γονυπετήσασα ἠτένισεν αὐτὸ εὐλαβῶς
Ἡ Νικολέττα Τσιμπούκη, θυγάτηρ τοῦ Γεωργίου Τσιμπουκάκου,γνωστοῦ ἔμπορα λευκῆς σαρκός καὶ μὲ σπουδαίας ἐπιδόσεις αἱμομιξίας, ἀπηυδισμένη ἀπὸ τὰ ἁλκοολίκια του σὲ ὧρες μικρὲς καὶ μεθυσμένες ὅταν οἱ ἄλλοι κοιμοῦντο, ἐγκατέλειψε τὴν πατρικιὰν οἰκίαν σὲ ἡλικίαν ἐκδόσεως ταυτότητος ἀστυνομικιᾶς. Βγῆκε στὴν γύρα κάμνοντας πολλὰ μπόλικα ὥστε σὲ εἴκοσι χρόνια ἀπὸ τότε νὰ γενῆ ἐπίτιμος προσκεκλημένη εἰς τὸ Πάμε Πακέτο καὶ ἀφοῦ τῆς τέλειωσαν τὰ κανονάκια, προσγειώθη κάπου στὴν Ἀθῆνα,στὸ αὐτόνομο δουκάτο τῶν Ἐξαρχείων ἔνθα συμμετέσχε σὲ ἕνα κοινόβιον κάποιας κατάληψης.
Αἱ δεξιότητές της δὲν εἶχαν νὰ κάνουν μὲ κουζίνα, λάτρα, νοικοκυριὸ (τὸ ὁποῖον ἄλλως τε δὲν εἶναι καὶ πολὺ στὰ χάι του στοὺς κύκλους τῶν ἀναρχοάπλυτων) κι ἔτσι ἡ μοναδικιὰ συνεισφορά της εἰς τὴν κατάληψιν καὶ τὴν σφυρηλάτησιν τῆς ἀταξικιᾶς κοινωνίας τοῦ αὔριον (ἴσως καὶ μεθαύριο) ἦτο θὰ μοῦ κάνεις τὸ τραπέζι; θὰ σὲ κάνω τὸ κρεβάτι. Ἤτοι ἐξεμεταλλεύθη κάργα τὴν φυσικιά της καλλονὴ καὶ πῆρε πολὺ κόσμο (ὅσος περίπου μπούκαρε εἰς τὰ χειμερινὰ ἀνάκτορα νὰ διώξῃ τὸν τσάρον μ’ἀποτέλεσμα νὰ λέγωμεν σήμερις πὼς κάποτε ἦταν ὁ τσάρος μὰ τώρα ποῦτσαρος) ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ ἀποκτήσῃ μιὰν ὠχρὰν σπειροχαίτην βαθιὰ ἐντός της. Αὕτη, ἐπικεφαλῆς μιᾶς συντονιστικιᾶς ἐπιτροπῆς ἀπεφάσισεν καὶ διέταξε τὴν Νικολέττα Τσιμπούκη νὰ λάβῃ τὸν ποῦλον καὶ νὰ ἀποχωρήσῃ τῆς καταλήψεως ἵνα μὴν κάμνῃ ὡσὰν τὰ μοῦτρα της καὶ τὰ λοιπὰ κοράσια, ἀκοῦς ἐκεῖ ἡ ξετσίπωτη!
Ἔπεσε ν’ἀποθάνῃ ἡ Νικολέττα τότες – δὲν ὑπῆρχε καὶ Κούρκουλος ὡς πολιτικιὰ ἀγωγὴ νὰ τῆς φχιάξῃ τὴν φχιάξιν καὶ μοναχή της, μοιρολατρίως ἀπεδέχθη τὴν ἐτυμηγορίαν.Ὅλαι της αἱ ἐλπίδες, ὅ,τι εἶχε ἐπενδύσει, κάθε ὄνειρο στὸ μέλλοντο, κάθε βῆμα μπροστὰ μὲ ταυτοχρόνως ὅλο καὶ μακρύτερον ἀπὸ τὸν ἐρωτιάρη πριαπιστὴ μανιάτη πατέρα της, φαινόσαντε νὰ ἀκυρώνωνται.Καὶ κάτι ποὺ τὴν πονοῦσε περισσότερο ἦταν τὸ ὅτι ἡ ἀπόρριψις αὐτὴ εἶχε ἔλθει ἀπὸ μιὰ παρέα, μιὰ παράταξη, μιὰ σέχτα ἄκρως ἀνθρωπιστική· ἀγαπῶσα κάθε ἄνθρωπα μὲ τὴν κάθε του ἰδιαιτερότητα. Τίποτε πιὰ - ἀτμός! Ὕπαγε εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον τώρα, ἐξωλεστάτη Νικολέττα Τσιμπούκη!
Τὸ νὰ ἐπιστρέψῃ τῷ πατρὶ οὔτε λόγος. Τέρμα πιὰ τὰ σμπρωξίματα. Πῆρε τὰ βουνὰ (τὰ πῆρε δηλαδὴ πῆγε, δὲν τὰ πῆρε μὲ τὴν ἔννοια καὶ τρόπο ποῦ συνήθιζε) ἐρημίτισε. Ἄφησε μαλλιά,νύχια, παρητήθη τῆς προσωπικιᾶς ὑγιεινῆς, τὸ γύρισε στὸ βέγκαν ἀρνουμένη σουβλάκια καὶ ντονὲρ καὶ χάθηκε ἀπὸ προσώπου γῆς. Οἱ συγγενεῖς της μετὰ ἀπὸ τὰ προβλεπόμενα, τὴν κήρυξαν σὲ ἀφάνεια, οὐδεὶς πιὰ τὴν ξαναεῖδε. Καὶ ἔτσι θὰ χανόταν ἡ θύμησίς της, ἐὰν ἐν τῷ μεταξύ, δὲν μὲ κυρίευε μιὰ μιλιταῖρ ἐπιμέλεια.
Ἦταν ἕνα βράδυ Κυριακῆς – πιότερες ψευδοχαζολογοτεχνίζουσαι ἀναφορὲς δέον ἀποφεύγονται.Γύριζα μὲ τὸ ντάτσουν ἀπὸ μέρος ἀπόρρητον βεβαίως, ἔνθα καβατζώνομε g3 καὶ καλάσνικωφ ἵνα ἔχωμεν κάβα είς τὴν ἐπικειμένην ἐπανάστασιν τοῦ στρατοῦ τὴν ὁποίαν θὰ συνδράμωμεν κι ἡμεῖς οἱ φασίσται. Εἶχα ξεφορτώσει καὶ ἐπέστρεφα, ψάχνοντας κάποιο καρτοτηλέφωνο γιὰ νὰ ἐνημερώσω τὸν ἀρχηγὸν πὼς ὅλα καλῶς. Σταμάτευσα τὸ φορτηγάκι, ὄχι λόγῳ
εὑρέσεως καρτοτηλεφώνου μὰ ἐπειδὴς μὲ εἶχε πιάσει κατούρημα. Χειρόφρενο. Ἔβρεξα
φτέρες καὶ πευκοβελόνες καὶ πάνω στὸ τίναγμα, τινάχτηκε καὶ ἕνα κλαδὶ
βελανιδιᾶς. Δὲν εἶχε μέχρι τὰ κεῖ φθάσει τὸ οὖρος, λόγῳ βάρους ἐτινάχθη τὸ
κλαδί. Κύτταξα πρὸς τὰ ἐκεῖ χωρὶς ἰδιαιτέραν προσδοκίαν, σήκωνα τὸ φερμουὰρ καὶ
μισογύριζα ἀλλὰ τὸ κλαδὶ παραμερίσθη. Δὲν ἦταν ξωτικό, μιὰ ἄπλυτη μέδουσα ἦταν,
μὲ κίτρινο πρόσωπο, βλέμμα χωρὶς ἔκφραση καὶ κυρτὸ σῶμα ποὺ κάποια ῥοῦχα τὸ
προστάτευαν – μέχρι πρὸ δεκαετίας. Εὐτυχῶς μὲ κυττοῦσε στὰ μάτια διότι εἶμαι
ντροπαλὸ ἀγόρι καὶ μπορεῖ νὰ μοῦ μάτιαζε τὴν νυχτερίδα - ἄγνωστον ὅμως τὸ πρίν.
Γύρισα γιὰ τὰ καλά, τακτοποίησα τὴν μαγκιά μου καὶ θὰ ἔφευγα τροχάδην ὁ χέστης
μὰ πρόλαβε καὶ σὰν ἀερικὸ μοῦ ἔφραξε τὸ δρόμο.
«Ἀγόραρεεεεεεε» βραχνῶς καὶ
ἡδυπαθῶς, μοῦ ψέλλισε τὸ καλῶς τον! «Τί θησαυροὺς κρύβεις, γαμῶ τη σου! Ὦ
λαλάαααα! Πῶς προέκυψες; Πόθεν; Μμμμμ! Θὰ σὲ κρατήσω ἐδῶ, τί λές, ἔεεεεε;»
Ἀφήνιασα, τρομοκρατήθην, ἔκανα ἐλιγμοὺς μπὰς καὶ ξεφύγω ἀπὸ τὴν κάργια μὰ ἦταν
χέλι ἡ ῥουφιάνα! Ἔπαιζε ἄλλως τε ἐντὸς ἕδρας, ἤξερε τὸ μέρος καὶ σιγὰ μὴν τῆς
ξέφευγα. Μὲ ἔπιασε ἀπὸ τὸ μαλλὶ καὶ μὲ ἔσουρε στὴν σπηλιά της καὶ χωρὶς ῥόπαλο
στὸ ἕτερο χέρι της. Τὸ ἑπόμενο πρωὶ ξύπνησα ἀτιμασμένος καὶ πρόστυχος*. Τῆς
εἶχα πάντως ξεχαρμανιάσει τὴν ἀποχὴ 17 ἐτῶν, οὔτε κὰν εἶχαν ἐνηλικιωθῇ αἱ
ἀνάγκαι της καὶ μὲ εἶχε ξεκατινιάσει ἡ βρωμιάρα!
Ἐν τούτοις, ἀκόμα καὶ μέσα στὴν
ἀπελπισία διότι εἶχα ἀπωλέσει ὅ,τι πολυτιμότερο ἔσχον ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῆς
καθυστερήσεως ὑποβολῆς τῆς ἀναφορᾶς μου εἰς τὴν παρακρατικὴν ὀργάνωσιν ἐν ᾖ
ἀνῆκον, ὑπῆρξε χαραμὰς φωτός· ἡ μανδὰμ θὰ μὲ ἄφηνε. Θὰ μὲ ἐλευθέρωνε, δὲν τῆς
πάγαινε νὰ γίνῃ Κίρκη!
«Ἀλλὰ πρόσεξε κακομοίρη μου, ἔτσι
καὶ πῇς πουθενὰ ὅτι μὲ συνάντησες, ὅτι βρῆκες κάποιαν ἀναχωρήτριαν κλπ κλπ κλπ,
θὰ δώκω τὰ ὅπλα στοὺς κομμουνιστάς! ’Ντάξει;
Ἐν τάξει, εἶχα συμφωνήσει· ἡ
ἰδέα, ὅπως ἤμουν, νὰ γυρίσω σπίτι, νὰ κάνω ἕνα μπανάκι, νὰ ἀράξω στὸ σαλόνι μὲ
ἕναν Ἰάκωβο Δανιῆλ στὸ ποτήρι, τσιμπούκι μὲ καπνὸ λατάκιας καὶ νὰ πετάω βελάκια
στὸν τοῖχο σὲ φῶτο τοῦ Τσίπρα μὲ ἔκανε νὰ πετάω ἀπὸ τὴν χαρά μου καὶ θὰ δεχόμην
οἷον ὅρον κι ἂν ἔθετε. Κι ἔπιασα νὰ φύγω! Μὰ διέκοψε λέγουσα:
«Στάσου ἀγόραρεεεεε! Κάτι πρέπει
νὰ σοῦ δώσω ὡς ἀντίδωρον γιὰ ὅλο τὸ φεστιβὰλ ποὺ ἔκαμες! Νά, τσάκω ἀντροῦτσο
μου!»
Καὶ μοῦ ἔδωσε ποὺ λέτε, ἡ
Νικολέττα ἡ Τσιμπούκη, ἀπόμαχος πιὰ τῆς ζωῆς, πανταχόθεν ἀγαπημένη ὑπὸ τοῦ
πατρός της, κάποτε ἀντιφασίστρια ἀγωνίστρια, τὴν εὐχή της! Τὴν εὐχή της νὰ μὴν
διεκπεραιώνω ἐντελῶς τσαπατσούλικα τὶς ἀναρτήσεις εἰς τὸ βλόγ μου!
1 σχόλια:
Κλαπ,κλαπ,κλαπ,κλαπ...(standing ovation)
Σκεφτόμουν τις προάλλες ότι καιρό είχες να γράψεις καμιά από τις ιστορίες σου αλλά με πρόλαβες...
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα