Τετάρτη, Μαΐου 29, 2013

Ὄχι τώρα, μαμά!

Κι ἐγὼ τὸν ἔχω παίξει γιὰ τὴν Ναόμι Κάμπελ –κάποτε– ἀλλὰ δὲν τὴν ἀνακαλῶ κάθε ποὺ σκέπτομαι κάποιο ἄλλο, ὁμόηχο, ὄνομα – πωπὼ πόσες μαλακίες σφυρηλάτησε στὰ μικράτα του, ὁ ἀρχηγὸς τῆς ἀξιωματικῆς ἀντιπολιτεύσεως γιὰ τὴν μαύρη γαζελάρα ὥστε νὰ τὸν στοιχειώνει ἀκόμη καὶ σήμερα!

Τώρα γιὰ τὰ γκουλάγκς τοῦ βαρέως καὶ σκοτεινοῦ σλοβένου μεγαλοφιλοσόφου καὶ τὸ πῶς τὸ ἐδέχθησαν/χειρίσθησαν/ἀντιμετώπισαν κάποιοι ποὺ πολὺ πολὺ πολὺ προβληματίζονται γιὰ τὴν βία τῆς Χρυσῆς Αὐγὴς – ἒ σοβαροὶ νὰ εἴμαστε – πάλι τὰ ἴδια θὰ λέμε; Ἄλλη ἡ βία τῆς Δεξιᾶς, ἄααααλη ἡ βία τῆς Ἀριστερᾶς. Ἡ μὲν ἀποτρόπαια σὰν καφετιὰ καὶ ζελὲ ῥοχάλα ὑπερήλικα ἡ δὲ βγαζογουστόζικη. Ἄλλως τε κι ἐξ ἄλλου, τί εἶναι πέντε δέκα δεκαπέντε εἴκοσι εἰκοσπέντε φτοῦ καὶ βγαίνω ἑκατομμύρια νεκροὶ μπροστὰ στὴν Ἐπανάσταση;

Δευτέρα, Μαΐου 20, 2013

Ὄνειρο στὸν Ξύπνιο

Φίλοι καὶ γνωστοί, πρόνοια τοῦ ὑπουργείου Ὑγίειας καὶ μερικαὶ ἑκατοντάδες ΜΚΟ ἐξ Ἑλλάδος μὰ καὶ ἐξ Ἑσπερίας, ἀντιληφθήσασαι τὸ κρίσιμον τῆς καταστάσεώς μου, ἀνελώθησαν σὲ ἕνα ἀνηλεὲς μὰ καὶ ἄοκνον κυνηγητὸν ἵνα πρὸς εὕρεσιν γκομενός, διότι κάθε ἄλλη πρίν μου προσπάθεια ἤπεσε κενῷ. Εἰς τοῦτο (τὸ πρίν, ὄχι τὸ κενὸ) συνέδραμεν ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν, ἀνωτάτη συνομοσπονδία ἐργατῶν Ἑλλάδος καὶ τὸ κόμμα ἑλλήνων κυνηγῶν.

Νομίζω πὼς ἦταν τότε ποὺ εἶχα ἀπωλέσει τὸν ἄνω δεξιὸν τραπεζίτην μου ἐκείνηνα τὴν νῦξ τῆς δεκάτης πέμπτης τοῦ μηνοῦ Ἀπριλίου. ἀποθαμένος δόντης, τεθεὶς ὑπὸ τοῦ μαξιλαριοῦ μου, μὲ ἤσπρωξεν, κατὰ τὰ εἰωθότα, νὰ κάμω εὐχήν. Καγώ, καημισμένος πολλά, ηὐχήθην ὅπως νὰ μοιράζωμαι λίαν συντόμως τὸ μαξιλάρι ἐκεῖνο μὲ ἄλλον ἄνθρωπα· γυναῖκα κατὰ τήν μου προτίμησιν, μελαχροινήν καὶ μὲ μεγάλα βυζιά. Δύο δάκρυα κατρακυλήσαντα στὰ παρθένα σινδόνια, βουλοκέρισαν τὴν τελετήν.

Μιὰ ἀποθέωσις μαγικοῦ ῥεαλισμοῦ ἔφερε ἔτσι τὰ πράγματα καὶ τὴν ἑπομένη ἡμέρα τοῦ στὸ στόμα μου μερεμετιοῦ ἔνθα φιάξαμε καινούργιονα τραπεζίτη, προσεκλήθην σὲ ἕνα χάππενινγκ πολλὰ τρέντυ καὶ ὑποσχομένου περισσότερα. Ἦτο παρουσίασις τῶν μετεγγραφικῶν ἀποκτημάτων τοῦ Ἀπόλλωνος Καλαμαριᾶς. Βρέθηκα κάπου στὴν Σαλονίκη νὰ χεροκροτάω ἕναν ἐκ Μαυροβουνίου σέντερ φόρ, δύο ἀκραῖα μπὰκ ἀγνώστων λοιπῶν περγαμηνῶν καὶ ἕνανε ὑποσαχάριο γκολκῆπερ. ἀπρόσεχτος δοντογιατρὸς εἶχε ἀμυχήσει στὸν οὐρανίσκο μου κι ἔτσι τὸ λάμδα δὲν ἐξεφέρετο κατὰ τὰ δέοντα, προκαλὸν μιὰν ἀποστροφὴν πρὸς τὸ πρόσωπόν μου ἀπὸ τοὺς λοιποὺς παρισταμένους. Ἦταν ἤδη βράδυ ὅταν ἐκδήλωσις περατώθη καὶ φευγαλισθείς, ἀφοῦ κεράσθην εἰσιτήριον διαρκείας γιὰ τὰ ματσάκια τοῦ Ἀπόλλωνος, βγῆκα ἔξω κινηθείς πρὸς γιὰ τὸ ἁμάξι μου. Ἔτυχε νὰ εἶμαι μαζὺ μὲ μιὰν δεσποινὶς (φύτρωσε παρἐμοῦ ὅταν τὰ φλάς ἤστραπταν στοὺς ἀστέρες τῆς μπαλὸς) ὁποία ὅπως μοῦ συστήθη, ἠργάζετο σὲ ἀθλητικιὰ ἐφημερίδα. Γιὰ νὰ προλάβει μάλιστα, τὴν ἔκδοση τῆς ἑπομένης, μοι ζήτησεν νὰ τὴν πετάξω στὸ γραφεῖο της. Μοῦ ἄρεσε πολὺ τὸ βιβέρε περικολοζαμέντε της, καθ’ὅσον τὸ τουτοῦ μου διέθετε πινακίδας ἀθηναϊκὰς κι ἔτσι συνήνεσα εἰς τὴν πρότασιν.

Καθ’ὁδὸν καὶ στὸ βάδην ὅμως γιὰ τὸ αὐτοκίνητο, βουτηγμενηθέντες εἰς τὴν ὐγρασίαν τῆς Θεσσαλονίκης, συζητοῦντες μελλοντολογικῶς γιὰ τὸ τέσσερα τρία τρία ποὺ ἐπιβάλλεται νὰ ἐφαρμοστῇ στὸ σύστημα τοῦ Ἀπόλλωνος, ὅλως περιέργως ζήτηξε νὰ περπατήσωμεν ὁμοῦ κι ὀλίγον τί· τοῦτο συνέβη ante portas τοῦ χιουντάι μου. Συνεφώνησα. Ἀφήσαντες τὸ ἁμάξι, πορπατήσαμε δίπλα δίπλα, σκοτεινὰ ἤντουσταν καὶ μὲ ὑγρασία ὅπως προείπαμε, κόζμος δὲν κυκλοφόρει, ἐρημιὰ κι ἠμαστᾶνε τὰ δυό μας. Τὰ ἰσάδια στοὺς δρόμους τῆς Καλαμαριᾶς διέθετον μιὰν εὐδιαβατότητα κι ἔτσι τὸ δρομολόγιον ἡμῶν δὲν ἐφαίνετο μὲ σύντομον πέρας. Κι ἄρχισε, χωρὶς κάποιον πρόλογον ἵνα μὲ εἰσαγάγῃ εἰς τὸ μῦθον της, νὰ μὲ λέῃ βλέποντας τὰ πέριξ σπίτια, πὼς θεωρεῖ λίαν σέξυ τὰ μέρη αὐτοῦ. Τὶς πολυκατοικίες ἐννοῶ. Αὐτὴ ἐννοοῦσε, ἔτσι μοῦ εἶπε, μοῦ εἶπε τὶς πολυκατοικίες ἐννοῶ. Σέξυ οἱ χῶροι σταθμεύσεως εἰδικῶς ἔτσι ἔρημοι καθὼς εἶνε. Εἶπε. Εἶπε ἐπίσης σέξυ καὶ πὼς θὰ ἤθελε νὰ τὸ κάμῃ ἐκεῖ. Τί καὶ ποιό δὲν κατάλαβα ἀμέσως, μὰ τὸ ἀντελήφθην ὅταν ἤκουσα ἕναν ἀναστεναγμό της ὅστις μοῦ θύμισε ἕναν ὅμοιον ἐκπνεόμενον ἀπὸ τὴν Κοραθόν, ἡρωΐδα τῆς ὁμωνύμου λατινοτέτοιας μεσημβρινῆς ΥΕΝΕΔι σειρᾶς. Τὸ εἶπεν μάλιστα οὐχὶ ἅπαξ μὰ δὶς καὶ τρίς. Ἦταν ὅμως μονὴ ἡμέρα καὶ εἶχα τὶς ντροπαλάδες μου, δὲν τῆς ἀπήντησα πὼς λίαν εὐκόλως γινόταν νὰ λάβῃ σάρκα – καὶ τί σάρκα! – αὐτὴ ἡ φαντασίωσις. Συνεπῶς, τὸ τσούλησα εἰς τὸ ἀθόρυβον χωρὶς νὰ τὸ σχολιάσω κατὰ τὰ δέοντα κι ἐπιβαλλόμενα, κυρίως ὅμως βάσει μιᾶς ντιρεκτίβας ἐκ τοῦ τρίτου ἐδαφίου ἑνὸς ἄτιτλου μανιφέστου τὸ ὁποῖον μοῦ εἶχε προμηθεύσει ἡ γραμματεία τῆς συνομοσπονδίας ἐργατῶν ἑλλάδος. Τότε, ἴσως νὰ φάνηκε μιὰ στάλα πὼς ἄβολα ἐδέχθην τὴν ὅλη παρατήρησιν, κάτι τὸ ὁποῖον κατάλαβε ἡ διπλανή μου καὶ ἀλήθεια, πόσο ῥηξικέλευθα τὸ ἀντεμετώπισεν! Ἂν νοιώθῃς ἄβολα, μπορῶ νὰ κάμω κάτι ὅπερ ἢ θὰ σοῦ ἐξαφανίσῃ τὴν ἀβολία ἢ θὰ σοῦ τὴν μεγαλώσῃ ἀκόμα περισσότερο, εἶπεν. Ἀκριβῶς τότε, ἔπαψα πᾶσα ἄλλην κίνησιν καὶ τὴν κύτταξα στὰ μάτια παρατηρώντας την κάτω ἀπὸ τονίζοντα τὴν βαριὰ ὑγρασία κίτρινα φῶτα. Πῶς σὲ λένε; Εὐτέρπη μοῦ ἀπάντησε κλίνοντας μοῖρες μερικὲς τὸ κεφάλι της ἀριστερὰ λὲς καὶ τὸ ἐναπέθετε σὲ κάποιο μαξιλάρι. Εὐτέρπη, δὲν βιαζόσουν νὰ πᾷς στὴν ἐφημερίδα σου πρὶν κλείσῃ τὸ φύλλο; 

Τὰ καλοδεμένα μπόλικα ῥοῦχα μας δὲν μοῦ ἐπέτρεπαν νὰ ἐλέγξω τὸ μποῦστο της, ἄσε δὲ ποὺ πιὰ ὡδηγοῦσα καὶ συνήθως κυττᾶμε μπροστὰ ὅταν ὁδηγοῦμε. Δὲν ἠδυνήθην νὰ ἐλέγξω τὸ μποῦστο καὶ ὠιμὲ ἦταν κάτι ποὺ τροχοπέδιζε τὴν διάθεσή μου νὰ τὴν ἐρωτευτῶ ἥτις διάθεσις λίγο ἤθελε νὰ ἀμολήσῃ φελλὸν καὶ νὰ χυμήξῃ παντοῦ· σὲ ταπετσαρίες, τιμόνια, ταμπλὼ μὰ καὶ τὰ χείλη, τὸ στόμα, τὸ πρόσωπόν της. Τὸ πρόσωπόν της; Στράφηκα ὀλίγον αὐτῇ μὰ τὸ εἶχε ἐντελῶς γυρισμένο δεξιά, μὲ τὸ κεφάλι διὰ τοῦ μετώπου στηριγμένο στὴν γροθιά της. Εἶχε καὶ σταυροπόδι, ἀθόρυβη πιά, δὲν μιλοῦσε καθόλου, οὔτε κἂν γιὰ τὴν δεινότητα τοῦ Ζόραν Γιάβλοβιτς, τοῦ πρὸ ὀλίγιας ὥρας παρουσιασθέντος Μαυροβουνέζου σκόρερ. Ἔτσι ὅπως τὴν ἔκοβα, σὲ λίγο θἄψαχνε καὶ Στανίση στὸ ῥάδιο, συγγνώμη κύριε ποιός εἶστε; μὰ εἴχαμε φθάσει, δῶ σταμάτα μοῦ εἶπε μὲ ὕφος φορτοεκφορτωτοῦ, ἱμεροδιώκτικου ἐντελῶς, διεκπεραιωτικοῦ ἐπίσης καὶ δὲν εἶχα καὶ ῥέστα νὰ τὴν δώκω, σκέτος ταρίφας ἤνοιωθα!

Ὅ,τι θὰ ἄρχιζα νὰ μαρσάρω κατάρες σὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς φορεῖς ποὺ καὶ καλὰ νοιαζόντουσαν γιὰ τὸ καλό μου, στέλνοντές με μπόλικα χιλιόμετρα μακρὰν τῆς ἑστίας μου, ψάχνοντες γιὰ λογαριασμό μου, ταίρι μὰ ἕνα εὐχαριστῶ της, ἐκεῖ δεξιὰ μοῦ τράβηξε τὴν προσοχή. Δὲν περιέσχε κάποια ἡδύτητα ἡ κουβέντα της, οὔτε διόρθωνε τὴν πρόσφατη ντεκαυλέ της στάση συνεπῶς γιατί αἰσθάνθηκα ἕνα ἐπώδυνο γαργαλητό, μιὰ μαχαιριὰ στὴν σπονδυλική μου στήλη; Στεκόταν περιμένοντας τὸ παρακαλῶ μου στὸ παράθυρο τοῦ ἁμαξιοῦ ὄρθια, σκυμμένη. Κι ἔτσι, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ σούρσιμο τῆς αὐλαίας, μοῦ μαγνήτισε τὸ βλέμμα τὸ μποῦστο της τὸ ὁποῖον ἀπὸ ἕνα ἄνοιγμα τοῦ ὑποκαμίσου της μαρτυροῦσε πωπὼ ἕναν ἔρωτα!

Καὶ τὴν ἐρωτεύτηκα!

Τὸ κλείσιμον τῆς φύλλου τῆς ἐφημερίδος ὅμως, δὲν χωροῦσε ἀναβολές. Μὰ γὼ οὐδόλως πειράχθην. Ἔσχον κατὰ νοῦ τί ντρίμπλες καὶ σκὸρ ἐνεῖχον τὰ πεδία τῶν βαρέων, εὐμεγεθῶν μαστῶν της, συνεφώνησα μὲ τὰ μένα καὶ παρέμεινα στὴν Σαλονίκη ἵνα ἐμπεδώσω καὶ τσουλήσω τὸ γεννούμενο εἰδύλλιο μετὰ τῆς Εὐτέρπης. Ἡ ὁποία ἦτο πιὸ ἐπιμελῆς ἀναφορικῶς μὲ τὶς ἐπαγγελματικὲς ὑποχρεώσεις της ἀποτελέσματι ἐλεύθερα ἀπογευματόβραδα ἅτινα ἀφιέρωνε ἐμοί. Καὶ πραγματοποιήσαμε ὅ,τι πραγματοποιοῦν συνειδητοποιημένοι ἄθρωποι περὶ τῆς μαστιζούσης τὴν χώρα, ὑπογεννητικότητος.

Καιροῦ περατωθέντος κι ἐνῷ εἴχομεν πράξει ὅλα τὰ πιθανὰ σκὲτς περὶ τῶν γενετησίων, λίγο πρὶν βαρεθοῦμε κι ἀρχίζουμε νὰ μαζεύουμε βάρος ἕνεκα ἡ ἀπόλυσις τῆς ἐπιτηδεύσεως, πήραμε νὰ τὸ σκεπτόμεθα πιὸ σοβαρῶς. Τὴν πίεζαν καὶ οἱ γονιοί της, ποῖος αὐτὸς ὁ λιμοκοντόρος μὲ τὸν ὁποῖον κυκλοφορεῖς, ποῖοι οἱ σκοποί του καὶ γιατί δὲν μᾶς τὸν γνωρίζεις τὸν τεντυμπόυ, σουσούριζε κι ἡ γειτονιὰ ἄσε ποὺ στένευαν καὶ τὰ μάχιμα πρὸς ἀναπαραγωγὴν χρόνια, ὁπότε κάτι ἤπρεπε νὰ γίνει.

Γὼ εἶχα πάρει σὲ ἄσπρο ἐξουσιοδότηση ἀπὸ ὅλους τοὺς γάμῳ συνδράμαντες φορεῖς καὶ ἤμανε ἄνετος καὶ καλοδιάθετος. Ἀλλὰ ὑπῆρχον προβλήματα μὲ τὴν δουλειά μου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν, ἠρνοῦντο μὲ καλογερικὸν φανατισμόν, ἀπόσπαση εἰς τὴν Μακεδονίαν. Συνεπῶς γιὰ ἕνα διάστημα -ἀφοῦ ἔληγε ἡ ἄνευ ἀποδοχῶν ἄδειά μου καὶ δὲν ἐδύνατο πιότερο παρέμβαση νὰ κάμῃ ἡ ἀνωτάτη συνομοσπονδία ἐργατῶν Ἑλλάδος- θὰ ἤπρεπε νὰ ταλαιπωριόμαστε σὲ ἀνέβα κατέβα τὶς παρασκευὲς ἀναζητώντας τσαγκαροδευτέρες, τριήμερα κι ἀργίες τοῦ κράτους ἵνα κολλᾶμε ἔνσημα στὴν καρτέλλα τῆς σχέσεως ἡμῶν.

Ὁ Ἀπόλλων Καλαμαριᾶς εἶχε ἀνέβει πιὰ στὴν ἄλφα ἐθνική, τὰ καθήκοντά της εἶχαν ὀλίγον τί ἀνελιχθῇ, μιὰ ἀναίτιος δίαιτα τῆς εἶχε μικρύνει τὰ βυζιά, διάφορα τέτοια κάπως εὐτελῆ μᾶς εἶχαν λίγο ξενερώσει καὶ τὰ σαββατοκύριακα ἀπετέλουν σχεδὸν ἀγγαρεία. Μὲ μιὰν φοβίαν μήπως καὶ ξαναμείνω ῥέστος, χωρὶς νὰ τῆς πῶ κάτι, προσέφυγον σὲ εἰδικόν, σύμβουλο σχέσης, γιατρὲ εἶμαι σοβαρά; Ὁ εἰδικὸς μοῦ ἔδωκε κάποια γιατροσόφια μερικὰ τῶν ὁποίων, φαινόταν νὰ πιάνουν, ἀλλὰ κάποια ἄλλα ἀπήτουν ἀμφοσυμμετοχή, ἔτσι ἀνηφόρισα, κι ἔφθασα νύκτα Παρασκευῆς παρ’ὀλίγον Σάββατον.

Μὲ περίμενε στὰ συνήθη μὲ συνήθεις χειρονομίες κι ἐκφράσεις μὲ συνήθη λόγια – κάπως ἀπόμαχη τῶν προβλεπομένων, ἀποθαρρύνοντάς με. Ὡστόσο, ἕνα κοκταίηλ δώρου· ντάλιας, τουλίπας καὶ πλουμέριας μαζὺ μὲ κάποιο τσίγκινο ἐργαλεῖο ποὺ νυκτὶ σκοπεύετο γιὰ σωματική της ὁπὴ γειτνιάζουσα τῆς γονιμοποιησίμου τοιαύτης, φάνηκε νὰ τὴν λιγώνῃ κάπως. Ἔνοιωθα ὅπως τὸν πρῶτο μας καιρό, ὅταν συνεπείᾳ τῆς θέας τοῦ στήθους της, εἶχα τυλιχτῇ στὸ πιὸ ἐφήμερο, μάταιο κι ἀνακόλουθο συναίσθημα κατὰ πὼς εἶπε κι ὁ Μπωντλαῖρ. Τὴν ἑπομένη, βγήκαμε τσάρκα στὴν ἄνω πόλη, στά κάστρα καὶ ἕνας ἵδρως πόθου ταλάνιζε τὰ δάκτυλά μας ἅτινα συνεχῶς μπλεγμένα ἤντουσταν, πλὴν τῶν στιγμῶν ποὺ ἀπασχολιόντουσταν σὲ σουβλακοφορία. Ξανασταθήκαμε στὴν Καμάρα, κάμνοντες τσαλίμια εἰκονικοῦ φλὲρτ ἵνα τονώσωμεν τὰ ἑτέρῳ θέλω, φάγαμε καὶ σοροπιαστὸ κοκὸ στοῦ Χατζῆ. Μὰ δὲν ξέρω γιατί, σκάλωνα εἰς τὸ νὰ τὴν καθίσω κάτω καὶ νὰ τῆς ἀρχεύσω κουβέντα περὶ τὸ μέλλον. Δὲν μποροῦσα νὰ τὴν καθίσω κάτω, ἴσως ἐπειδὴ ἦτο ἤδη καθισμένη καὶ παρήγγελνα κι ἄλλα γλυκὰ ἵνα ἐξοικονομεύσω χρόνο ὁ ὁποῖος τῷ ὄντι, ἐξοικονομεῖτο καθ’ὅσον μπερδευόμην στὴν προφορὰ τούρκικων λέξεων - ὀνομάτων γλυκῶν μὲ μπόλικα σύμφωνα σὲ τόσο παράταιρη θέση γιὰ τὰ καθ’ἡμᾶς!

Λοιπόν, ἀγάπη μου, στὰ καθ’ἡμᾶς; Τί λὲς Εὐτέρπη, πῶς τὴν βλέπεις τὴν δουλειά;

Μέχρι καὶ Εὐρώπη τὴν βλέπω τὴν Ἀπολλωνάρα, φέτο, ἀγάπη μου!

Ὄχι μωρό μου, γιὰ μᾶς λέω, ἐννοῶ γιὰ ἐμᾶς, τί θὰ γενεῖ ἐν τέλει, θὰ μὲ γνωρεύσεις στοὺς γονιοί σου;

Μὰ τί γίνεται μὲ τὴν δουλειά σου; Δὲν γίνεται ἀκόμα νὰ ἔλθεις, ἔτσι δὲν εἶνε;

Ἔτσι ἦταν, δίκιο εἶχε, ἔτι ἐξεκρέμει ἡ περίπτωσις μὲ τὴν δουλειά μου, μὲ τὴν ἀπόσπαση, μὰ ἤμουνα σὲ ἀγωνία γιὰ τὰ μᾶς, ὑπῆρχαν καὶ τὰ προτεινόμενα ἀπὸ τὸν γιατρό, γι’αὐτὸ καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ βιασύνη. Τὸ χαλινάρι της πάντως, μοῦ διέκοψε πᾶσα ἄλλη προσπάθεια κουβεντὸς κι ἔτσι ζήτηξα τὸν λογαριασμό.

Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα, κάθε τέλος τῆς ἑβδομάδος ἀνηφόριζα πρὸς τὰ αὐτήν, γιὰ νὰ κρατῶ ζεστὸ τὸ μάτι τῶν προσωπικῶν μας, διότι ἂν τὸ ἀφήσῃς νὰ σοῦ φύγῃ, τὴν ἔκατσες τὴν βάρκα! Δὲν εἶνε ποδήλατο οἱ σχέσεις, νὰ ἔστω μετὰ ἀπὸ καιρὸ σοῦ ἐπανέλθῃ ὅπως παλαιά, ὦ ναί, δὲν εἶνε ποδήλατο κι ἂς κυνικίζουν κάποιοι καμένοι χαρακτηρίζοντες τὴν ζωὴ λόγῳ κάποιων σχέσεων, ποδήλατο. Ἀνέβαινα συνεχῶς, κατέβαινε κι αὐτὴ φορὲς μερικές, ὅμορφα ἦταν, βγάζαμε γοῦστα. Μὰ ἀπὸ τὴν δουλειὰ παρέμενε τὸ σκάλωμα, ἕνα σκάλωμα ποὺ γινόταν τόσο πολὺ ἀφόρητο διότι δὲν διεκρινόταν πουθενὰ λύσις...

Γι’αὐτὸ καὶ συνεχίστηκε τὸ ἀνέβα κατέβα καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε, τὸ ἐνδεχόμενο σμίξης δὲν μᾶς ἀπασχολοῦσε... Οἱ συνδράμαντες φορεῖς μοῦ κρυβόντουσταν, εἶχε ἀρχίσει καὶ ἡ περίοδος κυνηγιοῦ, δύσκολα τὰ πράγματα, ἔπρεπε μόνος μου νὰ καθάριζα. Μὰ εἶχε κομπλάρει ἡ κατάσταση ὅπως τώρα ποὺ δυσκολεύομαι νὰ βρῶ κάποιο τέλος στὴν ἱστορία, δηλαδὴ γιὰ νὰ εἶμαι εἰλικρινὴς τέλος καλλιεπὲς θέλω νὰ βρῶ στὴν ἱστορία, ἡ ἱστορία ἀπέκτησε τέλος ἀνεξαρτήτως τῶν καλάμῳ προσπαθειῶν μου. Διότι ἡ Εὐτέρπη κάποιο κυριακάτικο βράδυ ποὺ μὲ συνόδευσε στὸν σταθμὸ τῶν τραίνων, ὅταν τῆς ἔκαμα βαθείαν ὑπόκλισιν, φιλώντας στὸ μέτωπο δίκην ἀποχαιρετισμοῦ μὲ ξυπνητήρι πὼς τὰ λέμε τὸ ἑπόμενο σαββατοκύριακο, αὐτὴ κυττοῦσε κάθε ἀλλοῦ πλὴν ἐμοῦ. Ἔψαχνε ἀχθοφόρο γιὰ νὰ τῆς ἐλαφρύνῃ τὰ βάρητα, μὰ δὲν βρῆκε κανέναν καὶ ἀναστέναξε εἰλικρινὴ σκοτούρα, ἀπεκδύθη καπνῶν ἀπὸ τὸ σφύριγμα τοῦ ἀναχωροῦντος τραίνου καὶ μὲ εἶπε:

Ἴσως νἆναι καλλίτερα νὰ τελειώσῃ ἐδῶ. Φαίνεται πὼς εἶνε προτιμητότερο καὶ γιὰ τοὺς δυό μας. Ἔχεις καταλάβει πὼς δὲν μποροῦμε νὰ

Βιαζόταν τὸ τραῖνο νὰ μὴν ἐκθέσῃ τὸ ἀναρτηθὲν πρόγραμμα ἀναχωρήσεων, μὰ ἔπρεπε νὰ τὴν ἀκούσω, ἦσαν τόσο βαρυσήμαντα ὅλα ἐκεῖνα της καίτοι οἱ κοινοτοπίες της συναγωνίζοντο σὲ πρωτοτυπία δηλώσεις ποδοσφαιριστοῦ μετὰ ἀπὸ τὸ τέλος παιγνιδιοῦ κι ἂν μὴν ἦταν τοῦ Ἀπόλλωνος. Μοῦ σέρβιρε ὅλα αὐτὰ τὰ γνωστὰ τὰ γυναικεῖα, ποὺ θραύση κάνουν σὲ λαϊκὰ μὰ καὶ ἀβανγκαρντίστικα ἀναγνώσματα. Δὲν ἔφταιγα ἐγώ, ἔλεγεν, σὲ τίποτε δὲν ἔφταιγα μὰ ἐκείνη ἔφταιγε , ἔλεγεν, καὶ σὲ ὅλα μάλιστα καὶ ἄραγες θὰ τὴν συγχωροῦσα , ἔλεγεν, ποτές; Εἶχε κουραστῇ ὅμως ἀπὸ τὴν μόνιμη κατάσταση μιᾶς κατὰ τ’ἄλλα, μεταβατικιᾶς περιόδου καὶ δὲν μποροῦσε πλέον, ἄλλωστε ἦταν πολὺ μπερδεμένη καὶ νὰ τὸ δῇς, καλὸ θὰ σοῦ (καὶ μᾶς) κάνῃ ἂν χωρίσωμε, ἂς τὸ δοκιμάσωμε βρὲ ἀδελφὲ κι ἂν δοῦμε πώς, τότε τὸ ἐπανεξετάζομε τὸ ζήτημα. Ἂχ τζουτζοῦκο μου, θὰ μπορέσῃς νὰ καταλάβῃς, νὰ συγχωρήσῃς, νὰ μεγαλοθυμίσῃς;            

Δὲν ἀντιλαμβανόμην ὅμως πολλά, ἦταν κι ἀργὰ γιὰ νὰ ἐνοχλήσω τὸν νομικὸ σύμβουλο τῆς ἀρχιεπισκοπῆς πρὸς ζήτησιν συμβουλῆς κι ἔτσι ἀρκέστηκα ἁπλῶς σὲ ἕνα γιατί;  Σὲ ἕνα γιατί τὸ ὁποῖον ἐλλόχευε πάλι κήβδιλες ἀπολογίες καὶ κάλπες ἐξηγήσεις ἀπὸ ἕναν ὀργανισμὸ ποὺ ἅγεται καὶ φέρεται ἀπὸ τὴν παθογένεια ποὺ προκαλεῖται λόγῳ μηνιαίας ἀποβολῆς ἀναπαραγωγικῆς οὐσίας. Τὸ ῥίσκαρα ὅμως!

Γιατί;

Μωρό μου πλάκα μὲ κάνεις; Δὲν ἔχεις δεῖ πόσο ἔχουν πάει τὰ διόδια; Δὲν γίνεται πιὰ τὸ ἀνέβα κατέβα! Δὲν βγαίνω γιατρουδάκο μου! Σύνελθε σὲ παρακαλῶ!  

Σὰν νὰ φωτίστηκε τὸ σύμπαν μὲ τὴν ἐξήγησή της, κάθε παραπονιάρικο καὶ χαμένο μου βλέμμα χάθηκε αὐτοστιγμί, ναί, εἶχα συνέλθει, τόσο ποὺ τὸ πρόσωπό της – μὲ μιὰν ἄλλοθι γυρεύουσα κλίσιν κεφαλῆς ἐλαφρῶς ἀριστερὰ λὲς καὶ ἐτοιμάζετο νὰ πέσῃ σὲ μαξιλάρι – μοῦ φαινόταν ἐρωτεύσιμο πάλι, τόσο ποὺ μπορεῖ καὶ νὰ ξεκινοῦσα πάλι νὰ τὴν φλερτάρω γιὰ νὰ φτιάχναμε ἐκ νέου κατάσταση ἀλλὰ τὸ τραῖνο ἄλλα ἐκέλευε.

Ἔφυγα.

Κάτι βρακιά μου, μοῦ τὰ ἔστειλε ἀκριβῶς τὴν ἑπομένη.

Δευτέρα, Μαΐου 13, 2013

νὰ μοιράζωμαι τὸ κάθε σου ῥολὶ

Κατευθυνόταν, διερχομένη τοῦ ΚΨΜ, στὸ καπνιστήριο τοῦ τμήματος· ἀκούσασα ἕναν τιποτένιο ντεσιμπελοειδῶς, ἦχο, ἦχο ἐξ ἐμοῦ δημιουργηθέντα καθὼς ἤπαιζα μετὰ τοῦ αὐτομάτου πωλητοῦ χαρτομανδήλων, σερβιετῶν, ἀναψυχτικῶν καὶ εἰδῶν καπνιστοῦ, πέταξε βιαστικῶς τὸ βλέμμα, κύτταξε πίσω ἀπὸ τὸν ὦμο της ἐνστικτωδῶς καὶ χωρὶς νὰ καλοδῇ ποῖος ἦταν ἐκεῖ, ηὐχύθη ἕνα χρόνια πολλά.

Τὸ δίχως ἄλλο, ἂν εἶχε δῇ πὼς ἐγὼ ἤμανε αὐτοῦ (παλαίων μετὰ τοῦ αὐτομάτου πωλητοῦ μὲ ἔπαθλον πακέτο χαρτομάντηλα λίαν σπουδαῖον τρόπαιον, διότι μὲ ταλαιπωροῦσε μιὰ ἐαρινὴ ἀλλεργία γαμῶ τη μου) θὰ συνεχοῦσε τὸ βῆμα πρὸς τὰ ὄξω, μὴ εὐχομένη. Εἴχομεν γὰρ κόψει σχέσεις διπλωματικὰς κάπου ὀκτὼ μῆνες, ὁπότε καὶ ἐξεκρέμει ἀγωγὴ καὶ μέτρα ταγματασφαλίτικα διότι εἶχα βγάλει στὸ ἰντερνὲτ κάποιες μερικὲς ὀλίγες φωτογραφίες της μὲ περιβολὴ ωστόσο λίαν ἀθώα - ἂν ἐπρόκειτο γιὰ πόζα μωροῦ βαπτίζομαι τὴν Κυριακὴ καὶ γίνομαι Εὐανθία, ἐλάτε ὅλοι στὴν ἐκκλησιά στὴν ἄνω Κορινθία.

Μὰ αἱ πόζαι της τὶς ὁποῖες ἐγὼ ἔσχον διαρρεύσει στὸ ἰντερνὲτ ἦσαν καμιὰ 28ριὰ χρόνια καθυστερημέναι καὶ μὲ 10.782 τρίχες ἐφηβαίῳ περισσότερες, γιὰ φωτογραφία μωροῦ, ἄσε δὲ ποὺ τὸ βλέμμα της, στεφανωμένο ἀπὸ σπαρταριστῶς μισόκλειστα μάτια, ἠδονικῶς ἐπίσης μισόκλειστα χείλη καὶ παραχωρητικῶς κι ἄλλο ἐπίσης μισόκλειστα χείλη (βοηθούμενα ἀπὸ δάκτυλα χειρὸς) τοῦ ἀναπαραγωγικοῦ της ὀργάνου χείλη, δὲν θὰ ταίριαζε σὲ κορίτσι ποὺ ἀναμένει θρησκευτικὴν ὀνοματοδοσίαν. Ἐξάλλου σὲ μερικὲς ἄλλες φωτογραφίας, ἡ τόρνευσις τῶν ὀπισθίων της στὸν φακὸ καίτοι διεκρίνετο ἕνα τράκ, ξέφευγε παρασάγγας ἀπὸ βαπτίσια, ἐνῷ ἔτι πόζες της στὶς ὁποῖες τσιμπιόταν (λὲς καὶ δὲν πίστευε ὅ,τι μόλις ἔβλεπε) στὶς θηλές της, ἐπίσης παραταίριζαν μὲ τὸ θέμα βάπτισις.

Οἱ δὲ πούστηδες στὶς ὑψηλὲς ἕδρες τοῦ δικαστηρίου, δὲν ἀπεδέχθησαν τὸ παραμικρὸν ἐπιχείρημά μου, ἀκόμα καὶ στὶς πόζες ὅπου δὲν διεκρίνετο καλῶς πὼς ἦταν ἡ Εὐτέρπη – διότι μεταξὺ προσώπου της καὶ φακοῦ ἵστατο ἀποπροσανατολιστικῶς ὁ φαλλός μου, ἢ σὲ κάποιες ἄλλες φωτογραφίες ὅπου τὸ πρόσωπό της ἦταν πολὺ μουσκεμένα διαφορετικὸ ὥστε θὰ τὴν μπέρδευε κι ἡ μήτηρ της – ἀκόμα καὶ σ’ αὐτὲς λέγω, τὰ δικαστήρια, θεώρησαν πὼς ἐγὼ ἤμανε κι αὐτὴ ἤντουνα ἐκεῖ στὰ σεντόνια τῆς ντροπῆς, ὁπότε βαρύτερος ὁ πέλεκυς.

Τὸ μάτι της δὲν πρόλαβε τὴν γλῶσσα καὶ μοῦ πέταξε ἕνα χρόνια πολλά.

Αἰφνιδιάστηκα βεβαίως ποὺ σημασίαν μοῦ ἔδωσεν καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴν δὲν ἤξευρα τί νὰ τῆς ἀπαντήσω. Μὰ τάχιστα θυμήθηκα ὅλας τὰς ταλαιπωρίας ἅστινας ἐπωμίσθην καὶ ἐπωμίζομαι, γιὰ τὶς ὁποῖες συμπάθειαν θὰ μοῦ ἔδειχνε μέχρι κι ὁ Γιόζεφ Κ. καὶ γιόμισα πικρία, ἐπιθετικότητα, λύσσα.

Ὅλα τοῦτα φτιάξαν ἕναν σπασμὸ στὸν λάρυγγα ὅστις ἀπελευθερωθεὶς ἔγινε πρότασις:

Καὶ καλά!

Ἦταν μιὰ εἰρωνικὴ ἀποστροφή· καὶ καλὰ μᾶς εὔχεσαι τώρα, σιγὰ μὴν πάθεις τίποτε ἀπὸ τὸ εὐχολόγι!

Μὰ κείνη νόμισε πὼς ἀντευχήθην, πὼς ἀντευχήθην ποιότητα στὴν ποσότητα τῶν ἀναλογοῦντων ὑμῖν χρόνων.

Ὦ τί μπέρδεμα, μιὰ παραξήγησις βαριὰ χωρὶς χαρτόσημο νὰ ζητᾷ καὶ παραστάσεις νομικῶν!

Παρητήθη τῆς ἀκουσίας καὶ φευγαλέας στάσεως, μὲ προσέγγισε πλήρως τε καὶ ἐνσυνειδήτως καὶ ἀνέλαβε μορφασμὸν ντὰκ φέης ψάχνοντας φακό. 

blog stats