωχτῶς, μέσα στὸ κλινῆρες σκότος, τὸ σκουφάκι ὥστε αἱ βίαιαι κινήσεις νὰ προκαλέσουν διάρρηξη τῆς νάυλον προστασίας καὶ νὰ χυμήξουν δεσμευτικότατα ὅλοι οἱ μαστιγοφόροι ἡρακλεῖς τοῦ ἀνδρισμοῦ μου!

Παρασκευή, Ιανουαρίου 21, 2011

rofl


Πορφυρογέννητος Γωνιὰ








ΠΑΟ ΑΕΚ 0-2 (ΟΑΚΑ) 19/1/2011
Κύπελλον – Προημιτελικὴ Φάσις – 1ος Ἀγὼν
23 Σάχα, 8 Γιάχιτς, 15 Καράμπελας, 3 Νασούτι, 5 Δέλλας, 19 Λαγός, 21 Ντιόπ, 14 Μάκος, 7 Γκερέιρο (67΄ 18 Μπλάνκο), 32 Σκόκκο (72΄ 13 Νταντόμο), 33 Λυμπερόπουλος (92΄ 17 Ἀργυρίου)
Σκόρερ: 65΄ 80΄ Λυμπερόπουλος
Κίτριναι: Μάκος Σκόκκο Λυμπερόπουλος Γκερέιρο Γιάχιτς
Διαιτητής: Καλόπουλος



Ἀστὴρ Τριπόλεως ΑΕΚ 0-3 (Γήπεδον Τριπόλεως) 16/1/2011
Πρωτάθλημα – 18η Ἀγωνιστικὴ
23 Σάχα, 31 Γεωργέας (57' 8 Γιάχιτς), 15 Καράμπελας, 4 Μανωλάς (38' 3 Νασούτι), 5 Δέλλας, 14 Μάκος (77' 21 Ντιόπ), 7 Γκερέιρο, 19 Λαγός, 32 Σκόκκο, 33 Λυμπερόπουλος, 18 Μπλάνκο
Σκόρερ: 48΄ Λυμπερόπουλος 56΄Μπλάνκο 76΄ Σκόκκο (πέν.)
Κίτριναι: Σκόκκο Καράμπελας Δέλλας
Διαιτητής: Κάκος

Τετάρτη, Ιανουαρίου 12, 2011

Πορφυρογέννητος Γωνιὰ


Πανσερραϊκὸς ΑΕΚ 1-3 (ΟΑΚΑ) 9/1/2011
Πρωτάθλημα – 17η Ἀγωνιστικὴ
23 Σάχα, 31 Γεωργέας, 19 Καράμπελας, 4 Μανωλᾶς, 5 Δέλλας, 14 Μάκος, Λαγός, 7 Γκερέιρο, 18 Μπλάνκο (87΄ 9 Λεονάρντο), 33 Λυμπερόπουλος, 32 Σκόκκο (93΄ 20 Ἔντερ)
Σκόρερ: 9΄Μπλάνκο 38΄ 82΄ (πέν.) Λυμπερόπουλος
Κίτριναι: Γεωργέας Καράμπελας Μανωλᾶς  
Διαιτητής: Γιάχος

Πέμπτη, Ιανουαρίου 06, 2011

Πορφυρογέννητος Γωνιὰ

 
ΑΕΚ Λάρισσα 4-0 (ΟΑΚΑ) 12/12/2010
Πρωτάθλημα – 14η Ἀγωνιστικὴ
22 Ἀραμπατζῆς, 8 Γιάχιτς, 15 Καράμπελας, 4 Μανωλᾶς, 5 Δέλλας, 14 Μάκος (54΄ 1 Καφὲς), 90 Γκέντζογλου, 9 Λεονάρντο (75΄19 Λαγὸς), 18 Μπλάνκο, 33 Λυμπερόπουλος, 32 Σκόκκο (58΄ 24 Μπὲρνς)
Σκόρερ: 10΄ 90΄ Μπλάνκο 83΄ Λυμπερόπουλος 88΄ Δέλλας
Κίτριναι: Μάκος Μανωλᾶς
Διαιτητής: Καλόπουλος
 
ΑΕΚ Ζενὶτ 0-3 (ΟΑΚΑ) 16/12/2010
Γιουρόπα Λῆγκ – Φάσις Ὁμίλων - 6ος ἀγὼν
23 Σάχα, 8 Γιάχιτς, 15 Καράμπελας, 4 Μανωλᾶς, 55 Δέλλας (74΄ 21 Ντιὸπ), 14 Μάκος (80΄ 9 Λεονάρντο), 90 Γκέντσογλου (55΄ 24 Μπὲρνς), 1 Καφές, 18 Μπλάνκο, 33 Λυμπερόπουλος, 32 Σκόκκο
Σκόρερ: –
Κίτριναι: Μανωλᾶς Μάκος
Διαιτητής: Σαϊντ Ἐνζιμὶ (Γαλλία)
 
Ἡρακλῆς ΑΕΚ 2-0 (Καυτατζόγλειον) 19/12/2010
Πρωτάθλημα – 15η Ἀγωνιστικὴ
22 Ἀραμπατζῆς, 8 Γιάχιτς, 15 Καράμπελας, 4 Μανωλᾶς, 5 Δέλλας, 21 Ντιὸπ (46΄ 18 Μπλάνκο), 90 Γκέντσογλου (70΄ 7 Γκερέιρο), 1 Καφές, 9 Λεονάρντο, 33 Λυμπερόπουλος, 32 Σκόκκο (60΄ 10 Τζιμποῦρ)
Σκόρερ: –
Κίτριναι: Ντιὸπ Καφὲς
Διαιτητής: Παππᾶς
 
Λάρισσα ΑΕΚ 0-4 (ΑΕΛ FC Arena) 23/12/2010
Κύπελλον – E΄ Φάσις
23 Σάχα, Γεωργέας, 15 Καράμπελας, 4 Μανωλᾶς, 5 Δέλλας, 14 Μάκος, 1 Καφές, 24 Μπέρνς (85΄ 9 Λεονάρντο), 18 Μπλάνκο (68΄ 10 Τζιμποῦρ), 32 Σκόκκο, 33 Λυμπερόπουλος (73΄ 21 Ντιὸπ)
Σκόρερ: 38΄ Μπλάνκο 54΄ Γεωργέας 76΄ Τζιμποῦρ 86΄ Μανωλᾶς 
Κίτριναι: Μάκος Μπὲρνς
Διαιτητής: Σταθόπουλος

ΑΕΚ Κέρκυρα 0-0 (ΟΑΚΑ) 5/1/2011
Πρωτάθλημα – 16η Ἀγωνιστικὴ
23 Σάχα, 31 Γεωργέας, 19 Καράμπελας, 3 Νασούτι, 5 Δέλλας, 14 Μάκος (76΄ 7 Γκερέιρο), 1 Καφές, 20 Ἔντερ (56΄ 9 Λεονάρντο), 18 Μπλάνκο (81΄ 99 Ἀμπντουραχάμι), 33 Λυμπερόπουλος, 32 Σκόκκο
Σκόρερ: –
Κίτριναι:  Μπλάνκο Καφὲς  
Διαιτητής: Βοσκάκης

Τετάρτη, Ιανουαρίου 05, 2011

Φλάινγκ Ντὰτς


Μασῶ ἡλιόσπορο, πετάω τὶς φλοῦδες πολὺ προσεκτικὰ σὲ ἕνα τασάκι, παρότι δὲν ἀφήνω τὸ βλέμμα μου ἀπὸ σένα.
Μὲ βλέπεις ποὺ σὲ βλέπω;
Τὸ ξέρω, δὲν μὲ βλέπεις, εἶσαι ἀφοσιωμένη στὸ νὰ στέλνῃς ἐσεμὲς ξὲς ποῦ.
Ἐγὼ ὅμως σὲ κυττῶ, προσπαθῶ νὰ κεντράρω στὰ μάτια σου ποὺ χαμηλοβλέπουν σὲ ὀθόνη κινητοῦ καὶ σὲ κάθε σημεῖο στίξης συνοφρυώνονται στιγμιαίως.

Τελειώνεις μὲ τοὺς διὰ μηνυμάτων ἀλυτρωτισμοῦς τῆς σάρκας σου, ἀφήνεις τὸ τηλέφωνο στὸ τραπέζι κι ἐπὶ τέλους, μὲ κυττᾷς, μὲ ἀκοῦς νὰ σοῦ λέω...

Ὥστε τὸ εἶδες, ἔ; Χαίρομαι γλύκα μου, τὸ τέλειο χριστουγεννιάτικο ἔργο, τέ λει ο! Ο! Ἐγὼ πάντα κλαίω μέ αὐτὴν τὴν ταινία! Ναὶ ναί.. Ἀλήθεια.. Πάντα. Εἶμαι λίαν εὐαίσθητον ἀγόρι, νὰ τὸ ξέρῃς!

Καὶ ἀμέσως σκύβω στὴν μὲ τὰ σπόρια σέσουλα, ντροπιασμένος, ῥὲ τί μαλακίες μὲ κάνει καὶ λέω ἡ ἔντονος ἐπιθυμία μου νὰ τῆς τὸν χώσω!

Δὲν ἀπαντᾷς, δὲν τίποτε σχολιάζεις, παρὰ μόνον μὲ κυττᾷς μὲ ἕνα ἐξεταστικὸ ἀνθυποχαμόγελο καθὼς συνειδητοποιεῖς πόσο ἔχω ὁμορφύνει τελευταίως. Τελευταῖος ὅμως.

Δὲν μοῦ εἶπες.
Γιατί δὲν τὸ ἀνήρτησες;
Φοβήθηκες ἄραγε ματιὲς ὅμοιες τῶν δικῶν σου καθώς ἀντικρίζουν τήν μοναδική μου ἕξη νὰ ἀφιερώνῃ στὸν τοῦ συρμοῦ ἀρχιδά της τραγουδάκια γιὰ τὰ χαμένα χρόνια ποὺ παρῆλθον ἄνευ τῆς ψωλῆς του στὸ στόμα της;

Μασῶ ἡλιόσπορο, πετάω τὶς φλοῦδες ὄχι καὶ τόσο εὔτακτα τελικὰ σὲ ἕνα τασάκι, καίτοι ἐκεῖ ἔχω πλέον καρφωμένο τὸ βλέμμα.



Δευτέρα, Ιανουαρίου 03, 2011

Γιὰ πᾶμε πάλι...

Ἤμουν περίπου δυόμισυ ὧρες ἐκεῖ ῥάβοντας βρακάκια γιὰ κλουβιὰ καναρινιῶν καὶ ἤδη, ἡ ἀναδυόμενη λαστιχίλα μὲ εἶχε ζαλίσει. Ἡ βέρτιγκο ταραχή, δέκα λεπτὰ μετὰ τὶς ἕντεκα ξεχείλωσε ἐπικίνδυνα. Ἔνοιωσα τὰ μάτια της τὴν πλάτη μου νὰ γυροφέρνουν ἐξεταστικὰ καὶ ἐγὼ ἄρχισα νὰ σιδερώνω μὲ τὸ μυαλό μου ἄπειρες χειμερινὲς ἱστορίες μαζύ της.

Λίγο πρίν, τὴν εἶχα καλέσει λέγοντάς της ὅτι τὴν ζητοῦσε ὁ ἂς τὸν ποῦμε Χρῆστος. Μὲ εὐχαρίστησε γιὰ τὴν μεσολάβηση καὶ πρὶν τὸ ἀντίο, σφράγισε τὴν ἐπικοινωνία μας μὲ ἕνα «φιλιά», αἰφνιδιάζοντάς με κατ’ἀρχάς (καιρὸν καθ’ὅσον μπόλικο εἴχα νὰ ἀκούσω κάτι τέτοιο) λιώνοντάς με ἐν συνεχείᾳ, σὰν τὸ τυράκι στὴν χύτρα τοῦ ῥωμαίου ἑκατόνταρχου.

Παρότι μιλοῦσε στὸν ἂς τὸν ποῦμε Χρῆστος, ἔνοιωσα τὴν προσοχὴ καὶ τὰ μάτια της νὰ σχεδιάζουν ἕνα πολυδαίδαλο μαιανδρικὸ τατοῦ στὴν πλάτη μου κι ἔτσι παραμέλησα κάθε ἄλλη ἀσχολία, ἀφοσιούμενος στὰ νοερὰ δακτύλια ἡδεῖα πάρεργά της ἀλλὰ καὶ στὶς διακυμάνσεις τῆς στενὰ ἐπαγγελματικῆς χροιᾶς φωνῆς της. Προσπαθοῦσα νὰ φανταστῶ, νὰ ὑπολογίσω μᾶλλον, τὰ νιοῦτον πίεσης τῆς γλῶσσας μου στὴν κλειτορίδα της ὥστε ἡ φωνή της νὰ κατσαρωνόταν, νὰ ξέφευγε ἀπὸ τὰ ἄχαρα περὶ τοῦ παντεσπανίου μας πεζὰ καὶ νὰ γινόταν πιότερο ἐλκυστικὸ ὅλο (της) τὸ σὲτ ἀλλὰ ἀντιλήφθηκα πὼς καὶ ἔτσι, μὲ φωνὴ παλιάτσου, κουβέντες της ἀπολογητικὲς καὶ συγκατάβασης στὸν ἂς ποῦμε Χρῆστος, οἱ φευγάλες τῆς σκέψης μου σὲ ἕνα ῥὶνγκ ὅπου θὰ παλεύαμε σὲ σχῆμα ζὲν ὁλοένα καὶ μεγάλωναν καὶ δυσκάμπτιζαν σὲ διάρκεια καὶ συχνότητα.

Ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα ἀντελήφθην πὼς στὸ τέλος ἔφθανε ἡ κουβέντα της μὲ τὸν ἂς τὸν ποῦμε Χρῆστος καὶ ἔκανα γρήγορα νὰ εὕρω κάτι ἄλλο γιὰ νὰ τῆς πάλι προσεταιριστῶ τὸ βλέμμα, ἕνα βλέμμα ποὺ πήγαζε ἀπὸ ἕνα κατάλευκο πρόσωπο μὲ μεγάλα καλῶς νοούμενα κουρασμένα μάτια μπατεφλαϊάτων τσινόρων, μὲ μύτη διακριτικὴ ποὺ κύτταζε ἀπὸ ψηλὰ περισπωμένα χείλη τὰ ὁποῖα σχημάτιζαν στόμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο πολὺ ἤθελα νὰ ἀκούσω παραχώρησης παρακλήσεις λίγο πρὶν ἐκεῖ φιλοξενηθῇ ἡ γλῶσσα μου ἴσως δὲ καὶ κάποιος ἄλλος μῦς τοῦ σώματός μου ἐξίσου ἰσχυρὸς καὶ βεζουβίως φλεγόμενος γι’αὐτήν.

Ναί, ἡ συνδιάλεξή της μὲ τὸν ἂς τὸν ποῦμε Χρῆστος εἶχε φθάσει ἐντελῶς πρὶν ἀπὸ τὸ γειά σου καὶ ἐγὼ λιγωμένος ἀπὸ τὴν εἰκόνα της, ἐγκατέλειπα κάθε σχέδιο καλοργανωμένης προσέγγισης, θὰ τὴς τὸ ἔλεγα ὅπως καθόταν, δὲν μὲ ἔνοιαζε τίποτε, τυχὸν ἀπόρριψη ἢ περιγελοποίηση, τὴν ἤθελα, μοῦ ἀρκοῦσε ποὺ θὰ τὴν κυττοῦσα λίγο παραπάνω τοῦ κανονικοῦ καὶ περίμενα νὰ δῶ τὸ ὕφος - ἀντίδρασή της νὰ δῶ στὸ προτεινόμενό μου· ἂν καὶ τὸ θεωροῦσα λίγο ὣς πολὺ σίγουρο μὲ ὅ,τι πρὶν μοῦ εἶχε πεῖ.

Ἀλλὰ τί τέλος ἄδοξο καὶ κίτρινο καὶ ἥττιο καὶ πικρὸ καὶ δούλιο καὶ ἀκλεὲς καὶ ῥιψασπίδικο καὶ ἐφιάλτιο· κλείνοντας τὸ τηλέφωνο μὲ τὸν ἂς τὸν ποῦμε Χρῆστος τὴν ἄκουσα νὰ τοῦ στέλνῃ:

«Φιλιά».

Στράφηκα πίσω, ὑπερπήδησα σκουντουφλώντας κάποια χωμάτινα, μπάζια ἐμπόδια, τὰ χαλάσματα τῶν μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο σχεδίων μου καὶ μιλώντας στὸν ἀέρα, ἀπευθύνθηκα - ἐκτὸς ἀπὸ τὴν μαύρη μου μοίρα - σ’αὐτὴν:

«Ἄ, σὲ ὅλους τὸ λὲς αὐτό, ἔ;»


Στήν…… ἒ μὴν καρφωνόμαστε κιόλα! 



Κυριακή, Ιανουαρίου 02, 2011

Ὄχι ῥὲ πούστη μου...



:-(   :-(             :-(   :-(           :-(   :-(

Mιὰ πληγὴ ἀνοικτὴ

Πάνω στὴν κατάποση τῆς οὐρᾶς τοῦ τρίτου σπρὶνγκ ῥὸλλ καὶ ἐνῷ μιὰ τσουράπω ἐντελῶς used γκόμενα μοῦ συστηνόταν τὸ θυμήθηκα! Εἶχα προλάβει νὰ πιῶ λιγουλάκι ῥὸζ κρασί, νὰ μὲ στάξω στὸν καναπὲ καὶ νὰ σκανάρω τοὺς πέριξ. Ἡ μουσικὴ χωρὶς στίχους γι’αὐτὸ πολὺ μὲ ἄρεζε, τὸ πιοτὶ σὲ ποικιλόσχημες φιάλες, τὰ δὲ φαγιὰ ἤντουσταν πολλὰ καὶ περίεργης φυσιογνωμίας, διέθετον μάλιστα καὶ πολυχρωμία. Στὸ τρίτο σπρὶνγκ ῥὸλλ λοιπὸν καθὼς ἡ προειρημένη σαλούφα μὲ περιτριγύριζε σάρκινους σκοποὺς ἔχουσα, ῥωτώντας μὲ τί ἀσχολοῦμαι ἐνῷ πρὶν ἀπὸ ἀκριβῶς 1,5 σπρὶνγκ ῥὸλλ ὁ ἀμφιτρύων Βασίλης συστήσας αὐτὴν ἐμοὶ τῆς εἶχε ἀναφέρει τὰ βιοπορίστικά μου, ὅλως ἀποτόμως προσγειώθηκε στὸ μυαλό μου!


Εἶχα ἀφήσει ἀνοικτὸ τὸν θερμοσίφωνα!


Τετράκις χρυσὸς ὀλυμπιονίκης τσιπισμοῦ, κερδίσας ἑπτὰ μήτινγκς τσιγκουνιᾶς, μακρὰν πολυπρωταθλητὴς γυφτιᾶςῥομισμοῦ, δὲν τὸ πολυσκέφτηκα. Συγχώρησιν ζήτησα ἀπὸ τὴν δεσποινίδα καὶ τὸ θυμῖζον πολλὰ τέρψιον ἄρωμά της, μὴ κυττώντας την φυσικὰ στὰ μάτια, ἄφησα τὸ ποτήρι μου σ’ἕνα εὔκαιρο πάσο, ἔβαλα δυὸ καναπεδάκια σὲ μιὰν χαρτοπετσέτα καὶ στράφηκα πρὸς τὴν ἔξοδο.


«Μὰ ποῦ πᾶαααατε; Σὲ μισὴ ὥρα, ἀλλάζει ὁ χρόνος!»

«Νὰ μήν, πῇτε του! Νὰ μήν! Μιὰ χαρὰ τοῦ πάει ἡ κρὲμ σαλιάρα καὶ τὸ ῥιγὲ παντελόνι! Νὰ μὲ περιμένετε, Μελπομένη, δὲν θὰ ἀργήσω! Θὰ σᾶς πῶ καὶ πῶς βγάζω τὰ πρὸς τὸ ζῆν!»

Χαμογέλασε ἐντελῶς γυναικεῖα, προβοκάροντάς με μιὰ στάλα καὶ ἔφυγα ἀπὸ τὸ σαλόνι. Μὲ ἕναν πρόχειρο ὑπολογισμὸ ἐξεπόνησα πὼς συνέφερε ἀκόμη καὶ ἡ διὰ ταξιοῦ ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι προκειμένου νὰ σβήσῃ ὁ μπινὲς θερμοσίφων. Φυσικά, τὸ εἶχα προσπαθήσει περισσότερο τσίπικα· προηγουμένως εἶχα ζητήξει ἀπὸ τὸν Βασίλη μὲ ἕνα γλοιῶδες καὶ δουλοπρεπὲς ὕφος νὰ μὲ πάῃ ὁ ἴδιος στὸ σπίτι… Αὐτὸς μὲ συγκινητικὸ ἐνδιαφέρον ῥώτησε ἐὰν εἶμαι καλά, ἡ ὥρα παρὰ εἴκοσι! Τὸ ξέρω Βασίλη, τὸ ξέρω… Τοὐλάχιστον παράγγειλέ μου ἕνα ταξί. Ἀπαλλοτροίωσα δύο τυροπιτάκια καὶ βγῆκα στὸν δρόμο.


Μὲ περίμενε ἤδη ἕνα κορόλλα μὲ μηχανὴ ἀναμμένη (γαμιόλη, μὴ χάσῃς!) ὁ ὁδηγὸς μὲ κυττοῦσε μὲ μανσονικὸ ὕφος καὶ μάντεψα μιὰν ἀπαγγελία μοιρολογιοῦ τριαντατριῶν χιλιάδων τρακοσίων τριαντατριῶν στίχων γιὰ τὴν ἄδικη κενωνία ἡ ὁποία μᾶς ὤθησε νὰ δουλεύουμε τέτοιες μέρες, πάνω ποὺ ἀλλάζει ὁ χρόνος (ἄ! Καὶ σ’ ἐσᾶς δὲν ἀρέσει ἡ ἀμφίεσίς του;) ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ ἤμανε μὲ τὴν οἰκογένεια νὰ βλέπουμε ἑορταστικὸ ΥΕΝΕΔ πρόγραμμα, ναί, τὸν Τέρρη Χρυσό. Ὦ ῥὲ φίλε… Τί πρέπει νὰ ὑποστοῦμε γιὰ τὸν γκέυ τὸν θερμοσίφωναααααα, ἄξιζε μωρὲ ὅλο αὐτὸ τὸ νταβαντούρι τελικά; Ἄξιζε, ἄξιζε!


«Χρόνια πολλά» εὐχήθηκα μπαίνοντας σιγὰ τὶς πόρτες κι ὁ ταρίφας σὲ μιὰν ἀποθέωση χουβαρντοσύνης ἔριξε ἕνα «πίσης» μὲ τὸ τελευταῖο σ νὰ ψοφᾷ πρὶν βγῇ ἀπὸ τὰ μουστάκια του. Σὰν Μεγάλη Παρασκευὴ τὸ ὅλο κλίμα μὲ τὸν γρουσούζη ὁδηγὸ ἀλλὰ ἐν τάξει μωρέ, λογικό, κακῶς τὸν ἔψεγα, λίγο τὸ ἔχεις νὰ εἶσαι τέτοιες ὧρες τσὶ δρόμοι κι ὄχι μὲ τὴν γυναίκα, τὰ παιδιὰ σὲ κάποιο στριμόκωλο ἀπὸ στολίδια σαλόνι ἰσόγειου σπιτιοῦ, ἀνέκφραστος νὰ γκλεντᾷς (ὅπως ἔλεγε κι ὁ Λιάπκιν) μὲ κονσερβάτο τραπεζοξεφάντωμα τηλεόρασης, μασουλώντας πανιασμένα μύγδαλα καὶ πίνοντας προηγουμένου αἰῶνος μπαλλαντάινς, προσπαθώντας νὰ χαμογελᾷς στὴν μοῦ’φαγες τὴν ζωὴ σκύλλα, γυναίκα σου καὶ νὰ γλυκομιλᾷς στὰ μᾶλλον παιδιά σου ἐνῷ τὶς λοιπὲς ἡμέρες τοῦ ἔτους κάνεις ἔρωτα στοὺς θεούς τους; Γι’αὐτὸ κι ἐγὼ μεγαλόψυχα, ἀπεφάσισα νὰ ἀνεχτῶ ὅ,τι κι ἂν ἔλεγε ὁ ἐρίφης, θὰ γινόμανε καλοπροσφέρετος ὦμος γιὰ τὸν τριανταμία δωδεκάτου καημό του. Ξεκίνησα τὸ λοιπὸν δίδοντάς του λουκουμάτη πάσα γιὰ νὰ ἀρχίσῃ, «ἐρημιά, ἔ;»


Αὐτὸς ὅμως ψέλλισε ἕνα ἀδιάφορο ναὶ καὶ μετὰ ἀπὸ μιὰ δευτέρα στὸ κιβώτιο, πάτησε ἕνα κουμπὶ στὸ ῥάδιο. Ἦχοι ἦρθαν καὶ καβατζώθηκαν στὸν θάλαμο ξεκαθαρίζοντας ὅτι δὲν θὰ ἔπαιζε κουβέντα ταρίφα καὶ πελάτη. Κι ἔτσι, ὁ χρόνος ἄλλαξε (ὄχι ῥοῦχα, ἐν τάξει!) μὲ ἐμένα σὲ ἕνα ταξί, νὰ ἀκούω τὴν Ἐκδρομὴ τοῦ Μιχαὴλ Χατζηιωάννου.


Μοῦ εἶχες (sic) τάξει μιὰν ἐκδρομὴ μὰ εἶναι γιὰ μᾶς ἡ κάθε μέρα βροχὴ
μ’ ἔχει κουράσει αὐτὴ ἡ διαδρομὴ ἕνα τοπίο ὅλο ὄχι καὶ μὴ
blog stats