Τετάρτη, Φεβρουαρίου 08, 2006

21 Ιουνίου.



Δεκατέσσερα τσιγάρα χημικομεταβλήθηκαν μέ καλπαστικούς ρυθμούς – σέ βάθος μερικών ωρών. Γι’αυτό καί χρειάστηκε νά ανοίξω τό παράθυρο μπάς και ο αέρας ανανεωθεί. Τό μάτι μου έπεσε στήν απέναντι κολώνα, στόν υποκίτρινο της, αέριο κώνο. Άφηνε, πολύ γενναιόδωρα, νά φανή ότι χιόνι μπόλικο ερχόταν στήν γειτονιά μας. Κύλησα τήν ματιά μου καί είδα ένα ελαφρύ, λεπτό στρώμα χίονος πάνω στά τουτού. (Τών επομένων ετών οι χιονοκουβέντες στά βιβλία δέν θά’χουν νά κάνουν μέ κοιλάδες, κάμπους, βουνά αλλά μέ αστικά τοπία· χιονισμένα αυτοκίνητα, άσφαλτοι καί σκοπιδοτενεκέδες). Έκανε κρύο, πολύ κρύο.

Τό κάτι σάν κλίκ στά φύλλα τής μπαλκονόπορτας, άφησε έξω τούς θορύβους τών μέ χιόνι αέρηδων καί κάποιων εκθέτων σέ αυτούς, αντικειμένων. Η ησυχία καί η ζέστη κυρίως, επέτρεψαν νά μήν λοξοδρομήσουν τά φλεβαριάτικα αποφθέγματα. Πάντψς, αργεί ακόμη νά μυρίση καλοκαιράκι.

Μήν ανησυχείς όμως καλή μου.

Όσο κι άν αργή κάτι, όταν έρχεται, πάντα λέμε πόσο γρήγορα πέρασε τό διάστημα τής αναμονής.

Θά έρθη τό καλοκαίρι, ναί.

Καί δέν θά είναι σάν τά άλλα.

Θά είναι ένα καλοκαίρι πού θά μπερδεύεται η κυριολεξία μέ τήν μεταφορά. Θά έχης ξεφύγει από τά πάντα, η αναπνοή θά ξεφυλλίζεται ανεμπόδιστα. Δέν θά υπάρχη καθόλου απορία, σκέψη, αναζήτηση, δέν θά αγωνιάς γιά τίς επόμενες στιγμές. Δέν θά κυττάς παράξενα κάθε ανήλιαγη, σκοτεινή γωνιά τού χωριού μήπως ξεπροβάλλει φιγούρα ανοίκεια γνωστή. Κυρίως αυτό. Κάθε αμφιβολία, απορία, περιέργεια τού παρελθοντος δέν θά ισχύση· ποτέ πιά. Αυτό πού περίμενες, όλα αυτά τά στοιχεία πού σέ άγγιξαν, σέ γοήτευσαν, σέ συνεπήραν θά είναι ήδη εκεί, μέ σάρκα καί οστά.

θά σέ συνοδεύη στίς περιδιαβάσεις τών πετρίνων καλντεριμιών, θά ακούς περιγραφές γιά τά ηλιοβασιλέματα πού απλώνονται εκεί μπροστά, θά αισθάνεσαι ένα ελαφρύ τρέμουλο στά δάκτυλά του πού θά αγκαλιάζουν τά δικά σου.

Καλοκαίρι.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats