Άναδόχου.
Άχ νονό... Η ώρα φθάνει μεσημέρι εγώ όμως δέν μπορώ νά διώξω μέ τίποτε τίς χθεσινές εικόνες.
Τά δώρα σου, μέ μάγεψαν· γι’άλλη μιά φορά... Μού δημιουργείς τρυφερά, ζεστά πολύ, συναισθήματα. Κάθε φορά πού έρχομαι κοντά σου, (δέν εννοώ ψυχικά, διότι ψυχικά είμαι 24 ώρες τό 24ωρο μαζί σου, νονό) αισθάνομαι κάτι απροσμέτρητα τρυφερό. Θέλω, επιτακτικά, κάθε τί δικό σου νά τό περιβάλλω μέ πρωτόφαντη αγάπη, μ’αγάπη ανεπιτήδευτη. Νά τό πιάνω νά τό φέρνω κοντά μου, νά τό πλησιάζω στήν καρδιά μου, κι αυτό νά ευθυγραμμίζεται μέ τούς χτύπους της. Αυτό ένοιωσα χθές, μέ τήν...λαμπάδα σου...
Ήταν υπέροχη, η λαμπάδα σου, νονό!...Ευθυτενής, μέ τραχεία υφή, μέ χρώματα γήινα. Ήθελα η θαλπωρή τού σώματός μου νά τήν φιλοξενήσει μέ νοήματα καί βλέψεις ανοιξιάτικες έν μέσω φλεβάρη. Τήν έφερνα μπροστά μου, στό στόμα μου, στό στήθος μου καί κάλυπτα κάποιες ατέλειες στό μάκρος της.
Αχ! Αυτό τό κλασσικό δώρο ενός νονό στήν βαπτησιμιά του, νονό! Όταν λίγο πιό μετά, κατόπιν τών πεισματάρικων καί συνεχών χαδιών μου πάνω της, όταν τήν κύτταζα νά αφήνεται στίς παλινδρομήσεις τής παλάμης μου, πάνω της... Τότε πού τήν είδα νά ανάβη... Θυμάσαι νονό; Πού κι εσύ μέ έβλεπες αφ’υψηλού μέ ένα ξελιγωμένο ύφος, γονυπετώς νά τήν προσκυνώ. Πλησίαζα κοντά στήν φλόγα της καί παραδινόμουν στήν θέρμη της. Μέ είχε κατακλύσει κάθε αίσθημα ηδυπάθειας στά παιγνιδίσματά της· τό έβλεπες ε; Τό έβλεπες; Ήθελες νά τό δής, νονό; Ε; Ήθελες; Γι’αυτό καί μού έπιασες τα μαλλιά, τά κράτησες σέ μιά πλευρά συγκρατώντας τα, ώστε νά βλέπης τήν όλη κίνηση.
Κι όταν, νονό, η λαμπάδα σου, κορεσμένη από τούς διονυσιασμούς μου (προσώπου καί γλώττης) εξέπεμψε μιά δυνατή αναλαμπή... Θυμάσαι; Τότε πού άφησε κάθε ικμάδα θέρμης καί φωτός, κάτι μεγαλοπρεπές! Καί στήν μεγαλοπρέπειά της, η λαμπάδα σου νονό, έσβησε, αφήνοντας εκείνα τά χαρακτηριστικά υγρά γύρω από τό κατακόκκινο φυτιλάκι της, τά οποία επίσης δέν άφησα παραπονεμένα...
Άχ νονό... Ελπίζω σέ συνεχείς λαμπαδισμούς.
Ευχαριστώ!
Καί κάτι άλλο… άσχετο, μήν παρεξηγείς..,
Γιά κάποιες από εμάς η Αθηνά είναι τό πρότυπο (σοφία).
Γι’άλλες η Ήρα (καπάτσα νοικοκυρά).
Γιά μερικές, η Αφροδίτη (φέρε κι άλλο κραγιονάκι)
Σέ κάθε περίπτωση οι θεές (όπως καί οι θεοί) κατά τίς σπονδές καί θυσίες τών πιστών – κατά τό παρελθόν - ζητούσαν τήν τσίκνα ώστε νά ευφρανθεί η όσφρηση κι αυτές μαζί.
Κάπως έτσι θέλουμε νά νοιώσουμε (όχι μόνο θεοί δηλαδή αλλά κυρίως ευφραινόμενοι) τήν προσεχή Πέμπτη, η οποία δέν είναι απλή Πέμπτη αλλά τσικνοπέμπτη!
Καλείσθε γιά τήν αποπεράτωση τού σκηνικού αυτού νά συνεισφέρετε μέ 1.232 οβολούς! (η ισοτιμία στό σημερινό νόμισμα είναι μόνον 2,99 ευρώ). Ο χώρος θά κατακλυσθεί από κρεατικά καί δέν θά υπάρξει καμιά δικαιολογία!
ΥΓ: Τυχόν χορτοφάγοι θά φάνε πόρτα!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα