Κυριακή, Ιανουαρίου 07, 2018

ὑψηλοτάτου ἐπιπέδου βιβλιοκριτικὴ

Ἡ κληρονόμα τῆς πλατείας Οὐάσιγκτων. Τοῦ Χένρυ Τζαίημς. 
 
Λοιπὸν εἶναι μιὰ δεσποινὶς ὄχι πολὺ ὅμορφη ἀλλὰ ὄχι καὶ μπάζο. Ὄχι πολὺ καλλιεργημένη, ἀλλὰ ὄχι καὶ ἑλληνὶς – νὰ πετᾷ δῆλα δη πετάει βατράχια ὅποτε ἀνοίγει τὸν στόμα της. Διαθέτει ὅμως τάλαντον εἰς τὴν ἐργοχειρίαν, πλέκει καὶ τὸ ἄλλο ποὺ δὲν μοῦ ἔρχεται, πῶς τὸ λένε ὅταν δὲν πλέκουμε μάλλινο χειρόκτιον π.χ. ἀλλὰ μιὰ δαντελίτσα; Μὲ λεπτὸ ἐργαλεῖο, ὄχι τὶς βελόνες! Τέλος πάντων. Ὄχι καὶ τόσο ἐνεργητικὴ ἀλλὰ ὄχι νὰ κρύπτῃται οἴκοι ἀγοραφοβική. Ἡ δεσποινὶς κομσὶ κομσὰ λοιπόν. Ἀλλὰ ἔχει μπαγιόκο μπάνικο, στοιχεῖο καταλυτικὸ γιὰ νὰ ξεχνᾷς τυχὸν τριχοφυία πάνω ἀπὸ τὰ χείλη, ἕνα φρύδι μονοκόματο ἀντὶ γιὰ δύο καὶ μικρὰ βυζιά. Κἄποιο βράδυ, σὲ μιὰν δεξιωσοῦλα ἐπὶ τῷ ἀρραβῶνι συγγενοῦς, τῆς τὴ μπέφτει ἕνας κονιόρδος μὲ αὐτὰ τὰ γνώριμα τὰ ἀνεξίτηλα ποὺ κάμνουσιν κἄθε καλοπροαίτερον γυναικάκι νὰ λειώνῃ ~ ὦ εἶστε ὑπέροχη καὶ πόσο εὐχάριστος ἡ μετὰ σῶν παρέα! Καὶ ὅλο ἐρρυθριᾷ ἡ κόρη καὶ κυττᾷ τὰ κουτσαβάκικα σκαρπίνια τοῦ ἔναντί της προικοθηρός! Ὁ πατήρ της καταλαβαίνει τὸν τυπὰ καὶ τῆς λέει ξύπνα ζῶον! σὲ κάθε πιθανὸ τρόπο, σὲ κάθε συνδυασμὸν ὕφους καὶ λέξεων. Φεῦ! Ἅπαξ μουσχάρα, ἐσαεὶ μουσχάρα. Ἂν εἶσαι μουσχάρα, λίγο δύσκολο νὰ ξυπνήσῃς, εἰδικῶς ὅταν σὲ μαλάζουν τὰ στήθη γιὰ νὰ κατέβῃ γάλα. Συνεπῶς, ὅλη (μὰ ὅλη) ἡ νουβέλα ἐξελίσσεται σὲ πλοκὲς καὶ διαλόγους ὅπως:

μὴν τὸν πάρῃς μωρὴ μαλάκω, ὄχι μπαμπᾶ τὸν ἀγαπῶωωωω, ἂχ ἀγάπη μου αὐτὸς ὁ τράγος ὁ μπαμπᾶς σου, ποὺ τρομάρα καὶ ταμπλὰς νὰ τούρθῃ, ἐδῶ μοῦ κάθεται γαμῶ τὸ γατάκι ποὺ τὸν πέταγε, μὲ ἀγαπᾷς κύριε Τάδε (σιγὰ μὴν θυμόμουν τὸ ὄνομά του) μου, νὰ/θὰ περιμένῃς λίγον τι νὰ ὠριμάσωσιν αἱ συνθῆκαι, ναὶ λατρεία μου γιὰ σένα μέχρι καὶ μαρξιστικῶς θὰ κάθωμαι καὶ θὰ τὸν παίζω (τὸν Μὰρξ στὴν βιβλιοθήκα δῆλα δη, καθὼς θὰ διαβάζω, τὶς παρόλες του περὶ ἀλλαξοκωλιᾶς τῶν κατόχωνε τῶν μέσων παραγωγῆς) ὥστε θέλετε τὴν κόρη μου, κακῶς, δὲν μοῦ ἀρέσετε, εἶστε τεντυμπόης καὶ θὰ φωνάξω τὸν μπάτσον τῆς γειτονιᾶς νὰ σᾶς κουρέψῃ μὲ τὴν ψιλὴ μὲ ὢ μέγα, θὰ μοῦ πλάσῃ τὰ φρύδια ὁ μπάτσος κύριε μπαμπᾶ τῆς ἀγαπημενογουτσουλίνας μου γι’αὐτὸ καὶ δὲν πᾶτε νὰ ξύνετε πατσές, μείζων ἡ ἀπορία μου ποὺ στέκεστε τοιουτοτρόπως τόσο βάρος στὴν γκάϊβλα δύο νέων ἀνθρώπων!”

Ταῦτα παρακολουθοῦμε στὴν νουβέλα αὐτήν. Οἱ διαλόγοι πάντως, μπορεῖ νὰ εἶναι (ἐγγενῶς) γελοῖοι ἀλλὰ δὲν εἶναι ἄσχημοι. Καὶ μοῦ ἐγεννήθη μιὰ τεράαααααααααααστια ἀπορία:

Λατρεύω τὸν Νταίηβιντ Λότζ. Εἶχα διαβάσει ὅλα του, δὲν κοβόμουν μόνον γιὰ τὸ Τὸν συγγραφέα!, τὸ βιογραφικὸ ποὺ εἶχε γράψει γιὰ τὸν Χ. Τζαίημς. Τέλος πάντων διαβάζοντάς το, καλὸ ἦταν δὲν λέω, μοῦ ἔμεινε πάντως ἔντονα χαραγμένο τὸ ὅτι, ὅταν ἔκανε ἀναφορὰ στὰ σεξουαλικὰ τοῦ ἀγγλοαμερικανοῦ συγγραφέως, ἀνέφερε:

Ἔμεινε παρθένος μέχρι τὰ 50 του ἢ μέχρι καὶ τὸ τέλος. Δὲν πρέπει νὰ ἦταν καὶ πολὺ στρέητ. Παρέμενε λοιπὸν παρθένος στὰ χρόνια τὰ ἐνεργὰ τέλος πάντων καὶ τὴν εὕρισκε μέ...φίστινγκ.

Αὐτὸ συνεχῶς σκεπτόμην ὅταν διάβαζα -στὴν ἐν λόγῳ νουβέλα- ῥομαντικὰς ἐκδηλώσεις ἔρωτος ἀπὸ μιὰ δεσποινίδα πρὸς τὸν ἂς ποῦμε γκόμενό της καὶ ὅμοιες γλυκανάλατες παπαριὲς ἀπὸ τὸν μαγκάκο πρὸς τὸ καμάκι του. Ἡ μαστοριά του Τζαίημς στὴν πρόζα στὸ ἔργο αὐτό, εἶναι πολὺ ἰδιαίτερη, γλυκόπιοτη, εὐχάριστος. Κἄποιος ἀσεξουαλικὸς τέλος πάντων, μὲ τὸ διαφορικὸ τῆς λιμπίντου του ταρτάροις, νὰ γράφει περίπου σὰν μιὰ κυρία παρτόλα, σὰν ἕνα νυμφίδιο μὲ ζώνη ἀγνότητος τῆς ὁποίας τὸ κλειδὶ ἔχει ῥιχτεῖ στοὺς ὑπονόμοι τοῦ Σηκουανός. Ἦταν πάρα πολὺ ἐνδιαφέρον λοιπόν. Κι ὅλα ταῦτα, ῥίσκου τρελλοῦ ἀναληφθέντος ἀρχίζων αὐτό, μετὰ ἀπὸ τὴν μεταμόσχευση ὀφθαλμῶν ποὺ εἶχα κάνει τὸ 2003 ὅταν ἐξόρυξα μὲ τὰ δικά μου χέρια τὰ μάτια μου τελειώσας τὸ τὰ Λάφυρα τοῦ Πόϊντον. Θέλει πάρα πολλὰ γκὰτς νὰ ἀποφασίσῃς νὰ ξεκινήσῃς Χένρυ Τζαίημς πάλι, ὅταν κάποτε ξεκούτιανες διαβάζοντας τὰ Λάφυρα.
blog stats