Παρασκευή, Ιουνίου 21, 2013

strikes back!


Γιάννης Τσαμπῖκος, δεκαεπτάχρονος φέρελπις νέος, ἐκ Σύμης Δωδεκανήσου, ἄρτι ἀπονεμηθήσαντος πιεϊτσντὶ βρεφοκομίας μὲ εἰδίκευση στὶς καταθλιπτικὲς καὶ γνωστικὲς διαταραχές, βραβεύτηκε τὴν προηγούμενη Τρίτη ἀπὸ τὴν ΠΟΥ γιὰ τὴν πολυετῆ προσφορά του στὴν ἐπιστήμη μὲ τὸν γενικότερο τίτλο Τριάντα Χρόνια Ἐπιτυχίες.

Σὲ ἐκδήλωση εἰδικῶς γιὰ πάρτη του (ποὺ ἔλαβε χῶραν στὸ ἀμφιθέατρο τῆς αἰθούσης ἐκδηλώσεων «Τρέησυ Λὸρντς» τοῦ παγκοσμίου ὀργανισμοῦ ὑγίειας στὴν Νέα Ὑόρκη καὶ παρευρέθησαν μεταξὺ ἄλλων, οἱ Βλαδίμηρος Βενζοδιαπεζίνης καὶ Νώντας Νορεπινεφρίνης) ἐν μέσῳ ἰαχῶν τοῦ πλήθους στὴν πλατεία καὶ τὸν ἐξώστη, ζητήθηκε ἀπὸ τὸν βραβευθέντα νὰ σολάρῃ ὀλίγον τί, διηγούμενος διάφορα ἀνέκδοτα περιστατικὰ τὰ ὁποῖα ἐνέπνευσαν, στοιχειοθέτησαν τὴν μελέτη ὁποία ἐν τέλει τσίμπησε πανταχόθεν τουὲλβ πόιντς.

Στὸ προσκηνίου πόντιουμ, ὁ Γιάννης Τσαμπῖκος, φανερὰ συγκεκινημένος, καθάρισε τὸν λαιμό του, ἴσιαξε τὸν λαιμοδέτη του καὶ ἔφερε τοὺς βραχίονές του στὸ ὕψος τοῦ θώρακος. Πλησίασε τὴν μιὰ παλάμη του στὴν ἄλλη, ἔπιασε μιὰν μπάλα ποὺ μόνο αὐτὸς ἔβλεπε καὶ κατόπιν ἔστρεψε τὰ χέρια του ψηλὰ κι ἀριστερὰ ζητώντας ἀπὸ τὸν προβολέα νὰ ἀκολουθήσει τὸ δρομολόγιο τῶν χειρῶν του ὅπερ σταμάτησε δείχνοντας στὸ βάθος ἀριστερά, στὴν μαζεμένη στὴν ἄκρη, κουρτίνα.

Βαρβάτος σιωπὴ σκέπασε τὴν αἴθουσα, τίποτε δὲν ἠκούγετο, παρὰ μόνον ἕνα σπλὶτς τὸ ὁποῖον προῆλθε ἀπὸ τὴν θραῦσιν ἑνὸς πυώδους λαιμῷ σπυρακίου ποὺ ἀνῆκε σὲ κάποιον βελονιστὴ ἀπὸ τὸ Βαντοῦζ τοῦ Λιχτενστάιν, ἀγνώστων λοιπῶν στοιχείων, ὁ ὁποῖος καθόντανε ἀρκετὰ πίσω· σιωπὴ παντοῦ.

«Λέηντις ἒντ τζέντλμεν λὲτ μὴ ἰντροντιοῦς ὑμῖν τὸν Μηνᾶ τὸν Χάρακα!»

Τάδε ἔφη ὁ Γιάννης Τσαμπῖκος, ὅστις βάδισε δύο βήματα ὀπισθοχωρῶν ἵνα σπονσοράρῃ στὸ πλῆθος τὸν ἐπισκέπτη – καλεσμένο του.

Μὰ κανεὶς δὲν χειροκρότησε, παρέμενε ἡ σιωπὴ ἐπιφυλακτικῷ τῷ τόνῳ.

Ὁ Μηνᾶς Χάρακας ἐνεφανίσθη ὄπισθεν μιᾶς σούρας τῆς κουρτινός, ἐμφανῶς συνεσταλμένος, μὲ τὸ φῶτο τοῦ προβολέως νὰ τοῦ κάνῃ τὰ μάτια πιὸ πονηρά, δίδοντάς του ὕφος ἀβανταδόρου τῆς πλατείας Ὁμονοίας, προχώρησε στὸ παλκοσένικο καὶ ἀφοῦ φάνηκε νὰ τὸ σκέπτεται κάπως, κατέληξε δείχνοντας τὸν Γιάννη Τσαμπῖκο:

«Δικός σας!»

Τέλος πάντων, εἶχαν πήξει στὸν ἱπποτισμὸ καὶ πῶς θὰ ξεμπέρδευαν. Ὁ Τσαμπῖκος δὲν φαινόταν νὰ ἤθελε ἐκ νέου νὰ λάβῃ τὸν λόγο μὰ μία κίνησις τοῦ Χάρακα φάνηκε ὅτι δὲν σήκωνε ἀντιρρήσεις (ἔσπευσε καὶ κάθησε στὸ ἄκρον τοῦ θεάτρου, μὲ τὰ πόδια του νὰ κρέμωνται στὸν διάδρομο, βγάζοντας ἀπὸ τὴν τσέπη ἕνα κίτρινο γιογιὸ τὸ ὁποῖον ἤρχισε νὰ περιεργάζηται ὡσὰν νὰ ἦτο χαλασθεὶς κύβος τοῦ ῥούμπικ) τὸν ἔκανε νὰ ξεκίνησῃ νὰ λέῃ:

«Ἀγαπητοὶ φίλοι. Ὁ Μηνᾶς Χάρακας ἀπὸ δῶ, ἦταν καθηγητὴς οἰκοκυρικῶν στὸ γυμνάσιό μου. Μιὰ ἐρωτικὴ ἀπογοήτευση τὸν ἔκανε νὰ ζητήσῃ ἀποζημίωση γιὰ διαφυγόντα κέρδη διὰ τοῦ εἰσαγγελέως ἠθῶν, ἀκριβῶς μία ἡμέρα πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπίδοση τῶν βαθμολογιῶν τοῦ δευτέρου τριμήνου. Ὁ διαυθυντής, τρομοκρατηθεὶς ἀπὸ τὸ διαφαινόμενο σκάνδαλο, κατήγγειλε τὸ μίσθιο καὶ ὁ Χάρακας ἔμεινε στὸν δρόμο. Ἔμαθε ἀκορντεὸν καὶ τὴν ἔστησε ἔξωθεν τῆς μητροπόλεως ὅπου γιὰ χρόνια πολλὰ ὅ,τι προαιρεῖσθε ἀγαθοὶ καὶ ἐλεήμονες φίλοι. Τέλος πάντων, ἐγώ, στὰ χρόνια τῆς χούντας, ἔφυγα γιὰ τὴν Ἀμερική, ἀφοῦ μεσολάβησε στοὺς συνταγματάρχες γιὰ μένα καὶ τὸ διαβατήριό μου, ὁ Κλὰρκ Γκαίημπλ καὶ ὁ Οὖλοφ Πάλμε. Καίτοι ὡς τὰ μπούνια ἀφοσιωθεὶς εἰς τὴν μελέτη μου ὅλα αὐτὰ τὰ ἔτη, ὁ κάποτε καθηγητής μου, ἦταν ὁ ἀύλως γκὲστ στὰρ στὶς σπουδές μου εἰς τὴν ἀλλοδαπήν, ὁ ἀφανὴς ἥρως ὁ ὁποῖος μὲ κατηύθυνε στὴν ἀλήθεια τῆς Ἐπιστήμης, μὲ τὸν μεστὸ καὶ παραγωγικό του λόγο ὅπως αὐτὸς διατυπωνόταν στὰ πηγαδάκια στὴν Πανδρόσου καὶ τὴν Αἰόλου τὸν ὁποῖον μανθάνευα ἀπὸ διηγήματα τοῦ Τσιφόρου. Ποτὲς δὲν τὸν ξέχασα! Κι ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὸ ὅτι ποτὲς δὲν τὸν ξέχασα, πάντα τὸν θυμόμουν! Ὥσπου οἱ σειρῆνες τοῦ ἔρωτος μὲ ἀπέσπασαν ἀπὸ τὰ συνήθη καὶ τὴν καθημερινότητα. Μιὰ κόρη μὲ μεγάλα βυζιὰ καὶ περίεργες ἀπόψεις περὶ τὰ ἀφροδίσια, τρεῖς ὧρες μετὰ ἀπὸ ἕνα οὐὰν νάιτ στὰντ στὸ κλὰμπ «Ποῦ’ Σουν Μάγκα Τὸν Χειμῶνα» στὸ βόρειο Μανχάτταν, μοῦ ζήτησε νὰ τὴν ζητήσω ἀπὸ τοὺς γονεῖς της, τρίτη γενεὰ ἰβοριανῶν μεταναστῶν μὲ σημαντικὴ βιοτεχνία μπαχαρικῶν. Τῷ ὄντι, τὴν ζήτησα καὶ μοῦ τὴν ἔδωκαν· μαζὺ μὲ προίκα 23 στηθόδεσμων ΕΕ μεγέθους. Γιὰ τὰ ἀπὸ κάτω, ἀναλαμβάνεις ἐσύ, μοῦ εἶπε ὁ πατήρ της, μὴν εἴμεθα καὶ πλεονέκται, νομίζω; Ὀρθῶς νόμιζε ὁ μπαμπᾶς λοιπὸν καὶ μπῆκα στὸ κυνήγι τοῦ ἐπιουσίου. Ὁ ἐπιούσιος ἤρχετο ἡμέραν καθ’ἡμέραν κάπως δύσκολα γιὰ νὰ ἤμεθα εἰλικρινεῖς. Ὅταν ἡ σύζυγος μου συνείσφερε στὰ οἰκογενειακὰ ἄχθητα κάμνοντας τὴν καλλιτέχνιδα σὲ ταινίες προκαλοῦσαι ζαλόεσσαν δίνην εἰς τὸ ὑπογάστριον τῶν παρακολουθούντων αὐτές, μπόρεσα νὰ ἀνασάνω καὶ νὰ ξαναφοσιωθῶ εἰς τὴν ἐπιστήμην μου. Κάποιες ἰδέες ποὺ μὲ περιτριγύριζαν καιρὸν ἔλαβον ἐφαρμογὴ στὰ ἐργαστήρια τοῦ Γκουαντάναμο καὶ ἡ δημοσίευσις τῆς μελέτης μου, ἀφοῦ προκάλεσε διαταραχὴ τοῦ πῖ στοὺς ἐπιστημονικοὺς κύκλους μὲ τὰ πρωτόφαντα καὶ ῥηξικέλευθα ἀνακοινούμενα, κατέληξαν σὲ ἕνα γειασὰν στὸν μόρτη καὶ στὸ βραβεῖον τὸ ὁποῖον σήμερις μοῦ τσιμπουκώσατε. Ἡ ἐπιστολὴ τῆς Ἀκαδημίας ἦλθε τὴν ἴδια μέρα μὲ ἕνα γράμμα ἀπὸ τὴν πατρίδα τὸ ὁποῖον γράμμα, στὸ ὀξώφυλλόν του, πάνω ἀριστερὰ ἔγραφε ἔνα ὄνομα ποὺ μὲ ἔκανε νὰ νοιώσω ὅπως κι ὅταν ὁ Ὀδυσσεὺς ἀντίκρυσε τὸν καπνὸ ἀπὸ τὴν καμινὰς τῆς ἑστίας του:

Γιατρουδάκο μου,

Εἶμαι καλὰ καὶ τὸ αὐτὸ ἐπιθυμῶ καὶ γιὰ τὰ σέ.

Μανθάνω πὼς τὰ περνᾷς ζάχαρη στὸ Ἀμέρικα καὶ σύμπας ὁ ντουνιᾶς ξαποστέλνει ποναστερὲς γονυκλισίες ἅμα τῇ ἐμφανίσει σου στὰ σχολειὰ καὶ τὰ λοιπὰ τεμένη γνώσεως. Γιὰ νἆμαι εἰλικρινὴς δὲν θυμόμουν τὴν ἀφεντιά σου μὰ ἡ παρακολούθησις μιᾶς τσόντας σὲ ἕνα σινεμὰ στὴν Σωκράτους, σὲ μοῦ τὴν ἀνακάλεσε. Ἦταν στοὺς τίτλους ἐνάρξεως, πάντα τοὺς προσέχω! Ἀνάμεσα ποὺ λές, στὸ Γιάντα καὶ τὸ Πάβλοβνα, τὸ ὄνομα μιᾶς μαυρούλας (παράταιρο μὲ τὸ χρῶμα της) μὲ τί νὰ σοῦ λέω μεμέ, ὑπῆρχε ὄχι τὸ πατρώνυμο ἀλλὰ τὸ ὄνομα ἀλλὰ καὶ τὸ ἐπώνυμο τοῦ συζύγου της! Ὅπως καταλαβαίνεις, γιατρέ, δὲν χρειάζεται περισσότερο νὰ σοῦ πῶ γιὰ τὰ μεμέ της, τὰ ξεύρεις στὰ καλὰ καὶ ἄσχημά του - ἂν διαθέτουν ἄσχημόν τι, τέτοια βυζάκια! Τέλος πάντων, τὸ μὶντλ νέημ μοῦ θύμισε ἐκείνη τὴν περιπέτεια μὲ τὸν μπούστη τὸν γυμνασιάρχη, χρόνια πολλὰ πρίν, μοῦ θύμησε ἐσένα.
Ἔμαθα γιὰ τὰ σέ, διεπίστωσα τὸ βάθος τῆς καταρτίσεώς σου καὶ σκέφτηκα ὅτι μπορεῖς νὰ βοηθήσῃς. Θυμᾶσαι τὴν Ἑλένη; Θέλεις νά μοῦ πῇς τί ἔχει; Τήν βλέπω πολύ πεσμένη τελευταίως καί θά ἤθελα νά μάθω, ἀπό καθαρό ἐνδιαφέρον κι ὄχι κουσκουσιάρικο τέτοιο, τί τήν κατατρώει.
Xθές, ἐν μέσῳ δύο ἀναστεναγμῶν, μοῦ εἶπε πὼς δὲν κοιμήθηκε καλά. Δὲν τὴν πιστεύω ὅμως - γιατί δηλαδὴ νὰ μὴν κοιμήθηκε καλά; Σάντουιτς μέ, στὴν ἄδεια ὁρκομωσίας φαντάρους, δὲν κάνει πιά...
Βέβαια ἔχουν κυκλοφορήσει φῆμες πὼς ἔπιασε ἐπ’αὐτοφώρῳ τὸν ἄντρα της νὰ κάνῃ τὸν Μάικλ Ντάγκλας σὲ ἕνα ἄβγαλτο γκομενάκι ἀπὸ τὴν δουλειὰ καί τώρα, διώξασα αὐτόν, στὸ σπίτι, μόνη τὰ βράδια, κρατώντας ἕνα πανάρχαιο κηροπήγιο περιδιαβαίνει –φάντασμα τοῦ ἑαυτοῦ της– τὰ δωμάτια, ἀναπολώντας τὶς θαλπερὲς στιγμὲς ποὺ αὐτοῦ πέρασε μαζύ του. Ὄχι μὲ τὸν Μάικλ Ντάγκλας, μὲ τὸν ἄντρα της ἐννοῶ.
Σκέπτομαι ὅτι εἶναι κατάλληλη ἡ στιγμή, οἱ περιστάσεις δηλαδή, γιὰ νὰ τῆς τὸν φορέσω κάποιο βράδυ ἀφοῦ πρῶτα τὴν μεθύσω. Μπορεῖς νὰ μοῦ κάνεις πλάτες;
Πές μου ὅμως καὶ τί ἔχει γιὰ νὰ εἶμαι ψυλλιασμένος!
Εὐχαριστῶ καὶ τὰ δέοντα στὴν σύζυγο,
Μηνᾶς.
Ἔτσι τελείωνε ἡ ἐπιστολή του, ἀγαπητοὶ φίλοι, ἐπιστολὴ ποὺ μὲ ἔκανε νὰ νοιώσω μιὰ ἀβάσταχτη εὐθύνη γιὰ ὅλους τοὺς ἔχοντες τὰ θεματάκια τους στὸν κόσμο αὐτό. Εἶμαι βέβαιος ὅτι καταλάβατε τὰ πάντα – μᾶλλον σχεδὸν τὰ πάντα: Γιὰ νὰ μὴν μένουν κενὰ στὸ στόρυ, νὰ σᾶς πῶ ὅτι δὲν πήραμε ποτὲ βαθμοὺς δευτέρου τριμήνου ἐκεῖνο τὸ τότε.»
Ὁ κόσμος σηκώθηκε ἀναταράσσοντας τὸ μέγαρο ἀπὸ τὶς ζητωκραυγὲς καὶ τὰ χειροκροτήματα, ἕνας θρίαμβος τριψηφίου ἀριθμοῦ ντεσιμπέλ, ἕνα παραλήρημα ποὺ κατέκλυζε τὸν χῶρο σὰν ἕνα παλιρροιακὸ κῦμα ὀνείρωξης. Καπέλα πετάγοντο στὸν ἀέρα καὶ ἐπέστρεφαν στοὺς ἰδιοκτῆτες των, κονφετὶ βάπτιζαν τὸν κόσμο παρεισφρύοντας σὲ χείλη καὶ γλῶσσες πεθυμιάρικων ἀπωθημενάτων φιλιῶν, κραυγὲς ἀνακατεύοντο σὲ ἀλαλαγμοὺς παραληρημάτων, τὸ ὑπέρτατο συναίσθημα θέωσης ὅλου τοῦ κόσμου καὶ χωρὶς μάλιστα νὰ ἔχουν δεῖ τὰ μεμὲ τῆς συμβίας τοῦ Γιάννη Τσαμπίκου!

Ὀρυμαγδὸς ἀποθέωσης λοιπόν, κακὸς χαμὸς καὶ ἄλλα τόσα τὰ ὁποῖα ὡστόσο οὐδόλως ἐπηρέασαν τὸν Μηνᾶ τὸν Χάρακα ὅστις συνέχαγε νὰ παίζῃ τὸ γιογιό του.

Amantes amentes μὰ καὶ nemo saltat sobrius μὰ καὶ qui tacet consentit μὰ καὶ nemo malus felix. Ἐν τέλει nemo sine vitio est, t δίχως ἄλλο ὅμως de minimis non curat praetor.

Ave atque vale.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats