Δευτέρα, Μαΐου 19, 2008

Οδηγός γιά χαλεπούς καιρούς...

ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Μέ αργή ταχύτητα στήν παραλία τού τράμ κι εμείς νά ψάχνωμε τό πόστο τού κυρ Μπάμπη μέ τά δολώματα αλλά τζίφος! Δέν βρήκαμε μήτε υπόσχεση λεπιού! Αντί τής παράγκας τού μαστρο Χαράλαμπου τό λοιπόν, ένα γαλακτοπωλείο (κάποιοι πώς νά τούς αποκαλέσω, κακό χρόνο νά’χουν; Τά λένε καφετερίες, άκουσον άκουσον!) ένθα σπεύσαμε νά ρωτήσωμε.

Κάνε μου σεφτέ, θείο! Γλυκοχαριέντησε η μελαγχρόη τραπεζοκόμος, εγώ όμως ξύνισα, σιγά τήν πλεροφορία γιά νά μάς τήν χρεώση τόσο ρέ Νώντα είπον τώ συντρόφω μου όστις δέν χολόσκαγε· ούτος ήθελε αλμυρόν τι.

Παρήγγειλα ένα ρυζόγαλο, ζήτησα από τόν φίλο μου νά προσέχη τά κλειδιά τού νισσάν μου καί πάγαινα στόν καμπινέ, προοικονομώντας (περδόμενος, ναί) τά εντός ολίγου, χωρίς νά ζορίζωμαι γιά τούς γύρω (σιγά τούς λόρδους!). Μπούκαρα στό χωλάκι τού αποχωρητηρίου, προχώρησα βιαστικώς καί διά λακτισμάτων (σιγά μήν πιάσω πετούγια τήν οποίαν έχουν πιάσει συφιλιδικοί, ακροδεξιοί καί βρωμιάρηδες) άνοιξα τήν θύρα τού «μέρους». Κατηφόρισα σωβρακοφανέλες, αφήρεσα τριχοβαμβάκια από τόν αφαλό μου καί σκαρφάλωσα στήν λεκάνη, οκλαδόν δηλαδή κάθησα, μέ τά παπά μου πάνω σ’αυτήν. Δίκην εφέτου σήμανα έναρξιν μέ μιά αυτοσχέδια καί αφέθηκα σέ μιά χωρίς κόπο απώλεια βάρους διά γαργαλιστικών λεπτομερειών είν’η αλήθεια. Εσηκώθην κι έσφαξα τό χαρτί τού κώλου σέ δύο ίσα περίπου μέρη. Έκανα ό,τι έκανα (άχ! Μέ πιάσαν ντροπές!) μέ τό πρώτο μισό, καβάτζωσα τό δεύτερο σέ μιά μου τσέπη καί μέ αηδία κύτταξα τό ΟΚ τού καζανακίου. Κονιορτός Σαχάρας πάνω του μέ αηδίασε, απαπαπά! Δέν θά τό φέρω σε επαφή μέ τό χέρι μου! Χέστηκα (τώ όντι, μόλις!) δική μου είναι η τουαλέττα; Τ’άφησα ώς έσχον κι εξήλθον. Βγήκα καί κατάλαβα, ναί κατάλαβα, μάντεψα, ένοιωσα ότι ο νιπτήρας δέν δούλευε, άσε πού δέν έχει καί σαπούνι, δέν είναι γεμάτο τό φιαλίδιο, καίτοι έτσι φαίνεται. μέ γελάν τά μάτια, έλα μωρέ καθαρά είναι τά χέρια μου, σιγά! Έφευγα, μέ περίμενε πλήν Νώντα καί ένα κανελλάτο σούπερ ντούπερ ρυζόγαλο, μάγκα μου!

Αλλά ώπα! Κέρωσα! Ήταν ένα μικρό τραπεζάκι μπροστά από τήν πόρτα, μέ ένα τραπεζομαντηλάκι κρέμ καί παραστάσεις κεράσια μέ διαμαρτυρίες γιά τήν τιμή των. Δέν τό πρόσεξα καθώς έμπαινα διότι τότε, ήμην στήν ενάτη κλανιά ήτις διέθετε παραπάνω ντεσιμπέλ τών συνηθισμένων αλλά καί πιό επίμονα στοιχεία δυναμικής ενεργείας μιάς ημίυγρης μάζης στό έντερό μου. Αλλά τώρα... Άνεσις! Ήταν ένα μικρούλι πινάκιο πάνω στό τραπεζάκι. Ένα μικρούλι πινάκιο μέ κάμποσα κέρματα. Τά τίπς τών ανακουφισμένων. Χμ... Χιέ χιέ! Κύτταξα αριστερά, οι δύο θέσεις πρός χοντρή ανάγκη ήσαν μέ ανοικτές θύρες· ουδείς. Δεξιά, τέσσερις πορσελάνες γιά ψιλό, επίσης λειψανδρικές. Η καρέκλα τού τραπεζακίου, ορφανός. Πού η καθαρίστρια πού εκεί κάθεται καί ημιπαρακλητικά κυττά τόν κάθε εξερχόμενο ελεεινό ξεπλένη; Πουθενά! Προχώρησα λίγο, ανέτειλα στήν κεντρική θύρα μπροστά μπάς καί η τύπισσα ήταν κάπου εκεί στά πέριξ, τίποτε όμως. Μεταβόλαρα ελάχιστα, τό’νοιωθα, η στιγμή πλησίαζε! Μέ θώρεψα στόν μεγάλο καθρέπτη καί προσπάθησα νά αποτυπώσω τήν έκφρασί μου καθώς παντελόνιαζα τά οκτώ κέρματα απονέμοντας ένα κάποιο privacy στό πινακιάκι καί σέ μένα μιάν ευχάριστη ταχυπαλμία, τί σέχ καί μαλακίες, αυτός κι άν ήταν ίμερος!

Τά υπελόγιζα κατά τόν γυρισμό στόν Νώντα τό ρυζόγαλο καί μπρελοκάκι μέ τά κλειδιά τού νισσάν τού σάννυ νά’ούμ’: Εκατόν ογδόντα τέσσερα φράγκα τό ρυζόγαλο αλλά μείον (ψηλάφισα τά κέρματα στό θυλάκιόν μου, αντελήφθην τάς αξίας των διά τής αφής καί τού υπολογισμού τής διαμέτρου των) τριάντα εφτά δραχμές! Αυτό είναι! Πωπώ οικονομία, τί γλυτώνωωωω! Θά ξαναέλθω, θά ξανάρθω, θά ξανάρθω, θά ξαναέέεεεεελθω, θά ξανάρχωμαι, ναί ναί ναί! Συμφέρει τελικά, αυτό τό γαλακτοπωλείο! Κι άνοιξα τό βλέμμα, σήκωσα τό κεφάλι νά τό καλοδώ. Δέν πρόσεξα ωστόσο κάτι σκαλοπάτια (δύο μόλις ήσαν) απώλεσα τήν ισορροπία μου, προσπάθησα νά πιαστώ από κάπου, νά κάτι Μηνά! είπα τώ εαυτώ μου, ήταν όμως ένας πάγκος μέ νεροπότηρα, φεύ! γίναν χειρότερα τά πράγματα, έπεσα, ξαπλώθηκα σάν ρέμπελος κούνελος καί πλήν τών κερμάτων μου, ξέφυγε καί κύλησε καί τό κωλόχαρτο απ’τήν τσέπη μου, κωλόχαρτο όπερ είχε τό λόγκο τού μαγαζιού, ίνα μπαίνη καλά μέσα σου, νά τό θυμάσαι ώστε νά επανέλθης, κύλησε καί στάθηκε σέ ένα κόκκινο κάμπερ. Σήκωσα τό βλέμμα μου, ήταν η τραπεζοκόμος ήτις μέ ένα ολίγον σκανδαλιάρικο χαμόγελο:

Θείο; Προσέθεσες καί τό κέρδος από τό χαρτί υγίειας στό ρεγάλο πού σού κάνουμε ή σού ξέφυγε;







6 σχόλια:

Ο χρήστης Blogger τέσσερα είπε...

Καλόόόόόόόόό!
Κλάπ κλάπ!

19/5/08, 11:13 π.μ.  
Ο χρήστης Blogger Η Κουρούνα είπε...

Βανζέλ, σας μερσώ για το γέλιο.

19/5/08, 3:24 μ.μ.  
Ο χρήστης Blogger demetrat είπε...

οι ντοματιές σας δέσανε ντοματούλες; και η γαρδένια σας πέταξε βλασταράκια;
δ

20/5/08, 3:12 μ.μ.  
Ο χρήστης Blogger vangelakas είπε...

Tέσσερα, εντάξει, μήν κουράζεσαι!

Τίιιιιιιιιιι κάνετε κουρούνα;;!!!

:-) Μέρσί κι εγώ!

Δήμητρα, μή μέ αποσπάτε!

22/5/08, 11:42 π.μ.  
Ο χρήστης Blogger τέσσερα είπε...

Δεν είναι κούραση, γιου νόου...

22/5/08, 2:31 μ.μ.  
Ο χρήστης Blogger vangelakas είπε...

φαντάζομαι, ναί...

25/5/08, 11:57 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats