Πέμπτη, Φεβρουαρίου 23, 2006

Γιά νά μάθης.

Άπό παντού έμπαζε χαρουμενακίστικες νότες. Καί ήταν λίαν περίεργο ῥέ γαμώτο, διότι η πλειονότης τού κόσμου στά πέριξ ηνταουστάνε φορτηγατζήδες...

Στωικά περίμενα τό φανάρι νά ανάψη αλλά κάποιος, παρεισάκτως, είχε πατήσει τό pause. Αι κινήσεις θύμιζαν οργαζομένους κηφήνες σέ φεστιβάλ μεξικανικής σιέστας… Η ιονέσκο φάσις δέν έλεγε νά κοπάση. Μόλις είχα σηκώσει χειρόφρενο, πεισθείς ότι βαρυχειμωνιά είχε επηρεάσει τό φανάρι και τό πράσινο θά αργούσε πολύ. Έσβησα, επίσης, τήν μηχανή καί σέ απόχρωση ομοβροντίας κουλαμάρας έρχοντο όλα τά περίεργα.

Είδα τότε έναν trafficlightguy νά πλησιάζη τό Σίμκα μου. Η κατ’αρχήν φευγαλέα ματιά μου, μετετράπη γρήγορα σέ σμίξιμο φρυδιών καί ένα μπάνικο ερωτηματικό. Δέν κρατούσε ούτε φορητόν υαλοκαθαριστήρα, ούτε κομπολογάκια, ούτε οδηγούς τών δρόμων τής πρωτευούσης, ούτε ακατανόητα ψιλολοΐδια, ούτε τά διπλά τών Ίνκας σκουλαρίκια.

Κρατούσε στά χέρια του ένα σιντί. Όχι γυμνό· είχε καί τό κουστουμάκι του, πέταγε κάτι αντιφεγγίσματα η πλαστικούρα του, έτσι γιά τό ονόρε. Στό αριστερό χέρι. Διότι στό δεξί, βαστούσε βιβλίο. Ένα βιβλίο. Ήταν δερματόδετο, παλιό· όχι βατικανίζον βεβαίως αλλά δέν ήτο καί άρλεκιν... Δέν μπόρεσα νά διακρίνω τίτλο, αφού εκείνη ακριβώς τήν στιγμή άρχισε.

Ο trafficlightguy. Ο trafficlightguy άρχισε νά κουνά τά χέρια του, ξεκίνησε νά κάνη τόν ακροβάτη. Αντί όμως μέ μικρές μπάλες, τό έκανε μέ αυτά πού αναφέραμε. Κάπως δύσκολα βεβαίως αλλά δέν φαινόταν νά δυσκολεύηται. Πέταγε ψηλά τό σιντί, πετούσε καί τό βιβλίο, σέ φάση ταυτόχρονης εναερίας πτήσης.

Ήταν πάνω άπό εμένα, ακριβώς επί του ανοικτού μου παραθύρου καί μάλλον δεν μέ έβλεπε νά τόν παρακολουθώ, τό υπέθετε. Όταν βεβαιώθηκε, άρχισε νά σφυρίζη έναν ῥυθμό. Τό τραγουδάκι κάτι μού έλεγε, μού θύμιζε αμυδρά κάτι κινήσεις καί παραμονές σέ μέρη διόλου κοντινά· θυμίσεις οι οποίες αύξησαν τήν θερμοκρασία απότομα, σάν νά είχε έρθει ο θεριστής.

Έπιασα λίγο νά τόν περιεργάζωμαι. Στήν τσέπη του άφηνε νά ανατέλλη ένα μπουκάλι κρασί, ίσα πού φαινόταν η στάθμη του. Η τσέπη του, έστειλε τό χέρι μου στήν δική μου νά βγάλω ένα κέρμα. Προτείνοντάς του το, σταμάτησε τό σφύριγμα καί γαλήνια, φυσικά μά εντελώς φυσικά, μού είπε:

- Δέν τό θέλω, δέν τό χρειάζομαι! Όλα καλά!

Έσφιξε τό σιντί, άγγιξε τό βιβλίον, χάιδεψε καί τήν μποτίλια καί μέ σαδιστικό χαμόγελο κατέληξε:

- Είμαι ευτυχισμένος… Κι έτσι…

Πετώντας τό κέρμα μακρυά, τόν έφτυσα μέ ένα μεγαλοπρεπές, μέ ένα συναχούχον φλέμμα, περίσσειας βλεννών, αψήφησα τό κόκκινο κι έφυγα.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats