Στ'Ανάπλι καί στήν Αίγινα, βαρυποινίτης έγινα...
Όσο - καί ό,τι - έχω γαμήσει*, τό έχω επιτύχει μόνο μέσω γνωριμιών από τόν ιντερνέτ.
Αυτόν τόν καιρό ψήνω μιά 36χρονη καθηγήτρια ελληνικών από τά Ψαχνά Ευβοίας.
Μέσω τσάτ.
Επί τού τσάτ, συνήθως - καίτοι επιδιώκω νά ακολουθώ στρατηγική προσεκτικών, κυρίως όμως α ρ γ ώ ν κινήσεων, δι’ ευνοήτους λόγους - μού βγαίνει μιά βιασυνάδα, π.χ. θίγω ζήτημα γιά γυμναστήριο στόν ελεύθερο χρόνο, α, πάς; καί ζορίζεσαι ε; δέν έχεις ανάγκη, έχεις; θερμιδοπόλεμος, ναί ναί, τί κρίμα... Εκεί λοιπόν αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται μάλλον γιά μέ πιασίματα, ένα καμπανάκι μού γδέρνει τά αυτιά καί πετάω τήν χαζομάρα μου γιά τά μπαλκόνια της καί πόσο μεγάλα είναι. Τότε τό πιό πιθανό είναι νά μέ κλάση, εάν συνεχίση, τότε ξενερώνω εγώ, διότι καταλαβαίνω ότι πρόκειται γιά λούγκρα ή άρρωστη τρώγλη. Ξενερώνω άμεσα, κλίκ στά χί, κουμπώνω τό σλιπάκι μου, σηκώνω τό παντελόνι μου, τό φορώ καί κλείνω τό πισί.
Δέν ξέρω τί μού συνέβη καί αυτήν τήν φορά δέν άρχισα τίς (λεκτικές) μαλακίες (τίς άλλες τίς είχα ήδη αρχύσει διότι γυρνοβόλουν σέ αυνανοβοηθητικά σάιτς). Τήν άφησα νά «μιλά», τό πρόγραμμα είχε έναν χείμαρρο εξομολογήσεως παραπόνων γιά μιάν δυσμενή μετάθεση σέ κάποιο κωλοχώρι. Αι παρεμβάσεις μου ήσαν προσεκτικαί ολιγόλογαι ενσφηνώσεις υβριδίων θερμής συμπαθείας, προσηνούς κατανοήσεως, μετρημένου κονιορδισμού μέ ψήγματα αξιοπρεπούς μεμψιμοιρίας καί στάλες μαρξιστικής θεώρησης. Όλο τούτο έριξε νερό στόν μύλο τού χειμαρρώδους σχεδόν, μονολόγου της. Κάποια της πές κι εσύ τίποτε, τά αντιμετώπιζα μέ άγουρο γλοιωδισμό. Θεώρησα δύσκολο νά χάψη κάποιες σχεδόν εμετικές ατάκες μου: «Τί νά πώ; Αφήνω εσένα, μέ έχεις, μήν γελάσεις, γοητεύσει κι απολαμβάνω κάθε στιγμή “μαζύ σου”…», τό ρίσκαρα όμως. Η τύχη μέ ευνόησε, δέν μού επεφύλασσε γιούχα, άργησε όμως λίγο νά απαντήση, επιτρέποντάς μου νά ενδυναμώσω τήν ανατομία μου σέ γειτονικά σάιτς καί τήν αποφασιστικότητά μου στό τσατίδι. Απάντησε κάτι πού δέν τό θυμάμαι ακριβώς, τί κρίμα δέν θά είχε συνέχεια η πρόζα! μόλις είχε επιδράσει πάνω μου ένα σκέτς νοσοκομείου μέ ηρωΐδα τήν Milena Velba, τέλειωσα τίς τριβές στό κρεατόβεργά μου η οποία ξέρασε ζαλισθείσα. Κι όταν τελειώνω, τίς πρώτες στιγμές, μιά άνοια μέ κατακλύζει επώδυνα, τά χαρακτηριστικά τού προσώπου μου γίνονται, πραγματικά, κωμικά λόγω τής χαυνώσεως κι εναγωνίως αποζητώ απομόνωση, άχ αυτό τό σύνδρομο τής νεκρού σπέρματος, γίνομαι ένας, νά μέ κλαίς, Ηλέκτρος!
Ναί, πάνω σ’αυτήν τήν στιγμή μέ πέτυχε η απάντησίς της, πού νά τήν θυμάαααμαι, πληκτρολόγησαν κάτι απολογητικό τά δάκτυλά μου καί μετά ακολούθησαν τό υπόλοιπο σώμα στό κρεβάτι. Η επομένη ημέρα μέ ηύρε νά οικτίρω εαυτόν νομίσας ότι απωλέσθη η ευκαιρία «σκοραρίσματος». Πιό μετά, ωστόσο, στό δίκτυο, στό τσάτι, ένα γειά σου της επανέφερε τά πράγματα στήν χθεσινή όχεινη αισιοδοξία. Συνεχίσαμε σέ ένα μπλά μπλά τό οποίον, τόν διάλογον ήθελα σέ word νά αποθηκεύσω, δέν πίστευα ότι έκρυβα τέτοιο καί τόσο ληγμένο σορόπι· εγώ μέ τίς γυναίκες ήμην ανέκαθεν ντροπαλός, αγνοούσα κάθε είδος σχέσεως μαζύ των.
Ε, μετά από αυτήν τήν εξέλιξι, άλλαξαν τά δεδομένα. Ήμεθα πιό φειδωλοί στίς κουβέντες μας, πιό... μεστοί! Ναί, αυτή η λέξις! Φρονώ λοιπόν ότι μέ ενεπιστεύθη, ότι σχημάτισε γνώμη, γνώμη θετική. Κι έτσι, χωρίς νά τό βιάσω τό θέμα, αργά καί απολαυστικά τίνι τρόπω, έλαβον καί φώτο της. (αμέεεεε!)
Λίγο γεματούλα τήν διέκρινα από κάτι πόζες, χαμηλής αναλύσεως καί χαμηλοτέρας δυνατότητος νά καρατσεκάρω περαιτέρω. Πρόλαβα ωστόσο νά δώ τίς πηγές τής βυζοχαράδρας της στό σημείο ένθα εγώ έχω τό μενταγιόν σφυροδρέπανο. Ήταν κάτι πού μού ανέσυρε ένα χλιμίντρισμα· ο συνεχής καλπασμός τής παλάμης μου στόν ήρωα τού χερογλύκανού μου ρετουσάρισε τήν φώτο της, άχ! Τί βυζάρες είναι αυτές, τί νούμ
Τσάτ ρέ μούτρα!
* κι άργησα νά γαμήσω, γιά νά είμαι ειλικρινής, εγάμησα στά 29.
6 σχόλια:
>από τά Ψαχνά Ευβοίας<
Ελπίζω να έχει και καλά :)
θά ακολουθήσει λεπτομερές ρηπόρτ!
η κυρία διαθέτει μπλογκ?
kaόχι... :-(
τό "ka" τί δουλειά έχει εκεί;
Re vang, den antelhf8hn
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα