Έ, μά γαμώ τό στανιό μου, γαμώ!
Ένα από τά παραλειπόμενα αυτών τών αμαρτωλών ημερών ήταν ένα περιστατικό τής μεσημβρίας τού Σαββάτου.
Συνηθίζεται εμείς οι έξαλλες gay νά περιμένουμε αυτό τό χάβαλο (λέγε με Απόκριες) ώστε νά φορέσουμε ταγιέρ μέ βάτες, νά νεμηθούμε χρώματα σκοτεινά στά μάτια/βλέφαρα/χείλη, νά υιοθετήσουμε μή παρεξηγίσιμο κούνημα...
Κάτι τέτοιο έκανα κι εγώ τό Σάββατο καί κίνησα παραλίαζε.
2 φανάρια πρίν από αυτά τής εισόδου πρός Βάρην, αποφεύγων αθιγγάνους πωλητάς χαρταετών, βούρισα γιά ένα τσιμεντένιο απάγκιο ένθα οι γόβες μου θά απέσχον από βρωμονεροπαίχνιδα. Δέν μέ δυσκόλευαν καθόλου στό βάδην, είμαι γεννημένη κοκέτα, μιά λός άνχελες εμπιστευτικό, πλαγκόνα, μιά αττικησία Λαΐδα άνευ τριχών υπό μάλης. Κάθησα εκεί λοιπόν, ήταν και τό υπόστεγο τής στάσεως Α1 Πειραιάς Βούλα, χάζευα κάποια κολλημένα ενοικιάζεται κι έκανα ολιγοδευτερόλεπτα όνειρα μεγάλου καί πολυτελούς σπιτιού.
Προφανώς αυτές οι σκέψεις νά είχαν μιάν κίνηση παραπάνω τών προβλεπομένων, ένεκα τών συνειρμών... Τσιγγάνοι μικραετοπωληταί, χοροποκριές, μουσικές, πνευστά, Μπρέγκοβιτς... Ίσως λοιπόν νά μήν είχε μόνο μίαν κίνηση αλλά περισσότερες...
Γύρισα ασυναίσθητα σέ ένα κάλεσμα κόρνας... Ήταν ένα μουσταρδί λάντα μέ πολλών τετραγωνικών μασπιέδες καί ποδιές οι οποίες γυάλιζαν μέ παστρικάδα Ζέτας Αποστόλου λίγο πρίν από επίσκεψι Άλκη Γιαννακά.
Ο οδηγός ήταν ένας ημιμελάχροινος νεανίας , λάτρης τής παραδόσεως όπως αυτή εκδηλούται διά χρυσών οδόντων. Ο Λευτέρης Μυτιληναίος ηκούγετο διαδηλωσιακώς από τά ανοικτά παράθυρα καλυπτουμένων όμως τών πενιών από τό μαρσάρισμα τό οποίον... Ναί...Δέν λάθευα... Τό μαρσάρισμα απηυθύνετο σέ μένα... Προσπάθησα κι εγώ νά καρφώσω βλέμμα μέσα από τά φιμέ τζάμια, κάτι κατέφερα, σιγουρεύτηκα γιά τό γεγονός τών απαρχών τού ερεθισμού τών πλήκτρων τού κλειδοκυμβάλου τού σωφέρ (πωπώ γενικές!).
Άνευ χρονοτριβής, άρχισα νά σφίγγωμαι ώστε νά μού βγή τό θηλυκό μου... Τό «δέν σέ προσέχω, όόόόχι δέν κουνάω τόν κώλο μου γιά σένα αλλά γιά τήν πετούγια/γρύλο/αναλόγιον πού ευρίσκεται δίπλα σου, δέν μέ ενδιαφέρεις βρέ παιδί μου, πώς είπαμε ότι σέ λένε; καλά, μαλακίες λέει ο ορός τής αληθείας ότι είμαι στό εντελώς crave γιά πάρτη σου.» Τό πέτυχα κάπως, ο τύπος έβγαλε αλάρμ, άραξε μπροστά μου καί προσεφέρθη νά μέ πετάξη κάπου.
Εισήλθον στό τουτού του, μετά από 74 δισταγμούς καί 102 αναρωτήξεις· ειλικρινείς σάν τόν Ανδρέα Παπανδρέου, αποτελεσματικές σάν 220 βόλτ. Στό ρεύμα πρός Πειραιάν αι συνεχείς εναλλαγαί τών ποδιών μου στά σταυροτέτοια, μαρτυρούσαν αγωνία. Αγωνία κι απορία εάν είχε καταλάβει ότι δέν διέθετα κλειτορίδα...Απεφάσισα νά τόν κυττάξω κατάματα, νά ζητήσω κι αυτός νά με κυττάξη έτσι (σέ κάποιο ερυθρόν φανάρι) μπάς καί αντιληφθεί. Ήταν τό φανάρι τής Αλίμου. Πέρασαν ίσως κι οκτώ τράμ... Σταθήκαμε στόν φάναρο τουλάχιστον 12 λεπτά... Τίποτε όμως... Δέν κατάλαβε πράμμα... Ή μήπως κατάλαβε αλλά δέν χαλάστηκε; Εν πάση περιπτώσει η εξέλιξις ήτο γαμάτη μιάς και η απόρριψις ώς δεδομένο δέν μπόρεσε νά διέλθη τών φιμέ τζαμιώνε...
Γαμάτη εξέλιξις. Ένα αθόρυβο αλλά τεραστίων διαστάσεων γουργουρητό μού έδειχνε πόσο πολύ χαιρόμουν· μαζύ μέ ένα μουλωχτό στήν αρχή αλλά πιό εκδηλωτέο κούνημα τού πέλματος μου συνοδεία κάποιων μελωδιών από τό ραδιοκασετόφωνο εκλυομένων. Ήταν ένα δαφνοστεφανωμένο σουξέ τού Γιώργου Γερολυμάτου. Ξόδεψα πολύν χρόνο προσπαθώντας νά χορέψω μέσα στό αυτοκίνητο.
Καταλήξαμε σέ μιάν υπερπολυτελή χασαποταβέρνα, κάπου στήν Μάνδρα Αττικής. Ο οίνος ήτο ερυθρός καί λίαν επιθετικός. Πολλές αντιστάσεις παρέλυσαν καί εκρίθη αναγκαίον νά παίρναμε αμπάριζα από τό σπίτι του.
Περισσότερα δέν είναι τού παρόντος. Πρέπει, φαντάζομαι, νά τονίσω ότι δέν αιφνιδιάστηκε σέ καμιάν στιγμήν τής βραδιάς, γι’αυτό κι οι οργασμοί μου ήσαν απανωτοί, ωσάν γυναικείοι... Χωριστήκαμε τό απόγευμα τής επομένης μέρας, αφήνοντας τό καλλίτερο γιά τότε, κερνώντας με σουβλάκια. Φορούσα πάντοτε τό αποκριάτικο κοστούμι μου καί τό γειά πού τού άφησα περιχαράκωσε τήν επικειμένη άνοιξη σέ ανθισμένες πασχαλιές.
Χθές έλαβα μιάν επιστολή. Ανώνυμη. Προφανώς είναι δική του. Δέν θέλω νά σχολιάσω κάτι... Παρά μόνον νά είπω ότι νομίζω πώς η επιστολή αυτή είναι άφθαστο τεκμήριο γιά τό πόσο καλή μεταμφίεση πέτυχα, ο πούστης!
Όταν ακούς καί ημιχορεύεις (μέσα σέ ένα αυτοκίνητο), ηκίνηση τού κεφαλιού πού σού έλεγα, μάλλον είναι κίνηση πού επιβεβαιώνει τήν κατάστασή σου. Ότι δηλαδή, η ακρόαση τού ποντιακού, σέ στέλνει αλλού καί ο χορός σέ κρατά, σε διατηρεί σέ αυτό τό αλλού. Ήμουν σίγουρος ότι δέν ήσουν εκεί, οι ήχοι σέ ταξίδευαν, σέ κάποιους άλλους χώρους καί περιοχές. Σέ μερη μέ υγρασίες καίπάχνη στά κάγκελα έξω άπό τά σπίτια, εκεί όπου οι μοναδικές μυρωδιές στους δρόμους είναι τό καμμένο ξύλο άπό τά τζάκια καί τά σκυλιά πού ακούγονται άπό μακριά νά δίνουν εξετάσεις στ’αφεντικά τους.Σέ κύτταζα όχι επειδή ήθελα νά διακόψω τήν νιρβάνα σου(δέν μπορούσα εξάλλου) αλλά διότι καταλήγω ότι αυτή είναι η πιο όμορφη εικόνα σου. Όταν κροταλίζεις τά δάχτυλα, πρός διατήρηση ρυθμού καί κινείς τό κεφάλι.Δέν είναι αμέτοχα καί τά άλλα μέρη του προσώπου σου.Τά χείλη κλείνουν καί πιστοποιούν τήν ευαρέσκεια, τά μάτια μαρτυρούν σωματική ηδονή όπως φιλοσοφικά τήν βιώνει ένα κορεσμένο (άπό τέτοια ηδονή) σώμα, τάμάγουλα παίρνουν σχήμα επιβεβαίωσης όλων τών παραπάνω.
Τί (περισσότερο) όμορφη πού ησουν...
Συνηθίζεται εμείς οι έξαλλες gay νά περιμένουμε αυτό τό χάβαλο (λέγε με Απόκριες) ώστε νά φορέσουμε ταγιέρ μέ βάτες, νά νεμηθούμε χρώματα σκοτεινά στά μάτια/βλέφαρα/χείλη, νά υιοθετήσουμε μή παρεξηγίσιμο κούνημα...
Κάτι τέτοιο έκανα κι εγώ τό Σάββατο καί κίνησα παραλίαζε.
2 φανάρια πρίν από αυτά τής εισόδου πρός Βάρην, αποφεύγων αθιγγάνους πωλητάς χαρταετών, βούρισα γιά ένα τσιμεντένιο απάγκιο ένθα οι γόβες μου θά απέσχον από βρωμονεροπαίχνιδα. Δέν μέ δυσκόλευαν καθόλου στό βάδην, είμαι γεννημένη κοκέτα, μιά λός άνχελες εμπιστευτικό, πλαγκόνα, μιά αττικησία Λαΐδα άνευ τριχών υπό μάλης. Κάθησα εκεί λοιπόν, ήταν και τό υπόστεγο τής στάσεως Α1 Πειραιάς Βούλα, χάζευα κάποια κολλημένα ενοικιάζεται κι έκανα ολιγοδευτερόλεπτα όνειρα μεγάλου καί πολυτελούς σπιτιού.
Προφανώς αυτές οι σκέψεις νά είχαν μιάν κίνηση παραπάνω τών προβλεπομένων, ένεκα τών συνειρμών... Τσιγγάνοι μικραετοπωληταί, χοροποκριές, μουσικές, πνευστά, Μπρέγκοβιτς... Ίσως λοιπόν νά μήν είχε μόνο μίαν κίνηση αλλά περισσότερες...
Γύρισα ασυναίσθητα σέ ένα κάλεσμα κόρνας... Ήταν ένα μουσταρδί λάντα μέ πολλών τετραγωνικών μασπιέδες καί ποδιές οι οποίες γυάλιζαν μέ παστρικάδα Ζέτας Αποστόλου λίγο πρίν από επίσκεψι Άλκη Γιαννακά.
Ο οδηγός ήταν ένας ημιμελάχροινος νεανίας , λάτρης τής παραδόσεως όπως αυτή εκδηλούται διά χρυσών οδόντων. Ο Λευτέρης Μυτιληναίος ηκούγετο διαδηλωσιακώς από τά ανοικτά παράθυρα καλυπτουμένων όμως τών πενιών από τό μαρσάρισμα τό οποίον... Ναί...Δέν λάθευα... Τό μαρσάρισμα απηυθύνετο σέ μένα... Προσπάθησα κι εγώ νά καρφώσω βλέμμα μέσα από τά φιμέ τζάμια, κάτι κατέφερα, σιγουρεύτηκα γιά τό γεγονός τών απαρχών τού ερεθισμού τών πλήκτρων τού κλειδοκυμβάλου τού σωφέρ (πωπώ γενικές!).
Άνευ χρονοτριβής, άρχισα νά σφίγγωμαι ώστε νά μού βγή τό θηλυκό μου... Τό «δέν σέ προσέχω, όόόόχι δέν κουνάω τόν κώλο μου γιά σένα αλλά γιά τήν πετούγια/γρύλο/αναλόγιον πού ευρίσκεται δίπλα σου, δέν μέ ενδιαφέρεις βρέ παιδί μου, πώς είπαμε ότι σέ λένε; καλά, μαλακίες λέει ο ορός τής αληθείας ότι είμαι στό εντελώς crave γιά πάρτη σου.» Τό πέτυχα κάπως, ο τύπος έβγαλε αλάρμ, άραξε μπροστά μου καί προσεφέρθη νά μέ πετάξη κάπου.
Εισήλθον στό τουτού του, μετά από 74 δισταγμούς καί 102 αναρωτήξεις· ειλικρινείς σάν τόν Ανδρέα Παπανδρέου, αποτελεσματικές σάν 220 βόλτ. Στό ρεύμα πρός Πειραιάν αι συνεχείς εναλλαγαί τών ποδιών μου στά σταυροτέτοια, μαρτυρούσαν αγωνία. Αγωνία κι απορία εάν είχε καταλάβει ότι δέν διέθετα κλειτορίδα...Απεφάσισα νά τόν κυττάξω κατάματα, νά ζητήσω κι αυτός νά με κυττάξη έτσι (σέ κάποιο ερυθρόν φανάρι) μπάς καί αντιληφθεί. Ήταν τό φανάρι τής Αλίμου. Πέρασαν ίσως κι οκτώ τράμ... Σταθήκαμε στόν φάναρο τουλάχιστον 12 λεπτά... Τίποτε όμως... Δέν κατάλαβε πράμμα... Ή μήπως κατάλαβε αλλά δέν χαλάστηκε; Εν πάση περιπτώσει η εξέλιξις ήτο γαμάτη μιάς και η απόρριψις ώς δεδομένο δέν μπόρεσε νά διέλθη τών φιμέ τζαμιώνε...
Γαμάτη εξέλιξις. Ένα αθόρυβο αλλά τεραστίων διαστάσεων γουργουρητό μού έδειχνε πόσο πολύ χαιρόμουν· μαζύ μέ ένα μουλωχτό στήν αρχή αλλά πιό εκδηλωτέο κούνημα τού πέλματος μου συνοδεία κάποιων μελωδιών από τό ραδιοκασετόφωνο εκλυομένων. Ήταν ένα δαφνοστεφανωμένο σουξέ τού Γιώργου Γερολυμάτου. Ξόδεψα πολύν χρόνο προσπαθώντας νά χορέψω μέσα στό αυτοκίνητο.
Καταλήξαμε σέ μιάν υπερπολυτελή χασαποταβέρνα, κάπου στήν Μάνδρα Αττικής. Ο οίνος ήτο ερυθρός καί λίαν επιθετικός. Πολλές αντιστάσεις παρέλυσαν καί εκρίθη αναγκαίον νά παίρναμε αμπάριζα από τό σπίτι του.
Περισσότερα δέν είναι τού παρόντος. Πρέπει, φαντάζομαι, νά τονίσω ότι δέν αιφνιδιάστηκε σέ καμιάν στιγμήν τής βραδιάς, γι’αυτό κι οι οργασμοί μου ήσαν απανωτοί, ωσάν γυναικείοι... Χωριστήκαμε τό απόγευμα τής επομένης μέρας, αφήνοντας τό καλλίτερο γιά τότε, κερνώντας με σουβλάκια. Φορούσα πάντοτε τό αποκριάτικο κοστούμι μου καί τό γειά πού τού άφησα περιχαράκωσε τήν επικειμένη άνοιξη σέ ανθισμένες πασχαλιές.
Χθές έλαβα μιάν επιστολή. Ανώνυμη. Προφανώς είναι δική του. Δέν θέλω νά σχολιάσω κάτι... Παρά μόνον νά είπω ότι νομίζω πώς η επιστολή αυτή είναι άφθαστο τεκμήριο γιά τό πόσο καλή μεταμφίεση πέτυχα, ο πούστης!
Όταν ακούς καί ημιχορεύεις (μέσα σέ ένα αυτοκίνητο), ηκίνηση τού κεφαλιού πού σού έλεγα, μάλλον είναι κίνηση πού επιβεβαιώνει τήν κατάστασή σου. Ότι δηλαδή, η ακρόαση τού ποντιακού, σέ στέλνει αλλού καί ο χορός σέ κρατά, σε διατηρεί σέ αυτό τό αλλού. Ήμουν σίγουρος ότι δέν ήσουν εκεί, οι ήχοι σέ ταξίδευαν, σέ κάποιους άλλους χώρους καί περιοχές. Σέ μερη μέ υγρασίες καίπάχνη στά κάγκελα έξω άπό τά σπίτια, εκεί όπου οι μοναδικές μυρωδιές στους δρόμους είναι τό καμμένο ξύλο άπό τά τζάκια καί τά σκυλιά πού ακούγονται άπό μακριά νά δίνουν εξετάσεις στ’αφεντικά τους.Σέ κύτταζα όχι επειδή ήθελα νά διακόψω τήν νιρβάνα σου(δέν μπορούσα εξάλλου) αλλά διότι καταλήγω ότι αυτή είναι η πιο όμορφη εικόνα σου. Όταν κροταλίζεις τά δάχτυλα, πρός διατήρηση ρυθμού καί κινείς τό κεφάλι.Δέν είναι αμέτοχα καί τά άλλα μέρη του προσώπου σου.Τά χείλη κλείνουν καί πιστοποιούν τήν ευαρέσκεια, τά μάτια μαρτυρούν σωματική ηδονή όπως φιλοσοφικά τήν βιώνει ένα κορεσμένο (άπό τέτοια ηδονή) σώμα, τάμάγουλα παίρνουν σχήμα επιβεβαίωσης όλων τών παραπάνω.
Τί (περισσότερο) όμορφη πού ησουν...
6 σχόλια:
δέν ταιριάζει όμως τό ένα μέ τό άλλο...
Δεν έχει σημασία!
Καλά! Επείσθην!
"Ήλιος α σην ανατολήν είδε σε και φο'έθεν, ατός ατόσο κ' έλαμψεν τη ώρα ντ' εγεννέθεν"
Ορίστε; Όμηρος ε;
Βρε και ο Ευστρατιάδης άμα γουστάρεις!
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα