Πέμπτη, Μαΐου 29, 2008

Σημαντικιά Επέτειο.


Περίμενα χθές όλην τήν ημέρα, νά δώ τά ΜΜΕ, νά παρατηρήσω τόν κόσμο στούς δρόμους, τίς λεωφόρους, τίς πλατείες καί τά πάρκα νά συνεισφέρουν στήν ξεχωριστή επέτειο. Φεύ! Δέν είδα όμως στά πεδία τής πόλεως νά καλύπτουν μέ κυανές εσάρπες κάθε θηλυκής μορφής άγαλμα, προτομή, παράσταση.
Δέν άκουσα πένθιμα εμβατήρια σέ κάποιον τηλεοπτικό δίαυλο, ούτε ασταμάτητες σέ ραδιοφωνικό τοιούτο, θρηνώδεις ελεγείες.
Δέν είδα ηχεία στίς διασταυρώσεις νά παίζουν μοιρολόγια, ούτε ρολλά εμπορικών νά κρατούν μακρυά πελάτες. Δέν συνάντησα πηγαδάκια πολιτών στίς συνοικιακές οδούς νά ομιλούν χαμηλοφώνως, δέν αφουγκράστηκα συνοφρυώσεις γιά τήν επέτειον!
Τό σάπιο κατεστημένο καραντινοποίησε τήν συγκλονιστική όσο καί φρικιαστική είδηση γιά τήν επέτειο (28-5-1952) τής χορήγησης δικαιώματος ψήφου στά δίποδα πλατυόνυχα αιδοιοφόρα άπτερα!

passa tempo.

Δέν είχα σκοπό νά πάω νά δώ τόν Ιντιάνα Τζώουνς, εκείνη η σκηνή μέ τά κεφάλια τών μπαμπουίνων μού έχει δημιουργήσει μιά απώθηση όμοια μέ τί νά πώ; Μέ τό νά ακούω Θανάση Παπακωνσταντίνου π.χ..

Διαβάζοντας όμως ότι τό φίλμ (είτε μετερχόμενο αληθειών είτε ψεμμάτων) θάβει ολίγον τί, μπολσεβίκους, ήδη έχει αναγκαιοποιηθεί τό ζήτημα παρακολούθησής του!

Συνεχίζοντας δέ, τήν ανάγνωση τής ειδήσεως, μαθαίνοντας ότι ορφανά τού ΚΚΣΕ ζητούν τήν απαγόρευση τού Ιντιάνα στήν Ρωσία λόγω διαστρέβλωσης τής ιστορίας, τό φίλμ έχει μπεί γιά τά καλά στήν καρδιά μου, άραξε στήν πρώτη θέση, εξοβελίζοντας μιά τρομερή τσόντα (τό άρωμα τής Ματθίλδης) ήτις επηρέασε ρηξικέλευθα τόν εφηβόθεν προσανατολισμό τού μότζο μου!





Κυριακή, Μαΐου 25, 2008

Γιά πρόσεξόν με βλάμισσα,

Κύττα με καὶ στὴν μούρη,

κύττα νὰ δῇς, ἄν φαίνωμαι, ἄν μοιάζω γιὰ καψούρι...



Πέμπτη, Μαΐου 22, 2008

Στ'Ανάπλι καί στήν Αίγινα, βαρυποινίτης έγινα...

Όσο - καί ό,τι - έχω γαμήσει*, τό έχω επιτύχει μόνο μέσω γνωριμιών από τόν ιντερνέτ.

Αυτόν τόν καιρό ψήνω μιά 36χρονη καθηγήτρια ελληνικών από τά Ψαχνά Ευβοίας.

Μέσω τσάτ.

Επί τού τσάτ, συνήθως - καίτοι επιδιώκω νά ακολουθώ στρατηγική προσεκτικών, κυρίως όμως α ρ γ ώ ν κινήσεων, δι’ ευνοήτους λόγους - μού βγαίνει μιά βιασυνάδα, π.χ. θίγω ζήτημα γιά γυμναστήριο στόν ελεύθερο χρόνο, α, πάς; καί ζορίζεσαι ε; δέν έχεις ανάγκη, έχεις; θερμιδοπόλεμος, ναί ναί, τί κρίμα... Εκεί λοιπόν αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται μάλλον γιά μέ πιασίματα, ένα καμπανάκι μού γδέρνει τά αυτιά καί πετάω τήν χαζομάρα μου γιά τά μπαλκόνια της καί πόσο μεγάλα είναι. Τότε τό πιό πιθανό είναι νά μέ κλάση, εάν συνεχίση, τότε ξενερώνω εγώ, διότι καταλαβαίνω ότι πρόκειται γιά λούγκρα ή άρρωστη τρώγλη. Ξενερώνω άμεσα, κλίκ στά χί, κουμπώνω τό σλιπάκι μου, σηκώνω τό παντελόνι μου, τό φορώ καί κλείνω τό πισί.

Δέν ξέρω τί μού συνέβη καί αυτήν τήν φορά δέν άρχισα τίς (λεκτικές) μαλακίες (τίς άλλες τίς είχα ήδη αρχύσει διότι γυρνοβόλουν σέ αυνανοβοηθητικά σάιτς). Τήν άφησα νά «μιλά», τό πρόγραμμα είχε έναν χείμαρρο εξομολογήσεως παραπόνων γιά μιάν δυσμενή μετάθεση σέ κάποιο κωλοχώρι. Αι παρεμβάσεις μου ήσαν προσεκτικαί ολιγόλογαι ενσφηνώσεις υβριδίων θερμής συμπαθείας, προσηνούς κατανοήσεως, μετρημένου κονιορδισμού μέ ψήγματα αξιοπρεπούς μεμψιμοιρίας καί στάλες μαρξιστικής θεώρησης. Όλο τούτο έριξε νερό στόν μύλο τού χειμαρρώδους σχεδόν, μονολόγου της. Κάποια της πές κι εσύ τίποτε, τά αντιμετώπιζα μέ άγουρο γλοιωδισμό. Θεώρησα δύσκολο νά χάψη κάποιες σχεδόν εμετικές ατάκες μου: «Τί νά πώ; Αφήνω εσένα, μέ έχεις, μήν γελάσεις, γοητεύσει κι απολαμβάνω κάθε στιγμή “μαζύ σου”…», τό ρίσκαρα όμως. Η τύχη μέ ευνόησε, δέν μού επεφύλασσε γιούχα, άργησε όμως λίγο νά απαντήση, επιτρέποντάς μου νά ενδυναμώσω τήν ανατομία μου σέ γειτονικά σάιτς καί τήν αποφασιστικότητά μου στό τσατίδι. Απάντησε κάτι πού δέν τό θυμάμαι ακριβώς, τί κρίμα δέν θά είχε συνέχεια η πρόζα! μόλις είχε επιδράσει πάνω μου ένα σκέτς νοσοκομείου μέ ηρωΐδα τήν Milena Velba, τέλειωσα τίς τριβές στό κρεατόβεργά μου η οποία ξέρασε ζαλισθείσα. Κι όταν τελειώνω, τίς πρώτες στιγμές, μιά άνοια μέ κατακλύζει επώδυνα, τά χαρακτηριστικά τού προσώπου μου γίνονται, πραγματικά, κωμικά λόγω τής χαυνώσεως κι εναγωνίως αποζητώ απομόνωση, άχ αυτό τό σύνδρομο τής νεκρού σπέρματος, γίνομαι ένας, νά μέ κλαίς, Ηλέκτρος!

Ναί, πάνω σ’αυτήν τήν στιγμή μέ πέτυχε η απάντησίς της, πού νά τήν θυμάαααμαι, πληκτρολόγησαν κάτι απολογητικό τά δάκτυλά μου καί μετά ακολούθησαν τό υπόλοιπο σώμα στό κρεβάτι. Η επομένη ημέρα μέ ηύρε νά οικτίρω εαυτόν νομίσας ότι απωλέσθη η ευκαιρία «σκοραρίσματος». Πιό μετά, ωστόσο, στό δίκτυο, στό τσάτι, ένα γειά σου της επανέφερε τά πράγματα στήν χθεσινή όχεινη αισιοδοξία. Συνεχίσαμε σέ ένα μπλά μπλά τό οποίον, τόν διάλογον ήθελα σέ word νά αποθηκεύσω, δέν πίστευα ότι έκρυβα τέτοιο καί τόσο ληγμένο σορόπι· εγώ μέ τίς γυναίκες ήμην ανέκαθεν ντροπαλός, αγνοούσα κάθε είδος σχέσεως μαζύ των.

Ε, μετά από αυτήν τήν εξέλιξι, άλλαξαν τά δεδομένα. Ήμεθα πιό φειδωλοί στίς κουβέντες μας, πιό... μεστοί! Ναί, αυτή η λέξις! Φρονώ λοιπόν ότι μέ ενεπιστεύθη, ότι σχημάτισε γνώμη, γνώμη θετική. Κι έτσι, χωρίς νά τό βιάσω τό θέμα, αργά καί απολαυστικά τίνι τρόπω, έλαβον καί φώτο της. (αμέεεεε!)

Λίγο γεματούλα τήν διέκρινα από κάτι πόζες, χαμηλής αναλύσεως καί χαμηλοτέρας δυνατότητος νά καρατσεκάρω περαιτέρω. Πρόλαβα ωστόσο νά δώ τίς πηγές τής βυζοχαράδρας της στό σημείο ένθα εγώ έχω τό μενταγιόν σφυροδρέπανο. Ήταν κάτι πού μού ανέσυρε ένα χλιμίντρισμα· ο συνεχής καλπασμός τής παλάμης μου στόν ήρωα τού χερογλύκανού μου ρετουσάρισε τήν φώτο της, άχ! Τί βυζάρες είναι αυτές, τί νούμ






















Τσάτ ρέ μούτρα!

* κι άργησα νά γαμήσω, γιά νά είμαι ειλικρινής, εγάμησα στά 29.

Τί σήμερα, τί αύριο, τί τώρα;

Χρόνια πολλά εξαδέλφη!

Χρόνια πολλά εξαδέλφη βού! Χρόνια πολλά καί στήν κορούλα σου! (Τήν είχα ξεχάσει πέρυσι ο κάφρος!)

Χρόνια πολλά φίλε! Κι εσύ φίλη! Κι εσύ παλιέ φίλε από τό σχολειό (κλανιάρη, βρωμύλο, μπάσταρδε!)! Κι εσύ φίλη (What a καριόλα! Δέν μού’χε καθήσει, η παλιοτιτίκα, καί τώρα ο άξεστος τό παίζω πολιτισμένου, ευχόμενος... Τεσπά...)

Χρόνια πολλά 4 αδελφή!

Χρόνια πολλά μαμά!

Χρόνια πολλά πάτερ!


Κυρίως όμως...





ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΠΑΙΧΤΑΡΑ ΜΟΥ ΑΤΕΛΕΙΩΤΕ!

ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΤΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ!

Τετάρτη, Μαΐου 21, 2008

Ούτε κάν στό σιγανό!

Βαριέμαι απίστευτα πολύ νά κάτσω νά δώ τσαπιολί απόψε, κάποιος μού είπε ότι έχει τελικό, δέν ξέρω, ίσως καί νά έχη, τόν τύπο όστις τό’πε δέν τόν εμπιστεύομαι γενικώς, είναι σοτίρης (σίκ) μέγας, βλέπω όμως στόν μαχαλά τίς νερατζιές ανθισμένες εδώ καί κάμποσο, θερινά ρούχα στόν κόσμο (φανερά πορδοστόπ σέ καλλίπυγες καταπιόλες) καλαμπόκια στούς καστανάδες καί καταλήγω ότι μπορεί νά λέη καί αλήθεια ο άθλιος. Τό θέμα όμως είναι ότι βαριέμαι τόν τελικόν. Γενικώς δηλαδή απεχθάνομαι νά βλέπω μπάλα, πλήν ΑΕΚ.

Η τελευταία περίοδος καθ’ήν μέ θυμάμαι νά αράζω καί νά βλέπω ποδόσφαιρο ήταν εκείνα τά μεσημέρια τού Σαββάτου στήν ΕΡΤ 2, σέ εκπομπή τινά μέ Αργυρίου, Δεληγιάννη καί περιγραφή Κοτσώνη (;) - ρέ γαμώτο δέν θυμάμαι πώς έλεγαν τόν τύπο, ύπαρχε κι ένας άλλος. Εποχή, αρχαί ’80, μάς έκανε μπάνιο η μάδερ κι αράζαμε στό κρεβάτι σάν καλά (πρό) νήπια. Ο πατήρ έβλεπε μπάλα βασικά, αλλά η ΕΡΤ 1 πρέπει νά είχε πίπες, δέν υπήρχε λόγος νά αλλάξη ο κάναλος, αλλά καί νά υπήρχε, σιγά μήν τό άλλαζε εδώ πού τά λέμε, τεσπά. Έκτοτε δέν μπορώ νά (μέ) θυμηθώ νά (μού) λέω «πωπώ, απόψε έχει μπάααααλα τρέχα Φιόνα, τρέχα» . Προφανώς, η παρακολούθησις όχι λίγων μάτς μέ έντονο παιγνίδι κέντρου, μιά πεισιθάνατος ανία δηλαδή κάποτε (τότε) μού δημιούργησαν αυτήν τήν απώθηση γιά μπαλοπαρακολούθηση.

Συνεπώς νομίζω ότι θά προετίμων νά δώ Καλομοίρα αντί τελικού τσαπιολί. Στάνταρ. Γιά πάμε! Μάι σήκρετ κομπινέισον ίζ έ μύστερυ φόρ γιούυυυ, γιούζ γιόρρρ ιματζινέισον άμ νότ ήζυ μπάτ άμ τρούυυυ... Τό τραγουδώ μέ προφορά Θώδη, παρετήρησε συνάδελφος τις, εγώ όμως τήν (μέ) ακούω ώς κόκνυ. Άσ’την νά λέη.

Πρέπει νά σάς ειδοποιήσω. Από αυτό τό σημείο, ξεκινώ νά εκπέμπω ένα σήμα 3 πίκο χέρτζ πρός τούς στά αθλητικά εθισθέντας νευρώνες τού εγκεφάλου σας. Μέ μιά τεχνολογία βασισμένη στό αυτεξούσιο τής θερμότητος τού βίξ, τσιγαρίζω τά καμμένα (=αθλητικά) κύτταρα τού μυαλού σας, αυτά πού ριγούν στίς σέντρες τού Στυλιανόπουλου, τού Τσιαντάκη καί τού Ξενάριου. Καταπολεμάται επίσης κάθε φανκλαμπισμός τής φράτζας τού Μπακατσιά αλλά καί τών Γκέκου, Ελληνιάδη. Γιατρεύεται τέλος ο αστραπιαίος αριθμομνήμων υπολογισμός αποδόσεων είς τό στοίχημα.

Όση ώρα διαβάζατε όλα ταύτα (άκρως ενδιαφέροντα, τί νά λέμε!) η εκπομπή περατώθη καί (μισό νά ελέγξω) ναί, περατώθη επιτυχώς. Μπορεί νά μήν αντιλαμβάνεστε ξεκάθαρη διαφορά ανακαλώντας ενδεχομένως διάφορα αθλητικού περιεχομένου, θεματίδια, τούτο όμως γίνεται γιά λόγους προασπίσεως τής υμετέρας ασφαλείας. Η επάλειψις όλων τών προαναφερθέντων ενοχλητικών δεδομένων θά λάβη χώρα σταδιακώς.

Εάν παραταύτα θέλουτε μιά τζούρα αθλητικών, βουαλά:

Σνίιιιιιφ!




Πορφυρογέννητη Γωνιά.



Πανιώνιος-ΑΕΚ 2-2 (Νέας Σμύρνης) 11/5/2008
Πρωτάθλημα – Πλέυ Όφφς – 5η Αγωνιστική32 Μορέτο, 1 Καφές, 2 Ράμος, 4 Άλβες, 10 Ριβάλντο (63΄ 11 Μαντούκα), 14 Ασκάρατε, 18 Μπλάνκο (79΄ 19 Λαγός), 22 Κονέ, 25 Πλιάτσικας (93΄ 83 Παυλής), 27 Μπούρμπος, 33 Λυμπερόπουλος
Σκόρερ: 25΄ Ριβάλντο (πέν.) 39΄ Λυμπερόπουλος
Κίτρινες: Άλβες Μπούρμπος Πλιάτσικας Κονέ Λυμπερόπουλος
Κόκκινες: Καφές (δύο κίτρινες)
Διαιτητής: Πολατιάν






ΑΕΚ ΠΑΟ 1-1 (ΟΑΚΑ) 14/5/2008
Πρωτάθλημα – Πλέυ Όφφς – 6η Αγωνιστική
84 Αραμπατζής, 19 Λαγός, 15 Παπασταθόπουλος, 4 Άλβες, 2 Ράμος, 34 Ταχτσίδης (46΄ 33 Λυμπερόπουλος), 8 Ενσαλίουα, 11 Μαντούκα, 36 Εντίνιο (46΄ 10 Ριβάλντο), 18 Μπλάνκο, 83 Παυλής (68΄ Γεωργέας)
Σκόρερ: 51΄ Ενσαλίβα
Κίτρινες: Ενσαλίβα, Άλβες, Μαντούκα
Διαιτητής: Βασσάρας (Θεσ/νίκης)












Δευτέρα, Μαΐου 19, 2008

Οδηγός γιά χαλεπούς καιρούς...

ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Μέ αργή ταχύτητα στήν παραλία τού τράμ κι εμείς νά ψάχνωμε τό πόστο τού κυρ Μπάμπη μέ τά δολώματα αλλά τζίφος! Δέν βρήκαμε μήτε υπόσχεση λεπιού! Αντί τής παράγκας τού μαστρο Χαράλαμπου τό λοιπόν, ένα γαλακτοπωλείο (κάποιοι πώς νά τούς αποκαλέσω, κακό χρόνο νά’χουν; Τά λένε καφετερίες, άκουσον άκουσον!) ένθα σπεύσαμε νά ρωτήσωμε.

Κάνε μου σεφτέ, θείο! Γλυκοχαριέντησε η μελαγχρόη τραπεζοκόμος, εγώ όμως ξύνισα, σιγά τήν πλεροφορία γιά νά μάς τήν χρεώση τόσο ρέ Νώντα είπον τώ συντρόφω μου όστις δέν χολόσκαγε· ούτος ήθελε αλμυρόν τι.

Παρήγγειλα ένα ρυζόγαλο, ζήτησα από τόν φίλο μου νά προσέχη τά κλειδιά τού νισσάν μου καί πάγαινα στόν καμπινέ, προοικονομώντας (περδόμενος, ναί) τά εντός ολίγου, χωρίς νά ζορίζωμαι γιά τούς γύρω (σιγά τούς λόρδους!). Μπούκαρα στό χωλάκι τού αποχωρητηρίου, προχώρησα βιαστικώς καί διά λακτισμάτων (σιγά μήν πιάσω πετούγια τήν οποίαν έχουν πιάσει συφιλιδικοί, ακροδεξιοί καί βρωμιάρηδες) άνοιξα τήν θύρα τού «μέρους». Κατηφόρισα σωβρακοφανέλες, αφήρεσα τριχοβαμβάκια από τόν αφαλό μου καί σκαρφάλωσα στήν λεκάνη, οκλαδόν δηλαδή κάθησα, μέ τά παπά μου πάνω σ’αυτήν. Δίκην εφέτου σήμανα έναρξιν μέ μιά αυτοσχέδια καί αφέθηκα σέ μιά χωρίς κόπο απώλεια βάρους διά γαργαλιστικών λεπτομερειών είν’η αλήθεια. Εσηκώθην κι έσφαξα τό χαρτί τού κώλου σέ δύο ίσα περίπου μέρη. Έκανα ό,τι έκανα (άχ! Μέ πιάσαν ντροπές!) μέ τό πρώτο μισό, καβάτζωσα τό δεύτερο σέ μιά μου τσέπη καί μέ αηδία κύτταξα τό ΟΚ τού καζανακίου. Κονιορτός Σαχάρας πάνω του μέ αηδίασε, απαπαπά! Δέν θά τό φέρω σε επαφή μέ τό χέρι μου! Χέστηκα (τώ όντι, μόλις!) δική μου είναι η τουαλέττα; Τ’άφησα ώς έσχον κι εξήλθον. Βγήκα καί κατάλαβα, ναί κατάλαβα, μάντεψα, ένοιωσα ότι ο νιπτήρας δέν δούλευε, άσε πού δέν έχει καί σαπούνι, δέν είναι γεμάτο τό φιαλίδιο, καίτοι έτσι φαίνεται. μέ γελάν τά μάτια, έλα μωρέ καθαρά είναι τά χέρια μου, σιγά! Έφευγα, μέ περίμενε πλήν Νώντα καί ένα κανελλάτο σούπερ ντούπερ ρυζόγαλο, μάγκα μου!

Αλλά ώπα! Κέρωσα! Ήταν ένα μικρό τραπεζάκι μπροστά από τήν πόρτα, μέ ένα τραπεζομαντηλάκι κρέμ καί παραστάσεις κεράσια μέ διαμαρτυρίες γιά τήν τιμή των. Δέν τό πρόσεξα καθώς έμπαινα διότι τότε, ήμην στήν ενάτη κλανιά ήτις διέθετε παραπάνω ντεσιμπέλ τών συνηθισμένων αλλά καί πιό επίμονα στοιχεία δυναμικής ενεργείας μιάς ημίυγρης μάζης στό έντερό μου. Αλλά τώρα... Άνεσις! Ήταν ένα μικρούλι πινάκιο πάνω στό τραπεζάκι. Ένα μικρούλι πινάκιο μέ κάμποσα κέρματα. Τά τίπς τών ανακουφισμένων. Χμ... Χιέ χιέ! Κύτταξα αριστερά, οι δύο θέσεις πρός χοντρή ανάγκη ήσαν μέ ανοικτές θύρες· ουδείς. Δεξιά, τέσσερις πορσελάνες γιά ψιλό, επίσης λειψανδρικές. Η καρέκλα τού τραπεζακίου, ορφανός. Πού η καθαρίστρια πού εκεί κάθεται καί ημιπαρακλητικά κυττά τόν κάθε εξερχόμενο ελεεινό ξεπλένη; Πουθενά! Προχώρησα λίγο, ανέτειλα στήν κεντρική θύρα μπροστά μπάς καί η τύπισσα ήταν κάπου εκεί στά πέριξ, τίποτε όμως. Μεταβόλαρα ελάχιστα, τό’νοιωθα, η στιγμή πλησίαζε! Μέ θώρεψα στόν μεγάλο καθρέπτη καί προσπάθησα νά αποτυπώσω τήν έκφρασί μου καθώς παντελόνιαζα τά οκτώ κέρματα απονέμοντας ένα κάποιο privacy στό πινακιάκι καί σέ μένα μιάν ευχάριστη ταχυπαλμία, τί σέχ καί μαλακίες, αυτός κι άν ήταν ίμερος!

Τά υπελόγιζα κατά τόν γυρισμό στόν Νώντα τό ρυζόγαλο καί μπρελοκάκι μέ τά κλειδιά τού νισσάν τού σάννυ νά’ούμ’: Εκατόν ογδόντα τέσσερα φράγκα τό ρυζόγαλο αλλά μείον (ψηλάφισα τά κέρματα στό θυλάκιόν μου, αντελήφθην τάς αξίας των διά τής αφής καί τού υπολογισμού τής διαμέτρου των) τριάντα εφτά δραχμές! Αυτό είναι! Πωπώ οικονομία, τί γλυτώνωωωω! Θά ξαναέλθω, θά ξανάρθω, θά ξανάρθω, θά ξαναέέεεεεελθω, θά ξανάρχωμαι, ναί ναί ναί! Συμφέρει τελικά, αυτό τό γαλακτοπωλείο! Κι άνοιξα τό βλέμμα, σήκωσα τό κεφάλι νά τό καλοδώ. Δέν πρόσεξα ωστόσο κάτι σκαλοπάτια (δύο μόλις ήσαν) απώλεσα τήν ισορροπία μου, προσπάθησα νά πιαστώ από κάπου, νά κάτι Μηνά! είπα τώ εαυτώ μου, ήταν όμως ένας πάγκος μέ νεροπότηρα, φεύ! γίναν χειρότερα τά πράγματα, έπεσα, ξαπλώθηκα σάν ρέμπελος κούνελος καί πλήν τών κερμάτων μου, ξέφυγε καί κύλησε καί τό κωλόχαρτο απ’τήν τσέπη μου, κωλόχαρτο όπερ είχε τό λόγκο τού μαγαζιού, ίνα μπαίνη καλά μέσα σου, νά τό θυμάσαι ώστε νά επανέλθης, κύλησε καί στάθηκε σέ ένα κόκκινο κάμπερ. Σήκωσα τό βλέμμα μου, ήταν η τραπεζοκόμος ήτις μέ ένα ολίγον σκανδαλιάρικο χαμόγελο:

Θείο; Προσέθεσες καί τό κέρδος από τό χαρτί υγίειας στό ρεγάλο πού σού κάνουμε ή σού ξέφυγε;







Πέμπτη, Μαΐου 15, 2008

In Cold Blood.

Διαβάζω λοιπόν αυτόν τόν καιρό τό Έν Ψυχρώ τού Καπότε. Ομοφοβικός αλλά καί κρυφογκέυ ών δέν απεφάσιζα νά αρχίσω τό πιό συγκροτημένο καί μεστό (κατά πώς λέν) πόνημα τού Κ.. Ισχυρά ωστόσο δόσις Γεωργαλά στό γαμάτο του Προπαγάνδα, μέ έκανε νά ζητήσω κάτι μέ περισσοτέρα καλλιέπεια. Ήθελα επίσης νά δοκιμάσω τήν μυρωδιά τού στήν εντέλεια στοιχισμένου αλλά ατσαλάκωτου αντιτύπου, προσφάτου εκδόσεως. Η προμετωπίδα του στίς πρώτες τής συστάσεως σελίδες: Η αληθινή περιγραφή ενός πολλαπλού εγκλήματος καί τών συνεπειών του. Τό εδάφιον τούτο μού έφερνε λίγο σέ μιά λιτή διήγηση, κάτι σάν χρονικό, έναν Σόμπολο ή έστω Μάκη Γεωργίου στό πιό χάρτινο*, ίσως γι’αυτό νά μ’απωθούσε. Όμως, μιά γύρα (σελίδος) περαιτέρω μ’άλλαξε τ’ανεμολόγια:
Οι τελευταίοι πού τούς είδαν ζωντανούς.
Ο είς (ο πρώτος) από τούς πέντε τίτλους κεφαλαίων τού βιβλίου. Απ’τήν αρχή κι εντελώς φανερωτικά, στήν ουσία.
Οι περιγραφές στήν αρχή γιά τήν χλωρίδα τής ευρυτέρας περιοχής, γιά τήν ανθρωποϊστορία της δέν γινόταν αυτοσκοπίστικα (σίκ) ίσως επειδή κάτι τέτοιο συνηθίζεται στήν αρχή μεγαλεπηβόλων μυθιστορημάτων. Βοήθει είς τό νά εξοικειωθούμε μέ τήν περιοχή, νά νοιώσωμε ολίγον δημότες Χόλκομπ, ώστε νά καταλάβουμε τό διαμέτρημα τού δολοφονηθέντος ήρωος (;) τό εκτόπισμα τής οικογενείας του στήν τοπική κοινωνία.
Σύντομα εισήλθον άλλοι δύο χαρακτήρες τών οποίων η προϊστορία μαρτυρά τό ποιόν καί τόν (καταλυτικόν) ρόλο τους. Οι λεπτομέρειες τού παρελθόντος των παρετίθετο μέ ντοκυμανταιρίστικο ρυθμό, πολύ γρήγορο όχι όμως τόσο ώστε νά επεβράδυνες τήν ανάγνωσι. Εκεί παρουσίαζε - μέσα από τά στόματα συνεγκλείστων - κάποια ψυχογραφήματα απηλλαγμένα από εξωραϊσμούς ή λαϊκίστικη σκύλευση.
Ο Καπότε παραβιάζει συνεχώς τήν γραμμική πορεία τού χρόνου στό έργο του. Σέ κάποιο σημείο, η θυγάτηρ τού ήρωος (;) χαιρετά τόν φίλο της, όστις απομακρυνόμενος διέρχεται δίπλα από έναν εργάτη. Χωρίς κάτι ενδιάμεσο, επιστρατεύει άμεσα, ευθύ λόγο τόν οποίον δίδει στόν εργάτη ο οποίος αναφέρει – πρόκειται περί καταθέσεώς του στήν αστυνομία μετά από τό συμβάν – «Ήταν η τελευταία φορά πού τήν είδα ζωντανή. Όλα φαίνονταν πολύ φυσιολογικά».
Η μή τήρησις τής γραμμικής εξελίξεως τού χρόνου δέν παρουσιάζεται μέ πολλές καί ομοίου, αναλόγου χρόνου αναδρομές στά πίσω π.χ.. Αυτό πού κάνει κυρίως είναι νά επιστρατεύη εικόνες (εκφρασθείσες σέ μικρές προτάσεις, περιόδους) άμεσα συνδεδεμένες μέ τό μακάβριο τού θανάτου. Νόστιμες προοικονομίες. «Η Νάνσυ ετοίμασε καί κρέμασε τό αγαπημένο της καί πιό εντυπωσιακό φόρεμά της έν όψει τής κυριακάτικης λειτουργίας. Μέ αυτό θά τήν έθαβαν»
Τό καλλίτερο συγκεντρώνεται στήν στιγμή πού οι θάνατοι έχουν συμβεί. Έχουν; Έχουν. Αλλά δέν τό ξέρουμε ακόμα, δέν είμαστε σίγουροι. Μαζύ μέ μάς οι γείτονες, οι συμπολίτες τους. Κάποιοι από αυτούς περίμεναν τόν ήρωα (;) καί τήν οικογένειά του στήν εκκλησία, είχε ξημερώσει Κυριακή. Σέ αυτό τό σημείο, από αυτό τό σημείο περιμένουμε τήν αποκάλυψη τού εγκλήματος, περιμένουμε τόν τρόπο, τόν τόπο, τίς λεπτομέρειες. Όλα τούτα, έρχονται μέ συνεχείς αναδιπλώσεις. Διακρίνονται σάν κουνημένη φωτογραφία, μέ διπλά καί τριπλά είδωλα. Μιά φίλη μπαίνει στό σπίτι, φεύγει τρέχοντας, δέν λέει τίποτε, ξαναμπαίνει κάποιος, η αφήγησις πετάγεται εκατοντάδες μέτρα μακρυά, σέ άλλον γείτονα ο οποίος απορεί αλλά καί σπεύδει. Σέ όλα αυτά, στήν σύνθεση τής συμπεριφοράς καί συμμετοχής στό δράμα κάθε γείτονα προηγείται μιά κάποια βραχεία εξιστόρηση καί περιγραφή τής προσωπικότητός του. Η είδησις καθώς μαθαίνεται δυσδιάκριτα, θυμίζει ψίθυρο, ο Κ. μπορεί καί μάς μεταφέρει επιτυχώς τήν τρομακτικά μεγάλη ταχύτητα τού ψιθύρου.
Είμαι στίς 120 σελίδες, τό άρχισα ψες τ’απόγευμα, μέ κόλλησε τόσο ώστε απαρνήθηκα τό ηδύ πάρεργον τού υγρού καθ’εκάστην, εσπερινού ρομάντζου μέ τό πισάκι μου. Μιλάμε γιά συνήθεια 7ετίας (κάθε μά κάθε βράδυ, συνεπής στά ροδαλά σάιτς, τά γεμάτα αέναη ντουράδα καί εκούσιο καταπίνειν· στά faceboύκια τά υποσχόμενα τσιμπούκια, στά μπλόγκια ενέχοντα τσόκια, καί στά τσάτια, πάντα γίνομαι κομμάτια) μ’απολογισμό, write off κάμποσα πισιά ένεκα βαρέων ιών. Έξις ήτις δέν εγκαταλείπεται εύκολα. Η επιρροή της, η οργανική επιρροή της πλέον μέ εμφανή σημάδια στό σφρίγος τής λίμπιντό μου γιά τά οποία διόλου περήφανος είμαι...
(120 σελίδες από τίς 369. Ελπίζω μόνον νά μήν λουστώ τήν απογοήτευσι πού έφαγα μέ τόν Μάγο τού Φώουλς όταν η απίστευτη αρχή, οι 300 σελίδες περίπου, πέρασαν τάχιστα, αλλά μετά, εκνευρισμό καί απώθηση προεκάλει καί ουχί τέρψιν τό μυθιστόρημα μέ τόν μυστήριο τόν Κόγχις.)
Καίτοι δέν είναι τρόμου, ένοιωθα εξαιρετικά άβολα σέ κάποιες στιγμές. Από τήν ανοικτή πόρτα τού υπνοδωματίου μου έχω θέα μιά βιβλιοθήκη. Στήν μέσιν της, τρία βιβλία μέ πορτοκαλί ράχη αντανακλούσαν έντονα τό φώς τού δωματίου. Κάθε φορά πού αφαιρούμην κατά τήν ανάγνωσιν, φαινόταν σάν κάποιο ξανθό πρόσωπο νά έχη ξεπροβάλλει από τήν πόρτα καί νά μέ κυττά (Ο κύριος;). Όποτε ήμην στίς μονές σελίδες έσχον - ουχί εντύπωσιν – αλλά ισχυράν πεποίθησιν ότι ανεπαίσθητοι θόρυβοι τινές από μέσα, από τόν καμπινέ, σέ κάποιον προσεγγίζοντα τό δωμάτιόν μου, μιά άφατος βεβαιότης ότι ανήκον στόν προηγούμενο ιδιοκτήτη τής γκαρσονιερούλας μου, ούτινος τήν αιτίαν θανάτου ούτε κάν ήθελον (καί θέλω) νά σκέπτωμαι. (Έχουμε υπόλοιπον μέ τά κοινόχρηστα, σκιτζή!). Καί όταν, νυστάξας, μέ βαριά βλέφαρα καί βαριά καρδιά άφησα τό βιβλίο κι εθώπευσα τό εξωφυλλάκι του, ειδών κι αντιληφθείς ότι ζεύγος ματιών, μέ εκύττει (μέ παράπονο; μέ οργή; μέ μνησικακία; Τί συναίσθημα διαθέτει είς αποτροπαίως δολοφονηθείς στά πεδία τού επέκεινα;) τό γύρισα μπρούμυτα ξορκίζοντας (ή νομίζοντας ότι) τό κακό. Οπισθοχώρησα νά ξαπλώσω μή αφήνοντας, ωστόσο, τό βλέμμα μου από αυτό, επανήλθον άμεσα. Τό κάλυψα, έριξα πάνω του ένα μέ υπερωρίες σλιπάκι μου καί ξάπλωσα ήσυχος.
* έλα ρέ ολυμπιακάρα!




14747 καί 13651.



Οι έν ψυχρώ δολοφονηθέντες, τήν εποχή, περίπου, τού συμβάντος.


Κάμποσα χρόνια πρίν από τό συμβάν, η πλήρης σύνθεσις τής οικογενείας.

Τρίτη, Μαΐου 13, 2008

ΦΥΓΕ ΡΕ!




ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΑΘΟΣΦΑΙΡΑ ΤΗΣ ΑΕΚ!

Μπελογιάννης!

Από ρόδο αγκάθι ξέρει κι άλλο μονοπάτι. Εξάλλου, τών φρονίμων τά παιδιά, χτίζουν ανώγια και κατώγια ακόμα κι άν ο καλός καραβοκύρης μήτε τη γνώμην άλλαξε μήτε την κεφαλήν του. Όποιος δέ θέλει νά ζυμώση, πολλά τραγούδια ξέρει.

Πρίν από κάναν μήνα δημοσιεύθηκε στήν Ελευθεροτυπία μιά ενδιαφέρουσα συνέντευξη ενός ατόμου μέ πραγματικά βαρύ όνομα:

Μπελογιάννης!

Απομόνωσα μερικές άκρως ενδιαφέρουσες, πολύ γαμώ τόν μπελά μου γαργαλιστικές απαντήσεις του.

(Η πλήρης συνέντευξις εδώ).

Πώς αντέξατε, αλήθεια, το βάρος αυτών των μύθων;
«Ωρες ώρες, ένιωθα να με συνθλίβει. Ο πατέρας μου, για παράδειγμα, έδωσε τη ζωή του για έναν ορισμένο σκοπό, που τον έκανε σύμβολο, όμως άσχετα με αυτό, κατέληξε να έχει δώσει τη ζωή του για τον Ζαχαριάδη και τον Στάλιν· γιατί αυτοί καπηλεύτηκαν τη θυσία του. Και σκεφτείτε τώρα εμένα, να μου λένε διάφοροι, ώς τη δεκατετία του '80, "παιδάκι μου, να γίνεις σαν τον πατέρα σου και να τον ξεπεράσεις". Δηλαδή, στα δικά τους μυαλά, να δώσω τη ζωή μου για τον Μπρέζνιεφ και τον Φλωράκη και πιο πριν για τον Κολιγιάννη. Η πολλώ μάλλον, που σήμερα θα έφτανε τα όρια του κωμικού, για την Αλέκα. Θα δίνατε εσείς τη ζωή σας για την Αλέκα;»

Παύοντας να είστε παιδί, σήμερα, τι θα λέγατε ότι προσέφερε ο Μπελογιάννης σε αυτόν τον τόπο;
«Μια ανιδιοτελή θυσία, που για τους πολλούς ήταν παράδειγμα, και για άλλους, σε κομματικό επίπεδο, αντικείμενο καπηλείας. Δεν ήταν μόνον ο πατέρας μου όμως· μια γενιά έδωσε τη ζωή της για κάτι που η ίδια θεωρούσε το άπαν, και που βέβαια τελικά αυτό το άπαν, ο υπαρκτός σοσιαλισμός δηλαδή, αποδείχτηκε η μεγαλύτερη απάτη του 20ού αιώνα... Και μπορεί μεν εκείνος να πήγε τελικά με τον 375 περί κατασκοπίας, ξέρετε όμως πόσοι πήγαν στο απόσπασμα με τον 509, ως υποστηρικτές απόσπασης τμήματος της επικρατείας, εν προκειμένω της Μακεδονίας;»

Πώς μπορούσαν να το υποστηρίζουν αυτό;
«Ηταν η γραμμή Ζαχαριάδη περί ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους, και έπρεπε όλοι να βγαίνουν και να την υποστηρίζουν. Ηταν γραμμή της 3ης Διεθνούς, Στάλιν, Δημητρόφ, Τίτο - πώς προέκυψε η Μακεντονίγια απ' τον Τίτο; Το ΚΚΕ, που θεωρεί τον εαυτό του γενικό κληρονόμο, θεωρεί ότι κληρονομεί και αυτό το βάρος σε σχέση με τον Ζαχαριάδη και το Μακεδονικό και τον 509;»

Πού θέλετε να καταλήξετε;
«Εχει αρθρώσει καθόλου λέξη το ΚΚΕ για το Σκοπιανό, πέρα από τη Λιάνα, που είναι σε άλλο μήκος κύματος; Βγάλτε τα συμπεράσματά σας».

Λοιπόν, τι βλέπετε στην πολιτική σκηνή μας; Σε σχέση με την Αριστερά πρώτα πρώτα.
«Το τοπίο στην Αριστερά είναι τελείως άλλο, σε σύγκριση ακόμα και με το περσινό τέτοιον καιρό».
Φωτεινότερο;
Σίγουρα. Κάθε τι που δίνει χαμηλότερα το ΚΚΕ -το οποίο θεωρώ το Τζουράσικ Παρκ της πολιτικής και βασικό φορέα σκοταδισμού- και ψηλότερα την ανανεωτική ριζοσπαστική Αριστερά, είναι φωτεινότερο. Το πρόβλημα είναι αν ο ΣΥΝ μπορεί να αφομοιώσει αυτή την ξαφνική εισροή κόσμου».

Φοβάστε τον αλυτρωτισμό των Σκοπίων;
«Ενα κράτος μεγάλο όσο η Στερεά Ελλάδα, δεν θα μπορούσε να είναι επικίνδυνο για την Ελλάδα. Αλλά ένα κράτος τόσο μικρό, με τον Μπους από πίσω είναι άκρως επικίνδυνο».

Μπορεί ο σοσιαλισμός να είναι η ελπίδα;
«Οχι ο υπαρκτός πάντως, να μας λείπει. Το θέμα είναι ο επαναπροσδιορισμός της Αριστεράς και των ρόλων της σήμερα παγκοσμίως, με πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις την Ισπανία και τις χώρες της Ν. Αμερικής».




Πέμπτη, Μαΐου 08, 2008

but she had an accident...

Τά’χαμε συμφωνήσει· θά γινόταν όταν θά «άνοιγε» ο καιρός. Ήταν κάτι πού καιρό τό τριβέλιζα στό μυαλό μου, δηλαδή νά εξοικειωθώ, κατ’αρχάς μέ τήν ιδέα, στό βάθος εικόνα, ότι θά κάνω δουλειά. Έτσι, οι σαββατιάτικες αγορές μου περιορίστηκαν στά από τό χρωματοπωλείο τής γειτονιάς. Ο Μάκης, αυτός ο νεφέλεια ευπροσήγορος, ο μέ χαμόγελο ενωμοτάρχη τού 50, χρωματοπώλης, μέ καλωσόρισε μέ περίεργο βλέμμα καί μέ κατευόδωσε καμαρωτά. Δίνοντάς μου δέ τά ρέστα, δέν παρέλειψε νά πικροχολίση πώς μούρλια μού πάν όλα ταύτα. Γιά όλα υπάρχει πρώτη φορά, νεαρέ! Χό χό! Αποφθεγμάτισε ο παρίας κι έστριψε τό μουστάκι του μέ αυτά τά πιτσιλισμένα από ανεξίτηλο πλαστικόχρωμα δάκτυλα.

Χαρωπά χαρωπά έπιασα νά γυρίζω σπίτι μέ αυτά τά τρόπαια, τά τεκμήρια δηλαδή μιάς μέχρι τούδε ανεκδήλωτης προσωπικότητας. Επεδείκνυα καθώς ήμην καθ’οδόν, χαζοχαρούμενα, τήν νάυλον σακούλα μέ τήν φίρμα τού χρωματοπωλείου στούς γειτόνοι σάν τό λευκό στό μπουγαδόσκοινο σινδόνι μέ τήν μαρτυριάρικη ερυθρά χαραγματιά. Αστάρι, πλαστικό χρώμα, λογιώ λογιώ πινέλα καί σκάφες, νέφτης καί λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις μέ γκλίν γκλόν γκλίν γκλόν ήχους - κινούσα αφού τήν τσάντα ωσάν τήν Δέσποινα Στυλιανοπούλου.

Στόν οίκον ξεφόρτωσα, βόλεψα τά ρέστα στόν χοιρινό κουμπαρά καί έτρεξα στό αποχωρητήριο, στόν εκεί καθρέπτη, ήθελα νά δώ πώς φαινόμην, πώς μαρτυρούντο τά χαρακτηριστικά μου όταν οσονουπιάζω γιά κάτι αντρικό, ώ τί πρωτόγνωρος θέα! Καλέ; Ούτω καμπυλώνει, τέτοιες στιγμές, τό άνω χείλος; Πά μάλ νά’ούμ’!

Μέ όρεξη τρελλή λοιπόν, έσπευσα στό χώλ ένθα είχα αφήσει τά σύνεργα τής τίνι τρόπω ισχυράς δόσεως τεστοστερόνης. Εκεί, σέ μιά ξέχειλη μπαμπού καθόταν η Ιουδήθ. ( Ώ τί καλά! Τέλεια! Θά μέ δή όπως δέν μέ είδε ποτέ!). (Μού) προέκυψε μιά ταχυκαρδιούλα γι’αυτό, μιά μικρούλα ταραχή τήν οποίαν δέν ήθελα νά Τής αποκαλύψω. Απέφυγα συνεπώς τά μάτια Της, χαμηλοκύτταξα ψάχνων γιά τήν μαστρο-σακουλίτσα, όμως μονομιάς εξητμίσθη η ευεξία μου. Διότι ασυναίσθητα κι ενστικτωδώς πήγε σ’ Αυτήν τό βλέμμα μου.



Ιουδήθ.

Είχε στά χέρια Της ένα μπλέ ρουά «γιουνιβέρσιτυ» τετραδιάκι κι ανάμεσα στά πόδια Της αραγμένη μιά κούπα μέ καφέ. Γιουνιβέρσιτυ τετράδιο. Τό ημερολόγιό μου παναπεί. Καίτοι ιστάμην εκεί αθόρυβος– πεντέξι στιγμές περισσότερες τού κανονικού – δέν Τής τσίγκλισα τήν προσοχή ώστε νά μού απευθύνη τά μάτια Της. Αντιθέτως, συνέχιζε νά βυθίζηται στό ανοικτό τετραδιάκι μου. Εννοείται βεβαίως ότι μέ είχε αντιληφθή, ήμην βέβαιος, τό πειρακτικό γελάκι πού σχημάτισε στό Της πρόσωπο, γιά μένα ήταν... Πειρακτικό είπα; Καί σκωπτικό καί περιπαικτικό καί θριάμβου. Τό συνώδευε μάλιστα μέ χαμηλόφωνα ανακάλυψης επιφωνήματα τά οποία αιχμήριζαν πιότερο τούς μορφασμούς Της.

Γιουνιβέρσιτυ.

Παλαιού τύπου σπιράλ τετράδια αρκετών φύλλων, δύο έως πέντε - πολύχρωμων - θεμάτων. Τά έκανα καβούρι* μέχρι πού σώθηκε η κάβα κι έτσι, γύρω στά 1993 τά ανακάλεσα έκ τής εφεδρείας.

Εγώ.

Σάν σέ όνειρο πού ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι είσαι γυμνός αλλά καί στήν πλατεία Βάθη, μεσημέρι εργασίμου ημέρας. Αυτά τά δευτερόλεπτα μέχρι νά καταλάβω ότι διάβαζε τό ημερολόγιό μου έσταξαν τόσο αργά - προσπαθούσα κάποιον (ποιόν;) νά πείσω ότι δέν συμβαίνει αυτό πού φαινόταν ότι συνέβαινε. Είς μάτην. Ματιές στιλέτα στά σώψυχά μου από τήν Ιουδήθ, μού έβγαινε καί λυρισμός (τρομάρα μου) μπάς καί πείσω (ποιόν αλήθεια;) ότι δέν κυττά κάποια δικά μου αλλά κάτι άλλο.



Τό χαμόγελό Της, ανελισσόταν σέ σαρκασμό, αγνοώντας όλα τά ενδιάμεσα στάδια εκφράσεως.

Καϋμένο μου! Ποτέ; Ποτέ καί καμμία; Ούτε κάν από συμπάθεια; Τί σκύλες! Καί πληγωμένο πολύ, τζουτζούκι μου;

Ταύτα ανέκραξεν καί αμέσως μού προέτεινε τά χέρια όπως θά τά προέτεινε είς πολιτικός σέ τροφίμους ψυχονοσοκομείου μή απωλέσαντες παρά ταύτα τά εκλογικά των δικαιώματα. Είς όλο αυτό τό διάστημα, ακόμα καί τώρα, δέν μέ είχε κυττάξει. Καθόλου. Παρά μόνον τίς σελίδες τού τετραδίου στριφογύριζε λαίμαργα καί αμάσητα.

Χά! Γιά τήν μαμά τού *********! Καί στό ασανσέρ; Μέσα; Μέσα; Μέσα, ναί! Τό γράφεις εδώ, φαίνεται! Χώωωωω! Κλίιιιι χαχαχα!

Παρέμενα ακίνητος, προσπαθούσα νά πώ κάτι αλλά διετέλων έν συγχύσει, χιλιάδες βελονίτσες μαστίγωναν τό πηγούνι μου ήθελα νά τήν διακόψωωωωω έειιιιι! Δικό μου είναι μωρή τρώγληηηηηη, πώς τολμάς; Αλλά αντ’αυτών ψέλλισα κάτι ερωτήσεις, σ’αρέσει Γιουδήθ, η απόχρωση τού πεολάκ πού αγόρασα;

Εκείνη όμως, τόν χαβά Της, σκρόλλαρε ντάουν σέ άλλες, σέ περισσότερες λεπτομέρειες:

Τίιιιιι; Σέ έπιασε μιά γειτόνισσα στό δώμα τής ταράτσας καί προτίμησες νά τής πής ότι... καααααάπνιζες; Πρίχιχιχιχί! Πού τά έκρυβες τόσο καιρό, απατεώνα; Μέ τέτοιες λεπτομέρειες βέβαια κρύπτες καί λαγούμια θά άνοιγε ο πάσα ένας! Τί τύχη νά χρειαστή βάψιμο τό σπίτι καί νά τά ανασύρης απ’τήν λήθη τής ανομολογησιάς!

Είχα αποσυντονισθή ολίγον, ο θόρυβος τών γυριζομένων σελίδων μέ εξενεύριζε φοβερά. Ο ήχος των ούτος, η ταλάντωσίς του στόν αέρα, διεσταυρώνετο μέ αυτόν τού μοχθηρού γελακίου (σίκ) Της.

Σάς έκανε πολιτική οικονομία, ήταν ώριμη, διαζευγμένη, τιτανομαστούχος; Χιχοχαχεχού! Καλέ πώς τό γράφεις; Αφυδατίτιδα; Αφυδατίτιδα; Από τί; Α! Τό εξηγείς! Από, από οοοοο τίς απανωτές; Χαχαχα! Ερωτύλο μου! Άντρα δυνατέ! Χυμώδη! Αφιερώνεις βλέπω, πολλές αράδες στήν *********. Άκου! Θυμάσαι τί έγραφες; Άκου! : «Τήν θέλω τρελλά, τήν βλέπω συνεχώς στόν ύπνο μου, τής έχω αφιερώσει πολλές μονοπρόσωπες θυσίες στήν Αφροδίτη, αυτή όμως όλο μ’αποπαίρνει όταν ξεφεύγη στά περί μακροοικονομικής. Εγώ όμως τήν θέλω, όσο μέ χλευάζει σέ όλο τό τμήμα, τόσο μού αιματώνεται η μπαγκέτα μου. Δέν μού περισσεύει ωστόσο τίποτε αισχρό ή παραπονιάρικο τήν θέλω πολύ, ποτέ δέν ένοιωσα κάτι τέτοιο, λιγώνομαι καί μόνο στήν ιδέα – ακράτεια ενίοτε μέ σπασμωδικεύει όταν τό σκέπτωμαι – νά διαβώ τόν Ρουβίκωνα τής αιδούς μέ αυτήν. Νά τήν έχω πάνω μου καί νά γαργαλά μέ τήν θηλή της τήν πιεσμένη απεριτμητάδα μου, νά παλεύη νά ζαλίση μέ τίς σάρκινες οβίδες της τό μικρό τε καί άπειρόν μου εγχειρίδιο» Έι! Από εδώ ξεκινά μαύρο μελάνι! Χααααα, απίστευτε αφυδατίτις! Πρόσεξε, έχει συνέχεια: Πώς θά μ’άρεσε νά είμαστε συνέχεια μαζύ, νά κυκλοφορούμε στόν μαχαλά χωρίς νά ανησυχούμε γιά περίεργες ματιές, νά μάς συνηθίζουμε σέ μιά καθημερινότητα, νά αγαπιόμαστε συνέχεια καί νά’μαι ξεσκούφωτος σ’αυτές τίς αγάπες, νά ευπροσδεκτίζουμε εγκυμοσύνες, νά υπερηφανεύωμαι γιά επικείμενες πατρότητες καίτοι τόσο κούτσικο Καλέ! Τί ‘ν’ τούτα; Ααααα! Δέν πήγαινες καλάααααααααααααα! Καί μετά, στό παιδάκι μας, νά δίνωμε τό όνομά μου εάν αγοράκι ή τό όνομά Της εάν κοριτσάκι. Νά μεγαλώνη, νά τό καμαρώνωμε καί νά σπονδίζωμε υγρά μας συνεχώς στό λίκνο του.

Τότε ήταν η πρώτη φορά πού μέ κύτταξε, αφήνοντας τό τετραδιάκι μου κι εναποθέτοντας τά χέρια Της πάνω στό σόρτς της, μέ ένα πολύ σοβαρό, κρύο ύφος πού δέν ξέρω εάν ιδέα μου ήταν τό ότι έμοιαζε τρομαγμένο. Δέν ήμουν σέ θέση νά Τήν ψυχολογίσω. Ένοιωθα υγρός στά εσώρουχά μου, είχα κατουρηθή καί δέν εδυνάμην νά ελέγξω τό σταθερόν τής καταπόσεως τού σιέλου μου. Άκουγα τήν αρρυθμία στά μηλίγγια καί ιδρώτας κυλούσε από τήν βάση τών αντίχειρών μου.

Θά μέ βοηθήσης στό βάψιμο;

Αυτό μπόρεσα νά πώ. Τέλειος αντιπερισπασμός ε;

Κι Αυτή, εγερθείσα, πετάγοντας τό τετράδιο στήν μάπα μου: απευθύνσου γιά βοήθεια στό 14χρονο (τό 94 δέν «πηδούσες» τήν καθηγήτρια;) παιδάκι σου, λοξέ, αλλόκοτε, άρρωστε!




* Καβούρι. Διά τής λέξεως ταύτης περιγράφεται η αγνώστων αιτίων διάθεσις τινός νά μήν χρησιμοποιή διάφορα, άρτι αγορασθέντα, αντικείμενα αλλά νά τά φυλάττη δίκην μπιμπλώ.





Πορφυρογέννητη Γωνιά.




Άρης ΑΕΚ 4-0 (Κλεάνθης Βικελίδης) 7/5/2008
Πρωτάθλημα – Πλέυ Όφφς – 4η Αγωνιστική
50 Μάχο, 19 Λαγός, 4 Άλβες, 15 Παπασταθόπουλος, 27 Μπούρμπος (33΄ 36 Εντίνιο), 1 Καφές (46΄ 99 Σέζαρ), 8 Ενσαλίβα, 2 Ράμος, 10 Ριβάλντο, 33 Λυμπερόπουλος (61΄ 22 Κονέ), 18 Μπλάνκο
Σκόρερ: –
Κίτρινες: Εντίνιο, Ενσαλίβα, Παπασταθόπουλος
Κόκκινες: Παπασταθόπουλος (δεύτερη κίτρινη)
Διαιτητής: Κουκουλάκης

Τετάρτη, Μαΐου 07, 2008

40 ΧΡΟΝΙΑ MAHΣ 68! ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΜΑΣ!


Άς συνεισφέρουμε κι εμείς στήν λαμπρή επέτειο (τεσσαράκοντα Μαϊων) τής παρολίγον επαναστάσεως, τής πρό τού ημετέρου κατωφλίου αταξικής κοινωνίας, τής ελάχιστα πρό τής αγκάλης ημών, κοινωνικής απελευθερώσεως τε καί χειραφετήσεως!

Τά παρακάτω, είναι απόσπασμα άρθρου τού Παναγιώτη Δούμα στίς Ελληνικές Γραμμές. (Γιά νά είμαι ειλικρινής, δέν τό διάβασα ενδελεχώς· κάποιες περιγραφές τού θείου Ντάνυ μέ καύλωναν καί έτσι, θόλωνε τό μάτι μου χαλνώντας τήν στοίχυση [σίκ] τών γραμμάτων).

Λίαν ενδιαφέρον αρθράκι, διαθέτει καί περισσότερα γιά τήν σχέσι προσωπικοτήτων τής Αριστεράς μέ τήν παιδοφιλία. Περιοριζόμεθα όμως, μόνον στά πεπραγμένα τής εμβληματικής προσωπικότητος τού Μάη ’68, διεθνούς μπάσταρδου (όπως αυτάρεσκα αυταποκαλείτο) Ντανιέλ Κόν Μπεντίτ.




Ο ηγέτης των ταραχών στο Παρίσι του 1968, Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, αντιμετώπισε προ μερικών ετών κατηγορίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. Ο «Κόκκινος Ντάνι» δεν χρειάστηκε να επισκευθεί την Ταϊλάνδη. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 είχε δουλέψει σε έναν εναλλακτικό παιδικό σταθμό (Kinderladen: ακριβής μετάφραση θα ήταν «Παιδομάγαζο». Πρόκειται για εναλλακτικούς παιδικούς σταθμούς που πρωτολειτούργησαν το 1968 σε μεγάλες γερμανικές πόλεις, όπως το Βερολίνο, η Φρανκφούρτη και η Στουτγάρδη. Εδιοικούντο από τους ίδιους τους γονείς και αντετίθεντο στα «αυταρχικά εκπαιδευτικά πρότυπα») και σ‘ αυτήν την περίοδο της ζωής του αναφέρεται στο βιβλίο του «Το μεγάλο παζάρι» που κυκλοφόρησε το 1975, αλλά εξαντλήθηκε χωρίς να ανανεωθεί η έκδοσή του. Η δημοσίευση αποσπασμάτων του βιβλίου από το γαλλικό περιοδικό «L’Express», κατόπιν υποδείξεως της Μπετίνα Ρελ (Bettina Rohl), κόρης της γνωστής τρομοκράτη του Κόκκινου Στρατού Ουλρίκε Μάινχοφ, στις αρχές του 2001 είχε ανοίξει έναν έντονο διάλογο ενώπιον της γαλλικής κοινής γνώμης, ο οποίος όμως ποτέ δεν συνεκίνησε τους «λειτουργούς» του δημοσιογραφικού επαγγέλματος στην χώρα μας, κι έτσι χρειάστηκε να περάσουν κάποια χρονάκια για να μάθουμε για τα κατορθώματά του.

Έγραφε, λοιπόν μεταξύ άλλων ο Κον-Μπεντίτ σ’ αυτό του το βιβλίο: «Από καιρό είχα όρεξη να δουλέψω σε ένα νηπιαγωγείο. [...] Ήταν για μένα μία φανταστική εμπειρία να δουλεύω με παιδιά ηλικίας από δύο έως πέντε ετών». Ο Ντάνι ήθελε οπωσδήποτε να γίνει αποδεκτός από τα παιδιά και έκανε τα πάντα ώστε «να αποκτήσουν μία εξάρτηση απ’ αυτόν. [...] Το διαρκές φλερτ με όλα τα παιδιά πήρε σύντομα ερωτική τροπή. Μπορούσα κανονικά να νιώσω, πώς τα μικρά κοριτσάκια από την ηλικία των πέντε ετών είχαν ήδη μάθει να μου την πέφτουν. Δύσκολο να το πιστέψει κανείς. Τις περισσότερες φορές ήταν αφοπλιστικές. [...] Ήταν σαφές: Κάποια παιδιά είχαν δει αρκετές φορές του γονείς τους να πηδιούνται». Και συνεχίζει ο θείος Ντάνι: «Μου συνέβη αρκετές φορές, κάποια παιδιά να μου ανοίγουν το φερμουάρ και να αρχίζουν να με χαϊδεύουν. Ανάλογα με την περίπτωση αντιδρούσα και διαφορετικά, αλλά η επιθυμία τους με προβλημάτιζε. Τα ρωτούσα: ‘Γιατί δεν παίζετε μεταξύ σας, γιατί διαλέγετε εμένα και όχι κάποια άλλα παιδιά;’ Όμως, όταν επέμεναν, τα χάιδευα κι εγώ».

Στα τέλη Ιανουαρίου του 2001 ο φιλελεύθερος τέως Υπουργός Δικαιοσύνης και Εξωτερικών της Γερμανίας, Κλάους Κίνκελ, με μία ανοικτή επιστολή στην εφημερίδα «Berliner Zeitung» απαιτούσε από τον Κον-Μπεντίτ ένα σαφές ξεκαθάρισμα, ότι «κατά την επαφή του με τα παιδιά, δεν προέβη ποτέ σε αήθεις πράξεις». Στην απάντησή του στην ίδια εφημερίδα προς τον Κίνκελ λίγο αργότερα, ο Κον-Μπεντίτ εξηγούσε τότε, ότι εκείνη την εποχή «δεν είχε επίγνωση ότι υπήρχε πρόβλημα με αυτό», και ότι στα σχετικά εδάφια του βιβλίου του αναφέρεται «σε έναν αντικατοπτρισμό του εγώ του». Για τα γερμανικά ΜΜΕ το θέμα εθεωρήθη λήξαν. Στη Γαλλία όμως ο τηλεοπτικός σταθμός TF1 άνοιγε νέα συζήτηση: «Έχει ο Κον-Μπεντίτ ένα παιδόφιλο παρελθόν;» Ο συντηρητικός πολιτικός Φιλίπ ντε Βιλιέ αντιμετώπισε τον Κον-Μπεντίτ σε ένα τηλεοπτικό πάνελ στα τέλη Φεβρουαρίου του 2001, την ημέρα της δημοσιεύσεως των αποσπασμάτων του βιβλίου στο περιοδικό «L’Express» με νέες κατηγορίες: «Ο Κον Μπεντίτ και οι σύντροφοί του από τον Μάη του ’68 χαίρουν μίας υπερβολικής ανοχής για υπερβάσεις κάθε είδους. Αυτοί που κάποτε ούρλιαζαν ‘απαγορεύεται να απαγορεύεις’ απαιτώντας την κατάργηση όλων των Ταμπού και εν τέλει της ‘σεξουαλικής καταπίεσης’, είναι ηθικοί υπεύθυνοι για διαστροφές και καταχρήσεις που διαπιστώνουμε σήμερα».

Για μια στιγμή ο «κόκκινος Ντάνι» έχασε το χρώμα του, ύστερα όμως ανέκτησε την συνήθη μεγαλοστομία του. Υπερασπίστηκε τον εαυτό του λέγοντας ότι είναι «ανοησία» να τον κατηγορεί κανείς για ασέλγεια σε παιδιά και παρέπεμψε τους συνομιλητές του σε παιδιά που είχε υπό την επιτήρησή του και στους γονείς τους. Σχετικά με τα γραφόμενα στο «Μεγάλο Παζάρι» δέχτηκε να συζητήσει. Τα παρατιθέμενα αποσπάσματα θα του ακούγονταν πλέον «ανήκουστα και κακογραμμένα». Μίλησε για μία «αβάσταχτη ελαφρότητα». Στις κατηγορίες του Ντε Βιλιέ απάντησε ότι το μόνο που θα παραδεχόταν είναι η τάση του στο να προκαλεί. Στην απαίτηση του Ντε Βιλιέ για παραίτηση απήντησε με ένα ξερό «Γιατί;». Πεισματικά δήλωνε: «Δεν θα σας αφήσω να με φάτε».

Τρίτη, Μαΐου 06, 2008

Δί Κρόκους.

Στίς αιτιάσεις τών ΑΕΚτζήδων περί χάρτινου πρωταθλητή, οι γαύροι απαντούν ώς κριτικοί κινηματογράφου: «Κιτρινόμαυρη Μάρθα Βούρτση strikes back».

Κλαψομούνηδες μάς ανεβάζουν, κλαψοπέηδες μάς κατεβάζουν. Καί επειδή δέν περιοριζόμαστε μόνο σέ κλαψομούνιασμα, αλλά η φάση – όπως είναι φυσικό – οξύνεται πάνω στό μπλά μπλά, έτσι ο χί γαύρος καταλήγει σέ πόρισμα:

Τό θέλω αυτό τό πρωτάθλημα! Είτε χάρτινο, είτε τσίγκινο, είτε αλαβάστρινο! Οι αντιδράσεις τών αεκτζήδων μέ κάναν νά τό θέλω!

Ξεχνούν βεβαίως ότι οι αιτιάσεις όπως είπαμε τών ΑΕΚτζήδων προέρχονται από κάτι τό οποίο κατ’αρχάς είχε δυσαρεστήσει ε ν τ ο ν ό τ α τ α καί τούς γαύρους. Μεγάλη μερίδα γαύρων είχε σταθεί κριτικά απέναντι στήν απόφαση τής ΠΑΕ Ολυμπιακός γιά ένσταση μετά από τό χαμένο μάτς μέ τήν Καλαμαριά.

Όταν λοιπόν ένας γαύρος χαλιέται μέ μιά κίνηση (=ένσταση) τής δικής του ομάδας, τότε γιατί παρεξηγείται η στάση τών ΑΕΚτζήδων απέναντι σέ αυτήν τήν κίνηση η οποία τούς στέρησε τό πρωτάθλημα;

Αφού φίλε γαύρε, σύ ο ίδιος χαλάστηκες, σύ ξεδίπλωσες ένα προοίμιο κλάψας κατά κάποιο τρόπο, τώρα σύ έρχεσαι νά μέ κράξης; Τσκ τσκ τσκ!

Τέλος πάντων...

Εάν η συλλογιστική αυτή, σέ χαλάει καί τήν βρίσκεις άλλα αντί άλλων, τήν αφήνω απόμερα. Αποδέχομαι κάργα τόν τίτλο τού κλαψιάρη.

Κλάψ επειδή έχασα ένα πρωτάθλημα.

Έγλυψα τά δάκρυά μου καί συνεχώ.

Πρόσεξον τώρα έναν τύπο ο οποίος γιορτάζει.

Γιορτάζει κάτι συντριπτικά ογκολίθου.

Γιορτάζει τό 11ο* πρωτάθλημα σέ 12 χρόνια.

Παρά ταύτα, έχει χώρο γιά μιάν εύδακρι θύμηση:

Σήμερα είναι μέρα γιορτής γιορτάζουμε τα συνεχή πρωταθλήματα και θυμάστε πως χάσαμε το πρωτάθλημα με τον κύριο Δούρο.

Τί αδηφάγος μιζέρια, τί λαίμαργος πρηξαδενίασις, τί δακρύβρεκτος κρεβατομουρμούρα, αυτό τό εδαφιάκι– μεταξύ άλλων – από τόν πρόεδρο τού Ενστασιακού!

Έντεκα στά δώδεκα αλλά χώρος πάντα παρέχεται σέ έναν λυγμό γιά κάτι πού χάθηκε λόγω Δούρου, λόγω τών κακών διαιτητών!

Περισυλλογή, πόνος περασμένων, ανάκληση γκρίζου παρελθόντος, βεβιασμένη ακούσια εξωστρέφεια.

Τί άλλο έκανε η Μάρθα Βούρτση όταν η Ελένη Χατζηαργύρη τήν ανεκάλει είς τήν τάξιν;

Δύσκολες οι απαντήσεις... Υπάρχει βεβαίως, η περίπτωση ο άνθρωπος αυτός, νά μάς κάνη πλάκα. Πιστεύει κάποιος ότι υπάρχει άλλη εξήγηση όταν δηλώνεται αυτό:

Ξαναδές το:Συλλάβισον - Απομνημόνευσον!

Τέλος, πρόσεξον κάτι διαφορετικό, κάτι πού μάς παρέχει κι άλλο ενδεχόμενο από τόν χαβαλέ, (σαλτιμπαγκισμός)

* Πιστεύω ότι κάμποσα από αυτά πέφτουν μέ τά μούτρα, μέ λαιμαργία σέ μπανάνες.

Άι τίνκ άμ ίν λάβ γουίτ δίς γκάυ - παρτού.


"Δέν πρόκειται νά αναφερθώ ξανά στό όνομά του γιατί γίνεται γνωστός καί εκτός τών συνόρων."


Πορφυρογέννητη Γωνιά.




ΠΑΟ ΑΕΚ 4-1 (Απόστολος Νικολαΐδης) 30/4/2008
Πρωτάθλημα – Πλέυ Όφφς – 2α Αγωνιστική
50 Μάχο, 27 Mπούρμπος, 25 Πλιάτσικας, 15 Παπασταθόπουλος, 5 Δέλλας, 1 Καφές (62΄ 99 Σέζαρ), 36 Εντίνιο, 88 Τόζερ (34΄ 8 Ενσαλίβα), 18 Μπλάνκο, 10 Ριβάλντο, 33 Λυμπερόπουλος (46΄ 23 Καλλόν)
Σκόρερ: 71΄ Ριβάλντο
Κίτρινες: Μάχο, Καφές, Ενσαλίουα, Παπασταθόπουλος
Διαιτητής: Καλόπουλος








ΑΕΚ Άρης 1-0 (ΟΑΚΑ) 4/5/2008
Πρωτάθλημα – Πλέυ Όφφς – 3η Αγωνιστική
50 Μάχο, 27 Mπούρμπος (46΄ 33 Λυμπερόπουλος), 15 Παπασταθόπουλος, 4 Ζεράλδο, 31 Γεωργέας (60` Λαγός), 1 Καφές, 8 Ενσαλίουα, 2 Ράμος, 18 Μπλάνκο, 10 Ριβάλντο, 23 Καλλόν (46΄ 36 Εντίνιο)
Σκόρερ: 54` Λυμπερόπουλος
Κίτρινες: Παπασταθόπουλος
Διαιτητής: Γ. Κασναφέρης
blog stats