Σάββατο, Νοεμβρίου 30, 2013

Mαγκιὰ κλανιὰ



Πρὶν ἀπὸ κάμποσα χρόνια ὁ ἐγκέφαλος/συντάκτης ξέρω’γὼ τί ἄλλο, τῶν προκηρύξεων τῆς 17Ν, στὸ πλαίσιο μιᾶς ἀνταλλαγῆς ἀνοικτῶν ἐπιστολῶν μὲ τὸν Γιῶργο Βότση, εἶχε (στὸ βότσειο «ἄκουσέ με ἔνοπλε σύντροφε») ἀντιτείνει τὸ «ἄξιος ὁ μισθός σου, ἄοπλε σύντροφε».

Αὐτὸ θυμήθηκα διαβάζοντας μιὰν συνέντευξη ἑνὸς ἐγκλείστου ἐμπλακομένου στοὺς πυρῆνες τῆς φωτιᾶς ὁ ὁποῖος σὲ ἕναν παροξυσμὸ ἐπίδειξης κουτσαβακισμοῦ (ἐμεῖς τοὺς θέλουμε τοὺς χρυσαυγίτες στὶς ἴδιες φυλακές, ἀμέ, τοὺς θέλουμε, τοὺς θέλουμε γιὰ νὰ τοὺς ξηγήσουμε τί ἐστὶ βερύκοκο, τόνισε τὸ τί νὰ κλάσει ὁ Τσὰκ Νόρρις μπροστά του, πρωτόνιο τῆς φωτιᾶς – κι ἀπορῶ ποῦ πᾶνε ὅλα ἐκεῖνα ποὺ λέμε γιὰ τοὺς ΧΑΐτες, περὶ μπράβων, περὶ φουσκωτῶν περὶ Λαγοῦ τέλος πάντων, γουστάρει Λαγὸ ὡς γείτονα στὴν μπουζοῦ ὁ πρωτόνιος, νὰ τοῦ ξηγήσει [τοῦ Λαγοῦ] τὸ ὄνειρο;) ἦταν εἰλικρινής.

Διότι πολὺ ἁπλᾶ καὶ σταράτα, εἶπε πὼς γούσταρε πολὺ ποὺ δολοφονήθηκαν δύο ΧΑΐτες, ἦταν κάτι ποὺ ἔπρεπε νὰ γίνει καιρό, τόνισε

Καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλει, φαντάζομαι, πέταξε ἕνα ἄξιος ὁ μισθός σας ἄοπλοι σύντροφοι, ὅλοι ἐσεῖς ποὺ ψιλοκαταδικάσατε τὶς δολοφονίες!

Οἱ ὁποῖοι ἄοπλοι σύντροφοι τῆς ἄκρας ἀριστερᾶς, δὲν εἶχαν καθόλου τὸ σθένος νὰ ποῦν πὼς οἱ δολοφονίες στὸ Νέο Ἡράκλειο, ἦταν κάτι τὸ νομοτελειακὸ κατόπιν ἐκείνου ποὺ τόνιζαν: Μετὰ τὴν δολοφονία στὴν Ἀμφιάλη, ὅσοι παραμένουν στὶς τάξεις τῆς ΧΑ, εἶναι ὑπεύθυνοι, τὸ αἷμα τοῦ Π. Φύσσα πέφτει καὶ στὰ κεφάλια τους.

Κι ἐπειδὴ ἦταν νομοτελειακὸ φυσικὸ κι ἑπόμενο, πρέπει νὰ ἐπιχαίρουμε γιὰ τὴν δολοφονία τῶν Γ. Φουντούλη καὶ Μ. Καπελώνη, ἄλλωστε τὸν φασισμὸ βαθιὰ κατάλαβέ τον, δὲν θὰ πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον.

Κι ὅταν μιλᾶμε γιὰ τσάκισμα, δὲν ἀναφερόμαστε σὲ ὅ,τι γίνεται μετὰ ἀπὸ τὸ σιδέρωμα τὸ ὁποῖον βεβαίως πολὺ βαριόμαστε.

Στὰ ἰντερνέτια, στὰ φεησμπούκια δὲν εἶδα πουθενὰ τοὺς ὅσους σπάραξαν μὲ τὸν Φύσσα νὰ κάνουν κάτι ἀνάλογο καὶ γιὰ τοὺς Φουντούλη - Καπελώνη. Ὄχι ὅμοιο, ἀλλὰ ἀνάλογο. Διότι πέρα ἀπὸ τὴν ἀντιναζὶ τοποθέτησή σου, τὸ θέμα εἶναι κατὰ πόσο ἐπιδοκιμάζεις τὴν κουμπουριὰ πρὸς ἀκροδεξιοὺς ὅταν ἀποδοκιμάζεις τὴν μαχαιριὰ σὲ ἀκροαριστερούς – κι αὐτὸ ὑπὸ τὸ πρίσμα τῶν πανανθρώπινων ἀξιῶν τῆς Ἀριστερᾶς περὶ σεβασμοῦ ζωῆς, κάθε ξεχωριστῆς ὀντότητος καὶ τὰ τοιαῦτα.

Σιωπὴ ἀπὸ κάποιους, γιὰ τὶς δολοφονίες. Σὰν νὰ μὴν συνέβη τὸ παραμικρό. Παρὰ ταῦτα, δὲν φάνηκαν πολλοὶ σύντροφοι νὰ βγάζουν γοῦστα γιὰ τὴν δολοφονἐκτέλεση τῶν Χρυσαυγιτῶν. Κάτι τοὺς τροχοπέδισε.

Μιὰ κάποια ντροπὴ - κατάλοιπο μικροαστικῶν συνηθειῶν;

Μᾶλλον. 

Σύντροφοι, ἀκόμα καὶ οἱ πιὸ ἀκραῖοι ἐξ ὑμῶν, ἡ ἀναπνοή σας βρωμάει ῥεφορμίλα, ὁπορτουνισμό, ἴσως μάλιστα καὶ (ἕναν κάποιον ἰδιότυπο) ντεφαιτισμό.


ΥΓ: Σὲ μιὰ μπάζουσα πανταχόθεν ἑρμηνεία, πρὶν καλὰ καλὰ βγοῦν στὸν ἀέρα τὰ ἔκτακτα δελτία εἰδήσεων, μερικοὶ ἀναφέρθηκαν σὲ προβοκάτσια. Τώρα, κάποιος (ἐκπροσωπεύοντας προφανῶς ἕναν χῶρο) ἀπὸ τὴν ἄκρα Ἀριστερὰ δηλώνει τὴν χαρά του. Φυσικὰ παραμένει τὸ ἐνδεχόμενο τῆς προβοκάτσιας, ἀλλὰ ὅταν κάτι συμβαίνει (ἀσχέτως τῶν κρυμμένων μυστικῶν καὶ σκοπιμοτήτων τῶν πραξάντων) προκύπτουν καὶ τὰ ἄμεσα ὀφέλη ἀπὸ τὴν πράξη καθ’ἑαυτή. Δηλαδὴ ἂν μοῦ κάτσει ἡ Τζολὶ κάποιο βράδυ ἐπειδὴ θέλει νὰ τὴν σπάσει στὸν Πήτ, νὰ τὸν προβοκάρει κλπ., στὰ ἀρχίδια μου ἂν τὸ ἔκανε ἔχουσα κάτι ἄλλο παρεκτὸς ἐμοῦ, κατὰ νοῦ της. Σημασίαν θὰ ἔχει ὅτι θὰ ἔχω λαδώσει τὴν Ἀγγελική. Ἡ ἐσπευσμένη βάπτιση ὥς προβοκάτσια, τῶν δολοφονιῶν, μαρτυρᾷ μπέρδεμα, ἀμηχανία καὶ μιὰ ἀκατανόητη γιὰ ἐπαναστάτες προσκόλληση σὲ ἕναν ντεμοντὲ μοραλισμό.  Γενικῶς, ἀριστερὰ γτπκ.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 27, 2013

ἔξω τὰ ἄκρα




Γιὰ τὶς μέηνστριμ ἐφημερίδες, ἦταν (καὶ εἶναι) πάντα θέμα ταμπού. Τώρα, στὸ Βῆμα, φιλοξενεῖται ἄρθρο γιὰ μιὰ πολιτικὴ παρέμβαση τοῦ Βασιλέως Κωνσταντίνου καὶ εἶναι πολὺ περίεργη ἡ σκοπιμότης τῆς δημοσιότητος. 




καὶ χωρὶς αὐτό, πάλι τέλειος ἀλλὰ μαντήλι στὸ τσεπάκι γαμεῖ... Ἂ ῥὲ Κῶτσο!

Τὸ παίγνιον τοῦ Στέμματος


Τώρα δικαιώνονται οἱ ἀγῶνες τοῦ αἰωνοβίου  καὶ  τ ι μ η μ έ ν ο υ  ΚΚΕ!

Ἀγαπῶ!

Πῶς ἀναλύει τὸ Game of Thrones
Ῥιζοσπάστης


"Τηλεοπτική υπερπαραγωγή, αναμφισβήτητα συναρπαστική και ταυτόχρονα «προκλητική», καθώς πρέπει να εξυπηρετηθούν και οι «ανάγκες» του θεάματος, η τηλεοπτική σειρά Game of Thrones (Το Παίγνιο του Στέμματος) αποτελεί ένα παγκόσμιο τηλεοπτικό «γεγονός».
Ως τέτοιο είναι επόμενο να προκαλέσει συζητήσεις, μέγα τμήμα των οποίων, όμως, αρκείται στο να κατατάξει τη σειρά στο «ράφι» των «φανταστικών» ιστοριών.
Το Game of Thrones, ωστόσο, με μια διαφορετική «ανάγνωση» μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση ουσιαστικών γνώσεων.
Στη σειρά συμπυκνώνεται μια ολόκληρη εποχή σοβαρότατων αλλαγών μέσα στο φεουδαρχικό σύστημα, οι οποίες με τη σειρά τους επρόκειτο να διαδραματίσουν καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη εκείνων των υλικών όρων που θα οδηγούσαν αργότερα στην ανατροπή της φεουδαρχίας και στην αντικατάστασή της από ένα ανώτερο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, τον καπιταλιστικό.
Η συνισταμένη του Game of Thrones είναι η διαμάχη μεταξύ διαφόρων φεουδαρχικών οίκων, για την κατάληψη του θρόνου του απόλυτου μονάρχη και την καθυπόταξη κάτω από τη δική του λόγχη όλων των υπολοίπων.
Η καθυπόταξη αυτή σήμαινε ταυτόχρονα και την ενοποίηση της «χώρας», άρα και τη συνένωση και τον πολλαπλασιασμό που αυτή συνεπάγεται των μέχρι τότε διάσπαρτων παραγωγικών δυνάμεων με κύρια ανάμεσά τους την ανθρώπινη εργατική δύναμη.
Ταυτόχρονα, όλοι οι φεουδάρχες έχουν οικοδομήσει ένα τεράστιο τείχος στα βόρεια της «χώρας» που χωρίζει τον «πολιτισμένο» κόσμο τους από τους «βάρβαρους» που ζουν βόρεια του τείχους.
Απόκληροι και εγκληματίες, άνθρωποι που δεν μετείχαν στην παραγωγική διαδικασία απάρτιζαν τη Νυχτερινή Φρουρά, όπως ονομαζόταν η φρουρά του τείχους, έτοιμοι να πεθάνουν στο άγριο κρύο προκειμένου να υπερασπιστούν τον πολιτισμό.
Ομως, η φρουρά δεν απαρτιζόταν μόνο από αυτούς. Στη σειρά, ο Τζον Σνόου μπαίνει στη Νυχτερινή Φρουρά, αν και είναι αριστοκρατικής καταγωγής, αλλά νόθος, πράγμα που σημαίνει πως δεν είχε νόμιμα δικαιώματα στην κληρονομιά του οίκου του φεουδάρχη πατέρα του.
Ο φεουδάρχης που είχε υπό την κατοχή του τις πιο ανεπτυγμένες υλικές προϋποθέσεις, προηγείτο στην «κούρσα» για την απόλυτη μοναρχία, με τρόπαιο τον «Σιδηρούν Θρόνο», ο οποίος έξοχα παρουσιάζεται ως φτιαγμένος από τα σπαθιά των ηττημένων φεουδαρχών από τον πρώτο βασιλιά που κατάφερε να προελάσει στη χώρα, προτού κι αυτός με τη σειρά του δολοφονηθεί από ανταγωνιστές του.
Ο τηλεθεατής μπορεί να διακρίνει αυτήν την ανάπτυξη των υλικών προϋποθέσεων σε κάθε οίκο, αν παρατηρήσει πρώτα απ' όλα προσεκτικά τα σφυρηλατημένα όπλα. Η φράση «σπαθί από βαλυριανό ατσάλι», που επανέρχεται συχνά στη σειρά, είναι σαφής ένδειξη του επιπέδου ανάπτυξης μιας ορισμένης δεξιότητας στην κατεργασία του σιδήρου, που προφανώς δεν περιοριζόταν μόνο στα σπαθιά.
Αλλά δεν είναι μόνο τα όπλα, είναι και τα κτίρια, οι τεχνικές κατασκευές, τα βιβλία και η δυνατότητα των φεουδαρχών να διαβάζουν.
Η σοβαρότερη όμως ένδειξη του βαθμού ανάπτυξης και ωρίμανσης του φεουδαρχικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού - που εγκυμονεί το πέρασμα σε άλλο σχηματισμό - είναι το ολοένα και περισσότερο πύκνωμα των ανταλλαγών με χρήμα.
Για να γίνει κάτι τέτοιο, σε εκείνους τους αιώνες, οι προϋποθέσεις ήταν από τη μια αύξηση του πληθυσμού και η ολοένα και περισσότερο γειτνίασή του, άρα και η αύξηση των αναγκών που δεν μπορούν πλέον να καλυφθούν με απλή ανταλλαγή προϊόντων που παράγει ο καθένας «μόνος» του και μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του με προϊόντα που παράγει ο «άλλος». Οι ανάγκες αυτές με τη σειρά τους οδήγησαν στην ολόπλευρη ανάπτυξη της παραγωγής και στη δημιουργία αγοράς.
Ολη αυτή η κίνηση αναγκαία οδήγησε στη γέννηση, επέκταση και καθιέρωση των χρηματικών ανταλλαγών, στην καθιέρωση των εμπορευματικών ανταλλαγών.
Το επόμενο ιστορικά αναγκαίο βήμα ήταν η παραγωγή για την αγορά.
Εν προκειμένω, ο άρχοντας που με το χρήμα είχε τη δυνατότητα να αγοράζει αρχικά στρατό, και στο πέρασμα των χρόνων, εργατική δύναμη, προηγείτο στον αγώνα για την απόλυτη εξουσία.
Η «οικονομία», όμως, ήταν μόνο η υλική βάση των μεγάλων αλλαγών που είχαν την αντανάκλασή τους και στις κοινωνικές σχέσεις. Το γεγονός ότι οι Δοθράκι, μια ορδή ιππέων και άγριων πολεμιστών που μιλούσαν μια γλώσσα την οποία καταλάβαιναν μόνον αυτοί και που λόγω μη ανεπτυγμένων υλικών βάσεων οργάνωσής τους είχαν απομονωθεί από τις κοινωνικές σχέσεις με την υπόλοιπη «χώρα», είναι χαρακτηριστικό για τα παραπάνω.
Η θέση της γυναίκας: Οι γυναίκες κατέχουν πρωτεύουσα θέση στο Game of Thrones. Από τις πόρνες - το γυναικείο κορμί ως εμπόρευμα - ως τις αρχόντισσες, από τις μικρές κόρες του άρχοντα Νεντ Σταρκ ως την εκθαμβωτική Ντενέρις Ταργκέριεν, κι αυτές με τη σειρά τους - αν δεν μείνει η ματιά στα τηλεοπτικά «κορμιά» και στο «σεξ» - αποτυπώνουν τις μεταβατικές φάσεις του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.
Στις πιο «παλιές» κοινότητες, από τους «βάρβαρους» βόρεια του τείχους, ως την Ντενέρις Ταργκέριεν, εκπροσωπούν τις γυναίκες της παλιάς κοινωνικής οργάνωσης των «γενών», την οργάνωση της εποχής της μητριαρχίας. Γι' αυτό έχουν γνώμη που την εκφράζουν ακόμη.
Η «βάρβαρη» που ερωτεύθηκε ο Τζον Σνόου, πολεμούσε ισάξια με τους συντρόφους της, της φυλής, η Ντενέρις, όταν αρρώστησε ο τρομερός σύντροφός της Καλ Ντρόγκο δεν θα διστάσει να τον σκοτώσει και να πάρει η ίδια τα ηνία της φυλής των Δοθράκι και να διεκδικήσει το θρόνο.
Στην «πολιτισμένη» χώρα, εκεί όπου με υλική προϋπόθεση το υπερπροϊόν - δηλαδή το προϊόν που είχε παραχθεί πάνω από τις ανάγκες - η κοινωνία είχε περάσει στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής με αντανάκλασή της την πατριαρχία, οι γυναίκες έχουν αποσυρθεί από το προσκήνιο.
Η παλιά ισχύς τους, που βασιζόταν όμως σε χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης συνολικά της κοινωνίας, πάσχιζε να διατηρηθεί μέσω διαφόρων «γυναικείων τεχνασμάτων» που οι χιλιετίες της αλλοτρίωσης στην ταξική κοινωνία έχουν οδηγήσει στο να θεωρούνται «φυσιολογικές».
Η «δουλειά» τους πλέον, ως αρχόντισσες, είναι να γεννούν γιους για να γίνουν βασιλιάδες, ενώ από την άλλη η «σύνδεση» της κοκκινομάλλας πόρνης του «επαγγέλματός» της με τις μετακινήσεις των στρατών που δημιουργούσαν «αγορά», αποτυπώνει λαμπρά το ρόλο της εμπορευματικής οικονομίας στη θέση της γυναίκας.
Ο ρόλος του μύθου: Η σειρά Game of Thrones περιέχει πολλά μυθολογικά στοιχεία, ιδιαίτερα όταν αναφέρεται στους «βάρβαρους». Η αναφορά τέτοιων στοιχείων μπορεί να δίνει τη μορφή «παραμυθιού», όμως δεν είναι σωστό να παραβλέπει κανείς τη σημασία των μύθων ως πρώτη μορφή κοινωνικής συνείδησης, ως πρώτη μορφή συνολικής «εποπτείας» του κόσμου, η οποία βαθμιαία οδήγησε στη δημιουργία πιο ανεπτυγμένων μορφών κοινωνικής συνείδησης, ως τη γέννηση και ανάπτυξη της Φιλοσοφίας.
Πώς «τελειώνει» το Game of Thrones; Αναφέρεται1 πως ο συγγραφέας του έργου, Τζ. Μάρτιν, δεν έχει καταλήξει ακόμα στο πώς τελειώνει το έργο του, τη συγγραφή του οποίου ξεκίνησε το 1996. Ανεξάρτητα από τη λύση που θα δώσει ο συγγραφέας, η απάντηση έγκειται στο ότι η ίδια η εξέλιξη της κοινωνίας δείχνει το τέλος της σειράς: Ενας συγκεκριμένος κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός θα αντικατασταθεί από έναν ανώτερο. Η μόνη δε μέθοδος για να αναγνωστεί αυτή η απάντηση είναι ο ιστορικός υλισμός".


Ἐπιπροσθέτως, στὸ πλαίσιο τῆς ἑρμηνείας τῆς ἱστορίας βάσει τῆς κατεστημένης γιὰ τὰ πάντα, μεθοδολογίας μας, ἂς κοπρίσουμε λίγο στὶς ἐπιλογὲς τοῦ Φλωράκη! Εἴμαστε τὸ τιμημένο λέμε!


Πέμπτη, Νοεμβρίου 21, 2013

γονυπετήσασα ἠτένισεν αὐτὸ εὐλαβῶς


Νικολέττα Τσιμπούκη, θυγάτηρ τοῦ Γεωργίου Τσιμπουκάκου,γνωστοῦ ἔμπορα λευκῆς σαρκός καὶ μὲ σπουδαίας ἐπιδόσεις αἱμομιξίας, ἀπηυδισμένη ἀπὸ τὰ ἁλκοολίκια του σὲ ὧρες μικρὲς καὶ μεθυσμένες ὅταν οἱ ἄλλοι κοιμοῦντο, ἐγκατέλειψε τὴν πατρικιὰν οἰκίαν σὲ ἡλικίαν ἐκδόσεως ταυτότητος ἀστυνομικιᾶς. Βγῆκε στὴν γύρα κάμνοντας πολλὰ μπόλικα ὥστε σὲ εἴκοσι χρόνια ἀπὸ τότε νὰ γενῆ ἐπίτιμος προσκεκλημένη εἰς τὸ Πάμε Πακέτο καὶ ἀφοῦ τῆς τέλειωσαν τὰ κανονάκια, προσγειώθη κάπου στὴν Ἀθῆνα,στὸ αὐτόνομο δουκάτο τῶν Ἐξαρχείων ἔνθα συμμετέσχε σὲ ἕνα κοινόβιον κάποιας κατάληψης.

Αἱ δεξιότητές της δὲν εἶχαν νὰ κάνουν μὲ κουζίνα, λάτρα, νοικοκυριὸ (τὸ ὁποῖον ἄλλως τε δὲν εἶναι καὶ πολὺ στὰ χάι του στοὺς κύκλους τῶν ἀναρχοάπλυτων) κι ἔτσι μοναδικιὰ συνεισφορά της εἰς τὴν κατάληψιν καὶ τὴν σφυρηλάτησιν τῆς ἀταξικιᾶς κοινωνίας τοῦ αὔριον (ἴσως καὶ μεθαύριο) ἦτο θὰ μοῦ κάνεις τὸ τραπέζι; θὰ σὲ κάνω τὸ κρεβάτι. Ἤτοι ἐξεμεταλλεύθη κάργα τὴν φυσικιά της καλλονὴ καὶ πῆρε πολὺ κόσμο (ὅσος περίπου μπούκαρε εἰς τὰ χειμερινὰ ἀνάκτορα νὰ διώξῃ τὸν τσάρον μἀποτέλεσμα νὰ λέγωμεν σήμερις πὼς κάποτε ἦταν τσάρος μὰ τώρα ποῦτσαρος) ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ ἀποκτήσῃ μιὰν ὠχρὰν σπειροχαίτην βαθιὰ ἐντός της. Αὕτη, ἐπικεφαλῆς μιᾶς συντονιστικιᾶς ἐπιτροπῆς ἀπεφάσισεν καὶ διέταξε τὴν Νικολέττα Τσιμπούκη νὰ λάβῃ τὸν ποῦλον καὶ νὰ ἀποχωρήσῃ τῆς καταλήψεως ἵνα μὴν κάμνῃ ὡσὰν τὰ μοῦτρα της καὶ τὰ λοιπὰ κοράσια, ἀκοῦς ἐκεῖ ξετσίπωτη!

Ἔπεσε νἀποθάνῃ Νικολέττα τότεςδὲν ὑπῆρχε καὶ Κούρκουλος ὡς πολιτικιὰ ἀγωγὴ νὰ τῆς φχιάξῃ τὴν φχιάξιν καὶ μοναχή της, μοιρολατρίως ἀπεδέχθη τὴν ἐτυμηγορίαν.Ὅλαι της αἱ ἐλπίδες, ,τι εἶχε ἐπενδύσει, κάθε ὄνειρο στὸ μέλλοντο, κάθε βῆμα μπροστὰ μὲ ταυτοχρόνως ὅλο καὶ μακρύτερον ἀπὸ τὸν ἐρωτιάρη πριαπιστὴ μανιάτη πατέρα της, φαινόσαντε νὰ ἀκυρώνωνται.Καὶ κάτι ποὺ τὴν πονοῦσε περισσότερο ἦταν τὸ ὅτι ἀπόρριψις αὐτὴ εἶχε ἔλθει ἀπὸ μιὰ παρέα, μιὰ παράταξη, μιὰ σέχτα ἄκρως ἀνθρωπιστική· ἀγαπῶσα κάθε ἄνθρωπα μὲ τὴν κάθε του ἰδιαιτερότητα. Τίποτε πιὰ - ἀτμός! Ὕπαγε εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον τώρα, ἐξωλεστάτη Νικολέττα Τσιμπούκη!

Τὸ νὰ ἐπιστρέψῃ τῷ πατρὶ οὔτε λόγος. Τέρμα πιὰ τὰ σμπρωξίματα. Πῆρε τὰ βουνὰ (τὰ πῆρε δηλαδὴ πῆγε, δὲν τὰ πῆρε μὲ τὴν ἔννοια καὶ τρόπο ποῦ συνήθιζε) ἐρημίτισε. Ἄφησε μαλλιά,νύχια, παρητήθη τῆς προσωπικιᾶς ὑγιεινῆς, τὸ γύρισε στὸ βέγκαν ἀρνουμένη σουβλάκια καὶ ντονὲρ καὶ χάθηκε ἀπὸ προσώπου γῆς. Οἱ συγγενεῖς της μετὰ ἀπὸ τὰ προβλεπόμενα, τὴν κήρυξαν σὲ ἀφάνεια, οὐδεὶς πιὰ τὴν ξαναεῖδε. Καὶ ἔτσι θὰ χανόταν θύμησίς της, ἐὰν ἐν τῷ μεταξύ, δὲν μὲ κυρίευε μιὰ μιλιταῖρ ἐπιμέλεια.

Ἦταν ἕνα βράδυ Κυριακῆςπιότερες ψευδοχαζολογοτεχνίζουσαι ἀναφορὲς δέον ἀποφεύγονται.Γύριζα μὲ τὸ ντάτσουν ἀπὸ μέρος ἀπόρρητον βεβαίως, ἔνθα καβατζώνομε g3 καὶ καλάσνικωφ ἵνα ἔχωμεν κάβα είς τὴν ἐπικειμένην ἐπανάστασιν τοῦ στρατοῦ τὴν ὁποίαν θὰ συνδράμωμεν κι ἡμεῖς οἱ φασίσται. Εἶχα ξεφορτώσει καὶ ἐπέστρεφα, ψάχνοντας κάποιο καρτοτηλέφωνο γιὰ νὰ ἐνημερώσω τὸν ἀρχηγὸν πὼς ὅλα καλῶς. Σταμάτευσα τὸ φορτηγάκι, ὄχι λόγῳ εὑρέσεως καρτοτηλεφώνου μὰ ἐπειδὴς μὲ εἶχε πιάσει κατούρημα. Χειρόφρενο. Ἔβρεξα φτέρες καὶ πευκοβελόνες καὶ πάνω στὸ τίναγμα, τινάχτηκε καὶ ἕνα κλαδὶ βελανιδιᾶς. Δὲν εἶχε μέχρι τὰ κεῖ φθάσει τὸ οὖρος, λόγῳ βάρους ἐτινάχθη τὸ κλαδί. Κύτταξα πρὸς τὰ ἐκεῖ χωρὶς ἰδιαιτέραν προσδοκίαν, σήκωνα τὸ φερμουὰρ καὶ μισογύριζα ἀλλὰ τὸ κλαδὶ παραμερίσθη. Δὲν ἦταν ξωτικό, μιὰ ἄπλυτη μέδουσα ἦταν, μὲ κίτρινο πρόσωπο, βλέμμα χωρὶς ἔκφραση καὶ κυρτὸ σῶμα ποὺ κάποια ῥοῦχα τὸ προστάτευαν – μέχρι πρὸ δεκαετίας. Εὐτυχῶς μὲ κυττοῦσε στὰ μάτια διότι εἶμαι ντροπαλὸ ἀγόρι καὶ μπορεῖ νὰ μοῦ μάτιαζε τὴν νυχτερίδα - ἄγνωστον ὅμως τὸ πρίν. Γύρισα γιὰ τὰ καλά, τακτοποίησα τὴν μαγκιά μου καὶ θὰ ἔφευγα τροχάδην ὁ χέστης μὰ πρόλαβε καὶ σὰν ἀερικὸ μοῦ ἔφραξε τὸ δρόμο.

«Ἀγόραρεεεεεεε» βραχνῶς καὶ ἡδυπαθῶς, μοῦ ψέλλισε τὸ καλῶς τον! «Τί θησαυροὺς κρύβεις, γαμῶ τη σου! Ὦ λαλάαααα! Πῶς προέκυψες; Πόθεν; Μμμμμ! Θὰ σὲ κρατήσω ἐδῶ, τί λές, ἔεεεεε;» Ἀφήνιασα, τρομοκρατήθην, ἔκανα ἐλιγμοὺς μπὰς καὶ ξεφύγω ἀπὸ τὴν κάργια μὰ ἦταν χέλι ἡ ῥουφιάνα! Ἔπαιζε ἄλλως τε ἐντὸς ἕδρας, ἤξερε τὸ μέρος καὶ σιγὰ μὴν τῆς ξέφευγα. Μὲ ἔπιασε ἀπὸ τὸ μαλλὶ καὶ μὲ ἔσουρε στὴν σπηλιά της καὶ χωρὶς ῥόπαλο στὸ ἕτερο χέρι της. Τὸ ἑπόμενο πρωὶ ξύπνησα ἀτιμασμένος καὶ πρόστυχος*. Τῆς εἶχα πάντως ξεχαρμανιάσει τὴν ἀποχὴ 17 ἐτῶν, οὔτε κὰν εἶχαν ἐνηλικιωθῇ αἱ ἀνάγκαι της καὶ μὲ εἶχε ξεκατινιάσει ἡ βρωμιάρα!

Ἐν τούτοις, ἀκόμα καὶ μέσα στὴν ἀπελπισία διότι εἶχα ἀπωλέσει ὅ,τι πολυτιμότερο ἔσχον ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῆς καθυστερήσεως ὑποβολῆς τῆς ἀναφορᾶς μου εἰς τὴν παρακρατικὴν ὀργάνωσιν ἐν ᾖ ἀνῆκον, ὑπῆρξε χαραμὰς φωτός· ἡ μανδὰμ θὰ μὲ ἄφηνε. Θὰ μὲ ἐλευθέρωνε, δὲν τῆς πάγαινε νὰ γίνῃ Κίρκη! 

«Ἀλλὰ πρόσεξε κακομοίρη μου, ἔτσι καὶ πῇς πουθενὰ ὅτι μὲ συνάντησες, ὅτι βρῆκες κάποιαν ἀναχωρήτριαν κλπ κλπ κλπ, θὰ δώκω τὰ ὅπλα στοὺς κομμουνιστάς! ’Ντάξει;

Ἐν τάξει, εἶχα συμφωνήσει· ἡ ἰδέα, ὅπως ἤμουν, νὰ γυρίσω σπίτι, νὰ κάνω ἕνα μπανάκι, νὰ ἀράξω στὸ σαλόνι μὲ ἕναν Ἰάκωβο Δανιῆλ στὸ ποτήρι, τσιμπούκι μὲ καπνὸ λατάκιας καὶ νὰ πετάω βελάκια στὸν τοῖχο σὲ φῶτο τοῦ Τσίπρα μὲ ἔκανε νὰ πετάω ἀπὸ τὴν χαρά μου καὶ θὰ δεχόμην οἷον ὅρον κι ἂν ἔθετε. Κι ἔπιασα νὰ φύγω! Μὰ διέκοψε λέγουσα:

«Στάσου ἀγόραρεεεεε! Κάτι πρέπει νὰ σοῦ δώσω ὡς ἀντίδωρον γιὰ ὅλο τὸ φεστιβὰλ ποὺ ἔκαμες! Νά, τσάκω ἀντροῦτσο μου!»

Καὶ μοῦ ἔδωσε ποὺ λέτε, ἡ Νικολέττα ἡ Τσιμπούκη, ἀπόμαχος πιὰ τῆς ζωῆς, πανταχόθεν ἀγαπημένη ὑπὸ τοῦ πατρός της, κάποτε ἀντιφασίστρια ἀγωνίστρια, τὴν εὐχή της! Τὴν εὐχή της νὰ μὴν διεκπεραιώνω ἐντελῶς τσαπατσούλικα τὶς ἀναρτήσεις εἰς τὸ βλόγ μου!


blog stats