but she had an accident...
Τά’χαμε συμφωνήσει· θά γινόταν όταν θά «άνοιγε» ο καιρός. Ήταν κάτι πού καιρό τό τριβέλιζα στό μυαλό μου, δηλαδή νά εξοικειωθώ, κατ’αρχάς μέ τήν ιδέα, στό βάθος εικόνα, ότι θά κάνω δουλειά. Έτσι, οι σαββατιάτικες αγορές μου περιορίστηκαν στά από τό χρωματοπωλείο τής γειτονιάς. Ο Μάκης, αυτός ο νεφέλεια ευπροσήγορος, ο μέ χαμόγελο ενωμοτάρχη τού 50, χρωματοπώλης, μέ καλωσόρισε μέ περίεργο βλέμμα καί μέ κατευόδωσε καμαρωτά. Δίνοντάς μου δέ τά ρέστα, δέν παρέλειψε νά πικροχολίση πώς μούρλια μού πάν όλα ταύτα. Γιά όλα υπάρχει πρώτη φορά, νεαρέ! Χό χό! Αποφθεγμάτισε ο παρίας κι έστριψε τό μουστάκι του μέ αυτά τά πιτσιλισμένα από ανεξίτηλο πλαστικόχρωμα δάκτυλα.
Χαρωπά χαρωπά έπιασα νά γυρίζω σπίτι μέ αυτά τά τρόπαια, τά τεκμήρια δηλαδή μιάς μέχρι τούδε ανεκδήλωτης προσωπικότητας. Επεδείκνυα καθώς ήμην καθ’οδόν, χαζοχαρούμενα, τήν νάυλον σακούλα μέ τήν φίρμα τού χρωματοπωλείου στούς γειτόνοι σάν τό λευκό στό μπουγαδόσκοινο σινδόνι μέ τήν μαρτυριάρικη ερυθρά χαραγματιά. Αστάρι, πλαστικό χρώμα, λογιώ λογιώ πινέλα καί σκάφες, νέφτης καί λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις μέ γκλίν γκλόν γκλίν γκλόν ήχους - κινούσα αφού τήν τσάντα ωσάν τήν Δέσποινα Στυλιανοπούλου.
Στόν οίκον ξεφόρτωσα, βόλεψα τά ρέστα στόν χοιρινό κουμπαρά καί έτρεξα στό αποχωρητήριο, στόν εκεί καθρέπτη, ήθελα νά δώ πώς φαινόμην, πώς μαρτυρούντο τά χαρακτηριστικά μου όταν οσονουπιάζω γιά κάτι αντρικό, ώ τί πρωτόγνωρος θέα! Καλέ; Ούτω καμπυλώνει, τέτοιες στιγμές, τό άνω χείλος; Πά μάλ νά’ούμ’!
Μέ όρεξη τρελλή λοιπόν, έσπευσα στό χώλ ένθα είχα αφήσει τά σύνεργα τής τίνι τρόπω ισχυράς δόσεως τεστοστερόνης. Εκεί, σέ μιά ξέχειλη μπαμπού καθόταν η Ιουδήθ. ( Ώ τί καλά! Τέλεια! Θά μέ δή όπως δέν μέ είδε ποτέ!). (Μού) προέκυψε μιά ταχυκαρδιούλα γι’αυτό, μιά μικρούλα ταραχή τήν οποίαν δέν ήθελα νά Τής αποκαλύψω. Απέφυγα συνεπώς τά μάτια Της, χαμηλοκύτταξα ψάχνων γιά τήν μαστρο-σακουλίτσα, όμως μονομιάς εξητμίσθη η ευεξία μου. Διότι ασυναίσθητα κι ενστικτωδώς πήγε σ’ Αυτήν τό βλέμμα μου.
Ιουδήθ.
Είχε στά χέρια Της ένα μπλέ ρουά «γιουνιβέρσιτυ» τετραδιάκι κι ανάμεσα στά πόδια Της αραγμένη μιά κούπα μέ καφέ. Γιουνιβέρσιτυ τετράδιο. Τό ημερολόγιό μου παναπεί. Καίτοι ιστάμην εκεί αθόρυβος– πεντέξι στιγμές περισσότερες τού κανονικού – δέν Τής τσίγκλισα τήν προσοχή ώστε νά μού απευθύνη τά μάτια Της. Αντιθέτως, συνέχιζε νά βυθίζηται στό ανοικτό τετραδιάκι μου. Εννοείται βεβαίως ότι μέ είχε αντιληφθή, ήμην βέβαιος, τό πειρακτικό γελάκι πού σχημάτισε στό Της πρόσωπο, γιά μένα ήταν... Πειρακτικό είπα; Καί σκωπτικό καί περιπαικτικό καί θριάμβου. Τό συνώδευε μάλιστα μέ χαμηλόφωνα ανακάλυψης επιφωνήματα τά οποία αιχμήριζαν πιότερο τούς μορφασμούς Της.
Γιουνιβέρσιτυ.
Παλαιού τύπου σπιράλ τετράδια αρκετών φύλλων, δύο έως πέντε - πολύχρωμων - θεμάτων. Τά έκανα καβούρι* μέχρι πού σώθηκε η κάβα κι έτσι, γύρω στά 1993 τά ανακάλεσα έκ τής εφεδρείας.
Εγώ.
Σάν σέ όνειρο πού ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι είσαι γυμνός αλλά καί στήν πλατεία Βάθη, μεσημέρι εργασίμου ημέρας. Αυτά τά δευτερόλεπτα μέχρι νά καταλάβω ότι διάβαζε τό ημερολόγιό μου έσταξαν τόσο αργά - προσπαθούσα κάποιον (ποιόν;) νά πείσω ότι δέν συμβαίνει αυτό πού φαινόταν ότι συνέβαινε. Είς μάτην. Ματιές στιλέτα στά σώψυχά μου από τήν Ιουδήθ, μού έβγαινε καί λυρισμός (τρομάρα μου) μπάς καί πείσω (ποιόν αλήθεια;) ότι δέν κυττά κάποια δικά μου αλλά κάτι άλλο.
Τό χαμόγελό Της, ανελισσόταν σέ σαρκασμό, αγνοώντας όλα τά ενδιάμεσα στάδια εκφράσεως.
Καϋμένο μου! Ποτέ; Ποτέ καί καμμία; Ούτε κάν από συμπάθεια; Τί σκύλες! Καί πληγωμένο πολύ, τζουτζούκι μου;
Ταύτα ανέκραξεν καί αμέσως μού προέτεινε τά χέρια όπως θά τά προέτεινε είς πολιτικός σέ τροφίμους ψυχονοσοκομείου μή απωλέσαντες παρά ταύτα τά εκλογικά των δικαιώματα. Είς όλο αυτό τό διάστημα, ακόμα καί τώρα, δέν μέ είχε κυττάξει. Καθόλου. Παρά μόνον τίς σελίδες τού τετραδίου στριφογύριζε λαίμαργα καί αμάσητα.
Χά! Γιά τήν μαμά τού *********! Καί στό ασανσέρ; Μέσα; Μέσα; Μέσα, ναί! Τό γράφεις εδώ, φαίνεται! Χώωωωω! Κλίιιιι χαχαχα!
Παρέμενα ακίνητος, προσπαθούσα νά πώ κάτι αλλά διετέλων έν συγχύσει, χιλιάδες βελονίτσες μαστίγωναν τό πηγούνι μου ήθελα νά τήν διακόψωωωωω έειιιιι! Δικό μου είναι μωρή τρώγληηηηηη, πώς τολμάς; Αλλά αντ’αυτών ψέλλισα κάτι ερωτήσεις, σ’αρέσει Γιουδήθ, η απόχρωση τού πεολάκ πού αγόρασα;
Εκείνη όμως, τόν χαβά Της, σκρόλλαρε ντάουν σέ άλλες, σέ περισσότερες λεπτομέρειες:
Τίιιιιι; Σέ έπιασε μιά γειτόνισσα στό δώμα τής ταράτσας καί προτίμησες νά τής πής ότι... καααααάπνιζες; Πρίχιχιχιχί! Πού τά έκρυβες τόσο καιρό, απατεώνα; Μέ τέτοιες λεπτομέρειες βέβαια κρύπτες καί λαγούμια θά άνοιγε ο πάσα ένας! Τί τύχη νά χρειαστή βάψιμο τό σπίτι καί νά τά ανασύρης απ’τήν λήθη τής ανομολογησιάς!
Είχα αποσυντονισθή ολίγον, ο θόρυβος τών γυριζομένων σελίδων μέ εξενεύριζε φοβερά. Ο ήχος των ούτος, η ταλάντωσίς του στόν αέρα, διεσταυρώνετο μέ αυτόν τού μοχθηρού γελακίου (σίκ) Της.
Σάς έκανε πολιτική οικονομία, ήταν ώριμη, διαζευγμένη, τιτανομαστούχος; Χιχοχαχεχού! Καλέ πώς τό γράφεις; Αφυδατίτιδα; Αφυδατίτιδα; Από τί; Α! Τό εξηγείς! Από, από οοοοο τίς απανωτές; Χαχαχα! Ερωτύλο μου! Άντρα δυνατέ! Χυμώδη! Αφιερώνεις βλέπω, πολλές αράδες στήν *********. Άκου! Θυμάσαι τί έγραφες; Άκου! : «Τήν θέλω τρελλά, τήν βλέπω συνεχώς στόν ύπνο μου, τής έχω αφιερώσει πολλές μονοπρόσωπες θυσίες στήν Αφροδίτη, αυτή όμως όλο μ’αποπαίρνει όταν ξεφεύγη στά περί μακροοικονομικής. Εγώ όμως τήν θέλω, όσο μέ χλευάζει σέ όλο τό τμήμα, τόσο μού αιματώνεται η μπαγκέτα μου. Δέν μού περισσεύει ωστόσο τίποτε αισχρό ή παραπονιάρικο τήν θέλω πολύ, ποτέ δέν ένοιωσα κάτι τέτοιο, λιγώνομαι καί μόνο στήν ιδέα – ακράτεια ενίοτε μέ σπασμωδικεύει όταν τό σκέπτωμαι – νά διαβώ τόν Ρουβίκωνα τής αιδούς μέ αυτήν. Νά τήν έχω πάνω μου καί νά γαργαλά μέ τήν θηλή της τήν πιεσμένη απεριτμητάδα μου, νά παλεύη νά ζαλίση μέ τίς σάρκινες οβίδες της τό μικρό τε καί άπειρόν μου εγχειρίδιο» Έι! Από εδώ ξεκινά μαύρο μελάνι! Χααααα, απίστευτε αφυδατίτις! Πρόσεξε, έχει συνέχεια: Πώς θά μ’άρεσε νά είμαστε συνέχεια μαζύ, νά κυκλοφορούμε στόν μαχαλά χωρίς νά ανησυχούμε γιά περίεργες ματιές, νά μάς συνηθίζουμε σέ μιά καθημερινότητα, νά αγαπιόμαστε συνέχεια καί νά’μαι ξεσκούφωτος σ’αυτές τίς αγάπες, νά ευπροσδεκτίζουμε εγκυμοσύνες, νά υπερηφανεύωμαι γιά επικείμενες πατρότητες καίτοι τόσο κούτσικο Καλέ! Τί ‘ν’ τούτα; Ααααα! Δέν πήγαινες καλάααααααααααααα! Καί μετά, στό παιδάκι μας, νά δίνωμε τό όνομά μου εάν αγοράκι ή τό όνομά Της εάν κοριτσάκι. Νά μεγαλώνη, νά τό καμαρώνωμε καί νά σπονδίζωμε υγρά μας συνεχώς στό λίκνο του.
Τότε ήταν η πρώτη φορά πού μέ κύτταξε, αφήνοντας τό τετραδιάκι μου κι εναποθέτοντας τά χέρια Της πάνω στό σόρτς της, μέ ένα πολύ σοβαρό, κρύο ύφος πού δέν ξέρω εάν ιδέα μου ήταν τό ότι έμοιαζε τρομαγμένο. Δέν ήμουν σέ θέση νά Τήν ψυχολογίσω. Ένοιωθα υγρός στά εσώρουχά μου, είχα κατουρηθή καί δέν εδυνάμην νά ελέγξω τό σταθερόν τής καταπόσεως τού σιέλου μου. Άκουγα τήν αρρυθμία στά μηλίγγια καί ιδρώτας κυλούσε από τήν βάση τών αντίχειρών μου.
Θά μέ βοηθήσης στό βάψιμο;
Αυτό μπόρεσα νά πώ. Τέλειος αντιπερισπασμός ε;
Κι Αυτή, εγερθείσα, πετάγοντας τό τετράδιο στήν μάπα μου: απευθύνσου γιά βοήθεια στό 14χρονο (τό 94 δέν «πηδούσες» τήν καθηγήτρια;) παιδάκι σου, λοξέ, αλλόκοτε, άρρωστε!
* Καβούρι. Διά τής λέξεως ταύτης περιγράφεται η αγνώστων αιτίων διάθεσις τινός νά μήν χρησιμοποιή διάφορα, άρτι αγορασθέντα, αντικείμενα αλλά νά τά φυλάττη δίκην μπιμπλώ.
5 σχόλια:
Χαχα, απιστευτος!! Τα ημερολόγιά μας ομοιάζει δραματικώς, να 'ούμε. Να είσαι καλά, βρε!
Τώρα να μη πάρω προτάσεις ξεκομμένες, και κάνω σύνθεση κατά το δοκούν , διότι δε θα σε ξαναπούμε Βαγγέλακα, αλλά Γκουσγκούνακα.
:)
δ
Εντάξει με τα βαψίματα... Λέμε να το κάνουμε το τελευταίο σ/κ του Ιουνίου, στη Ραψάνη. Όχι τίποτα σπουδαίο, λίγα λόγια και μετά πολλά κοψίδια και οίνος, προς τιμήν του. Είσαι μέσα;
5 αστέρια...
Bλάχαρε μήπως όμως είσαι "πολύτεκνος"; :-)
Δήμητρα, είμαι ο Γκουσγκούνης!
Πάνο, η μόνη μου υποχρέωσις είναι στά μέσα Ιουνίου, συνεπώς μέσα! Θά μέ ενημερώσης γιά τά περαιτέρω;
Ντάνκε son of lion!
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα