Σάββατο, Φεβρουαρίου 11, 2006

Έπί τώ έτει.

10.592 ημέρες άπό τότε:

Υπάρχουν στιγμές, στιγμές απογευματινής ξεκούρασης, ξάπλας πού τά σκοτεινά πάχητα αφήνουν μιά κυτταρίτιδα βεβαιότητος ότι όταν θά ξυπνήσω θά είμαι 65 ετών. Δέν οφείλεται σέ - τυχόν - κόπωση αυτή η πεποίθηση. Φταίνε οι σκέψεις των στιγμων λίγο πρίν τά βλέφαρα μορφουσιωθούν. Σέ αυτές τίς 10.592 ημέρες, έάν μέ βάλω στό τριπακι αναζητησης καποιας ιδιαίτερης στιγμης, ένα περιστατικο ρε συ, αξιομνημονευτο, μιά κατάσταση πρός υπογράμμιση, μπορεί νά μού χρειαστούν άλλες τόσες ημέρες μέχρι νά πείσω εαυτόν ότι τίποτε δέν μπορεί νά σταθή κάτω άπό τήν γραμμή πού τραβάμε σέ ένα χαρτί, δίκην «σούμας».

Αυτή η γραμμή μένει ανολοκλήρωτη στά 5-6 εκατοστά της. Έχω ήδη κοιμηθεί.

Ίσως αυτή η φοβία της έγερσης έν μέσω 7ης δεκαετίας βίου νά μήν είναι τελείως φοβία αλλά ένας κάποιος μηχανισμός αμύνης του οργανισμού. Περιτριγυρίζειν στά 65 σου, σού δημιουργεί έκ τών πραγμάτων, μιά νοοτροπία κατοχής εμπειριών, εικόνων καί, ίσως, μεστωμένης πορείας. Ίσως γι’αυτό τά όνειρα νά είναι έτσι. Μού συμβαίνει πάντα, όταν αυτά είναι έντονα, νά διατηρώ τήν γεύση τους σέ όλη τήν ακολουθουμένη τους ημέρας. Γι’αυτό καί έτυχε (;) εντελώς πρόσφατα – ίσως λόγω τής έπί τώ έτει – νά μέ παρακολουθώ νά συνοδεύομαι άπό παλαιές παρέες. Σέ κακοτράχαλο περιβάλλον, άβολο, μέ τό βήμα πρός τά μπρος σταθερό, σταθερότατο μπορώ νά πώ καίτοι τά βλέμματα είχαν έναν μαγνητισμένο τόνο, μέ γυρμένα κεφάλια. Ίσα πού φαινόταν εκεί, στό βάθος κι άπό ψηλά, ένα πλοίο νά κτυπά νευρικά τά δάκτυλά του, αναμένον, στους ντόκους. Αυτό μέ τάραξε λίγο· μού αποπροσανατόλισε τό βλέμμα, είδα ότι κατευθυνόμασταν κάπου. Γνώριμα αλλά πρωτόφαντα. Στούς δρόμους αυτούς, άκουγα συνεχώς προτάσεις μέ πολλά, πάμπολλα «θά» καί «νά» συνοδευόμενα άπό αποκομβίωση καί φανέρωση κάποιων μυστικών, σκοπιμοτήτων καί υστεροβουλιών. Κινήθηκα στ’αριστερά της, νά απομακρύνω τήν καρδιά μου όσο τό δυνατόν περισσότερο άπό αυτήν· δέν ήθελα νά ακούη τούς ρυθμούς της καί νά μέ διαβάζη. Γιά μιά στιγμή, μία μόνον, όσο διαρκεί ένα «νά», ένα «θά» ανάμεσα σέ πολλές, βιαστικές, λέξεις, όσο κρατά η συνειδητοποίηση τής διαρκείας τού ύπνου τό πρωί, μέ ένοιωσα πρωταγωνιστή ενός παραλλήλου κόσμου, σέ αυτόν πού πραγματώνονται τά «άν».

Βψ, ασβκβ θυβξ. Ζλμβωβ μκδπ βμμβ νπφ βσζτζ ρπμφ.


… δέκα … είκοσι σταγόνες. Τό νερό χρωματίστηκε. Τό’πιε μονομιάς. Έβηξε λίγο. Κατόπι μουρμούρισε:

- Θυμάσαι Γεράσιμε;…

- Ναί.

- Άν τό’χης ξεχάσει νά σου τό θυμίσω. Δεκαοχτώ χρονιά. Ουτ’ένα λιγότερο. Σ’εκειο τό νησί του Κόλπου. Τό σκάσαμε του καπετάνιου μεσημεριάτικα, καληωρα σάν τό Διαμαντή πού’βρισες πρωτύτερα. Τυφλά στο μεθύσι. Βρήκαμε τό χωριό μέ τίς μαύρες. Διάβασες χάσκοντας μιά ταμπέλα: Supplying of intoxicants to natives is strictly forbidden. Είχαμε δυο μποτίλιες ο καθένας Πάνου μας κρυμμένο, πρόστυχο ουίσκι. Μέ τήν σειρά μου διάβασα τήν άλλη επιγραφή: Beware of native women. All rotten here.

.

.

.

Ο καπετά-Γεράσιμος τόν έκοψε μέ μιά κίνηση τού χεριού, πήρε ένα κουτί εγγλέζικα τσιγάρα καί του πρόσφερε.

Έκανε ν’ανάψει σπίρτο, μά σταμάτησε απότομα. Ο γραμματικός τόν είχε σιμώσει.

- Δός μου τό χέρι σου, τό δεξί. Άνοιξέ το.

Ο άλλος τ’άνοιξε κοιτάζοντας μέ απορία.

- Ά, γιά κοίτα, τί θυμήθηκες. Παιδιαροκαμώματα.

Μιά λεπτή άσπρη γραμμή άρχιζε άπό τό χοντρό δάχτυλο κι έφτανε μέχρι τόν καρπό.

- Θά’θελα νά μήν είχε γίνει.

- Μά τί έπιασε ξημερώματα. Ούτε τό θυμόμουνα.

- Εγώ τό θυμάμαι. Μ’έχει βασανίσει πολλές φορές τήν νύχτα, στήν βάρδια. Στή Χουέλβα… κείνη η μαγαρισμένη τσιγγάνα, η ξυπόλητη, μέ τά σκονισμένα ποδιά, πού βρωμούσε ο ιδρώτας της μούστο. Σέ προτίμησε. Ακόμα δέν μπορώ νά καταλάβω γιατί τράβηξα τόν σουγιά πού μού’χες τροχίσει ο ίδιος, πρίν τρείς ώρες, στήν πέτρα τής μηχανής καί σύ γιατί χούφτωσες τό λεπίδι. Σέ ξαναβρίσκω απόψε. Άπό τότε πού μπήκες στό Πορτσάιτ έχουμε πεί καλημέρα κάνα δυό φορές. Όταν σ’είδα ξαφνικά στήν σκάλα, ταράχτηκα. Ήθελα νά σού μιλήσω καιρό. Μού τό φυλάς πάντα;

Ν.Κ.

1910-10 Φεβρουαρίου 1975

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats