Δευτέρα, Μαρτίου 20, 2006

...Et tument modice

Ωιμέ! Ένα όνειρο… Λίγο ήθελε, λίγο περισσότερα οκτάνια γιά νά χαρακτηρισθή εφιάλτης…

Σηκώθηκα απότομα καί μέρος τής προσόψεώς μου, θύμιζε προτεταμένο G3 μποντιγκαρά οπλίτου ολίγον πρό τού «προχώρει στό παρασύνθημα!». Ανατρίχιασα μέ τίς θύμησες τών στρατώνων, τών θαλάμων καί τών εν αυτοίς γεμάτων τεστοστερόνη ανδρών, ανατρίχιασα καί μέ αυτό τό χαρακτηριστικόν, στεγνωτικόν ιδρώτος, αεράκι ησύχων θερινών πρωινών.

Γύρισα νά ρίξω κάτι πάνω μου καί είδα τόν Παναγιώτη γυμνό κι αυτόν, στό ημίδιπλο κρεβάτι νά απολαμβάνη τίς εσχατιές τού ύπνου. Μιά έκφραση δυστροπίας εδράστηκε στό πρόσωπό του, ακολούθησαν καί κάποιες (ανησυχητικές) απότομες, σπασμωδικές κινήσεις στό κεφάλι του. Πλησίασα καί άρχισα νά τόν χαϊδεύω στόν γραμμωμένο μηρό του, προσπαθώντας νά τόν ξυπνήσω...

- Παναγιώτη… Παναγιώτη...

Κι αυτός, ακινητοποίησας το κεφάλι, άνοιξε απότομα τά μάτια του, μέ κύτταξε καί φάνηκε κάπως νά ηρεμή αντιλαμβανόμενος τίς μορφεϊκές παραισθήσεις.

- Είσαι εντάξει Πάνο μου;

- Πωπώ, ένα κωλόνειρο, Λεοπόλδε...

Έσκυψε, έκλεισε τά μάτια εντελώς παιδικώ τώ τρόπω κι έτριψε τό μέτωπο, σέρνοντας μιά ρανίδα ιδρώτος.

- Κι εγώ από έναν ολίγον από εφιάλτη σηκώθηκα. Πήγαινα στό καμπινετήριο αλλά σέ είδα νά ανησυχιέσαι καί σταμάτησα.

Χαμογέλασε ο Παναγιώτης, χαμογέλασε καί μέ φίλησε. Κι όταν η γλώττα του απηλευθερώθη μέ ρώτησε.

- Τί όνειρο; Χειρότερον από τό δικό μου, αποκλείεται...

Λιγωμένος από τό λαίμαργο φιλί του, δυσκολεύτηκα νά συγκεντρωθώ. Όχι εντελώς μέ τό μυαλό μου μακράν από τήν ανατομία του, ξεκίνησα νά αναφέρω.

- Σέ είδα νά είσαι κάπελας σέ ένα νησί. Ήλθον απροειδοποιήτως, εισήλθον τώ καπηλειώ, σέ είδα νά ομιλής στήν λαντζέρισσα δίδων οδηγίας γιά τήν τού τύρου ποσότητα τού μπουγιουρντέως. Μέ είδες, εξεπλάγης, κίνησες νά μέ αγκαλιάσης καλωσορίζων με, σέ ζήτησα όμως, κατ’αρχήν νά ξεμπερδεύης μέ τήν δουλειά σου καί κατόπιν αι διαχυτικότητες. Μπόρεσα νά διακρίνω στήν λατζέρισσα τήν χωρίς αμφιβολία, μιά κάποια συμπ.

Αποτόμως ο Παναγιώτης, ηγέρθη καί κάθησε οκλαδόν στό κρεβάτι. Μού έπιασε τά χέρια, μέ κύτταξε καρφωτικά στά μάτια, τών οποίων μου τό οπτικόν πεδίον, δυσκόλως ξέφευγε από τό όρθιον καί δύσκαμπτον μόριόν του όπερ μέ σημάδευε. Διήνθισε βλέμμα, φωνή, πρόσωπο μέ οξεία ταραχή καί μέ ρωτησε.

- Δέν μέ λές μαλακίες ε;… Κι εγώ τό ίδιο είδα… Ακριβώς… Θυμάσαι τήν λατζέρισσα; Εε;

Καίτοι κίνησα θετικώς τό κεφάλι μου, θυμόμην ότι δέν είχα δει τό πρόσωπόν της… Όχι ότι δέν θυμόμην εάν τό είχα δεί· θυμόμην – κατηγορηματικώς ότι δέν τό είχα δεί.

- Ήταν η Ράτσω ρέ! Μόνο στήν θύμησίν της τώρα ανατριχιάζω, ήτο ξέρεις, λίαν ζωντανός κι ο φόβος μου, η δυσφορία μάλλον, τήν ώρα τού ενυπνίου… Έσύ δέν τήν είδες;

- Όχι… Αλλά τώρα πού τό λες… Εκείνη η μυρωδιά… Τού πολυκαιρισμένου φασκόμηλου… Τού υγρού φασκόμηλου πού μόνον η κυρά Ράτσω είχε… Ναί…

Έξω, ήταν ακόμη λυκαυγές καί ακουγόταν ένα αστικόν λεωφορείον νά απομακρύνηται. Ο θνήσκων θόρυβος έδωσε τήν θέση του σέ μιά φραση γιά τήν οποίαν δέν θελήσαμε νά παραδεχθούμε ότι δέν προήρχετο άπό τήν τηλεόραση πού δέν γινόταν νά είναι ανοικτή.

- Θέλετε κάστανα; Προτιμότερα άπό τό μπουγιουρντί…

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats