Δευτέρα, Απριλίου 30, 2018

ξερωγωτὶ

Κι ἂν ἡ πραγματικότης εἶναι ἐναντίον μας, τόσο τὸ χειρότερο γι’αὐτήνανε.

Κυριακή, Απριλίου 29, 2018

νὰ σὲ ἔχω μέσα, Μαριγὼ

Ὄξω ἤβρεχε καὶ ἤβρεχεν δυνατῶς. Ἦτο μάλιστα εἷς ὑετὸς κάτσε καλά, δὲν ἔσχον ποτὲς πατρίδι συναντήσει οἵον. Τὸ ἀλεξιβρόχιον εἶχε περδηθεῖ γεώμηλα, δὲν ἔκανε τίποτε, συνεπῶς ἔδει καταφύγιον ὅπερ εὑρέθη κἄπου εἰς τὴν Ἰμπ. Ῥουγκόβα. Εἰς ἕνα παριζιάνικου ῥυθμοῦ café μὲ ἱκανοποιητικοὺς ἀριθμοὶ μάλιστα εἰς τὰς ἐτικέτας τῶν προθῆκι προϊόντων του. Ἐκάθησα. Καὶ χαζολόγουν μὲ τὸ φορητὸν ἀναμένων τὸν νηφελοκοκκόζωμο μετὰ τοῦ κοκοῦ. 

Πρὸ τῆς ἀφίξεως τούτων, ἀφίχθη ἓν ἄλλον ζεῦγος. Ὄχι ἐπιτραπέζιον, προσφορὰ τοῦ καταστημάτου, πάρ’τε καλὲ κι αὐτό, πολὺ γκοῦστι καὶ τὰ ῥέστα. Ἦταν ζεῦγος χόμο σάπιενς. Ἄντρα καὶ γυναῖκα. 

ἄφιξίς των, ἦλθε νὰ μοῦ διαταράξῃ τὰ στερεότυπα περὶ τῶν αὐτοῦ ἀνθρώπων.

Συγκεκριμένως μανδάμ.

Ἦτο ἓν χάρμα ὀφθαλμῶν, ἕνα πνευμονικὸ λαχανητό, μιὰ ὁπτασία ἥτις ἔφερνε περισσότερο σὲ ἀψβουργικὲς κατατομὲς καὶ χρώματα καὶ οὐχὶ ἐς βαλκάνιες (πλὴν σέρβαι βεβαίως βεβαίως) κακολαϊκὲς χαμηλοκῶλες. Τί στύλ, πόσο σίκ, τί ἐγκεφαλλικὸ ἴλιγγον προκαλέσασα!

Τόσο ποὺ μὲ ἔκανε νὰ ἀφήσω παραδίπλα τὸ (ἐν τῷ μεταξὺ ἀφιχθὲν) marvelleux [δύο στρώματα μαρέγκας (ὠὰ κτυπούμενα δυνατῶς, φάπ, φάπ, φάπ, φάπ, φάπ, φάπ, φάπ, φάπ, φάπ, φάπ, φὰπ μέχρι νὰ ἀφρίσωσιν) ἐκατέρωθεν σαντιγῆς καὶ μὲ πασπαλισμένας τροῦφας τσικολάτας] γλυκό μου.

Καὶ τὴν ἐκόζαρα.

Ὄχι τὴν πάστα. Αὐτὴν ἐκόζαρα, τὴν κυρία.

Τὴν ἐκάρφωνα. Μὲ τὰ μάτια. Τὰ μοῦ τὰ μάτια.

Αὐτή, διαβάσασα τὸν στίχον ἐδεσμάτων, περατώσασα τὴν παραγγελίαν, χαμογέλασε τῷ ἀνδρί της καὶ γυρίσασα ἐξεταστικῶς τὸ βλέμμα ἐς τὸν χῶρο, τῆς συνέβη. Πρόσεξε δῆλα δη, τὸ ἀγκίστρι τῆς λύσσας μου, ἐκφραζόμενον ἐς ματιὰ γδύνουσα τὰ πάντα ὄλα της.

Γιόμισε ἀμηχανίαν. Ἐταράχθη. Δὲν ἐπρόσεχε τί τῆς ἔλεγε ὀ καβαλιέρος της· σκυμμένη παρέμενε, μὲ ὀλιγόστιγμες διακοπές, στὸ ποτήρι της.

Τὴν κυττοῦσα ἀνερρυθριάστως ἀενάως. Ἀκόμα κι ὅταν ἔφερνε τὸ βλέμμα της πάνω μου ἵνα ἐλέγξῃ ἐὰν συνέχιζα οὕτως ἀναίσχυντα κι ἀγενά, δὲν ἔσμπρωχνα ἀλλαχοῦ τὰ μάτια. Ἐταράζετο. Ἐς τὴν θέσιν της, ἐκίνει τὴν κούτρα της συγκαταβατικῶς, θετικῶς εἰς ὅ,τι τῆς ἔλεγε ὁ ἔναντι. Ἡ σφῖξις ὅμως, τοῦ ἄκρου τοῦ τραπεζομάντηλου διὰ τῆς ἀριστερᾶς της παλάμης, μοῦ ἐμαρτύρει ὅτι ζορίζετο λίαν.

Δὲν βαριόμην μήτε στάλα νὰ τὴν στριπτιζοκυττῶ καὶ διόλου δὲν μὲ ἔνοιαζε ποὺ κλιμακώνετο ἡ ἄσχημος η θέσις. Ὥς που, ἐσηκώθη. Ξεδίπλωσε τὰ τοὐλάχιστον ἑκατὸν καὶ ὀγδόντα καὶ τρία ἑκατοστὰ τοῦ σωμάτου της καὶ μὲ σεμνὰ σκελίσματα, διῆλθε παρ’ ἐμοῦ. Τότε ἦταν ὁπότε τῆς εἶδον ἀνεπαίσθητον παίγνιον νεύρου κινήσεως τοῦ βλεφάρου ὡσὰν πρόσκλησις.

Δὲν ἤξευρε ὅμως μὲ τί κιαρατὰ εἶχε μπλέξει.

Δὲν κουνήθηκα καθόλου. Τὸν εἶχα παίξει ἄλλως τε πρὸ μιᾶς ὥρας καὶ δὲν εἶχα τόοοσο ξεσηκωτικὸ κίνητρο. Ὄθεν, τὴν ἄφησα στὸν καμπινὲ νὰ ἀναμένῃ καὶ νὰ περιμένῃ.

Ὥραν πολλήν.

Ὥστε ἵνα ἐπιστρέψῃ καὶ νἆναι πλήρης χτικιοῦ.

Τὸ ὁποῖον νὰ τὴν κάνῃ ἐμοὶ νὰ ἔλθῃ καὶ νὰ βουτήξῃ πάνω μου λείχουσά μου τὸν μῦν ἐκεῖ στὰ τραπέζια - ἄνευ τῆς παραμικρᾶς προφυλάξεως.

Κι ὁ ἀνήρ αὐτῆς νὰ διαμαρτύρῃται:

«Μὰ χρυσή μου, δὲν τέλειωσες ἀκόμα τὸ γλυκό σου!»

Κι αὐτὴ νὰ ἀπαντᾷ καὶ νὰ ἐξηγῇ ὅσο δύναται ὀρθοφωνικῶς καθ’ὅσον θὰ παλαίῃ ἡ γλῶττα της μὲ τὴν δύσκαπτον λαχτάρα μου:

«Καλέ μου... Ἔχω ἀνάγκη φρουκτόζης τώρα - καὶ ἐνζύμων. Σκύβω ἐς τὴν ἱερὰν κρήνην πρωτεΐνης, προσκυνοῦσα τὰ δέοντα ἐργαλεῖα ἐνστοματώσεως τῶν σεπτῶν ἱδανικῶν τῆς ὀρθῆς διατροφῆς, ἔκπαλε ἄλλωστε μπόντυ οὔσα.»

Ταῦτα σκεπτόμην καὶ ἔπραττα εἰκόνα.

Τελικῶς ὅμως, σκέφθην, διώχνοντας τὴν εἰκόνα της νὰ μοῦ κάνῃ καπνοσύριγγα... Σκέφθηκα πὼς ἴσως νὰ ἤχεζεν στη ντουαλέττα. Ἴσως νὰ ἤχεζεν καὶ ὅλα τὰ λοιπὰ νὰ ἦτο προϊὸν τῆς ἀποβλακωμάρας μου διότι ἔτι ἵστατο ψιλοπαρθένος στὸ μικρὸ λευκὸ πινάκιον, ἡ marvelleux. 

Κι αὐτὸς ὁ μέλας χόλος ἦλθε κι ἔδεσε μὲ τὰ ἔξω, καθ’ὅσον ἡ βρόχα εἶχε τελειώσει ἄνευ ὡστόσο τόξου οὐρανίου.

λὰ βέγια



Tί καημὸς κι αὐτός! Ν ἔχῃς ψωνίσει πίπα τινά, ν τν ἔχῃς καθαρίσει κατ τ δέοντα, ν τν ἔχῃς περάσει κι π τσίλικο ονόπνευμα κα ταν στεγνωθεσα τε κα καθαρισθεσα πλέον, τοιμη δι οτως επεν διακόρευσιν κα βαστάχτως καιομένας γάπας, ν μὴν σ κάν καρδι νά... Ν τν καπνίσς.

ν τάξει, πάντοτε στ πρώϊμα, ταν χ μύτη σκάσει καπνοσυρίγγι στ τσαρδί μου, πολαμβάνω τν καθαριότητά του, τ τίνι τρόπ στιλπνόν του, τν παρθενίαν του τέλος πάντων. Μρέσει ν τ ντικρ καπνον μειράκιον νευ σημαδιν κακν συναναστροφν μετ τν χειρν· σως κα ν μ πον τι σονούπω θ τ περάσω στν λλη χθη. Τ ντι· δν περν πολς καιρός, λαχίστου προϊόντος τοιούτου τ ξεκατινιάζω, τ καπνοσυρίγγικατ πς προβλέπεται βεβαίως βεβαίως, θυόμενον ες να οτέησον πρ πολλο διαρραγέντος.

Τί χω πάθει μως τώρα κιαρατς μ ατν τν ταπεινν πίπα; Δν το κριβή. Οτε κα μάρκα της, ατία λαχανητο σ παϊοντα καπνοσυριγγιστήν. γοράσθη σ να καπνοπωλεον τς ψηλοτέρας πανευρωπαϊκς πρωτευούσης. πωλητς ρνήθη ν μο κόψ νάμισυ ερ (δν βγαίνω γιατρουδάκο μου!) κα μ κυρίευσε να χτικιό. Τέλος πάντων, φετιχισμς κτυπ κόκκινα ταν τν βλέπω, ταν θέτω τ δάκτυλο π τν τύπον το μπώλ, τόσο λεία! Τοιουτοτρόπως κα μέχρις δ σχέσις μνκα φαίνομαι ν κανοποιομαι καθς κσπ νας πλατωνισμς τί ν σς λέω!

λλ στ φινάλε, τί πι περισσότερο ντονo π τν συνειδητοποίηση τς νομς κα πολαύσεως ταν καπνίζς μιν πίπα; Γιατί μως παραμένω τόσο τολμος; Εναι πρώτη στς πενῆντα τρεῖς μου πο τ παίζω τζέντλεμαν, σν τν νώνυμο ρωα τς Μυστικς Ζως το γγ. Τερζάκη ντ ν ξηγιέμαι ντελς Dolmancé!
blog stats