Δευτέρα, Ιουνίου 24, 2013

407

Μὲ ἄναβε ἐκεῖνο τὸ βράδυ, μ’ἄναβε πολύ, κυρίως αὐτὸ τὸ γαλακτερό, τὸ ἀμόλυντο κι ἀπείραχτο ἀπὸ τὸν κάλπη ἥλιο, χρῶμα της. Τὸ βλέμμα μου ξεκινοῦσε καὶ κατέληγε στὸ μποῦστο της, ὅπου δὲν διέκρινα ἴχνος ῥαγάδας. Κατάλευκα τὰ ἐκεῖ μέρη καὶ προσπαθοῦσα, ἡδονοπληχθεὶς καὶ ὀρθιάσας κάργα καῖ τουμπανοειδῶς, νὰ φανταστῶ τὴν ἀπόχρωση τῆς θηλῆς της λίγο πρὶν νὰ κρυφτῇ ἀπὸ τὰ θαλπωρῆς χείλη μου σὲ μανδαλωτὸν ἀσπασμόν.

Παρὰ ταῦτα, ντῆερ καφετζοῦ, δὲν ξέρω, δὲν ψήνομαι πολύ. Ὄχι πὼς δὲν γουστάρω νὰ λαδώσω μὲ μερικὰ ἐμὲλ τσοκίων τὸ αὐτῆς ἐφηβαῖον, νὰ ποτίσω τὸ οὐτιδανῶς φαλακρόν της ἐφάλμυρον πεδίον, νὰ γαργαλίσω τὸ μύρτον της, νὰ τῆς πιῶ τὸν ζωμόν καὶ ἐν τέλει νὰ τὴν κλινοπαλεύοντας ἐπιβατεύσω ὁριακῶς πυγυδόν, ἀλλὰ δὲν μοῦ βγάζει πολλὰ θάρρητα. Δὲν τὴν ἔχω πέσει βεβαίως ἀρκετὰ ἀναιδῶς ὥστε νὰ ζυγίσω φάση ἀλλὰ ξανατονίζω ὅτι δὲν μοῦ φαίνεται καὶ λίαν μπέηκτ ἡ καλλίγλουτος αὕτη κόρη. Ἄσε δὲ ποὺ ὑπάρχει κι αὐτὴ ἡ γνωστὴ καὶ θλιβερώτατη αἰτία, ἥτις μὲ ἀποτρέπει νὰ βουτήξω καὶ ἂς ἐν τέλει γαμηθῇ τὸ σύμπαν.

Βέβαια, ἔχω ὑπόψιν μου καὶ τὸ ἄλλο: Δηλαδὴ ἂν κάνω τὸν κονιόρδο, προτείνοντας/ῥωτώντας την γιὰ κάποιον περίπατο στὸ Ζάππειο παρέα μὲ ἡλιόσπορο, μπλὲ πορτοκαλάδα καὶ μιὰν πεολειχία, πόσο πολὺ θὰ μὲ ἐκθέσει καὶ θὰ μὲ κάνει τσιμπούκι ὅλο τοῦτο; Στὰ ἀρχίδια μου στὸ φινάλε κι ἂν μοῦ πεῖ σάλτα γαμήσου καὶ φέρε καὶ τὰ ῥέστα!, ἔτσι δὲν εἶναι καφετζοῦ μου; 

Σάββατο, Ιουνίου 22, 2013

καὶ τάμπα τούμπα καὶ τάμπα τούμπα...


Πώπω Κουτσούμπας λέμε! Κουτσούμπας σὲ συνέδριο κομμουνιστικῶν κομμάτων τῆς ἀνατολικιᾶς μεσόγειου, κόκκινης θάλασσας καὶ ἰρανικοῦ κόλπου. Συνέδριο ἐν ἀθήναις (μαλάκες τοὺς ἔχεις νὰ συνεδριαστοῦν σὲ τίποτις ἐρήμους παλαιστινιακὲς ἢ ὑψίπεδα ἀραβικά; Τοὐλάχιστον νὰ ῥεφάρουν μὲ τὴν γραφικότητα τῆς Ἑλλάδος τὰ ἀπογεύματα, ὅ,τι παπάρικο φληνάφλημα ἀκοῦνε τὰ πρωινὰ) τὸ ὁποῖον ἀναλύει καὶ ἀναφέρει, μεταξὺ ἄλλων, πὼς ἡ ἀστικὴ τάξη τῆς τουρκίας βάφει γκρίζο τὸ αἰγαῖο.

Τὰ ἄλλα τὰ στὰ μεταξὺ ἄλλων, ποὺ ἀναλύονται στὸ συνέδριο, ἔκαναν νὰ ἔχουν κλάσει ἐξῆντα γκίγκα τσουβάλια πατάτες οἱ σύμπαντι καπιταλιστὲς μὲ ὅλην αὐτὴν τὴν wild bunch ἀπὸ τὰ προσώπατα τῆς ὁποίας, στάζει μιὰ ἀποφαστικότης τόσο ῥηξικέλευθη! Ἄλλωστε τί ἔχουν νὰ χάσουν ὅλοι αὐτοὶ οἰ εἰκονιζόμενοι πλὴν τῶν ἁλυσσίδων των;

Ἄχ Κουτσούμπας! Πολὺ μπαλαδόφατσα, ἀγριοβλεματιάρικη, ἀνατρεπτική, ἐπαναστατική! Πόσο καυλωτικός indeed!

Παρασκευή, Ιουνίου 21, 2013

strikes back!


Γιάννης Τσαμπῖκος, δεκαεπτάχρονος φέρελπις νέος, ἐκ Σύμης Δωδεκανήσου, ἄρτι ἀπονεμηθήσαντος πιεϊτσντὶ βρεφοκομίας μὲ εἰδίκευση στὶς καταθλιπτικὲς καὶ γνωστικὲς διαταραχές, βραβεύτηκε τὴν προηγούμενη Τρίτη ἀπὸ τὴν ΠΟΥ γιὰ τὴν πολυετῆ προσφορά του στὴν ἐπιστήμη μὲ τὸν γενικότερο τίτλο Τριάντα Χρόνια Ἐπιτυχίες.

Σὲ ἐκδήλωση εἰδικῶς γιὰ πάρτη του (ποὺ ἔλαβε χῶραν στὸ ἀμφιθέατρο τῆς αἰθούσης ἐκδηλώσεων «Τρέησυ Λὸρντς» τοῦ παγκοσμίου ὀργανισμοῦ ὑγίειας στὴν Νέα Ὑόρκη καὶ παρευρέθησαν μεταξὺ ἄλλων, οἱ Βλαδίμηρος Βενζοδιαπεζίνης καὶ Νώντας Νορεπινεφρίνης) ἐν μέσῳ ἰαχῶν τοῦ πλήθους στὴν πλατεία καὶ τὸν ἐξώστη, ζητήθηκε ἀπὸ τὸν βραβευθέντα νὰ σολάρῃ ὀλίγον τί, διηγούμενος διάφορα ἀνέκδοτα περιστατικὰ τὰ ὁποῖα ἐνέπνευσαν, στοιχειοθέτησαν τὴν μελέτη ὁποία ἐν τέλει τσίμπησε πανταχόθεν τουὲλβ πόιντς.

Στὸ προσκηνίου πόντιουμ, ὁ Γιάννης Τσαμπῖκος, φανερὰ συγκεκινημένος, καθάρισε τὸν λαιμό του, ἴσιαξε τὸν λαιμοδέτη του καὶ ἔφερε τοὺς βραχίονές του στὸ ὕψος τοῦ θώρακος. Πλησίασε τὴν μιὰ παλάμη του στὴν ἄλλη, ἔπιασε μιὰν μπάλα ποὺ μόνο αὐτὸς ἔβλεπε καὶ κατόπιν ἔστρεψε τὰ χέρια του ψηλὰ κι ἀριστερὰ ζητώντας ἀπὸ τὸν προβολέα νὰ ἀκολουθήσει τὸ δρομολόγιο τῶν χειρῶν του ὅπερ σταμάτησε δείχνοντας στὸ βάθος ἀριστερά, στὴν μαζεμένη στὴν ἄκρη, κουρτίνα.

Βαρβάτος σιωπὴ σκέπασε τὴν αἴθουσα, τίποτε δὲν ἠκούγετο, παρὰ μόνον ἕνα σπλὶτς τὸ ὁποῖον προῆλθε ἀπὸ τὴν θραῦσιν ἑνὸς πυώδους λαιμῷ σπυρακίου ποὺ ἀνῆκε σὲ κάποιον βελονιστὴ ἀπὸ τὸ Βαντοῦζ τοῦ Λιχτενστάιν, ἀγνώστων λοιπῶν στοιχείων, ὁ ὁποῖος καθόντανε ἀρκετὰ πίσω· σιωπὴ παντοῦ.

«Λέηντις ἒντ τζέντλμεν λὲτ μὴ ἰντροντιοῦς ὑμῖν τὸν Μηνᾶ τὸν Χάρακα!»

Τάδε ἔφη ὁ Γιάννης Τσαμπῖκος, ὅστις βάδισε δύο βήματα ὀπισθοχωρῶν ἵνα σπονσοράρῃ στὸ πλῆθος τὸν ἐπισκέπτη – καλεσμένο του.

Μὰ κανεὶς δὲν χειροκρότησε, παρέμενε ἡ σιωπὴ ἐπιφυλακτικῷ τῷ τόνῳ.

Ὁ Μηνᾶς Χάρακας ἐνεφανίσθη ὄπισθεν μιᾶς σούρας τῆς κουρτινός, ἐμφανῶς συνεσταλμένος, μὲ τὸ φῶτο τοῦ προβολέως νὰ τοῦ κάνῃ τὰ μάτια πιὸ πονηρά, δίδοντάς του ὕφος ἀβανταδόρου τῆς πλατείας Ὁμονοίας, προχώρησε στὸ παλκοσένικο καὶ ἀφοῦ φάνηκε νὰ τὸ σκέπτεται κάπως, κατέληξε δείχνοντας τὸν Γιάννη Τσαμπῖκο:

«Δικός σας!»

Τέλος πάντων, εἶχαν πήξει στὸν ἱπποτισμὸ καὶ πῶς θὰ ξεμπέρδευαν. Ὁ Τσαμπῖκος δὲν φαινόταν νὰ ἤθελε ἐκ νέου νὰ λάβῃ τὸν λόγο μὰ μία κίνησις τοῦ Χάρακα φάνηκε ὅτι δὲν σήκωνε ἀντιρρήσεις (ἔσπευσε καὶ κάθησε στὸ ἄκρον τοῦ θεάτρου, μὲ τὰ πόδια του νὰ κρέμωνται στὸν διάδρομο, βγάζοντας ἀπὸ τὴν τσέπη ἕνα κίτρινο γιογιὸ τὸ ὁποῖον ἤρχισε νὰ περιεργάζηται ὡσὰν νὰ ἦτο χαλασθεὶς κύβος τοῦ ῥούμπικ) τὸν ἔκανε νὰ ξεκίνησῃ νὰ λέῃ:

«Ἀγαπητοὶ φίλοι. Ὁ Μηνᾶς Χάρακας ἀπὸ δῶ, ἦταν καθηγητὴς οἰκοκυρικῶν στὸ γυμνάσιό μου. Μιὰ ἐρωτικὴ ἀπογοήτευση τὸν ἔκανε νὰ ζητήσῃ ἀποζημίωση γιὰ διαφυγόντα κέρδη διὰ τοῦ εἰσαγγελέως ἠθῶν, ἀκριβῶς μία ἡμέρα πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπίδοση τῶν βαθμολογιῶν τοῦ δευτέρου τριμήνου. Ὁ διαυθυντής, τρομοκρατηθεὶς ἀπὸ τὸ διαφαινόμενο σκάνδαλο, κατήγγειλε τὸ μίσθιο καὶ ὁ Χάρακας ἔμεινε στὸν δρόμο. Ἔμαθε ἀκορντεὸν καὶ τὴν ἔστησε ἔξωθεν τῆς μητροπόλεως ὅπου γιὰ χρόνια πολλὰ ὅ,τι προαιρεῖσθε ἀγαθοὶ καὶ ἐλεήμονες φίλοι. Τέλος πάντων, ἐγώ, στὰ χρόνια τῆς χούντας, ἔφυγα γιὰ τὴν Ἀμερική, ἀφοῦ μεσολάβησε στοὺς συνταγματάρχες γιὰ μένα καὶ τὸ διαβατήριό μου, ὁ Κλὰρκ Γκαίημπλ καὶ ὁ Οὖλοφ Πάλμε. Καίτοι ὡς τὰ μπούνια ἀφοσιωθεὶς εἰς τὴν μελέτη μου ὅλα αὐτὰ τὰ ἔτη, ὁ κάποτε καθηγητής μου, ἦταν ὁ ἀύλως γκὲστ στὰρ στὶς σπουδές μου εἰς τὴν ἀλλοδαπήν, ὁ ἀφανὴς ἥρως ὁ ὁποῖος μὲ κατηύθυνε στὴν ἀλήθεια τῆς Ἐπιστήμης, μὲ τὸν μεστὸ καὶ παραγωγικό του λόγο ὅπως αὐτὸς διατυπωνόταν στὰ πηγαδάκια στὴν Πανδρόσου καὶ τὴν Αἰόλου τὸν ὁποῖον μανθάνευα ἀπὸ διηγήματα τοῦ Τσιφόρου. Ποτὲς δὲν τὸν ξέχασα! Κι ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὸ ὅτι ποτὲς δὲν τὸν ξέχασα, πάντα τὸν θυμόμουν! Ὥσπου οἱ σειρῆνες τοῦ ἔρωτος μὲ ἀπέσπασαν ἀπὸ τὰ συνήθη καὶ τὴν καθημερινότητα. Μιὰ κόρη μὲ μεγάλα βυζιὰ καὶ περίεργες ἀπόψεις περὶ τὰ ἀφροδίσια, τρεῖς ὧρες μετὰ ἀπὸ ἕνα οὐὰν νάιτ στὰντ στὸ κλὰμπ «Ποῦ’ Σουν Μάγκα Τὸν Χειμῶνα» στὸ βόρειο Μανχάτταν, μοῦ ζήτησε νὰ τὴν ζητήσω ἀπὸ τοὺς γονεῖς της, τρίτη γενεὰ ἰβοριανῶν μεταναστῶν μὲ σημαντικὴ βιοτεχνία μπαχαρικῶν. Τῷ ὄντι, τὴν ζήτησα καὶ μοῦ τὴν ἔδωκαν· μαζὺ μὲ προίκα 23 στηθόδεσμων ΕΕ μεγέθους. Γιὰ τὰ ἀπὸ κάτω, ἀναλαμβάνεις ἐσύ, μοῦ εἶπε ὁ πατήρ της, μὴν εἴμεθα καὶ πλεονέκται, νομίζω; Ὀρθῶς νόμιζε ὁ μπαμπᾶς λοιπὸν καὶ μπῆκα στὸ κυνήγι τοῦ ἐπιουσίου. Ὁ ἐπιούσιος ἤρχετο ἡμέραν καθ’ἡμέραν κάπως δύσκολα γιὰ νὰ ἤμεθα εἰλικρινεῖς. Ὅταν ἡ σύζυγος μου συνείσφερε στὰ οἰκογενειακὰ ἄχθητα κάμνοντας τὴν καλλιτέχνιδα σὲ ταινίες προκαλοῦσαι ζαλόεσσαν δίνην εἰς τὸ ὑπογάστριον τῶν παρακολουθούντων αὐτές, μπόρεσα νὰ ἀνασάνω καὶ νὰ ξαναφοσιωθῶ εἰς τὴν ἐπιστήμην μου. Κάποιες ἰδέες ποὺ μὲ περιτριγύριζαν καιρὸν ἔλαβον ἐφαρμογὴ στὰ ἐργαστήρια τοῦ Γκουαντάναμο καὶ ἡ δημοσίευσις τῆς μελέτης μου, ἀφοῦ προκάλεσε διαταραχὴ τοῦ πῖ στοὺς ἐπιστημονικοὺς κύκλους μὲ τὰ πρωτόφαντα καὶ ῥηξικέλευθα ἀνακοινούμενα, κατέληξαν σὲ ἕνα γειασὰν στὸν μόρτη καὶ στὸ βραβεῖον τὸ ὁποῖον σήμερις μοῦ τσιμπουκώσατε. Ἡ ἐπιστολὴ τῆς Ἀκαδημίας ἦλθε τὴν ἴδια μέρα μὲ ἕνα γράμμα ἀπὸ τὴν πατρίδα τὸ ὁποῖον γράμμα, στὸ ὀξώφυλλόν του, πάνω ἀριστερὰ ἔγραφε ἔνα ὄνομα ποὺ μὲ ἔκανε νὰ νοιώσω ὅπως κι ὅταν ὁ Ὀδυσσεὺς ἀντίκρυσε τὸν καπνὸ ἀπὸ τὴν καμινὰς τῆς ἑστίας του:

Γιατρουδάκο μου,

Εἶμαι καλὰ καὶ τὸ αὐτὸ ἐπιθυμῶ καὶ γιὰ τὰ σέ.

Μανθάνω πὼς τὰ περνᾷς ζάχαρη στὸ Ἀμέρικα καὶ σύμπας ὁ ντουνιᾶς ξαποστέλνει ποναστερὲς γονυκλισίες ἅμα τῇ ἐμφανίσει σου στὰ σχολειὰ καὶ τὰ λοιπὰ τεμένη γνώσεως. Γιὰ νἆμαι εἰλικρινὴς δὲν θυμόμουν τὴν ἀφεντιά σου μὰ ἡ παρακολούθησις μιᾶς τσόντας σὲ ἕνα σινεμὰ στὴν Σωκράτους, σὲ μοῦ τὴν ἀνακάλεσε. Ἦταν στοὺς τίτλους ἐνάρξεως, πάντα τοὺς προσέχω! Ἀνάμεσα ποὺ λές, στὸ Γιάντα καὶ τὸ Πάβλοβνα, τὸ ὄνομα μιᾶς μαυρούλας (παράταιρο μὲ τὸ χρῶμα της) μὲ τί νὰ σοῦ λέω μεμέ, ὑπῆρχε ὄχι τὸ πατρώνυμο ἀλλὰ τὸ ὄνομα ἀλλὰ καὶ τὸ ἐπώνυμο τοῦ συζύγου της! Ὅπως καταλαβαίνεις, γιατρέ, δὲν χρειάζεται περισσότερο νὰ σοῦ πῶ γιὰ τὰ μεμέ της, τὰ ξεύρεις στὰ καλὰ καὶ ἄσχημά του - ἂν διαθέτουν ἄσχημόν τι, τέτοια βυζάκια! Τέλος πάντων, τὸ μὶντλ νέημ μοῦ θύμισε ἐκείνη τὴν περιπέτεια μὲ τὸν μπούστη τὸν γυμνασιάρχη, χρόνια πολλὰ πρίν, μοῦ θύμησε ἐσένα.
Ἔμαθα γιὰ τὰ σέ, διεπίστωσα τὸ βάθος τῆς καταρτίσεώς σου καὶ σκέφτηκα ὅτι μπορεῖς νὰ βοηθήσῃς. Θυμᾶσαι τὴν Ἑλένη; Θέλεις νά μοῦ πῇς τί ἔχει; Τήν βλέπω πολύ πεσμένη τελευταίως καί θά ἤθελα νά μάθω, ἀπό καθαρό ἐνδιαφέρον κι ὄχι κουσκουσιάρικο τέτοιο, τί τήν κατατρώει.
Xθές, ἐν μέσῳ δύο ἀναστεναγμῶν, μοῦ εἶπε πὼς δὲν κοιμήθηκε καλά. Δὲν τὴν πιστεύω ὅμως - γιατί δηλαδὴ νὰ μὴν κοιμήθηκε καλά; Σάντουιτς μέ, στὴν ἄδεια ὁρκομωσίας φαντάρους, δὲν κάνει πιά...
Βέβαια ἔχουν κυκλοφορήσει φῆμες πὼς ἔπιασε ἐπ’αὐτοφώρῳ τὸν ἄντρα της νὰ κάνῃ τὸν Μάικλ Ντάγκλας σὲ ἕνα ἄβγαλτο γκομενάκι ἀπὸ τὴν δουλειὰ καί τώρα, διώξασα αὐτόν, στὸ σπίτι, μόνη τὰ βράδια, κρατώντας ἕνα πανάρχαιο κηροπήγιο περιδιαβαίνει –φάντασμα τοῦ ἑαυτοῦ της– τὰ δωμάτια, ἀναπολώντας τὶς θαλπερὲς στιγμὲς ποὺ αὐτοῦ πέρασε μαζύ του. Ὄχι μὲ τὸν Μάικλ Ντάγκλας, μὲ τὸν ἄντρα της ἐννοῶ.
Σκέπτομαι ὅτι εἶναι κατάλληλη ἡ στιγμή, οἱ περιστάσεις δηλαδή, γιὰ νὰ τῆς τὸν φορέσω κάποιο βράδυ ἀφοῦ πρῶτα τὴν μεθύσω. Μπορεῖς νὰ μοῦ κάνεις πλάτες;
Πές μου ὅμως καὶ τί ἔχει γιὰ νὰ εἶμαι ψυλλιασμένος!
Εὐχαριστῶ καὶ τὰ δέοντα στὴν σύζυγο,
Μηνᾶς.
Ἔτσι τελείωνε ἡ ἐπιστολή του, ἀγαπητοὶ φίλοι, ἐπιστολὴ ποὺ μὲ ἔκανε νὰ νοιώσω μιὰ ἀβάσταχτη εὐθύνη γιὰ ὅλους τοὺς ἔχοντες τὰ θεματάκια τους στὸν κόσμο αὐτό. Εἶμαι βέβαιος ὅτι καταλάβατε τὰ πάντα – μᾶλλον σχεδὸν τὰ πάντα: Γιὰ νὰ μὴν μένουν κενὰ στὸ στόρυ, νὰ σᾶς πῶ ὅτι δὲν πήραμε ποτὲ βαθμοὺς δευτέρου τριμήνου ἐκεῖνο τὸ τότε.»
Ὁ κόσμος σηκώθηκε ἀναταράσσοντας τὸ μέγαρο ἀπὸ τὶς ζητωκραυγὲς καὶ τὰ χειροκροτήματα, ἕνας θρίαμβος τριψηφίου ἀριθμοῦ ντεσιμπέλ, ἕνα παραλήρημα ποὺ κατέκλυζε τὸν χῶρο σὰν ἕνα παλιρροιακὸ κῦμα ὀνείρωξης. Καπέλα πετάγοντο στὸν ἀέρα καὶ ἐπέστρεφαν στοὺς ἰδιοκτῆτες των, κονφετὶ βάπτιζαν τὸν κόσμο παρεισφρύοντας σὲ χείλη καὶ γλῶσσες πεθυμιάρικων ἀπωθημενάτων φιλιῶν, κραυγὲς ἀνακατεύοντο σὲ ἀλαλαγμοὺς παραληρημάτων, τὸ ὑπέρτατο συναίσθημα θέωσης ὅλου τοῦ κόσμου καὶ χωρὶς μάλιστα νὰ ἔχουν δεῖ τὰ μεμὲ τῆς συμβίας τοῦ Γιάννη Τσαμπίκου!

Ὀρυμαγδὸς ἀποθέωσης λοιπόν, κακὸς χαμὸς καὶ ἄλλα τόσα τὰ ὁποῖα ὡστόσο οὐδόλως ἐπηρέασαν τὸν Μηνᾶ τὸν Χάρακα ὅστις συνέχαγε νὰ παίζῃ τὸ γιογιό του.

Amantes amentes μὰ καὶ nemo saltat sobrius μὰ καὶ qui tacet consentit μὰ καὶ nemo malus felix. Ἐν τέλει nemo sine vitio est, t δίχως ἄλλο ὅμως de minimis non curat praetor.

Ave atque vale.

Πέμπτη, Ιουνίου 20, 2013

Ζήτωσαν, ψηλά αἱ σημαῖαι!

Ἕνα τεράστιο ῥησπὲκτ εἰς τὸν μέγα πατριώτη, τὸ ἄξιον τῆς πατρίδος τέκνον Γρηγόριο Ψαριανό, ὅστις ὡς ἡρακλῆς τῆς ἀξιοπρεπείας τοῦ ἔθνους ὅπως ἐκφράζεται αὕτη διὰ τοῦ ἱεροῦ συμβόλου τῆς σημαίας, ἠρώτησε τοὺς ὑπουργοὶ Δημοσίας Τάξεως μὰ καὶ Δικαιοσύνης, πῶς θὰ ξηγηθοῦνε εἰς τὸ ἑξῆς, πῶς θὰ ἀντιδράσωσιν, ποῖας ἐνεργείας θὰ κάμνωσιν καὶ θὰ προβῶσιν ἵνα πρὸς ἀποκατάστασιν τοῦ προσχὴ ἐθνικοῦ συμβόλου, ὅπερ παραποιεῖται καὶ ἀσχημονεῖται καὶ διασύρεται σὲ βεράντα τῶνε κεντρικῶνε γραφείωνε τοῦ κομμάτου τῆς Χρυσῆς Αὐγῆς.

Τετάρτη, Ιουνίου 12, 2013

οὖρτ


Πρὶν ἀπὸ κἄνα χρόνο περίπου, ὅταν ἀνακοινωνόντουσταν διάφορα μέτρα στὸ πλαίσιο τρόικα ΙΙ (ἢ ΙΙΙ), εἶχε περιληφθεῖ καὶ θέμα ΕΡΤ. Θὰ ἔκλεινε ἕνα κανάλι ἀπὸ τὰ τρία ἢ τέσσερα, θὰ ἔκλεινε καὶ ἡ «ῥαδιοτηλεόραση» καὶ διάφορα ἄλλα τέλος πάντων. Κάτι προέκυψε καὶ ἡ σπουδαία ἑλληνικὴ μαγκιὰ ἔστειλε στὶς καλένδες (οἱ ὁποῖες κι αὐτές, ἑλληνίδες εἶναι) τὴν ἀναδιάρθρωση τοῦ κρατικοῦ φορέως ἐπικοινωνενημέρωσης.

Τώρα ὅμως τὸ ἀγγούρι ἐπανέκαμψε καὶ εἶπαν νὰ τὸ χειριστοῦν στὸ πλαίσιο ποὺ ὑφίσταται, στὸ ἀπροχώρητο, στὸ χωρὶς ἀναβολή: Τὸ ἕνα μέρος τῆς κυβέρνησης (τὸ λεόντειο τέτοιο) γράφει στοὺς ἀδένες της διαδίκασίες γιὰ τὶς ὁποῖες ἑπαιρόμεθα ἐδῶ καὶ 2.500 χρόνια ·στὶς 17:00 ψηφίζει/ἀνακοινώνει, στὶς 23:15 πίπτουσιν τίτλοι τέλους στὰ κανάλια, τὰ ἀγαπημένα μας tshirt.

Ὅσο νεοελληνικός, ὁ (κουτσαβάκικος μὲ στρουθοκαμηλισμὸ) τρόπος ποὺ γλυτώσαμε τὶς ἀπολύσεις πρὶν ἀπὸ κἄνα χρόνο, ἄλλο τόσο νεοελληνικὸ τὸ ἐχθεσινό, τὸ ἀπότομο τοῦ ὁποίου θυμίζει παλιοὺς αὐγούστους.

Κι ἐπειδὴ ὁ νεοέλληνας δὲν ὁρρωδιᾷ ἐνώπιον τοῦ παραμικροῦ στοιχείου τάξης καὶ νοικοκυρέματος καὶ λογικῆς, εἶναι βέβαιο πὼς ὅταν ἐπανασυσταθεῖ ἡ ΕΡΤ, πάλι, τσούκου τσούκου χωρὶς ὡστόσο ἰδιαίτερη καθυστέρηση, στοὺς ἴδιους ἀριθμοὺς ὑπαλλήλων θὰ φθάσουμε, στὸ ἴδιο μπάχαλο θὰ ἀφιχθοῦμε.

Τοῦ χρόνου, τέτοια μέρα σὺν Θεῷ, θὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν χαμένη εὐκαιρία τῆς ΕΡΤ ποὺ καίτοι συνέβη κάτι ῥηξικέλευθο, ἐν τέλει, λόγῳ τοῦ ἄφθαστου νεοελληνικοῦ ντιενέι, γυρίσαμε πάλι στὰ σκατά.

Στάνταρ!

ΥΓ: Κόσμος σήμερα, σκίζει τὰ ῥοῦχα του γιὰ τὴν ΕΡΤ ὅταν (ὁ ἐντελῶς ἴδιος) ἔσκιζε τὰ ῥοῦχα του γιὰ τὸ χαράτσι ὑπὲρ αὐτῆς στὸν λογαριασμὸ τῆς ΔΕΗ. Μέχρι καὶ κάτι γελοῖες ἐπινοήσεις ἔλεγαν διάφοροι γιὰ προσφυγὴ στὸ ταμεῖο παρακαταθηκῶν καὶ δανείων ὅπου θὰ πληρώνουμε ἐκεῖ τὸν λογαριασμό μας μειωμένου τοῦ ποσοῦ ὑπὲρ ΕΡΤ. Ἡ σχεδὸν ἀπόλυτη σχιζοφρένεια – θὰ ἦταν ἐντελῶς ἀπόλυτη ἀλλὰ ἔχουμε ἀκόμα πράγματα νὰ δοῦμε.

Τρίτη, Ιουνίου 11, 2013

Ἡ Καθημερινὴ 9 Ἰουνίου


Δευτέρα, Ιουνίου 10, 2013

Count on me!

74,1

Σάββατο, Ιουνίου 01, 2013

Πορφυρογέννητος Γωνιὰ



AEK 
νταμπλουχοσ χειροσφαιρησεωσ 2013

ἡ μπλούζα τῆς puta barca χαλάει λίγο τὸ τοπίο, σόρρυ!

blog stats