Τετάρτη, Φεβρουαρίου 28, 2007

Κι άν είσαι, κι άν δέν είσαι, τού δήμαρχου παιδί...

Στήν (απροσμέτρητα ιερή τό δίχως άλλο) ημερομηνία τής 11ης Φεβρουαρίου (τού φέτου), μιά ομιλία τινός στήν Κ.Ε. τού Συνασπισμού είχε περιεχόμενο:

«Η Αριστερά είναι ένα παιδικό όνειρο. Ήταν παιδικό όνειρο και για την Κομμούνα και για την Σοβιετική Επανάσταση και για εμάς και για όλους, το οποίο τροφοδοτεί τον πολιτισμό της ανθρωπότητας»

Τάδε έφη, αλαβάνο.

Παιδικό όνειρο η Σοβιετική Επανάσταση (σίκ) λοιπόν, εφηβική ονείρωξη (ντράπηκε νά πή) τά πεπραμένα αυτής τής επανάστασης.

Η πούρα, η μέχρι τό μεδούλι εγκληματικότητα τού μπολσεβικισμού καί τής Σ.Ένωσης, σημείο αναφοράς, έμπνευση γιά τό αλαβάνο. Ένα όνειρο!

Γούστο του.

Τήν επόμενη φορά όμως πού θά σταθή (ο υπό τού Στάλιν εμπνεόμενος) τιμητής δημοκρατικότητος πολιτικών σχηματισμών όπως ο Λα.Ο.Σ., ενδέχεται τά στό γκιογκιό καλοσχηματισμένα, νά φωνάξουν «στάση!» στό ύψος Κουμουνδούρου τής Πειραιώς.



Στά οροπέδια μιάς αλλοίθωρης πολιτείας.


Διάβαζα τήν Ελευθεροτυπία - φιλοξένησε δηλώσεις τού συνηγόρου πολιτικής αγωγής κάποιας δίκης. Ο έν λόγω νομικός, έκανε λόγο - μεταξύ άλλων βεβαίως - γιά (αποπληθωρισμένα έτσι;) 4 εκατομαμμύρια, 133 χιλιάδες, 869 έουρος. Πιό συγκεκριμένα γιά ποσόν από ληστείες έν ονόματι κάποιου αγώνος, κάποιων ιδεών. Ποσόν τό οποίον φυσικά, μεγαλοπρεπώς παντελονιάστηκε από κάποιους «αγωνιστές» είς υγίειαν τού προλετάριου...

Πέρα από τό καβάτζωμα αυτού τού ποσού, κατετέθησαν κι άλλα ενδιαφέροντα. Γιά παράδειγμα, ηκούσθη στίς αίθουσες τού εφετείου τό εξής:

«Οι ίδιοι άνθρωποι που μιλούν για πολιτικό υπόβαθρο της δράσης τους, σπεύδουν να φωνάξουν για δολοφονίες όταν πρόκειται για νεοναζί. Δηλαδή ο αριστερός φόνος γιατί είναι καλύτερος από τον ακροδεξιό φόνο; Υπάρχει φόνος που μπορεί να δικαιολογηθεί από το πολιτικό υπόβαθρο;».

Αντιστοίχως, κατά τήν άποψη ένός συστημικού ΑΡΔ:

Μιά δολοφονία ενός καπιταλιστή από έναν ακροαριστερό, είναι απλώς έγκλημα τό οποίο δέν πρέπει επ’ουδενί νά συνδεθή μέ τήν ευρύτερη αριστερά.

Μιά δολοφονία ενός ξένου από έναν ακροδεξιό εκτός από τό έγκλημα αυτό καθεαυτό μάς δημιουργεί καί μιά αίσθηση θεάσεως αρουραίου... (Μπλιάχ γαμώ τη μουυυυυυυ!)

Η περίπτωση τού ψυχοπαθούς Καζάκου ο οποίος στά πέριξ τής Ομονοίας σέ ένα βράδυ, δολοφόνησε ξένους, είναι πολύ γνωστή, εξεδώθη καί βιβλίο. Κάποιοι πέθαναν, κάποιοι μείναν ανάπηροι. Η φιλολογία γύρω από τίς δολοφονίες αυτές, είναι επίσης πολύ γνωστή. Προσπάθειες ταυτίσεως τού δολοφόνου μέ χρυσές αυγές, μέ ακροδεξιές οργανώσεις. Τό δίχως άλλο, θά χρησιμοποιήθηκε καί η έκφρασις νά ξεριζωθή επιτέλους τό αυγό τού φιδιού καί κάμποσα άλλα τά οποία επινοούν οι γνωστοί ΑΡΔ.





Τρίτη, Φεβρουαρίου 27, 2007

Λέγω!

Κι αντί αυτού τού κουνήματος τού Σαρβέλ (όπερ πολύ μέ αρέζει - τό κούνημα γιά!), αντί τών ποδιών τής Ταμτάκα (θηλυκό τού υπό τού Μιχάλη Μόσιου χαρακτήρος) κι αντίς τού θά σέ καταπιώ σάν ενάν εσπρέσσο άν δέν θά καθήσης ό-μο-ρφα! Δάντεως γιατί δέν στέλνουμε τόν τύπο από τά παρατράγουδα;


Θέλω θέλω θέλω!

Μέ έχει φάει...
Μέ έχει ρέψει...
Τά'χω παίξει...
Θά τήν κόψω!
Νά γλυτώσω!
Τό'χω ανάγκη πολύ...
Δέν κρατιέμαι...






Προτιμώ/ψηφίζω όμως Μαντώ!

Γιατί άραγε;

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 26, 2007

Ρητορικώς.













Δέν είσαι μόνος.

Μιά Πέμπτη όμως, μήν μπορώντας νά υποφέρω τήν μοναξιά μου καί ξέροντας ότι τήν Πέμπτη η πόρτα τού Αντόν Αντώνοβιτς ήταν κλειστή, θυμήθηκα τόν Σιμόνωφ. Ανεβαίνοντας στό τρίτο πάτωμα, σκεπτόμουν ότι ο κύριος αυτός μέ είχε βαρεθεί καί δέν έπρεπε νά τόν επισκέπτωμαι. Μά συνέβαινε πάντα νά χώνωμαι σκόπιμα σέ μιάν αμφίβολη κατάσταση, όταν οι άλλοι σχημάτιζαν μιά τέτοια ιδέα γιά μένα. Μπήκα λοιπόν μέσα. Είχε περάσει ένας χρόνος πάνω κάτω καί δέν είχα δεί τόν Σιμόνωφ.

Βρήκα σπίτι του άλλους δύο μαθητικούς μου φίλους. Συζητούσαν καθώς φαίνεται γιά κάποια σπουδαία υπόθεση. Κανένας δέν έδωσε προσοχή στήν επίσκεψή μου, πράγμα παράξενο, διότι είχα χρόνια νά τούς δώ. Χωρίς άλλο θά μ’είχαν περάσει γιά καμιά μυίγα.

----------------------------------------------------------------------------------


... ξέσπασαν επιδοκιμαστικά γέλια. Ειδικά ο Φερφίτσκιν γάβγιζε σάν σκυλί.

Μέ αγνόησαν όλοι, κι έμεινα εκεί τσακισμένος κι εκμηδενισμένος.

«Ύψιστε, είναι συντροφιά αυτή γιά μένα;» Σκέφτηκα. «Τί βλάκας πού φάνηκα μπροστά τους! Κι όμως, επέτρεψα στόν Φερφίτσκιν νά πάρη πολύ θάρρος. Αυτοί οι ηλίθιοι φαντάζονται, πώς μού κάνουν τιμή επιτρέποντάς μου νά καθίσω στό τραπέζι τους, καί δέν καταλαβαίνουν ότι εγώ τούς κάνω τήν τιμή! – «Αδυνάτισα! Τό κοστούμι μου!» - Ω! Καταραμένο παντελόνι! Πρίν από λίγο μάλιστα, ο Ζβερκώφ είχε παρατηρήσει τόν κίτρινο λεκέ στό γόνατο... Πρός τί νά μένω εδώ; Πρέπει αμέσως, τήν ίδια στιγμή, νά σηκωθώ απ’τό τραπέζι, νά πάρω τό καπέλο μου καί νά φύγω χωρίς νά πώ τίποτα... Από περιφρόνηση! Καί αύριο νά μονομαχήσω άν τό θέλουν. Τά κτήνη! Δέν θά λυπηθώ τά επτά μου ρούβλια. Φεύγω αμέσως!»

Εννοείται ότι έμεινα.

Απ’τόν θυμό μου έπινα το κρασί μέ τό ποτήρι γεμάτο ώς επάνω. Μή όντας συνηθισμένος, ζαλίστηκα σέ λίγο, κι ο θυμός μου μεγάλωνε μαζύ μέ τό μεθύσι. Μ’έπιασε άξαφνα η όρεξη νά τούς βρίσω μέ τόν πιό αυθάδη τρόπο καί κατόπιν νά φύγω. Ν’αδράξω τήν στιγμή, νά τούς δείξω ποιός είμαι, κι άς λέγανε: «Μπορεί νά είναι γελοίος, μά δέν είναι καθόλου κουτός» καί... καί... μέ δύο λόγια, ο διάολος νά τούς πάρει!

Τούς προκαλούσα μέ τό αποβλακωμένο βλέμμα μου. Μού έδειχναν πώς μ’είχαν εντελώς ξεχάσει. Μεταξύ του έκαναν θόρυβο, φώναζαν, διασκέδαζαν. Ο Ζβερκώφ φλυαρούσε αδιάκοπα. Άρχισα ν’ακούω. Ο Ζβερκώφ διηγείτο πώς κατόρθωσε νά κάνη μιά κυρία τής αριστοκρατίας νά τού πή εκείνη ότι τόν αγαπά (βέβαια, έλεγε ψέμματα, αναιδέστατα) κι ότι στήν υπόθεση αυτή τόν βοήθησε κάποιος αδελφικός του φίλος, κάποιος νεαρός πρίγκηπας, ο ουσάρος Κόλυα, πού κρατούσε στήν φούχτα του τρείς χιλιάδες ψυχές.

«Ωστόσο, αυτός ο ουσάρος Κόλυα, πού είχε στήν φούχτα του τρείς χιλιάδες ψυχές, δέν ήρθε εδώ νά σάς αποχαιρετήση» τού λέω, παίρνοντας μέρος στήν συζήτηση. Μεμιάς σώπασαν όλοι.

«Είστε μεθυσμένος τώρα» είπε ο Τρουντολιούμπωφ, καί καταδέχτηκε επιτέλους νά μέ κυττάξη, ρίχνοντας λοξά τό βλέμμα πάνω μου, γεμάτος περιφρόνηση. Ο Ζβερκώφ μέ κύτταξε σιωπηλά, όπως παρατηρεί κανείς ένα μαμούνι.

Φ.Ντοστογιέφκσι - Τό υπόγειον.




Πορφυρογέννητη Γωνιά.









Καλαμαριά-ΑΕΚ 1-2 (Δημοτικόν Καλαμαριάς) 25/2/2007
Πρωτάθλημα - 22η αγωνιστική
28 Σορεντίνο, 1 Καφές, 4 Μόρας, 5 Τσιρίλο (65' 20 Πλιάτσικας), 15 Παπασταθόπουλος, 11 Μαντούκα (89' 35 Καπετάνος), 14 Τζιωρτζόπουλος, 16 Ζήκος, 17 Ίβιτς (68' 88 Τόζερ), 79 Καμπάνταης, 99 Σέζαρ
Σκόρερς: 14’ αυτογκόλ, 58’ (πεν) Σέζαρ
Κίτρινες: Μόρας, Ζήκος, Μαντούκα
Διαιτητής: Τσαχειλίδης


Παρασκευή, Φεβρουαρίου 23, 2007

Μιά μούτζα αποκαλύψεις.

Λαβών κίνητρα από καλτσό, j καί greg, είπα νά πώ ξεδιπλώσω κι εγώ κάποια ανομολόγητα, μερικά μέχρι τά τώρα, καβαρισμένα.




1. Δέν ξυρίζομαι ποτέ τίς μονές ημέρες τού μήνα.

2. Πρωτοέκανα (αλλά καί πρωκτοέκανα) σέξ στά 27.

3. Δέν έχω αποφασίσει (ακόμη) ποιό είναι τό αγαπημένο μου φαγητό. Όταν θά μέ ρωτήσουν, απαντώ μέ επεξηγήσεις, συνθήκες, αξιώσεις, υποθέσεις, περιγραφές, διηγήσεις... Πολυλογίστικες μαλακίες δηλαδή.

4. Έχω αμέτρητα τίκ. Όχι κινήσεις χειλέων, νεύρων, χειρών αλλά τίκ πού έχουν νά κάνουν μέ τήν συνεχή αναφορά λέξεως/λέξεων, πού καταντάνε τραγικά, κακόμοιρα σλόγκαν, ο Θεός νά τά κάνη σλόγκαν. Η αλήθεια είναι ότι νοιώθω μιά κάποια αγχώλυση όταν τά λέω, είχα συγκρίνει κάποια φορά τήν ευχαρίστη ση αυτή μέ τήν ικανοποίηση από μασάζ στήν πλάτη μου π.χ. καί τά αποτέλεσματα ήσαν μακράν υπέρ τού κούφιου συνεχούς μπλά μπλά. (Όταν δέ, βρεθώ κάπου όπου δέν μπορώ νά αρχίσω τίς μαλακίες, θά βάλω τίς παλάμες παραβάν μπροστά στόν στόμα μου καί μιά δυό φορές, έτσι γιά τήν λιγούρα, θά φτύσω μιάν πρόταση).

5. Αφαιρούμαι εύκολα. Υπάρχουν στιγμές - όχι αδυνατισμένης διάρκειας, κρατούν αρκετά - πού εκπληρώνουν κάποιες προϋποθέσεις (π.χ. στήν συνοδηγού θέση έν μέσω μποτιλιαρίσματος, πρίν από τό νάνι ανάσκελα, σέ βελουτέ κάθισμα ενός ΚΤΕΛ λίγο πρίν λίγο μετά από πάμε πάμε πάμε, στήν οριζόντιως χαυνωτική κατακερμάτιση τής λίμπιντο) καί αναπολώ διάφορα. Μπορεί νά μέ πιάνη τό άλγος τού νόστου, μπορεί καί όχι. Μάλλον όχι. Δέν μέ πιάνει. Διότι κάθε σκέψη καί ανάκληση τού παρελθόντος, μού δημιουργεί ντροπή κι απογοήτευση. Νοιώθω όχι ακριβώς ηλίθιος, αλλά αποτυχημένος, ούτε κάν κακός (δηλαδή κάπου καλός) αλλά μέτριος, ένας καλογυαλισθείς τελευταίος τροχός τής αμάξης, μιά γκρίζα μιζέρια τής οποίας ο κότινος ισκιάζει τό χαζοχαρούμενο γέλιο ενός λούζερ. Μέ φαντάζομαι επίσης, έκθετο στήν χλεύη τών άλλων, ταυτισθείς στήν δική τους σκέψη ώς ο κλασικός αποτυχάκιας, ο αδιαμφισβήτητος ανήμπορος, ο δέν_σέ_θυμάμαι_θύμησέ_μου! Γρήγορα – γρήγορα αλλάζω σκέψη. Σπεύδω σέ άλλα θετικότερα, ή μάλλον λιγότερο αρνητικά. Αλλά καί αυτά, σπάνια καί ελάχιστα· χέρσες περιοχές, μία ώχρα καί μόνον. Ναί, ναί, ούτε ένα στιγμιότυπο τού παρελθόντος, πού ανακαλούμενο νά δημιουργή χαμόγελο ειλικρινές. Παρά μόνον μιά πικρία καί ντροπή. Ντροπή γιά κάποια πού δέν έγιναν, γι’άλλα πού έγιναν, καί έγιναν μέ οικτρά αποτελέσματα. Χωρίς ποτέ νά ξεθυμαίνη αυτή η ντροπή, γιά γεγονότα ακόμη καί πολύ παλιά. Παραμένει αειθαλής, φρέσκια, μέ κάνει νά κλείνω τά μάτια μου καί νά τά σφίγγω όταν τά έχω ήδη κλειστά. Ντρέπομαι τόν ίδιο μου τόν εαυτό, διαμαρτύρομαι όταν μέ υποβάλλω σέ τέτοια «διασκέδαση», σέ τέτοιο «πασσατέμπο».






Καθένας μας έχει αναμνήσεις πού θά τίς μοιραζόταν μόνο μέ τούς φίλους του. Καί αναμνήσεις πού δέν θά τίς μοιραζόταν ούτε μέ τούς φίλους του, αλλά μόνο μέ τόν εαυτό του, στά κρυφά. Υπάρχουν όμως κι άλλες, πού ο άνθρωπος φοβάται ακόμη καί νά τίς ψιθυρίση στόν εαυτό του.

Αναμνήσεις από τό υπόγειο, Φ. Ντοστογιέφσκι


ΥΓ: Θέλω νά κλειδαρομάθω τά τών Τελαμώνα καί Ξυλοκόπου.

Πορφυρογέννητη Γωνιά.















Παρί Σ.Ζ. - ΑΕΚ 2-0 (Πάρκ ντέ Πρένς) 22/2/2007
Κύπελλον Ουέφα - Φάσις τών 32 - 2ο παιγνίδι
28 Σορεντίνο, 5 Τσιρίλο, 14 Τζιωρτζιόπουλος, 4 Μόρας, 15 Παπασταθόπουλος, 7 Κυριακίδης (46' 16 Ζήκος), 17 Ιβιτς (46' 1 Καφές), 88 Τόζερ (46' 99 Σέζαρ), 11 Μαντούκα, 33 Λυμπερόπουλος, 35 Καπετάνος
Σκόρερ: -
Κίτρινες: Κυριακίδης, Καπετάνος
Διαιτητής: Παπαρέστα (Ιταλία)

Τρίτη, Φεβρουαρίου 20, 2007

Πορφυρογέννητη Γωνιά.



ΑΕΚ-ΠΑΟ 1-4 (ΟΑΚΑ) 18/2/2007
Πρωτάθλημα – 22η αγωνιστική
28 Σορεντίνο, 20 Πλιάτσικας, 15 Παπασταθόπουλος, 5 Τσιρίλο, 14 Τζιωρτζιόπουλος (46' 10 Κονέ), 16 Ζήκος, 88 Τόζερ (46' 11 Μαντούκα), 1 Καφές (61' 35 Καπετάνος), 99 Σέζαρ, 79 Καμπάνταης, 33 Λυμπερόπουλος
Σκόρερ: 89' Καπετάνος
Κάρτες: Σορεντίνο, Λυμπερόπουλος, Καμπάνταης, Σέζαρ
Διαιτητής: Β.Τεροβίτσας

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 19, 2007

Θέλω νά γίνω Gέcλερee

Εχα πλώσει τ χέρι ξω π τ παράθυρο χι γι ν δ ἐὰν βρεχε λλ γι ν τσακώσω τ έστα π τν μανδμ στ διόδια. Διόδια; νοιξα πότομα τ δάκτυλα τς μέχρι πρ τεσσάρων δευτερολέπτων χουφτιασμένης παλάμης, κάποια ψιλ χύθηκαν στν σφαλτο, νοιξα_βγκα γρήγορα π τ ατοκίνητο κι ρχισα ν τρέχω πίσω φήνοντας μόνο του τ ατοκίνητο παρακειμένως το τρίτου π ριστερά κουβουκλίου τν διοδίων τς περιοχς το... το... το... Δν ξερα πο κριβς μουν γι’ατ κα ρχισα ν παίρνω τν δρόμο τς πιστροφς μπς κι νακαλύψω ταμπέλες μ χιλιομετρικς νδείξεις μαρτυροσαι τς πόλεις κα τ κε χωρία. πιτάχυνα, χι μόνο στ τροχάδην λλ κα στν γωνία, να γωνιοσα πειδ πουθεν στ πτικ πεδίον μου δν διέκρινα τοπωνύμια κα καλωσήλθατε στν πανέμορφη τάδε. ξακολουθοσα ν τρέχω, σκόνταφτα κιόλας σ κάτι δοκακοτεχνίες, σαμαράκια θαρρ, τ ποκάμισον εχε τακτοποιηθ το παντελονιο, εχα λαχανιάσει σν τος λλοις. πρεπε ν σταματήσω, πονοσα στν χολή, τί φρίκη, να ταν πανικς ατ πο ασθανόμουν, μ γιατί πουθεν σ τόσο μεγάλη δ δν κυκλοφοροσε, δν κινετο, δν φαινόταν οτε να χημα; Τότε ταν πο σταμάτησα, κοντοστάθηκα ξέπνοος κα προσπάθησα ν λέγξω τ γύρω μου. Προσπάθησα, δν τ κατάφερα, ατς πανικς μ εχε παραλύσει. Μι φων π πίσω, οκεία κα στριγγλιώδης, πέτεινε περισσότερο τν πανικό μου. Στράφηκα πίσω λλά.... λλ πλς νοιξα τ μάτια μου κα εδα τ σκοτάδι. Ναί, ταν εφιάλτης, εχε τελειώσει ετυχς. Ετυχς.

Ξανάκλεισα τὰ μάτια μου, τέντωσα τοὺς βραχίονες, ἄρχισα δυνατὰ νὰ τρίβω τὰ μάτια μου καὶ χασμουρήθηκα. Κατόπιν, ἡ πλέον προσφιλής μου κίνησις, ἡ πρώτη γιὰ τὴν ἡμέρα: Τρίψιμο τῶν ἀρχιδιῶν, τοῦ ὀσχέου μου γιὰ νὰ κυριολεκτῶ.

Μά; Δὲν εἶχα ξυπνήσει; Εἶχε τελειώσει ὁ ἐφιάλτης, εἶχα ξυπνήσει, ἔτσι δὲν εἶναι; Δὲν ἦταν λογικό, ὄχι δὲν ἦταν λογικό, δὲν ἦταν καθόλου λογικό. Πετάχτηκα ἀπ’τὸ κρεβάτι, ἄνοιξα τὸ φῶς, κύτταξα διὰ τοῦ καθρέπτου τὴν περιοχὴ κάτω ἀπὸ τὸν ἀφαλὸ μὰ γαμῶ τὴν ζωή μου! Ποῦ ἦταν τὸ πέος μου; Ποὺ τὸ σκοῦρο ὄσχεον μὲ τὸν εὐδιάκριτα μικρὸ ἀριστερὸν ὄρχι, ποῦ ἡ ἐμφάνισις τῆς πρωινῆς κατουραποτρεπτικῆς διαδικασίας; Ἀντὶς αὐτῶν μιὰ πορφυρὰ σχισμὴ ποὺ ξεκινοῦσε ἀπὸ ῥὸζ σὰν νέγρου χείλη καὶ καχεκτικὲς τριχίτσες στὰ πέριξ. Διάολε! Τί ἦταν αὐτό;! Ἡ στιγμὴ μ’ἀπορρόφησε τόσο, τρομοκρατώντας μὲ ὥστε δὲν πρόσεξα τίποτε άλλο, ἡ μου ματιὰ μόνον ἐκεῖ χαμηλά. Ὁπότε, ὅταν σήκωσα τὸ βλέμμα, ὅταν ἀνῆλθε τῆς λεκάνης καὶ ἀντίκρυσα ἀντὶς τριχωτοῦ στέρνου δύο στητὰ μέρλιν βυζάκια ἠσθάνθην τήν μου ἀνάσα νὰ ἐπιβραδύνῃται, μιὰ μεταλλικὴ οὐσία τῆς ὁποίας τὸ χρῶμα σίγουρα πράσινο θἆταν, κατέκλυσε τὰ μέσα μου παραλύοντάς με.

Δὲν συνέβαινε στ’ἀλήθεια· δὲν γινόταν νὰ συμβαίνῃ στ’ἀλήθεια. Ἦταν ἕνας ἐφιάλτης πρωτόγνωρα ἀσυνήθιστος. Καὶ ποῦ λύσεις νὰ τὸν ἀντιμετωπίσῃς; Ἀπήλλαξα τήν μου ματιὰ ἀπὸ τοὺς νιόφερτούς μου ἐπισκέπτες καὶ ἔψαξα τὸ ῥολόι στὸ βάθος. Δὲν εἶχα πολὺ χρόνο. Τέτοια ὥρα συνήθως ἤμουν στὸ μπάνιο ἐτοιμαζόμενος. Ἀλλά; Ὑπῆρχε περίπτωσις νὰ πήγαινα στὴν δουλειὰ μὲ αὐτὴν τὴν ἐμφάνιση; «Τί ντρὲσς κόουντ εἶναι αὐτὸ ντήαρ;» τοῦτο θὰ ἤκουγα ἐν ἐργασίᾳ ἀντὶς μιᾶς τζαναμπέτικης καλημέρας.

Ξαναξάπλωσα λοιπόν. Σὲ παρδαλὸ στρώμα ἀνάσκελα. Χρειαζόμην ψυχραιμία. Νὰ ἠρεμήσω καὶ νὰ δῶ ἐὰν ἐδυνάμην νὰ κάνω κάτι. Ξαναέστειλα πάλι τὰ χέρια μου ἐκεῖ πού ματίζουν τὰ σκέλη μπάς καὶ εἶχα κάνει λάθος. Μὰ ἦταν δυνατόν νὰ λάθευα; Ξανασηκώθηκα ἀπότομα σηκώθηκα, κυττάχτηκα ἐπίμονα ξανακυττάχτηκα. Στὸν καθρέπτη. Μάτια μὲ πρὸς τὰ κάτω κλίση τῆς σχισμῆς των, μαλλιὰ ἀπεριποίητα – ὑπναλέα γὰρ – χείλη σὰν χιλιάκις recordable δίσκος. Στήθη μὲ πολλὲς ἐκχυμώσεις πάνω των· κυρίως στὶς θηλὲς καὶ στὴν περίμετρο αὐτῶν. Μῶβ σημάδια στὴν ἄσαρκη κοιλιά, σημάδια ἀπὸ ἀπροσεξιὲς κηρίων. Χαμηλότερα, ἕνα τατοῦ ἀπεικονίζον μιὰ καναβουριὰ ἥτις ἀντὶ μίσχου εἶχε ἕνα πέος. Μοῦ ἐφαίνετο ὅτι ἦταν ὀλίγον ἀνάγλυφον τὸ μέρος μιᾶς, σ’αὺτό, φλέβας, ἴσως ταυτιζόταν μὲ κάποια δική μου… Συνέχισα νὰ ψηλαφίζω τὸ μόλις 17 λεπτῶν διαφορετικὸ σῶμα μου... Δὲν ἔνοιωσα κάποια εὐαισθησία ὅταν δείκτης καὶ μέσος σίμωσαν στὰ χείλη τοῦ αἰδοίου μου. Ἴσως νὰ ἔπρεπε ἔ; Ἔ, ἐντάξει! Δὲν εἶχα κι ἐμπειρία ὡς μουνοῦχος, ποῦ νὰ ξέρω!; Καὶ ἡ κλειτορίδα... Ναί, κι αὐτὴ ἐκεῖ... Σὰν ἀφράτο μαξιλάρι ποὺ εὐπροσδεκτίζει κάθε κεφάλι ἐν μέσῳ χνουδωτῶν σκεπασμάτων. Δὲν κύτταζα, ἄφηνα στὰ δάχτυλά μου αὐτὴν τὴν δουλειά, τὸ βλέμμα μου εἶχε κάτι τὸ ἀκαθόριστα ξεκάθαρο στὴν ἀφαίρεση.

Ἦταν ἐκκωφαντικὰ παρὸν ἕνα σύνθημα, μιὰ ἐντύπωσις, μιὰ αἴσθησις. Αὐτὸ τὸ παραπολυμεταχειρισμένο. «Ἔβλεπα» μιὰ κλειτορίδα ὄχι ἀκριβῶς μὲ τουπέ, ἀλλὰ μὲ ὕφος πολυγνώστη, ἴσως δὲ καὶ παντογνώστη, μὲ ὅ,τι αὐτὸ προϋποθέτει. Ἡ ὑφή της μοῦ θύμιζε γαριασμένο γιακὰ ὑποκαμίσου, πολυχρησιμοποιημένου ῥούχου πολυτέκνου οἰκογενείας. Ἡ ἀνατομία της ἀλλὰ καὶ τοῦ περικλείοντος αὐτήν, κόλπου μαρτυροῦσαν μαρξικὰ κατάλοιπα περὶ κοινοκτημοσύνης. Ἐὰν ἦτο ἀκίνητον μὲ οἰκόσημο, ὁ θυρεὸς θὰ ἔκανε λόγο γιὰ τὴν ἐκλεκτοσύνη τῆς Κορίνθου καὶ τῆς ἀδυναμίας τῶν πολλῶν νὰ πᾷν ἐκεῖ.

Ἀπὸ τὸ κὰστ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ λείπῃ ἡ ὀπισθία οπή. Αἱ περγαμηναί της εἶχαν κατατεθῇ σὲ ἀρκετὰ θὶνκ τὰνκς τῆς ἑσπερίας ἀποτελέσματι πολλὲς ἕδρες γλωσσολογίας ἀλλὰ καὶ μηχανικῆς νὰ εἶχαν θεσπιστῇ μὲ πάμπολλους φοιτητὰς νὰ σπεύδουν. Αὐτὴ ἡ τρυπούλα εἶχε φιλοξενήσει περισσότερα ἂχ καὶ λαχτάρες ἀπ’ὅσες γεννηθῆκαν βράδια ἄγρυπνα στούς, στὰ κέντρα διερχομένων φρουρᾶς θηνῶν, φιλοξενούμενους, τὴν περίοδο 1949 – 1998. Τὰ ἐνδόμυχά της καὶ ὅ,τι ἔκρυβαν, θὰ ἔκαναν νὰ κοκκινίσῃ μέχρι καὶ κάποιος πλοίαρχος ἐμπορικοῦ (ἔστω καὶ τοῦ «Μερόπη Σιφναίου») ποὺ εἶχε τὸ Ἄντεν – Σουὲζ – Πὸρτ Σάιντ – Πειραιᾶ σὰν τὸ Πέραμα - Παλούκια.

Τὸ ῥολόι ὅμως ἐπέμενε. Μοῦ διέκοψε τὶς παρομοιώσεις καὶ τοὺς προβληματισμούς, προχωροῦσε ἡ ὥρα. Ηὗρα ἕνα κάποιο κουράγιο καὶ ἐπανῆλθον – γιὰ μιὰ στιγμὴ ὅμως – στὰ τῆς καθημερινότητος. Εἴτε μὲ πέος, εἴτε μὲ αἰδοῖο, κάποια μου ὑγρὰ εἶχαν κάνει ἁρμενικὴ τὴν βίζιτα. Σύρθηκα πρὸς τὴν τουαλέττα. Στὸ τραπεζάκι τοῦ σαλονιοῦ πρόλαβα νὰ δῶ ἕνα τασάκι γεμάτο πορτοκαλὶ γόπες. Ἕνα μισογεμάτο/μισάδειο μπουκάλι ἀκαθορίστου ποτοῦ καὶ ἕνα ζευγάρι πόδια νὰ πατοῦν στὸ χαλί. Αὐτὰ τὰ πόδια ὡδηγοῦσαν σὲ ἕνα σῶμα τοῦ ὁποίου τὸ κεφάλι μοῦ ἦταν ξεχωριστὰ οἰκεῖο. Τὰ μάτια αὐτοῦ τοῦ οἰκείου κεφαλιοῦ, μὲ κύτταξαν. Δὲν φανέρωσαν καμιὰν ἔκπληξη ἤ φόβο. Περίεργον ἔ; Ἁπλῶς σχημάτισαν μιὰν ἔκφρασι ἀπείρου ἥτις ἐξεφράσθη μὲ τὴν ἐπίδειξι τῶν μέσων δακτύλων πρὸς ἐμένα, ἕνας ἐμένας τοῦ ὁποίου ἡ διάθεσις γιὰ κατούρημα ἀπέδρασε ξαφνικά.

- Χά! Μόλις βλέπω ποῦ πῆγαν ὅλες οἱ μου προσευχές, οἱ μου χθεσινὲς προσευχές! Γίναν πουλιὰ καὶ πετάξαν! Τὰ βάτεψαν Μαινάδες καὶ τὸ βράδυ ἐπέστρεψαν καὶ κουτσούλησαν πάνω σου!



Τά παρ’όλίγον σύμβαντα τής όδού Μόργκ.

Ώς γνωστόν, η σύναξις κάποιων καταπιεσμένων ραγιάδων (aka λούμπεν προλεταριάτο) στά τέλη Μάρτη τού 1821 κι η θέλησίς των γι’αποτίναξι τής λματ έφερε κάτι διαφορετικό από τό κατ’αρχάς ποθούμενο. Γιά κοινωνική επανάσταση πήγαιναν (δηλαδή καμία δυσανασχέτησις πρός τούς Τούρκοι, παρά μόνον πρός τούς κοτζαμπάσηδοι), λάσπωσε τό ζυμαρικόν καί τούς βγήκε εθνική.

Η σημερινή κρατούσα άποψη, αυτό λέει. Οι τότε ελληναράδες, λέει, ξεσηκώθηκαν γιά νά απελευθερώσουν τό Γύθειον, τόν Γερολιμένα καί τήν Αρεόπολη - τό βορειώτερον! Εάν τυχόν οι αρματωμένοι τού τότε, κατά τάς πολεμικάς δραστηριοτήτας των, πάνω στό προτσέτς αυτών, βρέχαν τούς πόδας τους μέ ύδωρ τού Ευρώτα, η προσπάθειά των θά χαρακτηρίζετο ώς σωβινιστική καί θά κατεδικάζετο από τήν Ιστορία (όπως αυτή γράφεται σέ βιβλία τής έκτης δημοτικού στά σήμερα) είς τούς αιώνας τών αιώνων.

Η κληρονομιά αυτής τής, όχι αντιπατριωτικής στάσεως (αυτό είναι τό λιγότερο) αλλά τής παράλογης σκέψης κάνει τούς λουφαδόρους πολιτικάντηδες τής εποχής μας νά επαναλαμβάνουν:

Η Ελλάδα δέν παραχωρεί αλλά καί δέν διεκδικεί τίποτε.

Κι εμείς, νά σκεπτώμεθα τριβελοειδώς:

Ω, είναι μέγα προνόμιο νά ζής (σ)τήν εποχή καθ’ήν σέ κυβερνούν ατρόμητοι γιαραμπήδες οι οποίοι δέν παραχωρούν τίποτε, καθώς τηρούν απαστράπτον εξκάλιμπερ έτοιμο νά κόψη πάσα διάθεση αδηφάγου γειτόνου!

Κυρίως όμως ηδονίζεσαι ακούων ότι δέν διεκδικούν κάτι! Αφού είπαμε:

Η επανάσταση τότε, έγινε μέ σκοπό νά απελευθερωθή η Καλαμάτα!

Η συγκεκριμένη αυτή απεμπόληση καί απόρριψη τού σκεπτικού τό οποίον κυριάρχησε τά χρόνια εκείνα πού δημιούργησαν τόν Μάρτιο τού σωβινισμού, θά είχε μιά βάση, θά δικαιολογείτο (κάπως) εάν αμοιβαίως υφίστατο. Εάν υφίστατο καί στούς γύρω μας, στίς γύρω χώρες. (Βέβαια, γιά νά προτάσης τό «δέν παραχωρώ» τού «δέν διεκδικώ» σημαίνει ότι υπάρχει κάποιο ζήτημα άπό τους γυρω μας... Ότι κατι διεκδικειται, ότι καποιο ζητημα τιθεται... Αλλά, δέν γαμιέται... Ας πούμε ότι δέν υπάρχει...)

Υφίσταται όμως ή όχι καί στίς άλλες, τίς γειτονικες χώρες, ανάλογη μέ τήν δική μας διάθεση;

Πολλάκις, οι εδώ εθνοφοβικοί κράζοντες τούς εδώ εθνικιστές, υποστηρίζουν ότι οι από γείτονες εδαφικές διεκδικήσεις, εκφράζονται όχι από επισήμους κύκλους αλλά από φανατικούς. Σέ αυτό τό σημείο, καταπίνουν τό σάλιο τους καί προσθέτουν:

«Όπως εσείς, οι φανατικοί καί ηλίθιοι κάνετε λόγο περί βορείου Ηπείρου π.χ., έτσι κι άλλοι φανατικοί κάνουν λόγο γιά τσάμηδες στήν Αμαλιάδα! Φανατικοί υπάρχουν καί στίς δυο πλευρές»

Σωστή σκέψη ακούγεται. Έχει μιά λογική. Ένα ολάκερο κράτος δέν μπορεί νά εκτίθεται άπό ονειρώξεις κάποιου φανατικού καί πυροβολημένου.

Όλα αυτά ισχύουν βεβαίως κι αποτρέπουν άπό σκέψεις μέχρι τήν απόδειξη τού εναντίου. Η ακόμη, μέχρι μιά κάποια αμυδρή ένδειξη τού αντιθέτου. Διάβασα κάπου ότι ο Καρατζαφέρης ανέφερε ότι οι βαρδαροσλάβοι στρατιώτες στά Σκόπια, εκπαιδεύονται μέ τό σύνθημα:

«Άρς μάρς, Σολούν Νάς!»

Άς υποθέσουμε ότι είναι αληθές. Δέν διεψεύσθη. «Σολούν Νάς!». Όχι κάποιοι κολλημένοι παραστρατιωτικοί, επικίνδυνοι ή ακίνδυνοι. Αλλά ο στρατός τής Βαρδαροσλαβίας κάνει λόγο γιά τήν Σολούν σέ μιά ενδιαφέρουσα αντωνυμιακή κατάθεση.

Ενώ νοτιώτερα, σέ άλλα στρατόπεδα εθνικού στρατού, απηγορεύθη π.χ. τό «έχω μιά αδελφή, κουκλίτσα αληθινή»

Βλέπω επίσης ένα πρωτοσέλιδο τού Βήματος.

Καστελλόριζο.

Όχι κάποιος τραμπούκος, σαλιάρης γκρίζος λύκος πού πιστεύει ότι μόνον μωριάς κι ολίγον άπό θεσσαλία αρμόζουν στούς έλληνες.

Αλλά, η επίσημη Τουρκία αμφισβητεί τό Καστελλόριζο. Καί δέν είναι μόνο αυτό. Τό Αιγαίο επίσης αμφισβητείται. Τό στάτους κβό τής Θράκης μέ τήν λιχουδιά πού καλείται μειονότης. Πρόκειται γιά μπόλικα ζητήματα τά οποία μιά πιο προσεκτική σκέψη τά κάνει πολλά.

Όχι ότι είναι μιά απίστευτα επείγουσα προτεραιότης, αλλά δέν θά ήταν άχρηστο νά βλέπαμε έάν οι επίσημες κυβερνήσεις των γειτόνων, διατηρούν ή όχι σωβινιστικές τάσεις έναντί μας.

Πάντως τό θέμα δέν τό γιατί οι γείτονες διατηρούν τέτοια στάση. Τό παθιάρικο ερώτημα σκαλώνει στούς λόγους γιά τούς οποίους οι δικοί μας ανθελληναράδες προοδευτικοί πολίτες ανατριχιάζουν τόσο πολύ σέ κλίμακα ρίγους παραληρηματικού πυρετού όταν ίσως πλανηθή στόν αέρα υποψία μυρωδιάς τού ρήματος «διεκδικώ».


Ά ρέ μαστρο-Τζεπέτο μ’αυτές τίς καύλες σου!

Καί τό «Έθνος», στήν υπηρεσία τής ξενοφοβικής άκρας Δεξιάς.

Η εφημερίς αυτή, χωρίς ντροπή, θύει στόν βωμό τής παραπληροφορήσεως ότι τάχα μου τάχα μου, η εγκληματικότης έχει επιβαρυνθή άπό τούς ξένοι!



Φορτηγό με 80 κιλά χασίς

Ογδόντα κιλά περίπου χασίς σε φούντα επιχείρησε να μεταφέρει στην Ελλάδα, κρυμμένα σε φορτηγό - νταλίκα, Αλβανός υπήκοος ο οποίος συνελήφθη από αστυνομικούς της Ομάδας Πρόληψης και Καταστολής της Εγκληματικότητας, στο Κωσταράζι Καστοριάς.

Σύμφωνα με την αστυνομία την ποσότητα χασίς εντόπισαν οι δύο ειδικά εκπαιδευμένα σκύλοι «Χουσάν» και «Όστιν» σε ειδικά διαμορφωμένη κρύπτη, στην οροφή της καμπίνας της νταλίκας.

Ο αλλοδαπός οδηγός κρατείται και ανακρίνεται από αστυνομικούς του τμήματος δίωξης ναρκωτικών.


blog stats