Παρασκευή, Μαρτίου 31, 2006

Τώκ, Τώκ!

Ε, εντάξει, μπορεί μερικές μαλακιούλες νά μέ κυνηγάν εδώ πρωινιάτικα καί νά πρέπει νά κάνω γρήγορα (ή μάλλον όχι, πρέπει νά κάνω γργρ· τά φωνήεντα μέ καθυστερούν!) αλλά δέν μπορώ μωρέ νά μήν παρενθιαστώ λίγο καί νά στείλω ένα αμπαλαρισμένο μέν, ξεκάθαρα ευδιάκριτο δέ, άει γαμήσου στόν γνωστό παραλ.ήπτη ο οποίος δέν λέει, μέχρι τά τώρα νά πατήση τό γαμημένο τό x πάνω πάνω δεξιά.

ΑΕΙ ΓΑΜΗΣΟΥ ΚΑΛΕ!


Καί κάτι νά χαλαρώσης, αναπολών...




Τετάρτη, Μαρτίου 29, 2006

Οσκάρειοι ταινίαι.

Δέν τό παίζω καί Τιμογιαννάκης αλλά νομίζω ότι δέν ξαναματαϋπήρξε πιό στείρα καί γιά τόν πούτσο περίοδος στόν σινεμά. Τόσες βδομάδες έχω καύλες νά πάω σέ μιά σκοτεινή αίθουσα νά ακούσω δόλβυ σαρράουνδ αμερικανιές αλλά δέν ευρίσκω καμιάν άξια βλεφαριάσματος ταινία.

Μού φαίνεται ότι θά τήν βγάλω σέ κάναν κινηματόγραφο σάν εκείνους πού προτιμούσε ο Τράβις.

Εγώ, μωρή, είμαι ταπεινής καταγωγής;

… στό δωμάτιο. Τοποθέτησα τό δάκτυλο στό στόμα, ακινητοποιήθην στό μέσον (περίπου) τού δωματίου καί κύτταξα χάμω. «Τί κάνουμε τώρα; Πεινάς;» ρώτησα. Δέν θυμάμαι τί μεσολάβησε (σίγουρα όχι κάποιο σάντουιτς) καί βρεθηκα(με) στό κρεβάτι ζητώντας της νά παλέψωμε. Μ’αυτά καί μ’αυτά, η ποναστερή διάθεσις πρός σύσφιξιν μέ τήν σφυρίχτρα στό στόμα, ζήτησε άπό τά ρούχα όπως αποχωρήσωσιν τού στίβου.

Μετά άπό κάμποσες τριάδες ντουζινών κεφαλοκλειδωμάτων, τό διά ζώσης, μετουσιώθηκε. Η επαφή υπήρξεν διστακτική. Περιεργαστήκαμε ο εις τήν τού σώματος μορφολογίαν τού ετέρου. Κι άρχισα νά εντρυφώ στό ποιον τής υγρασίας τού κόλπου της καθώς τά χέρια μου μάλαζαν τήν πλάτη της. Φώτα πολλά ανεδείκνυαν ατιθάσους σιέλους, αφημένους στά ημέτερα σαγόνια.

Ακροβάτησα λίγο καί ευρέθην ανάμεσα στά πόδια της. Έσκυψα, μελέτησα τό τόξον καί τό π στήν μεθόριον κλειτορίδας καί κόλπου της. Οι πόροι τής γλώττης μου καλκουλεήταραν τάς αποστάσεις καί πάτησαν τό μέμορυ+. Τότε, ένα σαμαράκι σχηματιζόμενο στό στρώμα, σκούντησε τό πέος μου προσπαθώντας νά τό κάμψη. Η ανεπιτυχία του μού έκανε αναπάντητη, δίδοντάς μου άλλες κατευθύνσεις καί άλλαξε τήν στάσιν τού σώματός μου.

Οριζοντιοποιήθην καί έψαξα στίς συστοιχίες φτέρης νά εύρω τό γκρόχε εργαλείον, πανάκεια ξηρασίας. Κέντραρα καί καταδύθηκα. Κινήθησαν όλα μπροστά μου, αστραπιαίως. Δέν ήκουσα τήν ανταπόκρισιν τών φωνητικών χορδών της, λίγο ήθελε γιά νά χιονισθούν όλα. Ήλθε αυτομάτως ο Νοέμβριος. Νεφελώθηκαν τά πάντα, η υγρασία πιρούνιαζε τό μεδούλι· ευχάριστα όμως. Η ρόκ έντ ρώλλ εναλλαγή κινήσεως τού κορμιού μου συνεχιζόταν κι άς μού αποσπούσαν τήν προσοχή δυό ανθισμένες θηλές σέ ανάταση. Έβαλα πολλά θαυμαστικά δίπλα τους, κόντευα νά τίς ματιάσω γι’αυτό καί πρός αποφυγήν βασκανίας, τίς έπτυσα. Η θολούρα μου όμως εμπόδιζε νά τίς πετύχω. Έτσι, προσέγγισα κι άλλο κι άλλο κι άλλο, τίς γράπωσα στό στρογγυλόν όμικρον τών χειλέων μου κι η λειχία τών ανυπόμονων θηλών, απέτρεψεν οριστικώς τό μάτιασμα τους.

Ένας μακρόσυρτος αναστεναγμός της, μέ έσπρωξε πρός τά πίσω· πείσμωσα πολύ, προσπάθησα νά επανέλθω. Κάποιες δυσκολίες συντονισμού μέ αποπροσανατόλισαν, όχι όμως γιά πολύ. Δριμύτερος καί έν θριάμβω, ξανάσκασα μύτη αφήνοντας παραδίπλα δισταγμούς καί εγωίστισα λίγο. Λίγο; Μάλλον πολύ. Πολύ, ναί.

Όλα διεκόπησαν χαλαστικώς απότομα.

Μέ είχε πιάσει ακράτεια…

Κυριακή, Μαρτίου 26, 2006

Όλα στά κάρβουνα, μάστορα!

Όλοι οι προοδευτικούληδες κάνουν χάι μέ τήν πρόσφατη εξέλιξη/νομοθέτηση. Τουλάχιστον όμως, τά αποπαίδια, τά ορφανόπουλα, τά έκθετα τών παλαιομαρξιστών δέν θά έπρεπε νά χαλιούνται μέ τήν ταφή.

Διότι τί πιό τσιτατοειδές καί θεμελιώδες γιά τήν ιδεολογία των, τό Θέση – αντίθεση – σύνθεση ………… αποσύνθεση.

Βουρτσείως, πλέον, θά κλαίη ο μπάρμπα Κάρολος, όταν θά υπερασπίζωνται τήν καύση, τά τής ζωής ρετάλια, οι φύρες προσωπικοτήτων, οι οπαδοί του.

Παρασκευή, Μαρτίου 24, 2006

Προλαβαίνουμε; Είναι παραμονή!

Μά πού πήγαν όλοι αυτοί πού επιστρατεύουν (παραχαράσσοντας) τόν Ισοκράτη υποστηρίζοντες ότι ένας μονεγάσκος πού χού μπορεί νά γίνη ελλαδιστιανός εάν προηγουμένως μελετήση επισταμένως, τήν Μελέτη τού Περιβάλλοντος τής Δ΄ δημοτικού;

Μήπως τά γεράνια έχουν φουντώσει υπέρ τού δέοντος στά παραθύρια τών καναλιών καί δέν μπορούν νά εμφανίζωνται ανακρινόμενοι από περσονάρες τής τού βού; Άς πολιτικεπιστρατευθεί επιτέλους, κάποιος κηπουρός νά κλαδέψη τά ροζέ καί φούξια τζιράνθια ώστε νά προσφερθή πεδίον δόξης λαμπρόν γιά τούς αλβανολάγνους!

Καί τότε, καθώς μεγαλοπρεπώς θά προβάλλουν στά παραθύρια γιά νά αρχίσουν τίς βαθυστόχαστες αυνανείες τους, άς κάνουν ένα βήμα παραπάνω (όλα εμείς πρέπει νά τούς τά λέμε πιά;) καί νά ασχοληθούν μέ τήν επαρχία. Γιατί, αλήθεια, δέν βγάζουν (δεκάρικους εννοείται) λόγους υποστήριξης πρός τούς τούρκους (ο αυτοπροσδιορισμός είναι βασικό δημοκρατικό δικαίωμα, οπότε: «Τούρκοι») τής Θράκης; Γιατί δέν επιλέγουν κάποιο μουσουλμανάκι μαθητόπουλο, γυμνασιόπαιδα ή λυκειόπαιδα καί νά τού δώσουν τήν σημαία/πανί ενόψει τής αυριανής παρελάσεως; Έλλην πολίτης δέν είναι καί τό τουρκάκι; Έλληνας! Τόσα χρόνια μελετά τό : «η γλώσσα μου» τόσα έχει μάθει περί αριθμητικής, γιά τήν ελληνική ιστορία... Οι γονείς, οι παππούδες μιά ζωή στήν Θράκη... Γιατί νά μήν τιμήση τό τουρκάκι – απόγονος τού Κιουταχή π.χ. τήν ελληνική σημαία/πανί;

Ναί, ναί διότι ο φέρων τό πανί, τό τιμά καί όχι αντίστροφα. Ο τούρκος δηλαδής, κατά τήν 25η Μαρτίου, ο αλβανός τήν 28η Οκτωβρίου, ο άγγλος ενδεχομένως τήν 1η Απριλίου (έναρξη ΕΟΚΑ, απαγχονισμοί από τούς άγγλους, κυπρίων αγωνιστών)...

Γι’αυτό λοιπόν, όλοι αυτοί οι βιαστές τού φυσιολογικού άς μαζέψουν δύναμη καί νά απονείμουν μιά σημαία – γιά τήν αυριανή παρέλαση - σέ κάποιο τουρκάκι (υποψήφιο γκρίζο λυκόπουλο άμα λάχει) κι αυτό, μέ χαμόγελο «πόσο μαλάκες είστε» νά παρελαύνη μέ μιά ξεκάθαρη έκφραση νίκης στό πρόσωπό του, ακατάβλητη πεποίθηση γιά τόν νύν καί αεί γραικυλισμό κάποιων, γιά τό πόσο πολύ ραγιάδες γεννήθηκαν καί περισσότερο θά πεθάνουν, γιά τό μιά έκ νέου τουρκοκρατία θά ήτο μιά καλή λύσις...



ΣΕ ΤΟΥΡΚΟ Η ΣΗΜΑΙΑ !

Ισορροπία σύμπαντος κόσμου.

Δέν πρέπει, έπ'ουδενί νά διαταραχθή, ναί.

Υπέρ τών ευσεβεστάτων δεκανέων.


- Τί δώρο θέλεις νά σέ πάρω, Λάκη μου, πού αύριο γιορτάζεις, πουλί μου;!; Ε;

- Χεχε! Γιορτάζω, ναί! Δώρο; Χμ... Θά ήθελα μιά χρονομηχανή καλό μου θείο! Μιά χρονομηχανή, νά τήν δώκω στούς τόν μπόιτσο κλαίγανε αντιμιλιταριστές, ντεμέκ ειρηνιστές, κλάιν μάιν αντιπατριώτες. Νά ταξιδεύσουν 15-20 χρόνια πίσω στήν Μόσχα, στήν ερυθρά πλατεία.
Σέ κάποιαν επέτειο τής οκτωβριανής επανάστασης.
Νά αράξουν κάτω από μιά άς πούμε μοσχόβιον νερατζιά καί βλέποντες γρασαρισμένα άρματα, ευθυτενείς οπλίτες, γυαλισμένα καί ορεξάτα καλάσνικωφ, υπερσύγχρονους πυραύλους νά παρελαύνουν κάτω από τά τεράστια πορτραίτα τών Μάρξ, Ένγκελς, Λένιν, Στάλιν, νά εκσπερματώνουν από τήν χαρά, τήν εξύψωση τού ιδεολογικού του φρονήματος, τήν απιστεύτου καύλα καθώς αί ερυθραί σημαίαι θά γαργαλούν τά οπίσθια καί τήν πλάτη των, νά κορδώνουν διότι θά βλέπουν τήν ατσάλινη κατάσταση τών οργάνων τού καθεστώτος, αυτού τού επιγείου παραδείσου.
Σπασμωδική, ξετρελλαμένη, ακράτητη κορύφωση όχι όμως μέ γενετικό υλικό αλλά πνευματική εξαχρείωση, κομπλεξισμό βάθους κόλπου Γαβριέλλας, χολερισμό βικτωριανής αγγλίας.
Κι όταν πέση η μπαταρία τής χρονομηχανής, κι επιστρέψουν στό ελλαδιστάν τού 2006 μ.Χ. θά σκουπίσουν τήν υγρή ουρήθρα τους, αυτά τά κατακάθια τής πρωκτικής σκέψης καί θά αρχίσουν. Θά αρχίσουν νά μιλάνε γιά τήν οπισθοδρομικότητα τών παρελάσεων, τό ηλίθιον τέτοιων κινήσεων, γιά τήν μίμηση κάποιων αφρικανικών χωρών καί τής αλβανίας όσον αφορά τίς παρελάσεις*, τόν φασισμό, τόν ελληναραδισμό καί λοιπές άλλες ρανίδες σπέρματος.

* Μπά; Έγινες καί ρατσιστής χρησιμοποιών αρνητικό παράδειγμα τό Ζαΐρ καί τήν Αλβανία; Πιπέρι στό στόμα, τζουτζούκο μου...


Τρίτη, Μαρτίου 21, 2006

Θυμητήρι.

Ξέχασα τελείως νά μέ ευχηθώ:
Καλήν άνοιξιν νά έχωμε!

Θά εκλείψουν, συνεπώς, οι λόγοι γιά παραπάνω φαινόμενα ώστε απερίσπαστοι νά αφοσιωθούμε στά ζητήματα τής εργατικής τάξης.

- Νομίζεις; - Νομίζεις!

Αυτός ο μαλάκας (είτε ώς φυσικόν πρόσωπο, είτε ώς φορεύς) θεσπίσας παγκόσμιον ημέρα τού ύπνου πόσο άχρηστος, ημισοδουλειάς, αεριτζής είναι; Κάνεις βρέ γαμίδη πού κάνεις μιά αρχή, εισηγήσου μέ σάν μαξιλάρια αρχίδια, 24ωρον ύπνον τήν ημέραν ταύτην. Παγκοσμίως κιόλας. Δηλαδή βρέ παλιομινάρα, τήν 31η Οκτωβρίου (αποταμίευσις) βάζεις τσίτα στό στέρεο τό «Θά τά κάψω τά ρημάδια τά λεφτά μου;» Στίς 15 Μαΐου (οικογένεια), τό παίζεις μαρξιστής και λογίζεις αστικό κατάλοιπο τόν θεσμόν τούτο; Η 30ή Μαρτίου (αντισύλληψις) σέ βρίσκει ακράτητο, σέ βρίσκει θαλασσινοφαγωμένο, σέ βρίσκει κατακόκκινο καί γυμνό νά εισβάλλης στά ριζιά τού ταιριού σου χωρίς καμιά διάθεση ανάσχεσης τήν κρίσιμη υγρασίας στιγμή; Τήν 26η Ιουνίου (ναρκωτικά) γυρεύεις εισιτήρια τού μετρό, πρώτη ύλη γιά άπειρες τζιβάνες, στρίβεις ’γάρα καί πατηκώνεις σέ κάτι τελειωμένες πρώην γκόμενες; (τί ατυχές παράδειγμα! Τό μαύρο δέν είναι ντράγκ βρέ μαλάκα! Υποκατάστατο τού μουρουνελαίου είναι καί τού βασιλικού πολτού!). Καί στίς 21 Σεπτεμβρίου (άνευ τουτού) μπαίνεις στό κωλάμαξό σου καί κάνεις συνεχείς κύκλους σέ κάποια στενάκια λίγο πάνω από τήν πλατεία Αιγύπτου καί στίς λεωφόρους τής Κυψέλης;

Ε;

Άντε γαμήσου τότε.

Μέρα ύπνου, μέρα πρέζας, μέρα μαλακίας, μέρα γαμωτοκκέ, μέρα αλβανού ευεργέτου, μέρα εμετού, μέρα κανωτονξύπνιο, μέρα δένγαμιόμαστε, μέρα σοδομίας!

- Ηρέμησε!
- Μιά κουβέντα είναι τό νά ηρεμήσω...
- Χμ... Σού αρκεί εάν σού πώ ότι σήμερις είναι η πρώτη ημέρα τής ανοίξεως! Ω γλυκύ μου έαρ! Σούγκαρ φρή όμως ε;;;;;
- Η πρώτη ημέρα ε; {Ηρέμησα!} Τί όμορφες οι αγκύλες! Σκέπτομαι νά τίς καθιερώσω!
- Χαίρομαι πού έκανες χάι! Νά πώ κι άλλα; Τήν Κυριακή αλλάζει η ώρα! Μεγαλώνει η μέρα! Θά έχη βάση τό «όσο νυχτώνει, η πόιτσα μεγαλώνει!»
- Όχι ρέ φίλε! Δέν τήν αντέχω τόση ευτυχία! Πότε είναι η μέρα τής ευθανασίας;


Τί καλοκαίρι καί μαλακίες! Χειμώνας!

Δευτέρα, Μαρτίου 20, 2006

Η φλόγα πού δέν τρέμει.

Μέ τελείωσαν τά ρεσώ αλλά δέν πάω στό car****** νά πάρω άλλα διότι εκεί, είναι πιό ακριβά άπ’ό,τι στό ικ** τό οποίον όμως κείται μακράν… Ευτυχώς πού αύριον έχομε ισημερίαν καί γενικώς η ημέρα μεγαλώνει.

...Et tument modice

Ωιμέ! Ένα όνειρο… Λίγο ήθελε, λίγο περισσότερα οκτάνια γιά νά χαρακτηρισθή εφιάλτης…

Σηκώθηκα απότομα καί μέρος τής προσόψεώς μου, θύμιζε προτεταμένο G3 μποντιγκαρά οπλίτου ολίγον πρό τού «προχώρει στό παρασύνθημα!». Ανατρίχιασα μέ τίς θύμησες τών στρατώνων, τών θαλάμων καί τών εν αυτοίς γεμάτων τεστοστερόνη ανδρών, ανατρίχιασα καί μέ αυτό τό χαρακτηριστικόν, στεγνωτικόν ιδρώτος, αεράκι ησύχων θερινών πρωινών.

Γύρισα νά ρίξω κάτι πάνω μου καί είδα τόν Παναγιώτη γυμνό κι αυτόν, στό ημίδιπλο κρεβάτι νά απολαμβάνη τίς εσχατιές τού ύπνου. Μιά έκφραση δυστροπίας εδράστηκε στό πρόσωπό του, ακολούθησαν καί κάποιες (ανησυχητικές) απότομες, σπασμωδικές κινήσεις στό κεφάλι του. Πλησίασα καί άρχισα νά τόν χαϊδεύω στόν γραμμωμένο μηρό του, προσπαθώντας νά τόν ξυπνήσω...

- Παναγιώτη… Παναγιώτη...

Κι αυτός, ακινητοποίησας το κεφάλι, άνοιξε απότομα τά μάτια του, μέ κύτταξε καί φάνηκε κάπως νά ηρεμή αντιλαμβανόμενος τίς μορφεϊκές παραισθήσεις.

- Είσαι εντάξει Πάνο μου;

- Πωπώ, ένα κωλόνειρο, Λεοπόλδε...

Έσκυψε, έκλεισε τά μάτια εντελώς παιδικώ τώ τρόπω κι έτριψε τό μέτωπο, σέρνοντας μιά ρανίδα ιδρώτος.

- Κι εγώ από έναν ολίγον από εφιάλτη σηκώθηκα. Πήγαινα στό καμπινετήριο αλλά σέ είδα νά ανησυχιέσαι καί σταμάτησα.

Χαμογέλασε ο Παναγιώτης, χαμογέλασε καί μέ φίλησε. Κι όταν η γλώττα του απηλευθερώθη μέ ρώτησε.

- Τί όνειρο; Χειρότερον από τό δικό μου, αποκλείεται...

Λιγωμένος από τό λαίμαργο φιλί του, δυσκολεύτηκα νά συγκεντρωθώ. Όχι εντελώς μέ τό μυαλό μου μακράν από τήν ανατομία του, ξεκίνησα νά αναφέρω.

- Σέ είδα νά είσαι κάπελας σέ ένα νησί. Ήλθον απροειδοποιήτως, εισήλθον τώ καπηλειώ, σέ είδα νά ομιλής στήν λαντζέρισσα δίδων οδηγίας γιά τήν τού τύρου ποσότητα τού μπουγιουρντέως. Μέ είδες, εξεπλάγης, κίνησες νά μέ αγκαλιάσης καλωσορίζων με, σέ ζήτησα όμως, κατ’αρχήν νά ξεμπερδεύης μέ τήν δουλειά σου καί κατόπιν αι διαχυτικότητες. Μπόρεσα νά διακρίνω στήν λατζέρισσα τήν χωρίς αμφιβολία, μιά κάποια συμπ.

Αποτόμως ο Παναγιώτης, ηγέρθη καί κάθησε οκλαδόν στό κρεβάτι. Μού έπιασε τά χέρια, μέ κύτταξε καρφωτικά στά μάτια, τών οποίων μου τό οπτικόν πεδίον, δυσκόλως ξέφευγε από τό όρθιον καί δύσκαμπτον μόριόν του όπερ μέ σημάδευε. Διήνθισε βλέμμα, φωνή, πρόσωπο μέ οξεία ταραχή καί μέ ρωτησε.

- Δέν μέ λές μαλακίες ε;… Κι εγώ τό ίδιο είδα… Ακριβώς… Θυμάσαι τήν λατζέρισσα; Εε;

Καίτοι κίνησα θετικώς τό κεφάλι μου, θυμόμην ότι δέν είχα δει τό πρόσωπόν της… Όχι ότι δέν θυμόμην εάν τό είχα δεί· θυμόμην – κατηγορηματικώς ότι δέν τό είχα δεί.

- Ήταν η Ράτσω ρέ! Μόνο στήν θύμησίν της τώρα ανατριχιάζω, ήτο ξέρεις, λίαν ζωντανός κι ο φόβος μου, η δυσφορία μάλλον, τήν ώρα τού ενυπνίου… Έσύ δέν τήν είδες;

- Όχι… Αλλά τώρα πού τό λες… Εκείνη η μυρωδιά… Τού πολυκαιρισμένου φασκόμηλου… Τού υγρού φασκόμηλου πού μόνον η κυρά Ράτσω είχε… Ναί…

Έξω, ήταν ακόμη λυκαυγές καί ακουγόταν ένα αστικόν λεωφορείον νά απομακρύνηται. Ο θνήσκων θόρυβος έδωσε τήν θέση του σέ μιά φραση γιά τήν οποίαν δέν θελήσαμε νά παραδεχθούμε ότι δέν προήρχετο άπό τήν τηλεόραση πού δέν γινόταν νά είναι ανοικτή.

- Θέλετε κάστανα; Προτιμότερα άπό τό μπουγιουρντί…

Ψάχνω τήν Καραΐνδρου μου…

Τήλος ή Κύθηρα;

Πρίν άπό περίπου 67 ώρες προσπαθούσα νά εύρω μιά κώμη… Παπάρια όμως… Μά πού στόν μπόιτσο ήτο ;

Λές κάποια, φαλακρών γνάθων γριά νά τήν κατηράσθη σάν τήν Χουχού στό Χαμένο Νησί τού Μ.Κ.;

Έκανε τήν δύσκολη η filthyκώμη… Μα σέ παρακαλώ… Έχω καλόν σκοπόν… Μά έλα σέ λέω! Ή μάλλον όχι... Εγώ έπρεπε νά έλθω! Αλλά δέν σέ βρήκα. Τήν επομένη φορά, ίσως.

Μά λιγκαλάιζ ίτ επιτέλους!



Έντελώς ίμερος η πυρόξανθος λέμε!

Έλα νά πιάσω λίγο μαγουλάκι!

Στέρεο νόβα σέ σπανιόλικο ματζόρε
Πωπώ καλοκαιρία! Οσονούπω, καλοκαίρι… Θά πήξωμε άπό τίς φωτογραφίες στά βλευκώματα. Φωτογραφίες αποκαλυπτικά κρύφιες αλλά καί κωδικοποιημένα μαρτυριάρικες. Είναι κι αυτό ένα μέρος της μεθόδου «βάστα τοίχε θά σμπρώξω» ή καλλίτερα «βάστα τοίχε θά (μέ) σμπρώξη»… Μιά γνωστή μου άπό εδώ (ή μήπως μιά εδώ γνωστή μου;) μέ τό ψαρωτικόν όνομα Ευδοκία μού έλεγε - ανήμερα τής εορτής της προσπαθούσα νά μήν σκαλώση στά Αίγίνης ότι μπορεί νά κλειδ –

Τέλος πάντων δέν έχει καί πολλήν σημασία ρέ λακαμά, τί έλεγε – τά άκουγες εξάλλου! Τώρα, άν η προσοχή σου ήταν στήν Αλεξίου καί στό «τό ξέρω πιά δέν μ’αγαπάς, μά πιό πολύ μέ νοιάζει χωρίς «άχ, τελειώνω!!!» πού θά πάς στήν μπόρα καί στ’αγιάζι» ζbούτσαμ, βαριέμαι νά πληκτρολογάω…

Είχαν ενδιαφέρον πού λές, τά λεγόμενά της, κάθε παρατήρησίς της συναντάται στά βλευκώματα τής βλογοσφαίρας. Προσπαθώ ώστε κάθε νάμα της νά μέ κάνη μάγκα καί νά εύρω, έν τέλει, τήν συνταγή ώστε νά «σκοράρω» ρέ! Τό θέλω πολύ.

Πώς θά σκοράρω; Χμ… Δέν ξέρω πώς… Αλλά ξέρω πότε… Όπως κι η τύπισσα μού διηγήθη, βάσει προσωπικών αυτής εμπειριών, νά είσαι σίγουρος ότι όταν μετά άπό πολλά μηνύματα ράβε ξήλωνε σέ άλλα βλευκώματα, κατόπιν πολλών πόστς μέ ερωτήσεις/παρατηρήσεις/συμβουλές εκεί, μέ δής νά σκάω, νά μήν ξαναφήσω ποστάκι, τότε βέβαιος νά είης ότι είμαι πολύ κοντά στό «γκόλ». Ή γιά νά σέ δώκω πιότερο νά καταλάβης, πλήν τού «γκόλ», θά είμαι εγγύς αβέρτα στό «κοντρόλ μέ τό στήθος»…



Νά βρέ, τά τεκμήρια γιά τό μαρσάρισμα πρίν από τό μέ τό θέρος κατάληξη , ταξείδι...

Τό τού βερύκοκου άνθος δρομολογεί, στό βάθος, τό θέρος.

Κυριακή, Μαρτίου 19, 2006

Βιάζομαι, δέν προλαβαίνω νά υπερτιτλιάσω.

Μηρυκάζοντας χολή πρός οιοδήποτε παίζει τόν ρόλο χαλικιού μέσα στό παπούτσι μας, βρίσκουμε κάποιο κενό καί χαμογελάμε, όταν παρατώντας Μικρούτσικο καί Τατιάνα, βλέπουμε Πανταζή καί Άντζελα νά τονίζουν ότι:

- Οι λαοί δέν έχουν νά χωρίσουν τίποτε. Οι ηγέτες, οι πολιτικοί μάς βάζουν σέ τέτοια τριπάκια, ισχυρίζεται η Λαίδη Άντζυ.

Καίτοι θαυμασταί πεισιθανάτων τόν μπόιτσο κλαίγανε, τραγουδοποιών γουστάρουμε μέ όλα αυτά διότι έρχονται καί δένουν μέ τήν πολιτική ιδεολογία μας. Μιά πολιτική ιδεολογία, μαζοχική κυρίως, χριζούσης περιθάλψεως άπό ιπποκρατομνύους τύπους. Ειμαστε νενέκοι όχι επειδη τήν έχουμε ψάξει αλλά διότι απηυδήσαμε μέσα στήν συμπλεγματική ανθυπομετριότητά μας (ούτε κάν μιά aurea mediocritas), στήν κατάσταση κάμπιας χωρίς πιθανότητα πεταλούδας.

Αυτά… Πού λες, προχθές ο Βουλγαράκης, σέ κάποια εκδήλωση, ανεκοίνωσε τήν αναβαθμιση τών κρατικών βραβείων λογοτεχνικής μετάφρασης. Θεσπίστηκε, γιά τήν μετάφραση δοκιμιακού ή θεωρητικού έργου, βραβείο Παναγιώτη Κονδύλη. Νά αναφερθή τίς ήτο ο Π.Κ. είναι όχι περιττόν βεβαίως αλλά λίγο παράταιρο. Αρκεί η παράθεση ενός μικρού αλλά λίαν χαρακτηριστικού κειμένου του.

Σέ κάποιο έργο του (Θεωρία τού Πολέμου, εκδόσεις Θεμέλιο) ο κορυφαίος αυτός Έλλην φιλόσοφος τού προηγουμένου αιώνος, γράφει:

«Στη συγκαιρινή μας Τουρκία δέν υπάρχει η παραμικρή ή σοβαρή ένδειξη ότι τμήματα του λαού αποδοκιμάζουν μέ οποιονδήποτε τρόπο τήν εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεων του, καί ιδιαίτερα στο Αιγαίο καί τήν Κύπρο, όλες οι δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν ακριβώς τό αντίθετο.

Δέν του είναι γνωστή καμία ομαδική διαμαρτυρία γιά τήν εκδίωξη του ελληνικού στοιχείου από τήν Κωνσταντινούπολη, τήν Ίμβρο, τήν Τένεδο, ούτε γιά τον εποικισμό της βορείου Κύπρου. Αυτό διόλου δέν σημαίνει ότι κάθε Τούρκος μισεί κάθε Έλληνα, τό ίδιο όπως καί διόλου δέν μισεί προσωπικά κάθε Έλληνας τον κάθε Σκοπιανό όταν του αρνείται νά ονομάζει τό κράτος του «Μακεδονία».

Πρόκειται γιά δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, γιά αυτό καί υποπίπτουν σέ μια σοβαρή οφθαλμαπάτη όσοι μετά από μία εγκάρδια προσωπική επαφή ή μετά από μία κοινή μπουζουκοκατάνυξη μέ Τούρκους βγάζουν εσπευσμένα πολιτικά συμπεράσματα - χωρίς βέβαια νά έχουν ποτέ αποσπάσει από τους συνομιλητές, συμπότες ή συμπαίκτες τους μία δεσμευτική δήλωση υπέρ μιας συγκεκριμένης ελληνικής καί εναντίον μιας συγκεκριμένης τουρκικής θέσεως.

Η αρχή ότι «οι λαοί δέν έχουν νά μοιράσουν τίποτε μεταξύ τους» αποτελεί εφεύρεση όχι των λαών, αλλά των διανοούμενων, γι’ αυτό άλλωστε δέν αποσύρεται ποτέ, όσο κι αν τήν διαψεύδει η εμπειρία. Αντίθετα, η εμπειρία μεθερμηνεύεται κατάλληλα, έτσι ώστε νά παραμένει αλώβητη η αρχή.

Η τιθάσευση της Τουρκίας μέσω της εντάξεως της στην «Ευρώπη» συνδέεται στενά μέ τις ελπίδες καί τά σφάλματα της ελληνικής πολιτικής. Τό πόσο φρούδες είναι οι ελπίδες τό ομολογεί συνεχώς καί άθελα της η ίδια η ελληνική πλευρά, όταν από τη μία μεριά ισχυρίζεται ότι η αποδοχή των «ευρωπαϊκών αξιών» θά κάνει τήν Τουρκία «πολιτισμένο» καί φιλειρηνικό κράτος, ενώ συνάμα από τήν άλλη είναι υποχρεωμένη νά διαπιστώνει στην πράξη ότι οι Ευρωπαίοι φορείς των «αξιών» τις μεταχειρίζονται πολύ επιλεκτικά καί τις προσπερνούν μέ άνεση όποτε τό κρίνουν συμφέρον, άρα η αποδοχή των «ευρωπαϊκών αξιών» δέν φαίνεται νά βελτιώνει καθ’ εαυτήν τά ήθη.

Τά σφάλματα, πάλι, προκύπτουν από μιαν κακή εκτίμηση της σημασίας της «Ευρώπης» γιά τήν ανερχόμενη Τουρκία. Επειδή η Ελλάδα, αδυνατώντας νά σταθεί μοναχή στα πόδια της, περιμένει τά πλείστα ή τά πάντα από τους άλλους, τείνει εύλογα νά προβάλλει τη δική της κατάσταση καί διάθεση στην κατάσταση καί διάθεση άλλων, νομίζοντας π.χ. ότι η «Ευρώπη» έχει γιά τήν Τουρκία τήν ίδια απόλυτη σημασία όσο γιά τήν Ελλάδα. Γιά τήν Ευρασιατική Τουρκία η Ευρώπη είναι μόνον ένα πεδίο δραστηριοτήτων ανάμεσα σέ άλλα, ενώ γιά τήν Ελλάδα αποτελεί τό μοναδικό, γιατί στα Βαλκάνια δέν μπορεί νά παίξει ηγεμονικό ρόλο καί αυτός βέβαια δέν επιτυγχάνεται επειδή δέκα μικρομεσαίοι κάνουν κέρδη στη Ρουμανία.

Η Τουρκία θά προσπαθήσει νά προσαρμόσει τήν ΕΕ στις επιδιώξεις της, νά κερδίσει τη μάζα.

Στο μελλοντικό πολυετές παζάρι - διελκυστίδα μεταξύ ΕΕ - Τουρκίας, η Ευρώπη δέν θά μπορεί νά ικανοποιεί τις απαιτήσεις της Τουρκίας

Κατά πάσαν πιθανότητα τά σπασμένα του παζαριού θά τά πληρώσει η Ελλάδα. Γιατί τά ισχυρότερα μέλη της ΕΕ θά επιδιώκουν νά κατευνάζουν τήν Τουρκία μέ ελληνικά έξοδα (Αιγαίο, Κύπρο, κλπ).

Αν αυτό πράγματι συμβεί τότε θά δούμε μια ακόμη από τις τραγικές εκείνες ειρωνείες, τις οποίες τόσο συνηθίζει η Ιστορία. Ενώ δηλαδή η Ελλάδα προσανατολίσθηκε ψυχή τε καί σώματι στην «Ευρώπη» γιά νά διασφαλισθεί από τον τουρκικό κίνδυνο, ακριβώς ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της θά μεταβληθεί σέ όργανο de facto μετατροπής της σέ δορυφόρο της Τουρκίας.

Η τουρκική επιρροή θά ασκείται στην Ελλάδα «μετριασμένη» μέσω ευρωπαϊκών καί αμερικανικών αγωγών καί τότε η Ελλάδα θά υποχρεωθεί νά θεωρεί τις «παραχωρήσεις» καί τήν ενδοτική πολιτική ως αυτονόητο καθήκον του «εξευρωπαϊσμού» της (ποιος ασχολείται άλλωστε μέ ξεπερασμένους εθνικιστικούς απαβισμούς;)

Η λύση βέβαια γιά τήν εθνική βιωσιμότητα σέ παραγωγική βάση αποτελεί προϋπόθεση γιά τήν άσκηση σοβαρής εξωτερικής πολιτικής. Οι εθνικοί πόροι πρέπει νά αντιμετωπίζονται μέ γεωπολιτικά καί στρατηγικά κριτήρια. Τό 1% του εθνικού εισοδήματος πού προέρχεται από τον τουρισμό δέν είναι τό ίδιο μέ τό 1% πού δίνει μια σύγχρονη εξοπλιστική βιομηχανία.

Η Ελλάδα μεταβάλλεται σταθερά σέ χώρα μέ περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα, ενώ η στάση της γίνεται όλο καί περισσότερο παθητική ή αντιφατική.

Η πορεία δορυφοροποιήσεως της Ελλάδος προς τήν Τουρκία μέσω του «ευρωπαϊκού» δρόμου της Τουρκίας είναι τό εύγλωττο επιφαινόμενο μιας βαθύτερης ιστορικής κοπώσεως, μιας προϊούσας, ηδονικής μάλιστα παραλύσεως. Η πορεία των πραγμάτων είναι αντικειμενικά τρομακτική καί ψυχολογικά αφόρητη: η ειρήνη σημαίνει γιά τήν Ελλάδα δορυφοροποίηση.

Δυστυχώς οι μετριότητες, υπομετριότητες καί ανθυπομετριότητες, πού συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό καί παραπολιτικό κόσμο δέν έχουν τό ανάστημα νά θέσουν καί νά λύσουν προβλήματα τέτοιας εκτάσεως καί τέτοιου βάθους.»

ΥΓ: Η μαλακία δέν μπορεί νά φορτώση φώτο…

Πέμπτη, Μαρτίου 16, 2006

Κάπως έτσι...

Ζητούσα τά μεγάλα τά κυνήγια

κι όπως δέν ήμουν μάγκας καί νταής

περνούσα τά δικά σου δικαστήρια

αφού στόν Άδη μέσα θά μέ βρής

νά μέ δικάσης πάλι μέ μαρτύρια

καί σάν κακούργο νά μέ τιμωρής.

Πωπώ! Αγνώριστος έγινες μωρ'αδερφάκι μου!

Δέν μού έχει ξανασυμβεί. Νά βγώ στόν δρόμο (γιά τήν καθιερωμένη πρωινή βόλτα πρός ένα κτήριο μέ γραφεία καί υπολογιστές πού κάποιοι τήν λεν δουλειά) καί νά μήν θυμάμαι πού στό μπόϊτσο έχω αφήσει τό τουτού.

Δέν μού έχει ξανασυμβεί.

Πήγα σέ μιά γωνία, στόν δρόμο έξωθεν τού σπιτιού μου αλλά τό εκεί μουσταρδί όπελ καντέτ είχε στρογγυλοκαθήσει στό μέρος ένθα είχα χθεσιναφήσει τό (πολυαγαπημένο μου) σίμκα.

Τρόμαξα! «Γαμώ τό στανιό μου»... Μ’έπιασε τρέμουλο! «Τί αμαρτίαν έπραξα σαρακοστιανώς καί τιμωρούμαι;» Αποσυγκεντρώθην! «Έχει καί καλόν καιρό κι εγώ τώρα θά αρχίσω νά γαμιέμαι...» Εσφίχθην! «Σκέψου ρέ μαλάκα! Πού τό άφησες χθές; Θυμήσου, άχρηστε!» Κιαλλοσφίχθην! «Εδώ τό άφησες! Δέν θυμάσαι πού πέρασες αυτό τό σημείο φτύνοντας, πρίν μπείς σπίτι;» Πανικοβλήθην! «Ααααααααααααααααααα!» Συνεβιβάσθην μέ τήν κατάσταση! «Καημένο μου Σίμκα!»

Κι επειδή η ίασις είναι γείτων τού οικτιρμού, προσπάθησα νά πλάσω μιά μαλακία (ιστορία παναπεί) ώστε νά μήν μέ πάρη εντελώς από κάτω...

Κι άρχισα νά εξηγώ στόν έαυτό μου τί ακριβώς συνέβη:

Δέν έκλεψε κανείς τό Σίμκα ρέ... Εδώ είναι, δέν τό βλέπεις; Εδώ... Τό καντέτ, είναι τό σίμκα. Εχθές τό βράδυ (νύκτα) αφού τό κλείδωσας, καί πήγες γιά νάνι άρχισαν νά κατηφορίζουν κάτι νερά. Γιά πολλήν ώρα – όσο χρειάζεται ένας μέσος νούς νά μάθη κάποιον ινδικό χορό, Bharata Natyam άς πούμε – τά ύδατα αυτά, στόλιζαν τά λάστιχα. Κι οι στάλες εμποδιζόμενες από κάτι μπετοειδή ογκίδια πεσμένα χαμαί, έβρεχαν τήν ποδιά τού τουτού αλλά καί τόν θώρακά του... Κανείς δέν θά μάθη ποτέ ότι αυτά τά ύδατα δέν ήσαν όμβρια τοιαύτα αλλά αποβαλλόμενα νερά από ένα μή παραδοσιακόν μπογατσάδικο. Ένεκα τής υπερτάτου ύβρης, νά ετοιμάζωσιν δηλαδή, θνητοί μή μακεδόνες, μπογάτσες, τό νερό απέκτησε μιά γάμησέ τα οξειδωτική ικανότητα. Καί όχι μόνον... Κάτι χαμινάκια διερχόμενα τήν οδόν ταύτην έν μέσω σκέψεων καί υγρού καπνού, έφτυσαν. Η χημική αντίδρασις μέ τά νερά πού λέγαμε πρίν, άρχισε μιά χαμαιλεοντική φιγούρα χορού καί τό μώβ έγινε μουσταρδί. Έτσι απλά, χωρίς κάτι άλλο. Χωρίς εξήγηση ήτις ενδεχομένως νά χρειαζόταν η (ελάχιστα πιό μετά) κατουρόστασις μιάς κεραμιδογαλής στόν αριστερόν οπίσθιον τροχόν. Τά ούρα της μέ μπόλικα βακτήρια λοιμώξεως, αναδεύοντα τά ήδη υπάρχοντα υγρά, έκαναν τό σίμκα, όπελ καντέτ... Απότομα, χωρίς ενδιάμεσα στάδια καί σταδιακές, βαθμιαίες μεταβολές. Μόνο ένα νιαουρητό φόβαπορίας ενώπιον τού «φλούπ» τής αλλαγής. Αυτά τά ολίγα ρέ Βαγγέλη. Αυτά... Τί ψάχνεις μωρέ... Χαλαρά... Τί ; Τί ψάχνεις; Κλειδιά; Δέν κάνουν αυτά; Δέν κάνουν τά νύν ναί, λογικό. Ψάξε όμως κάνα ψιλό γιά ταξί καλλίτερα...



Άσχετο υστερόγραφο...

Νά σού πώ... Μέ πιάνεις ε; Κάνε άλτ παρέα μέ έφ τέσσερα κι άντε γαμήσου. Άντε αλλού, σέ άλλα μέρη. Θένκς γιά τήν κατανόηση καί – κυρίως - γιά τήν σπιρτάδα.

Τρίτη, Μαρτίου 14, 2006

Ευ-εσμός τιποτένιων.


Χμ… Καπουκάτι διάβασα γιά τό ότι στόν Εύοσμο λέει, οι κατοίκοι του λέει, δέν θέλουν νά δημιουργηθή εστία γιά ψυχικά ασθενείς λέει… Μέ αδιαμφισβήτητη πλήρη πνευματική διαύγεια, οι ευοσμίται (χωρίς νά κρατούν μιά πισινή, μιάν αντίσταση αιδούς, διότι τό μέλλον δέν μάς έχει υπογράψει συμβόλαιο ότι όλοι οι συγγενείς μας θά γεννώνται σπίρτα αναμμένα) στέλνουν στό εξώτερο πύρ, αρρώστους ανθρώπους.

Πιότερο σχόλιο δέν χωρά....

Αυτό πού μού μέ κάνει κάργα εντύπωση είναι τό γιατί μέχρι τώρα, οι γνωστοί μαλάκες φωστήρες δέν έχουν ξεφυλλίσει τίς κωλότριχες τών διαμαρτυρομένων ευοσμιτών ώστε νά επισημανθή μιά κάποια σχέση τους μέ τόν... Καρατζαφέρη καί τήν αραχνόμαυρη ακροδεξιά!

Οι γνωστοί μαλάκες ναί, πού μοιριολογάνε γιά τήν Θεσ/νίκη τους, ένεκα τού φασίστα Καρατζαφέρη, αυτοί οι κόκκινοι φασίστες, οι χολερικοί ραψωδοί ανωμάλων ψυχοπαθών όπως ο Στάλιν π.χ. που κατά τ’άλλα τό παίζουν Λογική κι Ευαισθησία...

Δευτέρα, Μαρτίου 13, 2006

Δέκα μείον πέντε μείον πέντε...

Τό κέντρο τών Αθηνών τό αποφεύγω διά ροπάλου. Δέν αναφέρομαι σέ ώρες αιχμής, μέ τόν ήλιο στόν ουρανό καί τά ανοικτά μαγαζιά νά κυττάν τούς περαστικούς νά συνεσταλμενοθωρούν τές βιτρίνες των. (Προσέγγισις τής πόλης σέ τέτοιες στιγμές είναι κάτι πού δέν μπορεί νά επιτευχθή ούτε σέ μιά Αθήνα πού νά μοιάζη στήν κόδρειον γιαγιά της). Απλώς μιλάω γιά περιπτώσεις απογευματινής/βραδινής/νυκτερινής εξόδου. Όταν θά χρειαστή νά ανέβω Αθήνα τό λεπόν, ανοίγω λεκανοπεδίου χάρτες, google earth, παλαιά ημερολόγια καί καζαμίες μπάς καί θυμηθώ καμιά καβάτζα σταθμεύσεως.

Τεσπά... Τό βράδυ τής Παρασκευής ήτο γαμάτα ηδύ κι ευχάριστο. Είπα κι εγώ νά κινήσω μιά τσάρκα, όχι γιά κάποιον λόγο παρά μόνον διότι τό σίμκα μου έχει βαρεθεί νά τού βάζω τό πολύ μέχρι 3η ταχύτητα... Σκέφτηκα, προσπάθησα νά ανακαλέσω , κάποιες καβάτζες καί δόξα τώ Κύρω Γρανάζη, θυμήθηκα κάποια. Δυό τρία τελειωμένα, φοβιστερά, στενά, ανήλιαγα, κουτσουλιοπεριστερομύρων δρομάκια, κάθετα στήν Κολοκοτρώνη. Εγγυημένα. Υπήρχαν φορές πού καί σέ ώρες αιχμής εύρισκα άκρη... Οπότε, δέκα παρά, βράδυ (Ναί... Τό γαμάτα ηδύ κι ευχάριστο) θά προσεφέρετο.

Μετά τά μεσάνυκτα γυρίζοντας, βλέποντας στολισμένο το παρμπρίζ σκέφτηκα πόσο μέ ζήλο δουλευτιάρης ήταν ο μοιραστής φυλλαδίων. Ήταν όμως κλήσις... Κλήσις... Βγήκαν παγανιά οι κουφ*λες νύκτα Παρασκευής. Ναί.

Το λεπόν. Ο δήμος Αθηναίων φιλοδοξεί νά πάρη από εμένα κάτι γύρω στά 30 ευρώ. ΟΚ. Μάλλον θά τά πάρη. Άν όμως ξανανέβω Αθήνα νά πιώ κάναν νηφελλοκοκόζωμο γιά νά μού σπιντάρη τό φέρεσθαι, νά αλκοολίσω τό αίμα μου γιά πιό «ελεύθερες» κινήσεις, νά φάω κάναν σούβλακο γιά νά πεθυμήσω τά τού Πειραιώς μέ σάλτσα και τζατζίκι, τότε... Τότε νά ξέρης... Κάτι θά τρέχη μέ μένα. Κάτι ζόρικο καί μέ πολλά ερωτηματικά.

Μέχρι νά ισοσκελίσω τυχόν έσοδα τού έν λόγω δήμου από τά καφέ πού τού δίδουν ένα χί ποσοστόν από τόν καφέ, τήν βότκα καί τόν χυμό, τά οποία ΘΑ παρήγγελνα, δέν πρόκειται νά διαβώ τόν Ρουβικώνα (λέγε μέ Ηριδανό) καί νά ανέβω στήν μπασταρδούπολη. Όσο περνά από τό χέρι μου, έμμεσες προσόδους από εμένα, δέν θά έχη ο δήμος αυτός.







Ενθέρμως αφιερωμένο πρός Τελαμώνα Στόκο…


.

Κουλούρια, τσουρέκια κι ό,τι άλλο φουσκωτικό.


Η βρόχα είχε παύσει ώραν αρκετή, νομίζω ότι μέχρι καί η βρεγμενάδα της, τήν είχε ντηπαρτάρει...

Κι εγώ, ανέβαινα μιά λίαν αγαπησιάρικη (καίτοι είναι η δίοδος πρός τά φλώρικα τά βπ) λεωφόρο τού άστεως, εκπάγλου καλλονής, οδική αρτηρία πού πάντα μού θύμιζε βόλτα μέ σφιχτό αγκαζέ το οποίον χαλαρώνει μόνο γιά νά καθαρισθή ένα καστανάκι. (Λεωφόρος Κηφισίας δηλαδής νά'ούμ')

Στό ύψος τής Ζηρίδη, εκεί όπου ο αέρας είναι εννοείται διαφορετικός, έκανα αριστερά τό κεφάλι καί τήν είδα νά είναι μέν sugarfree αλλά από τώρα αρχιδοπρήζουσα.

Έχουμε Μάρτιο, 13η μέρα τού τουτουνού, τούτο όμως δέν εμποδάει καθόλου τούς διανομείς νά αρχίσουν νά μεγαλοστομιάζουν διά τεραστίων αφισσών ότι ο κώδικας Δαουίνσι θά παίζη στούς κινηματόγραφους καί τούς σινεμάδες κάπου από τίς 17 ή 19 Μαΐου...

Άχ όρχεις μου, ελλειψοειδώς σφαιρικοί, επιδυμίδος στολισμένοι, εγγυηταί συνεχείας!

Ώ όσχεον! Ολύμπιον μετερίζι, δημιουργική εστία, θαλπώρινη καβάτζα τού dna μου!

Ποιά μοίρα σας έτρωγε φασόλια καί πλέον τάρταρα άνοιας σάς προστρέχουν μ’ανοικτές αγκάλες!

Σάββατο, Μαρτίου 11, 2006

Κάθε καλοκαίρι, τόν θάνατο, στήν Βενετία.

Ο άπό τό τζάμι μπουκαριζόμενος ήλιος, είχε τέτοια κλίση πού μού θύμισε ημίτονο 45 μοιρών. Μαζύ μέ αυτό, θυμήθηκα καί μιά καθηγήτριά μου τών μαθηματικών· προεκάλει τόση σεξουαλική διέγερση όση δημιουργεί η θέα μιάς μασέλας στό μούσκιο. Μέ έπιασε ένα σύγκρυο, μιά αναγούλα, μιά κάποια ναρκοληπτική σκέψις παραιτήσεως άπό τά πάντα, τάχιστα όμως άλλαξε η διάθεσις μου ένεκα τό άσμα πού άκουγα στόν ραδιοσινδή, νά’ούμ’. Κι άρχισα νά τό τραγουδώ φωναχτερά φωναχτερά.

Κι αυτός ο ήλιος δέν έλεγε νά μήν μού υπενθυμίζη μιά κάποια στοματική μου παρατυπία… Πάνω στίς εντάσεις, στίς εκλάμψεις τού ρεφραίν τού ανεβασιάρικου άσματος, σμήνος σιελοσφαιριδίων μέ ταχύτητες φόρμουλα 1 παρέα μέ άπειρα φωτόνια, πάγαιναν πρός τό παρμπρίζ… Σάλια μου μέ ατίθασο καλπασμό πετάγονταν στά πέριξ.

Δέν σκάλωσα όμως, μ’αυτήν τήν μπουλουκοειδή εικόνα μου, μέ αυτήν τήν ασαβούαρβρη στάση… Εδώ δέν χαλάστηκα μέ τήν θύμηση τής μαθηματικού, σκέτη εμμηνόπαυση, θά μέ χάλαγαν δύο - τρία (ψιλεκθέτοντά με κάπως, γιά νά είμαι ειλικρινής) σαλάκια;

Γι’αυτό καί συνέχισα. Νά τραγουδώ συνέχισα. (Καί νά ακουσιοφτύνω βεβαίως). Δέν θέλω νά φανερώσω τό εντελώς περιεχόμενο τού τραγουδιού, διότι έτσι μειούται η αύρα του. Νομίζω (είμαι σχεδόν σίγουρος) ότι οι στίχοι του μέ τά ερωτικά του θέλω, αι βλέψεις αυτών καθώς επίσης καί αι αγαπησιάρικαι επισημάνσεις έσχον μαγικήν επίδραση.

Τό δίχως άλλο, θά έκαναν μιά σουφραζέτα νά καταταγή ανθυποχανούμισσα σέ κάποιο χαρέμι, μιάν καλογριά, υπάλληλο σέ σέξ σόπ στήν οδό Γερανιού στήν Ομόνοια καί κάποια κνίτισσα νά ξυρίση τίς μασχάλες της.

Όλα αυτά τά παραπάνω, έάν γενικώς καί φιλολογικώς εξετάσουμε τούς στίχοι τού άσματος, τήν επίδρασιν τους. Όταν, όμως στον συλλογισμό αυτόν, προσθέσης (τήν νομίζεις ασήμαντον λεπτομέρειαν) ότι ένα τραγουδάκι τέτοιο, εκτελείτο άπό τόν γράφοντα… τότες… Τότες γάματα, γιατρέ…

Αχ αυτοί οι πλατειασμοί! Άς γυρίσω στήν στιγμή πού τό παράκανα μέ τό τραγούδι καί μέ τήν πέριξ αυτού παθιασμένη εκτέλεση του… Άπό τά μπόλικα σάλια, χρειαζόταν υαλοκαθαριστήρας άπό μέσα, χρόνος γιά πατέντες όμως ουδείς… Εξάλλου δέν πρόλαβα νά σκεφτώ τίποτε διότι τότε ακριβώς, συνέβη.

Μόλις είχε ανάψει πράσινο στό φανάρι τού δέλτα τού ποταμού Ηριδανού μέ τήν Ποσειδώνος καί ξεκίνησα. Μιά απίστευτα διαπεραστική κραυγή συνοδευμένη άπό ένα κρώξιμο μαραμπού καί καύσιν ελαστικών στήν άσφαλτον μού άπόχεψαν τήν προσοχή… Είδα στ’αριστερά μου, στό αντίθετον, στό πρός Πειραιά ρεύμα, έναν σκαραβαίο (αφού πρώτα τού έγινε χειροφρενιά στό καπάκι μιάς overdose γκαζιάς) νά παίρνη ύψος, νά δίδη διαπιστευτήρια στάρ τρέκ, ίσως καί στρατηγού Λή καί… Καί νά σκάη ακριβώς μπροστά μου, στό έν κινήσει (πολυαγαπημένο) σίμκα μου τό οποίον αϊρτονσενικώς πρόλαβα νά σταματήσω… Πάνω πού πήγα κι εγώ νά αρχίσω νά φωνάζω, βλασφημώντας περί γαμώ τό ΚΚΕ σου, γαμώ τήν προλεταριακή σου συνείδηση καί γαμώ τόν Αβαλάνο (σικ) καί γαμώ ό,τι πολυπολιτισμικώς έχεις ιερό, άνοιξε η πόρτα τού σκαραβαίου καί ο οδηγός πού βγηκε, μού φύτεψε στό στόμα τό άφες αυτή, ού γάρ οίδε τί ποιεί… Ήτο μιά όχι δίμετρος τύπισσα, μέ μεσογειακόν παράστημα, ολίγον κοντούλα δηλαδής. Μελαχρινή, ουχί αράπω βεβαίως, σταράτη παναπεί, μέ μαλλιά ψιλομακρυά, μακρυά ναί… Μέ ένα κολλητόν παντελόνι, βήμα ελαχιστοποιημένης επαφής μέ τό έδαφος, ύφος μιά ιδέα ανέμελο. Τό λίαν ευδιάκριτον πληθωρικόν αυτής μπούστον, μού έκοψε καρακαταπότομα ένα ελαφρύ κατούρημα πού άπό τό πρωί, ένοιωθα. Έπαυσα νά τήν ελαιογραφώ όταν αντελήφθην ότι προσέγγιζε εμένα καί προσπάθησα νά πάρω ύφος σοβαρόν, νά μαρτυρήσω μιά δέν μέ νοιάζει κατάσταση, μιά δέν εντυπωσιάζομαι φάση, νά κλείσω τό ηλιθίως χάσκον στόμα ενώ έστειλα μιάν μίνι δέηση στόν Γανυμήδη ώστε νά μού επιστρέψη τήν πρός πιπί διάθεσιν… Αί στιγμαί ήσαν περίεργοι. Αί κόρναι τών γύρω αυτοκινήτων είς έντασιν mute, τά πάντα θύμιζαν σαλόνι συνεπούς κρατικής βιβλιοθήκης πρωτευούσης χώρας ανατολικού μπλόκ· ηκούσθη μέχρι καί τό ανεπαίσθητον άλλες φορές τρίξιμο τού τζαμιού τού (αγαπημένου μου) σίμκα νά κατεβαίνη…

Η μανταμίτσα είχε σταυρώσει τά χέρια πάνω στήν πόρτα μου, σκύβοντας. Κι εγώ, ωσάν τον Άτλαντα (καί βάλε) κρατούσα τό βλέμμα μου ψηλά, στο ύψος τών ματιών της, γιά νά μήν χαμηλώση καί βουτήξει στήν ελκυστικά ερεβώδη χαραμάδα τών βαρέων βαρών μασταριών της. Η προσπάθεια αυτή αναιρούσε πάσα ικμάδα ενεργείας τού σώματος καί πνεύματός μου – ουδεμία άλλη λειτουργία τού οργανισμού μου ελειτούργει εκείνη τήν στιγμή. Γι’αυτό παρέμεινα άφωνος, γι’αυτό καί ωμίλησε αυτή πρώτα.

- Τόσην ώρα, 47 δεύτερα, όσο διήρκει τό κόκκινο, σέ έβλεπα νά μέ κυττάς καί νά μέ λες προστυχόλογα χαρμανιασμένου ναυτικού άρτι επιστρέψαντος στήν συζυγική κλίνη, χωρίς ντροπή νά μέ φωνάζης ότι δέν μασάς ενώπιον τών 14 θαλασσινών κόμπων τού κυλλοτακίου μου, μέ αιδώ σατύρου νά συνθέτης εγκώμια γιά κάθε οπή μου… Νομίζω;

Χμ… Μάλιστα… Σιγά τώρα μήν τήν ρωτούσα πως μπόρεσε νά διακρίνη τά μάτια μου μέσα άπό τά σκουρότατα μαύρα γυαλιά μου νά τήν κυττάν…Καί σιγά μήν τής απεκάλυπτα ότι εκείνη τήν στιγμή, τήν μύτη μου στον καθρέπτη ήλεγχα γιά ανεπιθύμητα προϊόντα βλέννας… Καί σιγά μήν τής εξηγούσα ότι ένα τραγουδάκι εγώ ο άξεστος τραγουδούσα, έστω τραγουδάκι τραγουδάρα! Αλλά αφού έτσι τό ορμήνεψε τό ζήτημα… Όχι, δέν απεκάλυψα τίποτις, αλλά ούτε κάν κίνησα τό κεφάλι, μέ κίνηση συμφωνίας ή διαφωνίας… Δέν μπορούσα εξάλλου. Δέν είχε αλλάξει κανένα δεδομένο άπό τά πρίν, αναφορικώς μέ τό βλέμμα μου. Κι αυτή, εξέλαβε τήν όλη στάση μου μιάν ενσάρκωσιν του πνεύματος Κλάρκοτος Γκέημπλ όταν ο μύσταξ αυτού, ολίγον τί ξυνισμένα έλεγε στήν σαλούφα, τήν Σκάρλετ:

- Ειλικρινώς αγαπούλα, δέν δίνω δεκάρα!

Τότε λοιπόν, κάργα πεισθείσα ότι είχε μπροστά της τύχη παρουσιαζομένη κάθε 800.000 έτη (φωτός), ηγέρθη. (Πωπώ κάτι βυζάρες! εσκέφθη ο Άτλας ξεροκαταπίνοντας τήν μέ κανέλλα βουκιά εσπερίου μήλου).

Έβαλε τά χέρια στήν μέση της, έλυσε μιά πλατιά δερμάτινη ζώνη καί μου τήν έδωσε προσέχοντας νά μήν έλθουν σέ επαφή τά χέρια μας.

- Στήν πατρίδα μου, τό Κιλκίς, η παροχή ζώνης μιάς (πάλαι ποτε) παρθένου σέ κάποιον νεανία, φανερώνει παραχώρηση κάτσε καλά νά’ούμ’… Στίς οκτώ τρούπες της ζωνούλας μου είναι γραμμένο κι ένα ψηφίο άπό τό κινητόν μου… Έχω παραλείψει τό δύο πρώτα, 6 καί 9, μήν αγχώνεσαι… Θά περιμένω κλήση σου απόψε. Εισερχομένη. Γιά τά καλά, εισερχομένη.

Λυπήθηκε νά μού αφήση ένα «γειά» κι έφυγε.

Παρασκευή, Μαρτίου 10, 2006

Μέ τά παπούτσια, μέ τά παπούτσια...

- Λοιπόν... έχεις περίπου, εννέα λεπτά! Γιά πάμε...

- Νοιώθω σκατά. Έτσι ξαφνικά. Γιατί; Τί γιατί; Δέν ξέρω. Άν ήξερα θά αναφερόμουν σέ κάτι άλλο. Ή μάλλον όχι... Ξέρω. Ξέρω αλλά δέν σού λέω... Ντρέπομαι. Νομίζω ότι με ακούν. Ότι μέ βλέπουν. Κι άς είναι μακρυά. Διαβάζουν τά χείλη μου. Αυτά. Σέ 2 λεπτά μόλις ε; Σού είμαι κι οικονομικός. Καί οικονομικός καί σκατά.

... Καί στήν κορφή; Τί είπες;


Έχουν σκάσει τά χείλη μου, εγώ όμως δέν προσθέτω (απολύτως) τίποτε ιαματικόν πάνω τους.

Εισπράττω κομητική βροχή τά γειά σου τσολιά μου σχόλια.

Το σαββατοκύριακο προμηνύεται εντελώς ιμεριάρικο.

Ο Νικόλας Βαφειάδης μέ λίνκ αγριοβλεματιάρικο θά αβερτάρη μέ πολλές preferences…

Τετάρτη, Μαρτίου 08, 2006

Δέν μού λές ρέ Βαγγέλη...

Τί σέ κάνει νά νομίζης ότι δέν είσαι κι έσύ μιά μελλοντική διήγηση;

Μέρος (ίσως καί) φλύαρης, μελλοντικής κουβέντας, διακοπτόμενης άπό τζούρες γλυκού καφέ ή παγωμένου αλκοόλ;

Θέση σέ σειρά εικόνων, στιγμών, εμπειριών· χρησίμων όσο κι ένα βρεγμένο σπίρτο;

Ένας αόριστος, ένας παρατατικός, ένας υπερσυντέλικος χωμένος σέ προτάσεις;

Έ;

Έ, μά γαμώ τό στανιό μου, γαμώ!

Ένα από τά παραλειπόμενα αυτών τών αμαρτωλών ημερών ήταν ένα περιστατικό τής μεσημβρίας τού Σαββάτου.

Συνηθίζεται εμείς οι έξαλλες gay νά περιμένουμε αυτό τό χάβαλο (λέγε με Απόκριες) ώστε νά φορέσουμε ταγιέρ μέ βάτες, νά νεμηθούμε χρώματα σκοτεινά στά μάτια/βλέφαρα/χείλη, νά υιοθετήσουμε μή παρεξηγίσιμο κούνημα...

Κάτι τέτοιο έκανα κι εγώ τό Σάββατο καί κίνησα παραλίαζε.

2 φανάρια πρίν από αυτά τής εισόδου πρός Βάρην, αποφεύγων αθιγγάνους πωλητάς χαρταετών, βούρισα γιά ένα τσιμεντένιο απάγκιο ένθα οι γόβες μου θά απέσχον από βρωμονεροπαίχνιδα. Δέν μέ δυσκόλευαν καθόλου στό βάδην, είμαι γεννημένη κοκέτα, μιά λός άνχελες εμπιστευτικό, πλαγκόνα, μιά αττικησία Λαΐδα άνευ τριχών υπό μάλης. Κάθησα εκεί λοιπόν, ήταν και τό υπόστεγο τής στάσεως Α1 Πειραιάς Βούλα, χάζευα κάποια κολλημένα ενοικιάζεται κι έκανα ολιγοδευτερόλεπτα όνειρα μεγάλου καί πολυτελούς σπιτιού.

Προφανώς αυτές οι σκέψεις νά είχαν μιάν κίνηση παραπάνω τών προβλεπομένων, ένεκα τών συνειρμών... Τσιγγάνοι μικραετοπωληταί, χοροποκριές, μουσικές, πνευστά, Μπρέγκοβιτς... Ίσως λοιπόν νά μήν είχε μόνο μίαν κίνηση αλλά περισσότερες...

Γύρισα ασυναίσθητα σέ ένα κάλεσμα κόρνας... Ήταν ένα μουσταρδί λάντα μέ πολλών τετραγωνικών μασπιέδες καί ποδιές οι οποίες γυάλιζαν μέ παστρικάδα Ζέτας Αποστόλου λίγο πρίν από επίσκεψι Άλκη Γιαννακά.

Ο οδηγός ήταν ένας ημιμελάχροινος νεανίας , λάτρης τής παραδόσεως όπως αυτή εκδηλούται διά χρυσών οδόντων. Ο Λευτέρης Μυτιληναίος ηκούγετο διαδηλωσιακώς από τά ανοικτά παράθυρα καλυπτουμένων όμως τών πενιών από τό μαρσάρισμα τό οποίον... Ναί...Δέν λάθευα... Τό μαρσάρισμα απηυθύνετο σέ μένα... Προσπάθησα κι εγώ νά καρφώσω βλέμμα μέσα από τά φιμέ τζάμια, κάτι κατέφερα, σιγουρεύτηκα γιά τό γεγονός τών απαρχών τού ερεθισμού τών πλήκτρων τού κλειδοκυμβάλου τού σωφέρ (πωπώ γενικές!).

Άνευ χρονοτριβής, άρχισα νά σφίγγωμαι ώστε νά μού βγή τό θηλυκό μου... Τό «δέν σέ προσέχω, όόόόχι δέν κουνάω τόν κώλο μου γιά σένα αλλά γιά τήν πετούγια/γρύλο/αναλόγιον πού ευρίσκεται δίπλα σου, δέν μέ ενδιαφέρεις βρέ παιδί μου, πώς είπαμε ότι σέ λένε; καλά, μαλακίες λέει ο ορός τής αληθείας ότι είμαι στό εντελώς crave γιά πάρτη σου.» Τό πέτυχα κάπως, ο τύπος έβγαλε αλάρμ, άραξε μπροστά μου καί προσεφέρθη νά μέ πετάξη κάπου.

Εισήλθον στό τουτού του, μετά από 74 δισταγμούς καί 102 αναρωτήξεις· ειλικρινείς σάν τόν Ανδρέα Παπανδρέου, αποτελεσματικές σάν 220 βόλτ. Στό ρεύμα πρός Πειραιάν αι συνεχείς εναλλαγαί τών ποδιών μου στά σταυροτέτοια, μαρτυρούσαν αγωνία. Αγωνία κι απορία εάν είχε καταλάβει ότι δέν διέθετα κλειτορίδα...Απεφάσισα νά τόν κυττάξω κατάματα, νά ζητήσω κι αυτός νά με κυττάξη έτσι (σέ κάποιο ερυθρόν φανάρι) μπάς καί αντιληφθεί. Ήταν τό φανάρι τής Αλίμου. Πέρασαν ίσως κι οκτώ τράμ... Σταθήκαμε στόν φάναρο τουλάχιστον 12 λεπτά... Τίποτε όμως... Δέν κατάλαβε πράμμα... Ή μήπως κατάλαβε αλλά δέν χαλάστηκε; Εν πάση περιπτώσει η εξέλιξις ήτο γαμάτη μιάς και η απόρριψις ώς δεδομένο δέν μπόρεσε νά διέλθη τών φιμέ τζαμιώνε...

Γαμάτη εξέλιξις. Ένα αθόρυβο αλλά τεραστίων διαστάσεων γουργουρητό μού έδειχνε πόσο πολύ χαιρόμουν· μαζύ μέ ένα μουλωχτό στήν αρχή αλλά πιό εκδηλωτέο κούνημα τού πέλματος μου συνοδεία κάποιων μελωδιών από τό ραδιοκασετόφωνο εκλυομένων. Ήταν ένα δαφνοστεφανωμένο σουξέ τού Γιώργου Γερολυμάτου. Ξόδεψα πολύν χρόνο προσπαθώντας νά χορέψω μέσα στό αυτοκίνητο.

Καταλήξαμε σέ μιάν υπερπολυτελή χασαποταβέρνα, κάπου στήν Μάνδρα Αττικής. Ο οίνος ήτο ερυθρός καί λίαν επιθετικός. Πολλές αντιστάσεις παρέλυσαν καί εκρίθη αναγκαίον νά παίρναμε αμπάριζα από τό σπίτι του.

Περισσότερα δέν είναι τού παρόντος. Πρέπει, φαντάζομαι, νά τονίσω ότι δέν αιφνιδιάστηκε σέ καμιάν στιγμήν τής βραδιάς, γι’αυτό κι οι οργασμοί μου ήσαν απανωτοί, ωσάν γυναικείοι... Χωριστήκαμε τό απόγευμα τής επομένης μέρας, αφήνοντας τό καλλίτερο γιά τότε, κερνώντας με σουβλάκια. Φορούσα πάντοτε τό αποκριάτικο κοστούμι μου καί τό γειά πού τού άφησα περιχαράκωσε τήν επικειμένη άνοιξη σέ ανθισμένες πασχαλιές.

Χθές έλαβα μιάν επιστολή. Ανώνυμη. Προφανώς είναι δική του. Δέν θέλω νά σχολιάσω κάτι... Παρά μόνον νά είπω ότι νομίζω πώς η επιστολή αυτή είναι άφθαστο τεκμήριο γιά τό πόσο καλή μεταμφίεση πέτυχα, ο πούστης!

Όταν ακούς καί ημιχορεύεις (μέσα σέ ένα αυτοκίνητο), ηκίνηση τού κεφαλιού πού σού έλεγα, μάλλον είναι κίνηση πού επιβεβαιώνει τήν κατάστασή σου. Ότι δηλαδή, η ακρόαση τού ποντιακού, σέ στέλνει αλλού καί ο χορός σέ κρατά, σε διατηρεί σέ αυτό τό αλλού. Ήμουν σίγουρος ότι δέν ήσουν εκεί, οι ήχοι σέ ταξίδευαν, σέ κάποιους άλλους χώρους καί περιοχές. Σέ μερη μέ υγρασίες καίπάχνη στά κάγκελα έξω άπό τά σπίτια, εκεί όπου οι μοναδικές μυρωδιές στους δρόμους είναι τό καμμένο ξύλο άπό τά τζάκια καί τά σκυλιά πού ακούγονται άπό μακριά νά δίνουν εξετάσεις στ’αφεντικά τους.Σέ κύτταζα όχι επειδή ήθελα νά διακόψω τήν νιρβάνα σου(δέν μπορούσα εξάλλου) αλλά διότι καταλήγω ότι αυτή είναι η πιο όμορφη εικόνα σου. Όταν κροταλίζεις τά δάχτυλα, πρός διατήρηση ρυθμού καί κινείς τό κεφάλι.Δέν είναι αμέτοχα καί τά άλλα μέρη του προσώπου σου.Τά χείλη κλείνουν καί πιστοποιούν τήν ευαρέσκεια, τά μάτια μαρτυρούν σωματική ηδονή όπως φιλοσοφικά τήν βιώνει ένα κορεσμένο (άπό τέτοια ηδονή) σώμα, τάμάγουλα παίρνουν σχήμα επιβεβαίωσης όλων τών παραπάνω.

Τί (περισσότερο) όμορφη πού ησουν...

Τρίτη, Μαρτίου 07, 2006

Ονυχοφαγία γιά πολλές σόδες.

Πολύ στενοχωρήθηκα, η ανώμαλη, πού δέν είδα τηλεόραση αυτές τίς μέρες. Θά μείνω μέ τήν αποραγωνία εάν ο αλάβαστρος Αλαβάνος πέταξε κάναν αετό - παρέα μέ μετανάστες βεβαίως βεβαίως.

Όχι, αυτήν τήν φορά δέν θά έκανε λόγο γιά τόν πρός Αίγυπτο μετανάστη, Ιησού, όπως σχολίασε τά χριστούγεννα.

Θά φιλολόγησε όμως αναφέροντας ότι τά «Κούλουμα» είναι αλβανική λέξη, μνημονεύοντας μέ αυτόν τόν τρόπο τήν ευεργετική παρουσία τών γειτόνων μας, στήν κοινωνία τού ελλαδιστάν.

Βρέ καλώς τόν ****!

Μέ συνέλαβα προσφάτως, νά μπερδεύω όνομα… Ντράπηκα λίγο στήν αρχή, ήθελα νά μού κάνω στό καπάκι, undo, ένοιωσα αμήχανα, μηχανής διερχομένης ο θόρυβος ίσως νά έσωσε τήν παρτίδα, νά μέ έβγαλε άπό τήν δύσκολη θέσι, σβήνοντας, χαμηλώνοντας τό παρείσακτον όνομα.

Λέω μαλακίες. Δέν ήμην καθόλου πλησίον σέ δρόμο, η κοντινότερη μοτοσυκλέττα, 3,5 χιλιόμετρα μακρυά, μιά άτροχη, οξειδωμένη, παρατημένη σέ χορταριασμένο οικόπεδο, χώρος αναψυχής γιά μποντιγκαρέους πλέον.

Πωπώώώώ αμηχανία τό λεπόν. Μόλις μού απερρυθριάστηκε τό πρόσωπο, όταν γιά τά καλά συνήλθα, όταν η κουβέντα είχε αποβιβασθή σέ άλλες αποβάθρες, θυμήθηκα άλλα μέρη ένθα έκανα τράνζιτο.

Θυμήθηκα τίς φορές πού εγώ γινόμουν δέκτης τέτοιων μπερδεμάτων. Δέν συναντούσα (άπό τόν μπερδεύοντα) ουδεπέποτες σημάδια ντροπής· εξάλλου δέν προκαλεί ντροπή αλλά οίκτο, ένα ατομάκι νά αντιλαμβάνηται πόσο τέταρτος καί βάλε είναι στήν πραγματικότητα. Κατά διαβολική σύμπτωση, πάντα σ’αυτές τίς στιγμές, τό μπλουζάκι μου - εκτός άπό ένα χαζοσχεδιάκι μέ 4 ομοκέντρους κύκλους - είχε καί μιάν λέξι (μέ γοτθικούς χαρακτήρες):

RES

Παρασκευή, Μαρτίου 03, 2006

Γιά πρόσεξέ με βλάμισσα, κύττα με καί στήν μούρη...


Είδα στόν ύπνο μου νά μού κάνουν δώρο ένα ζευγάρι κάλτσες.

Μιά λεπτομέρεια σέ αυτές, δέν τίς πρόσεξα στήν αρχή, μού τό επεσήμανε η δωροδίδουσα.

- Κύττα! Μού είπε... Κύττα σχεδιάκια!

Οι κάλτσες ήσαν ζωγραφισμένες. Μέ φεγγάρια, βάρκες δίπλωρες σέ ακινδύνως ζαρωμένα κύματα καί κάποια αστέρια μέ μακρυές ουρές απόπου πέφταν βότσαλα σάν λαγάνες.Τά χρώματά τους φωσφορίζοντα, συγκέντρωναν κάθε ενδιαφέρον στό σκοτεινό δωμάτιο.

Συγκινήθηκα πολύ μ’αυτήν τήν χειρονομία. Καί κλάμμα η κυρία ρέ παιδί μου! Εγώ δηλαδή, δεσποινίς ακόμη... Πωπώ κλάμμα! Απυθμένου ποσότητος αλλά καί διαρκείας. Τά πολλά δάκρυα, στό όριον αφυδατώσεως τού κορμιού κι ελλείψει σαλιάρας τό λαχανί υποκάμισόν μου πήρε νά βρέχεται.

Η αδιάλειπτος κλάψα καί τό, από λαχανί, πράσινο πουκάμισο μέ προβλημάτισαν. Πολύ. Δέν είχα όμως κάποιο αποκούμπι στά πέριξ. Χωρίς νά τό δευτεροσκεφθώ, έπιασα τά καλτσάκια... Ήσαν μιά καλή λύσις· βέβαιααααα! Λύσις μαντηλονοήματος. Μέ ύφος καί κίνηση Barry Lyndon,
τά καλτσάκια προσγειώθηκαν στίς κοιλότητες τών οφθαλμών, αγκάλιασαν τά βλέφαρα, συγκράτησαν τά ρεμάτια γλυκόπικρα υγρά.

Άχ! Τί καλά!

Όσο συνέχιζα τό σφουγγάρισμα όμως, οι καλτσούλες φαινόταν νά διαμαρτύρωνται γιά τήν αδόκιμον καί παρά φύσει χρήσιν τους... Τό πήραν απόφαση κι άνευ περαιτέρω χρονοτριβής, τά γκρίζα φεγγάρια άρχισαν νά αφήνουν τήν απόχρωση αυτή στά τσίνορά μου κάνοντάς με Βασίλισσα τής Νύχτας. Οι βαρκούλες φτιάξαν ένα τατού στά μάγουλά μου, τατού μέ τήν Αλίκη στήν Μανταλένα, νά φωνάζη «άλλος γιά τήν βάρκα μας;;!!» Η χλωμάδα τών άστρων μεταλαμπαδεύτηκε στό μέτωπό μου προκαλούσα εντόνους ανησυχίας μά η δωροθέτις δέν θυσίασε ούτε χιλιοστού κίνηση φρυδιού, φανέρωση ενδιαφέροντος στά μικράτα της.

Ο πόνος ήταν αβάσταχτος. Καί μάλιστα σέ δεδομένα, πλανήτου Πλούτωνος. Κι όταν είδα τήν δωροσπόνσορα νά μεταβολάρη καί νά φεύγη, ο ψυχολογικός πόνος, μετετράπη καί σέ σωματικόν. Τά βότσαλα πέφταν πάνω μου.

Πέμπτη, Μαρτίου 02, 2006

Tί νά ξέρουν... Πώς μπορούν νά ξέρουν οι άλλοι...

Δέν υπάρχει καμμία αμφιβολία περί τούτου. Έχει γούστο το σκηνικό. Ας ξεκινήσω όμως από αλλαχού, νομίζω ότι βιάζομαι. (Κωλοπέμπτη).

Η λέξις σπασικλάκι δέν φθάνει νά περιγράψη τήν κατάστασή μου κάποια χρόνια πρίν. Ακόμη καί σήμερον, ανακαλών κάποια σκηνικά, τό λιγότερο πού κάνω είναι νά κρύβω τό πρόσωπόν μου στίς χούφτες μου καί νά γεμίζω τό στόμα πασατέμπο ώστε νά μήν αρχίσω νά στριγγλίζω... Τούτο δέν είναι καί ιδιαιτέρως περίεργο· γίνεται εξεζητημένα αξιοσημείωτο όμως, όταν οι αναμνήσεις αυτές μέ επισκέπτονται όταν είμαι έξω, μέ κόσμο γύρω μου... Μεταξύ αγίου Δημητρίου καί Δάφνης π.χ., λίγο πρίν η ευγενική κυρία μάς ενημερώσει γιά τήν επομένη στάση, θά σηκωθώ απότομα, θά τρέξω (όσο μέ παίρνει) θά πιαστώ άπό τό μεταλλικό κολωνάκι καί μέ χάρη αρτίστας στριπτιτζάδικου θά κάνω ένα αεροπλανικό. Θά προσγειωθώ στις αγκάλες μιάς δεσποινίδος, δέν θά ζητήσω συγγνώμη πού θά έχω τσαλακώσει τήν τσαμπέ εφημερίδα της. Θά τήν ρωτήσω γιά τό τί γράφει η στήλη τών ζωδίων, θά εκμεταλλευθώ τυχόν μαυραρνητικά προλεγόμενα καί θά ζητήσω τό στήθος της γιά νά κλάψω, μέ θορύβους πεινασμένου παγωνιού. Στήν καλλίτερη όλα αυτά. Όταν σκέπτωμαι δηλαδής τήν κατάστασή μου κάποια χρόνια πρίν.

Τότε πού μέ λέγαν σπασικλάκι καί δέν μέ άφηναν νά…

Τό έβλεπα στά διαλείμματα. Ένα μεγάλο κοτσωμένο τετράδιο μέ αφίσες συγκροτημάτων γιά εξώφυλλο. Τό λέγαν, άχ πώς τό λέγαν; (Θά μού έλθη όπου νά’ναι…) Καί έν ώρα μαθήματος τό έβλεπα νά τριγυρίζη στά θρανία καί νά τό συμπληρώνουν έκ περιτροπής οι συμμαθηταί μου.

Ναί μωρέ! Ήταν τό «Λεύκωμα»!

Ναί… Δέν μέ άφηναν ποτέ νά γράψω κι εγώ κάτι… Ποτές!

Ούτε κάν νά τό διαβάσω…

Νά δώ, δηλαδή, ποία άποψιν έχουσιν γιά τόν/τήν κτήτορα.

Γιά τό τί εστί έρως.

Πόσες θερμίδες έχει τό φυστίκι.

Πόσες θερμίδες καίς μέ τό «φυστίκι»

Ποιός είναι ο καλλίτερος ηθοποιός/τραγουδιστής.

Πόσο γρήγορα θά φέρη τόν μεσαίωνα η τού Καρατζαφέρη υποψηφιότης στήν δημαρχία τής SKG.

Έάν προτιμάμε τούς καρεκλάδες άπό τούς ροκάδες.

Δέν έμαθα ποτές τίποτις… Τίποτε! Απολύτως!

Έχει ο καιρός γυρίσματα όμως!

Τό βλόγινγ σάν μιά άλλη μέντορας, ήρθε νά μέ παρηγόρηση… Μπορώ πλέον καί παρακολουθώ κάποια βλόγια, τά οποία διόλου δέν διαφέρουν άπό τά τοτινά λευκώματα.

Εναρκτήριο λάκτισμα στο κυρίως ποστ, όταν τίθηται, κάπως διακριτικά, ένα ερώτημα (όχι πάντα βεβαίως – υπάρχουσιν φοραί καθ’άς η ερώτησις είναι μπόλντ, στό κάτω κάτω κάτω κάτω κάτω μέρος, μέ τρία τουλάχιστον ερωτηματικά).

Στά σχόλια, (ξανα) βλέπω κάθε είδος συμμαθητού…

Τόν χοντρούλη, τόν εσαεί εραστή τής τυρόπιτας…

Τόν αγριογκομενιαρη ο οποίος όμως πάντα στήν καίρια στιγμή χάνει καί τίς δύο ελεύθερες βολές.

Τήν ψωνισμένη παρ’ολίγον γκόμενα, τήν πρίν πεινάσω μαγειρεύω, αναφορικά μέ τίς σαρκικές (μή στομαχικές) ανάγκες.

Τόν προβληματισμένο, απογοητευμένο, τόν απονενοημένο διάβημα – τύπο πού δέν βλέπει τίποτε άλλο πλήν μαυρίλας.

Καί τόν καθηγητή όστις μπορεί νά συμπληρώνη «Τί μαλακίες γράφετε» αλλά σίγουρα θά ήθελε κι αυτός λίγο κρεατάκι…

Άχ τί καλά, μέ μερικά βλευκώματα!

Μάριο Βάρκας (άνω) Λιόσια


Εντάξει, σημειώθηκε πρόοδος αυτήν τήν εβδομάδα. Τήν προηγούμενη, μιά κυριακάτικη εφημερίς, διαβάστηκε Τετάρτη, Τετάρτη πρωί. Τήν εβδομάδα αυτή, Πέμπτη πρωί. Σήμερις παναπεί.

Παρένθεση:

Δέν μπορώ νά πω ότι κοιμόμην μέ τά βιβλία του όταν ήμην μικρός μέ τήν γκουβερνάντα μου νά κάνη λάθη στούς τόνους διαβάζουσα αποσπάσματα καθώς μέ τά πόδια της κάπου στήν λεκάνη μου προσπαθούσε νά μού προοϊκονομήση ονειρώξεις στό εφηβικόν μου υποσυνείδητον. Πλέον όμως είναι πολύ εύκολο νά δή κάποιος σέ ψαχτήρια π.χ. τί εστί Μάριο Βάρκας Λιόσα. Άρθρον τού οποίου φιλοξενήθηκε στήν κυριακάτικη Ελευθεροτυπία. Μέ τίτλο: «Τό δικαίωμα στήν ασέβεια».

Πέρας παρενθέσεως. Μπίπ!

Τό άρθρο δέν τό πολυκατάλαβα, τά ενδιαφέροντά μου αλλά κυρίως τό βεληνεκές της διανοίας μου απασχολείται μόνο σέ αθλητικά άρθρα, αποδυτηριάκια πού χού. Ψιλομαντεύω ότι ασχολείται μέ κάτι πού άν δέν έχη ήδη, όπου νά’ναι μπαγιατεύει. Σκιτσάκια Μωάμεθ κι οι αντιδράσεις πέριξ αυτού... Αλλά είπαμε... Έτσι, δέν μπορώ νά ορκισθώ ότι τόν έπιασα σέ όλα του τά νοήματα. (όχι τόν αποδυτηριάκια, τόν Μ.Β.Λ.).

Αν δέν κάνω λάθος όμως, δεδομένης της κατάληξης του άρθρου, ο Μ.Β.Λ. κάτι... Κάτι πολύ κακό κουβαλά... Ο Μεφιστοφελής φαίνεται σχεδόν ξεκάθαρα νά σχηματίζεται στήν λευκή περιοχή τής σελίδος τής εφημερίδος δίπλα στόν αριθμό τής σελίδος. Κάποια κερατάκια έχουν τόν ρόλο τών τόνων πάνω από φωνήεντα. Καί παντού επικρεμάται ο φόβος τής μαύρης συντήρησης! (Boo ρέ! Βοοοοοο!) Διότι η κατακλείδα, τό συμπέρασμα, τό διά ταύτα τού Μ.Β.Λ. λέει:

Όταν σκέφτομαι ότι σέ άλλους καιρούς η ευρωπαϊκή αριστερά βρέθηκε στήν πρωτοπορία της πάλης γιά τήν κατάκτηση αυτής τής ελευθέριας έκφρασης καί κριτικής, πού σήμερα αμφισβητείται άπό τον φανατισμό, μου έρχεται νά βάλω τά κλάματα.
blog stats