Σοῦ πλημμύρισαν τυφλαὶ ἐλπίδες
Πρωὶ
Πέμπτης στὸ σαλόνι τοῦ φέρρυ Παλούκια Πέραμα. Βασικὰ δὲν θὰ στεκόμουν ἐκεῖ, ἔξω
ἤθελα νὰ βγῶ νὰ δῶ τὸ εἰδυλλιακὸ τοπίο τῆς Ψυτταλειας καὶ τοὺς γλάροι νὰ πτύνωσιν
τοὺς ἀνθρῶποι μὰ μιὰ τύπισσα σὲ βελουτὲ κάθισμα καθόταν καί... καὶ διάβαζε!
Σπουδαία κι ἀσυγχώρητος παραφωνία - ἐν μέσῳ λοῦμπεν πληθυσμοῦ ὅστις ἔσπευδε γιὰ
δουλειὰ στὰ πλησίον ναυπηγεῖα - τέτοια χόμπυ γιὰ τὸ καθημερινὸ παντεσπάνι του.
Ἦτο
συλλεκτικιὰ ἡ στιγμή καὶ ἤπρεπε ἀπαθανάτισις. Ἄραξα τὸ λεπὸν ἀπέναντί της καὶ ἔβγαλα
τὴν κάμερα. Κόσμος λαγοκοιμόταν στὰ πέριξ ὁπότε δὲν εἶχα θέμα μήπως καὶ μοῦ τὴν
μπέφτανε τί κάνεις ἐκεῖ ῥὲ τέντυμπόυ, λιμοκοντόρε, ἀνώμαλε! Ζούμαρα καὶ ντάξει.
Θυλάκωσα τὴν κάμερα ἥσυχος καὶ περήφανος γιὰ τὴν πρώτη μου φορὰ μὰ γρήγορα
διερρήχθη ἡ ἠρεμία μου διότι ἤπρεπε καὶ τίτλος νὰ μανθανευθῇ. Ἀλλὰ ποῦ τίτλος; Ὁ
τίτλος ἦτο στὸ ἐξώφυλλο καὶ τὴν ῥάχη μὰ 8 δάκτυλα (πλὴν ἀντιχείρων) ἐμπόδαγαν τὰ
χαίρω πολύ. Τὸ βραχὺ τῆς διαρκείας τοῦ ταξειδίου (λεπτὰ δεκαπέντε) μὲ ἄγχωναν·
δὲν θὰ παρουσιάζετο εὐκόλως εὐκαιρία. Ὁπότε μᾶλλον ἔδει νὰ σπεύσω καὶ νὰ ῥωτήξω
ποῖος ὁ τίτλος μανδάμ; Μὰ ἐγὼ ἀποεξαπανέκαθεν συστολιασμένος ὅτε πλησίαζα θῆλυ
σὲ ἀπόσταση μικροτέρα τῶν 80 πόντων, δυσκολευόμην τόσο νὰ τὴν ῥωτήσω! Τί θὰ
νόμιζε ἄλλως τε; Πὼς γίνομαι πέφτουλας καὶ μ’ἀφορμὴ κάτι χαζό, θέλησα τσίρι
μίρι πρωινιάτικα; Ἀπαπαπά, ζαμαί! γι’αὐτὸ καὶ θὰ παρουσίαζα ἐλλιπὲς τὸ ῥεπορτάζ
μου, ἤτοι μόνο φῶτο ἄνευ λεζαντὸς περὶ τοῦ τίτλου!
«Συγγνώμη,
τί διαβάζουτε;»
Τὸ
κορίτσι, μᾶλλον αἰφνιδιάσθηκε διότι τὴν προσέγγισα ἀπὸ ξεκάθαρη θέση ὀφσάιντ καὶ
μοῦ ἀπήντησε κάτι περὶ τῆς Γλώσσας τοῦ Σώματος, Πῶς νὰ κατακτήσῃς τὰ μυστικὰ τῆς
γλώσσας τοῦ σώματος, κάτι τέτοιο - ἔβγαλε μάλιστα τὸ βιβλίο ἀπὸ τὴν τσάντα της
γιὰ νὰ μοῦ τὸ δείξῃ.
«Ἐντάξει,
σᾶς πιστεύω! Εἶναι καλό;»
Ἕνα ναὶ
ἢ ὄχι θὰ μοῦ ἦταν ἀρκετό, ἄλλως τε ἡ συγγραφεὺς ἦταν γυναῖκα, συνεπῶς τί ἐνδιαφέρον
νὰ ἔχῃ κάτι ποὺ ἔχει γραφῇ ἀπὸ γυναῖκα; ἀλλὰ ἡ ἀπέναντί μου ἦταν σὲ φάση ἀκόμα ἐκμάθησης
τῶν βασικῶν φθόγγων τῆς γλώσσης – οὐχὶ τοῦ σώματος μὰ τοῦ ἄλλου, τοῦ μὲ ταῦ καὶ
ὂ μικρὸν ἀντὶ τοῦ ὤ μέγα. Ἀπήντησε κάτι ἃ οὗ ἓ - ἀμηχάνως καὶ δασυνόμενα ὅλα ,
φαινόταν ἕνα κάτι κοπιῶδες, μὲ ἄχτι, μὲ ντέρτι νὰ ἐξέρχῃται ἀπὸ τὰ μέσα της. Εἶχε
μάλιστα ἔκφραση λὲς καὶ μόλις τῆς εἶχε ἀνακοινωθῇ ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν ἐφορία ποσοῦ
τετραψηφίου μὴ ὑπολογιζομένων τῶν δεκαδικῶν.
Ὅλως
πεντηκοστιανῶς, ἔμαθε τὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴν σωστὴ ἐκφορὰ τῶν λέξεών της καὶ μὲ ἀντιρώτησε:
«Ἐσεῖς;
Διαβάζετε κάτι; Σᾶς πρόσεξα πρὶν νὰ σκύβετε σὲ κάτι δερματόδετο»
Ἀνέλαβα
ὕφος Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ καὶ μιὰ βαρβάτη τζούρα σιλδεναφίλης μὲ κυρίευσε διότι
μόλις μάθαινα πὼς ἀπετέλων κἀγὼ τσίμπι τσίμπι τοῦ ἐνδιαφέροντός της ἀλλὰ ἐξατμίστηκε
στὸ δευτερόλεπτο ἡ σωρρηδὸν καὶ ταχυτάτη καὶ ἀστραπιαία συγκέντρωσις αἵματος σὲ
δέον πεδίον τοῦ σώματός μου καθ’ὅσον...
«Ἂχ
δεσποιñίς, δὲν μπορεῖτε νὰ φανταστῇτε πόσο πολὺ θὰ ἤθελα κι ἐγὼ νὰ μετάσχω τῆς
παιδείας τοῦ βιβλίου σας μὲ τὴν γλῶττα τοῦ σώματος καὶ τὰ τσαλίμια της! Καὶ
πλήρης, πλέον, γνώσεων, νὰ ἀφήσω τὴν ἀλήτρα τὴν δικιά μου νὰ παίξῃ σὲ ἐαρινὰ
μέρη δικά σας μὲ ἐσᾶς ἐκ καθέδρας νὰ ταξινομῇτε κάθε νάζι της, μὰ ὅλα τοῦτα εἶναι
στὴν φαντασία μου. Τὸ φέρρυ ἔχει ἤδη ἐλλιμενισθῇ στὸ Πέραμα καὶ χωρὶς νὰ σᾶς
μιλήσω, ἔφυγα. Φεῦ! Ἡ ντροπαλάδα μου μὲ τὸ ἕτερον φύλο, μοι ἀπέτρεψεν νὰ σᾶς
προσεγγίσω καὶ νὰ ῥωτήσω γιὰ τὸν τίτλο.»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα