Πέμπτη, Μαρτίου 16, 2006

Πωπώ! Αγνώριστος έγινες μωρ'αδερφάκι μου!

Δέν μού έχει ξανασυμβεί. Νά βγώ στόν δρόμο (γιά τήν καθιερωμένη πρωινή βόλτα πρός ένα κτήριο μέ γραφεία καί υπολογιστές πού κάποιοι τήν λεν δουλειά) καί νά μήν θυμάμαι πού στό μπόϊτσο έχω αφήσει τό τουτού.

Δέν μού έχει ξανασυμβεί.

Πήγα σέ μιά γωνία, στόν δρόμο έξωθεν τού σπιτιού μου αλλά τό εκεί μουσταρδί όπελ καντέτ είχε στρογγυλοκαθήσει στό μέρος ένθα είχα χθεσιναφήσει τό (πολυαγαπημένο μου) σίμκα.

Τρόμαξα! «Γαμώ τό στανιό μου»... Μ’έπιασε τρέμουλο! «Τί αμαρτίαν έπραξα σαρακοστιανώς καί τιμωρούμαι;» Αποσυγκεντρώθην! «Έχει καί καλόν καιρό κι εγώ τώρα θά αρχίσω νά γαμιέμαι...» Εσφίχθην! «Σκέψου ρέ μαλάκα! Πού τό άφησες χθές; Θυμήσου, άχρηστε!» Κιαλλοσφίχθην! «Εδώ τό άφησες! Δέν θυμάσαι πού πέρασες αυτό τό σημείο φτύνοντας, πρίν μπείς σπίτι;» Πανικοβλήθην! «Ααααααααααααααααααα!» Συνεβιβάσθην μέ τήν κατάσταση! «Καημένο μου Σίμκα!»

Κι επειδή η ίασις είναι γείτων τού οικτιρμού, προσπάθησα νά πλάσω μιά μαλακία (ιστορία παναπεί) ώστε νά μήν μέ πάρη εντελώς από κάτω...

Κι άρχισα νά εξηγώ στόν έαυτό μου τί ακριβώς συνέβη:

Δέν έκλεψε κανείς τό Σίμκα ρέ... Εδώ είναι, δέν τό βλέπεις; Εδώ... Τό καντέτ, είναι τό σίμκα. Εχθές τό βράδυ (νύκτα) αφού τό κλείδωσας, καί πήγες γιά νάνι άρχισαν νά κατηφορίζουν κάτι νερά. Γιά πολλήν ώρα – όσο χρειάζεται ένας μέσος νούς νά μάθη κάποιον ινδικό χορό, Bharata Natyam άς πούμε – τά ύδατα αυτά, στόλιζαν τά λάστιχα. Κι οι στάλες εμποδιζόμενες από κάτι μπετοειδή ογκίδια πεσμένα χαμαί, έβρεχαν τήν ποδιά τού τουτού αλλά καί τόν θώρακά του... Κανείς δέν θά μάθη ποτέ ότι αυτά τά ύδατα δέν ήσαν όμβρια τοιαύτα αλλά αποβαλλόμενα νερά από ένα μή παραδοσιακόν μπογατσάδικο. Ένεκα τής υπερτάτου ύβρης, νά ετοιμάζωσιν δηλαδή, θνητοί μή μακεδόνες, μπογάτσες, τό νερό απέκτησε μιά γάμησέ τα οξειδωτική ικανότητα. Καί όχι μόνον... Κάτι χαμινάκια διερχόμενα τήν οδόν ταύτην έν μέσω σκέψεων καί υγρού καπνού, έφτυσαν. Η χημική αντίδρασις μέ τά νερά πού λέγαμε πρίν, άρχισε μιά χαμαιλεοντική φιγούρα χορού καί τό μώβ έγινε μουσταρδί. Έτσι απλά, χωρίς κάτι άλλο. Χωρίς εξήγηση ήτις ενδεχομένως νά χρειαζόταν η (ελάχιστα πιό μετά) κατουρόστασις μιάς κεραμιδογαλής στόν αριστερόν οπίσθιον τροχόν. Τά ούρα της μέ μπόλικα βακτήρια λοιμώξεως, αναδεύοντα τά ήδη υπάρχοντα υγρά, έκαναν τό σίμκα, όπελ καντέτ... Απότομα, χωρίς ενδιάμεσα στάδια καί σταδιακές, βαθμιαίες μεταβολές. Μόνο ένα νιαουρητό φόβαπορίας ενώπιον τού «φλούπ» τής αλλαγής. Αυτά τά ολίγα ρέ Βαγγέλη. Αυτά... Τί ψάχνεις μωρέ... Χαλαρά... Τί ; Τί ψάχνεις; Κλειδιά; Δέν κάνουν αυτά; Δέν κάνουν τά νύν ναί, λογικό. Ψάξε όμως κάνα ψιλό γιά ταξί καλλίτερα...



Άσχετο υστερόγραφο...

Νά σού πώ... Μέ πιάνεις ε; Κάνε άλτ παρέα μέ έφ τέσσερα κι άντε γαμήσου. Άντε αλλού, σέ άλλα μέρη. Θένκς γιά τήν κατανόηση καί – κυρίως - γιά τήν σπιρτάδα.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats