Κάθε καλοκαίρι, τόν θάνατο, στήν Βενετία.
Ο άπό τό τζάμι μπουκαριζόμενος ήλιος, είχε τέτοια κλίση πού μού θύμισε ημίτονο 45 μοιρών. Μαζύ μέ αυτό, θυμήθηκα καί μιά καθηγήτριά μου τών μαθηματικών· προεκάλει τόση σεξουαλική διέγερση όση δημιουργεί η θέα μιάς μασέλας στό μούσκιο. Μέ έπιασε ένα σύγκρυο, μιά αναγούλα, μιά κάποια ναρκοληπτική σκέψις παραιτήσεως άπό τά πάντα, τάχιστα όμως άλλαξε η διάθεσις μου ένεκα τό άσμα πού άκουγα στόν ραδιοσινδή, νά’ούμ’. Κι άρχισα νά τό τραγουδώ φωναχτερά φωναχτερά.
Κι αυτός ο ήλιος δέν έλεγε νά μήν μού υπενθυμίζη μιά κάποια στοματική μου παρατυπία… Πάνω στίς εντάσεις, στίς εκλάμψεις τού ρεφραίν τού ανεβασιάρικου άσματος, σμήνος σιελοσφαιριδίων μέ ταχύτητες φόρμουλα 1 παρέα μέ άπειρα φωτόνια, πάγαιναν πρός τό παρμπρίζ… Σάλια μου μέ ατίθασο καλπασμό πετάγονταν στά πέριξ.
Δέν σκάλωσα όμως, μ’αυτήν τήν μπουλουκοειδή εικόνα μου, μέ αυτήν τήν ασαβούαρβρη στάση… Εδώ δέν χαλάστηκα μέ τήν θύμηση τής μαθηματικού, σκέτη εμμηνόπαυση, θά μέ χάλαγαν δύο - τρία (ψιλεκθέτοντά με κάπως, γιά νά είμαι ειλικρινής) σαλάκια;
Γι’αυτό καί συνέχισα. Νά τραγουδώ συνέχισα. (Καί νά ακουσιοφτύνω βεβαίως). Δέν θέλω νά φανερώσω τό εντελώς περιεχόμενο τού τραγουδιού, διότι έτσι μειούται η αύρα του. Νομίζω (είμαι σχεδόν σίγουρος) ότι οι στίχοι του μέ τά ερωτικά του θέλω, αι βλέψεις αυτών καθώς επίσης καί αι αγαπησιάρικαι επισημάνσεις έσχον μαγικήν επίδραση.
Τό δίχως άλλο, θά έκαναν μιά σουφραζέτα νά καταταγή ανθυποχανούμισσα σέ κάποιο χαρέμι, μιάν καλογριά, υπάλληλο σέ σέξ σόπ στήν οδό Γερανιού στήν Ομόνοια καί κάποια κνίτισσα νά ξυρίση τίς μασχάλες της.
Όλα αυτά τά παραπάνω, έάν γενικώς καί φιλολογικώς εξετάσουμε τούς στίχοι τού άσματος, τήν επίδρασιν τους. Όταν, όμως στον συλλογισμό αυτόν, προσθέσης (τήν νομίζεις ασήμαντον λεπτομέρειαν) ότι ένα τραγουδάκι τέτοιο, εκτελείτο άπό τόν γράφοντα… τότες… Τότες γάματα, γιατρέ…
Αχ αυτοί οι πλατειασμοί! Άς γυρίσω στήν στιγμή πού τό παράκανα μέ τό τραγούδι καί μέ τήν πέριξ αυτού παθιασμένη εκτέλεση του… Άπό τά μπόλικα σάλια, χρειαζόταν υαλοκαθαριστήρας άπό μέσα, χρόνος γιά πατέντες όμως ουδείς… Εξάλλου δέν πρόλαβα νά σκεφτώ τίποτε διότι τότε ακριβώς, συνέβη.
Μόλις είχε ανάψει πράσινο στό φανάρι τού δέλτα τού ποταμού Ηριδανού μέ τήν Ποσειδώνος καί ξεκίνησα. Μιά απίστευτα διαπεραστική κραυγή συνοδευμένη άπό ένα κρώξιμο μαραμπού καί καύσιν ελαστικών στήν άσφαλτον μού άπόχεψαν τήν προσοχή… Είδα στ’αριστερά μου, στό αντίθετον, στό πρός Πειραιά ρεύμα, έναν σκαραβαίο (αφού πρώτα τού έγινε χειροφρενιά στό καπάκι μιάς overdose γκαζιάς) νά παίρνη ύψος, νά δίδη διαπιστευτήρια στάρ τρέκ, ίσως καί στρατηγού Λή καί… Καί νά σκάη ακριβώς μπροστά μου, στό έν κινήσει (πολυαγαπημένο) σίμκα μου τό οποίον αϊρτονσενικώς πρόλαβα νά σταματήσω… Πάνω πού πήγα κι εγώ νά αρχίσω νά φωνάζω, βλασφημώντας περί γαμώ τό ΚΚΕ σου, γαμώ τήν προλεταριακή σου συνείδηση καί γαμώ τόν Αβαλάνο (σικ) καί γαμώ ό,τι πολυπολιτισμικώς έχεις ιερό, άνοιξε η πόρτα τού σκαραβαίου καί ο οδηγός πού βγηκε, μού φύτεψε στό στόμα τό άφες αυτή, ού γάρ οίδε τί ποιεί… Ήτο μιά όχι δίμετρος τύπισσα, μέ μεσογειακόν παράστημα, ολίγον κοντούλα δηλαδής. Μελαχρινή, ουχί αράπω βεβαίως, σταράτη παναπεί, μέ μαλλιά ψιλομακρυά, μακρυά ναί… Μέ ένα κολλητόν παντελόνι, βήμα ελαχιστοποιημένης επαφής μέ τό έδαφος, ύφος μιά ιδέα ανέμελο. Τό λίαν ευδιάκριτον πληθωρικόν αυτής μπούστον, μού έκοψε καρακαταπότομα ένα ελαφρύ κατούρημα πού άπό τό πρωί, ένοιωθα. Έπαυσα νά τήν ελαιογραφώ όταν αντελήφθην ότι προσέγγιζε εμένα καί προσπάθησα νά πάρω ύφος σοβαρόν, νά μαρτυρήσω μιά δέν μέ νοιάζει κατάσταση, μιά δέν εντυπωσιάζομαι φάση, νά κλείσω τό ηλιθίως χάσκον στόμα ενώ έστειλα μιάν μίνι δέηση στόν Γανυμήδη ώστε νά μού επιστρέψη τήν πρός πιπί διάθεσιν… Αί στιγμαί ήσαν περίεργοι. Αί κόρναι τών γύρω αυτοκινήτων είς έντασιν mute, τά πάντα θύμιζαν σαλόνι συνεπούς κρατικής βιβλιοθήκης πρωτευούσης χώρας ανατολικού μπλόκ· ηκούσθη μέχρι καί τό ανεπαίσθητον άλλες φορές τρίξιμο τού τζαμιού τού (αγαπημένου μου) σίμκα νά κατεβαίνη…
Η μανταμίτσα είχε σταυρώσει τά χέρια πάνω στήν πόρτα μου, σκύβοντας. Κι εγώ, ωσάν τον Άτλαντα (καί βάλε) κρατούσα τό βλέμμα μου ψηλά, στο ύψος τών ματιών της, γιά νά μήν χαμηλώση καί βουτήξει στήν ελκυστικά ερεβώδη χαραμάδα τών βαρέων βαρών μασταριών της. Η προσπάθεια αυτή αναιρούσε πάσα ικμάδα ενεργείας τού σώματος καί πνεύματός μου – ουδεμία άλλη λειτουργία τού οργανισμού μου ελειτούργει εκείνη τήν στιγμή. Γι’αυτό παρέμεινα άφωνος, γι’αυτό καί ωμίλησε αυτή πρώτα.
- Τόσην ώρα, 47 δεύτερα, όσο διήρκει τό κόκκινο, σέ έβλεπα νά μέ κυττάς καί νά μέ λες προστυχόλογα χαρμανιασμένου ναυτικού άρτι επιστρέψαντος στήν συζυγική κλίνη, χωρίς ντροπή νά μέ φωνάζης ότι δέν μασάς ενώπιον τών 14 θαλασσινών κόμπων τού κυλλοτακίου μου, μέ αιδώ σατύρου νά συνθέτης εγκώμια γιά κάθε οπή μου… Νομίζω;
Χμ… Μάλιστα… Σιγά τώρα μήν τήν ρωτούσα πως μπόρεσε νά διακρίνη τά μάτια μου μέσα άπό τά σκουρότατα μαύρα γυαλιά μου νά τήν κυττάν…Καί σιγά μήν τής απεκάλυπτα ότι εκείνη τήν στιγμή, τήν μύτη μου στον καθρέπτη ήλεγχα γιά ανεπιθύμητα προϊόντα βλέννας… Καί σιγά μήν τής εξηγούσα ότι ένα τραγουδάκι εγώ ο άξεστος τραγουδούσα, έστω τραγουδάκι τραγουδάρα! Αλλά αφού έτσι τό ορμήνεψε τό ζήτημα… Όχι, δέν απεκάλυψα τίποτις, αλλά ούτε κάν κίνησα τό κεφάλι, μέ κίνηση συμφωνίας ή διαφωνίας… Δέν μπορούσα εξάλλου. Δέν είχε αλλάξει κανένα δεδομένο άπό τά πρίν, αναφορικώς μέ τό βλέμμα μου. Κι αυτή, εξέλαβε τήν όλη στάση μου μιάν ενσάρκωσιν του πνεύματος Κλάρκοτος Γκέημπλ όταν ο μύσταξ αυτού, ολίγον τί ξυνισμένα έλεγε στήν σαλούφα, τήν Σκάρλετ:
- Ειλικρινώς αγαπούλα, δέν δίνω δεκάρα!
Τότε λοιπόν, κάργα πεισθείσα ότι είχε μπροστά της τύχη παρουσιαζομένη κάθε 800.000 έτη (φωτός), ηγέρθη. (Πωπώ κάτι βυζάρες! εσκέφθη ο Άτλας ξεροκαταπίνοντας τήν μέ κανέλλα βουκιά εσπερίου μήλου).
Έβαλε τά χέρια στήν μέση της, έλυσε μιά πλατιά δερμάτινη ζώνη καί μου τήν έδωσε προσέχοντας νά μήν έλθουν σέ επαφή τά χέρια μας.
- Στήν πατρίδα μου, τό Κιλκίς, η παροχή ζώνης μιάς (πάλαι ποτε) παρθένου σέ κάποιον νεανία, φανερώνει παραχώρηση κάτσε καλά νά’ούμ’… Στίς οκτώ τρούπες της ζωνούλας μου είναι γραμμένο κι ένα ψηφίο άπό τό κινητόν μου… Έχω παραλείψει τό δύο πρώτα, 6 καί 9, μήν αγχώνεσαι… Θά περιμένω κλήση σου απόψε. Εισερχομένη. Γιά τά καλά, εισερχομένη.
Λυπήθηκε νά μού αφήση ένα «γειά» κι έφυγε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα