Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 29, 2010

ὁ ἀδέκαστος, ὁ Νίκος Κούρκουλος τοῦ κυνοβουλίου!



Πράγματι! Συγκίνησις σὲ ὅλην τὴν ΑΕΚ λόγῳ τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ Ψαριανοῦ! Τί λὲ ῥὲ παιδί μου!

Ἡ ψυχὴ τοῦ Νεγρεπόντη καὶ τοῦ Σπανούδη χαμογελοῦν στὰ τῶν μακαρίων πεδία!

(...) πρέπει πρώτα να δυναμώσει η μάνα του, το ΚΚΕ.(...)


Πῶς τὸ λέτε μωρὲ ἐσεῖς οἱ νέοι; Δὲν ὑπάρχει! Ναί, δὲν ὑπάρχει!

Αὐτὸ τὸ ἄρθρο, δὲν ὑπάρχει!

‘ντάξ’ ἀσοῦμε δὲν εἶμαι καὶ ὁ πιὸ καλοπροαίρετος ἄνθρωπας ἀπέναντι στὸ ΚΚΕ, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ κείμενο, ἄχ, αὐτὸ τὸ κείμενο, αὐτὸ τὸ κείμενο, τὸ κείμενο αὐτόοοοοοοοοοοοοοοο, καλὲ αὐτὸ τὸ κείμενο, ἔεεεεεεειιιιιιιιιιιιιιιιιιιι!

ἀααααααααααχαχαχαχαχάααααα!



Η ζητιάνα
(Μυθιστορία)
Σάρκα απ' τη σάρκα του λαού η Ρηνιώ, ευλογημένο γέννημα της μήτρας της φτωχολογιάς, σαν πάτησε γερά στης νιότης τα ποδάρια οργανώθηκε στην ΚΝΕ. Στα δυο χρόνια πάνω έγινε και μέλος του ΚΚΕ. Καλή συντρόφισσα και συνεπής επαναστάτρια. Ερωτας γαρ όμως μέσα σ' όλα τ' άλλα κι η όμορφη Ρηνιώ μικροπαντρεύτηκε. Δυο αγγελούδια οι καρποί του επιπόλαιου γάμου της κι όταν ταχιά χώρισε τ' αντρόγυνο τα παιδιά μείνανε στην απόλυτη ευθύνη της, ηθικά και οικονομικά.
Πάμφτωχη η Ρηνιώ, άνεργη ή ημιεργαζόμενη, εργαζόμενη ή ημιάνεργη και με την πολιτεία παντελώς απούσα, ανέβαινε ασταμάτητα το Γολγοθά της φτώχειας και της βιοπάλης μετά το διαζύγιο της. Κι όποτε εξασφάλιζε μεροκάματο δούλευε πότε ολημερίς και πότε ολονυχτίς, για να μπαλώσει φτώχεια και χρέη. Μοιραία, λίγο - λίγο άρχισε να χάνεται απ' την οργάνωση. Οι σύντροφοί της όμως δεν την ξέχασαν. Κάθε που 'χανε μάζωξη, συνέλευση, εξόρμηση, εκλογές κλπ., την έπαιρναν τηλέφωνο και την καλούσαν να συμμετάσχει. Εκείνη ανταποκρινόταν μα λειψά, αφού πάλευε άνισα με το μερονυχτοκάματο.
Νοίκια, σχολειά, φροντιστήρια, γυμναστήρια, ξένες γλώσσες, διατροφή, ένδυση, υπόδηση, θέρμανση, ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ, πού να τα βγάλει πέρα η δόλια με δυο χέρια... Σιμά κόπηκε και το τηλέφωνο, μια κι είναι το πρώτο που αφήνει απλήρωτο ο φτωχός σαν θεριεύει η ανέχεια. Οι σύντροφοί της όμως και πάλι δεν την ξέχασαν. Κάθε που 'χανε μάζωξη, συνέλευση, εξόρμηση κλπ., την επισκέπτονταν στο φτωχικό της να την καλέσουν να συμμετάσχει. Βέβαια, τα πράγματα είχανε παρασφίξει για τη φτωχολογιά. «Μάαστριχτ» που να πάρει ο διάβολος κι είχαν ήδη αρχίσει να γίνονται ορατά τ' αποτελέσματά του. Η ταλαίπωρη η Ρηνιώ τραβιότανε δεκάξι και δεκαοκτώ ώρες το εικοσιτετράωρο μπας και τα καταφέρει οικονομικά.
Ανάποδα πράματα όμως. Ενώ δούλευε όλο και περισσότερες ώρες ημερησίως, τα έσοδά της όλο και μειώνονταν και τα έξοδά της όλο και αυγαταίνανε. Αδύνατον πια ν' ανταποκριθεί έστω και λειψά στις τυπικές της υποχρεώσεις σαν μέλος του Κόμματος. Συντρίμμια τα κουράγια της που θάψανε τη διάθεσή της κι ο χρόνος αμείλικτος εχθρός κι αυτός. Οι σύντροφοι της όμως δεν την ξεχνούσαν. Κάθε που 'χανε μάζωξη, συνέλευση, εξόρμηση κλπ., την καλούσαν να συμμετάσχει. Την τελευταία δε φορά που την επισκέφθηκαν της ανακοίνωσαν πως τη διέγραψαν απ' το Κόμμα γιατί η διαρκής απουσία της εμπόδιζε τη λειτουργία της οργάνωσης. Μεμιάς βουρκώσανε τα μελιά της μάτια, μα έκρυψε την υγρασία τους με του τσιγάρου της τον καπνό που τάχα τα ενόχλησε. Φύγανε οι σύντροφοι της...
Η Ρηνιώ σωριάστηκε στο παλιό ντιβάνι που 'τριξε απορημένο απ' τ' αναφιλητά της πίκρας και της απογοήτευσής της. Καθώς τα δάκρυα ασυγκράτητα αυλάκωναν τ' ολόδροσο πρόσωπό της, γιγαντώθηκε μέσα της το άσβεστο φίλτρο της αντικειμενικής μάνας. Σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης της και το τελευταίο άτακτο δάκρυ κι αποφάνθηκε πως οι σύντροφοί της αναμφίβολα είναι τίμιοι άνθρωποι, μα κείνο που τους λείπει για να 'χει αξία η τιμιότητά τους είναι η παραπέρα διαπαιδαγώγησή τους. Πήρε λοιπόν χαρτί και μολύβι κι έγραψε μια επιστολή προς την κομματική οργάνωση της περιοχής της.
«Στις εννιά Οκτώβρη, τραβώντας κατά το Πεδίον του Αρεως να πάρω κι εγώ μέρος στο πανελλαδικό συλλαλητήριο του ΚΚΕ ενάντια στη φτώχεια που επιβάλλουν στη λαϊκή οικογένεια οι πλουτοκράτες και τα πολιτικά τσιράκια τους, πέρασα απ' την Ομόνοια. Περπατώντας γοργά, πάνω στη σκουντούφλα μου σκουντουφλάω σε μια γυναίκα, σαραντάρα στην ηλικία, που καθισμένη οκλαδόν στην άκρη του δρόμου ζητιάνευε. Τη ρωτώ πόσα χρήματα ελπίζει να μαζέψει ολημερίς. Είκοσι ευρώ. μ' απαντά. Τόσα είχα κι εγώ στην τσέπη. Παρ' τα, της λέω. Παρ' τα, μόνο σήκω, την παροτρύνω. Σήκω να πάμε μαζί στο συλλαλητήριο ενάντια στην ανεργία και τη φτώχεια που σε κατάντησε ζητιάνα, της εξηγώ. Σιγά μην τρέχω εγώ σε συλλαλητήρια, μ' απαντά αποφασιστικά. Εβαλα τα είκοσι ευρώ πάλι στην τσέπη μου και τάχυνα το βήμα μου κατά κει που ανέμιζαν τα κόκκινα λάβαρα της περηφάνιας.
Οχι, αυτή η γυναίκα, Η ΖΗΤΙΑΝΑ, δε χρειάζεται βοήθεια. Βιολογικό καθαρισμό εγκεφάλου, που λέει ο λόγος, χρειάζεται, για να συνέλθει. Ολοι εκείνοι όμως που ζουν γύρω απ' το όριο της φτώχειας και που αντιμετωπίζουν περήφανα την ταξική τους θέση και κατάσταση, δικαιούνται βοήθεια για ν' αναπνεύσουν. Και φυσικά, οι σύντροφοί τους που έχουν έστω κι ελάχιστο περίσσευμα οξυγόνου οφείλουν να τους το προσφέρουν.
Θα σας το θέσω ξεκάθαρα, σύντροφοι. Αδυνατώ να πιστέψω πως συνειδητά δε νιώθετε άβολα όσοι από σας έχετε τη δυνατότητα ν' απολαμβάνετε σε ανεκτό επίπεδο όσα δικαιούται ο άνθρωπος, την ίδια στιγμή που ο σύντροφός σας, δίπλα σας μωρέ κι όχι παραπέρα, βουλιάζει μες στην άγρια φτώχεια.
Αλήθεια, ορέ σύντροφοι, πόσο άνετα νιώθετε όσοι στο σπίτι σας μπαίνουν δυο και τρεις μισθοί, όταν στου συντρόφου σας το σπίτι με το ζόρι μπαίνει μισός, άντε ένας ολόκληρος μισθός; Πόσο άνετα νιώθατε κάθε που διαβαίνατε το κατώφλι του υγρού ημιυπόγειου διαμερίσματός μου; Νοιαστήκατε στα γεμάτα για τα βάσανα μου; Κόμπιασε μια στάλα ο λαιμός σας όταν μάθατε πως είμαι πάλι άνεργη; Και 'κειο το καφεδάκι που σας φίλευα απ' το λαρύγγι μου το στερούσα. Το ξέρατε; Οχι! Δεν το ξέρατε, γιατί ποτέ δε νιώσατε σε βάθος τη φτώχεια μου. Μοιρολατρικά τη δεχόσασταν. Αυτό είναι όλο. Κι αυτό εν πολλοίς οφείλεται στο ότι η έννοια της συντροφικότητας, δυστυχώς, αποδεικνύεται αυστηρά περιορισμένη και μόνο σαν υπηρεσιακό κομματικό σας καθήκον. Μη στραβομουτσουνιάζετε, αγαπημένοι μου σύντροφοι, γιατί αν ήταν αλλιώς, εσείς που ζείτε κάπως αξιοπρεπώς οικονομικά, σίγουρα δε θα μ' είχατε αφήσει αβοήθητη, θα με είχατε βοηθήσει με τις όποιες δυνάμεις σας, στα όποια επίπεδα και τομείς, ώστε να μη βαλτώσω μες στη φτώχεια μου, που σημαίνει πως δε θα 'χα συρθεί να ρίξω άθελά μου σε δεύτερη μοίρα τις υποχρεώσεις μου την οργανωμένη πάλη. Θα μου πείτε πως ήταν υποχρέωση των συγγενών μου να μου συμπαρασταθούν. Διαφωνώ! Αυτοί δεν είναι κομμουνιστές. Δεν είναι σύντροφοί μου και σαν έρθει η ώρα της μεγάλης ταξικής σύγκρουσης, οι συγκεκριμένοι ή θα κλειστούν στο καβούκι ή θα σταθούν απέναντι, δίπλα στους εχθρούς του λαού.
Αν, λοιπόν, με δική σας πρωτοβουλία, μου 'χατε προσφέρει λίγο απ' το περίσσιο οξυγόνο σας ασφαλώς δε θα πάθαινα ασφυξία. Δεν το κάνατε όμως και δε γινόταν να σας το ζητήσω εγώ. Δεν είμαι ζητιάνα. Είμαι τόσο περήφανη και τόσο αποφασισμένη να πολεμήσω ενάντια στο καθεστώς που παράγει ζητιάνες - όποιας μορφής κι επιπέδου - που ενόψει του 17ου Συνεδρίου του ΚΚΕ αποφασίζω να προσφέρω για την οικονομική ενίσχυση του Κόμματός μας όλα μου τα χρήματα...».
Σηκώνεται ορθή, ανακλαδίζεται να ξεμουδιάσει το ταλαιπωρημένο της κορμί κι ανοίγει το ντουλάπι της κουζίνας. Μισό κιλό φακή, ένα τέταρτο του κιλού μακαρόνια, μισό μπουκάλι σπορέλαιο και λίγο αλάτι, όλες κι όλες οι προμήθειες στα ράφια του. Ανοίγει και το μικρό ξεχαρβαλωμένο της ψυγείο. Λίγο παραπάνω από μισό κουτί γάλα εβαπορέ, δυο ελιές κι ένα κομματάκι τυρί ό,τι κουβαλά στα σωθικά του. Παίρνει βαθιά ανάσα κι αναζητά με το βλέμμα της τη φθαρμένη μα και μοναδική τσάντα της. Κάπου εκεί μέσα έχει φυλαγμένο ένα πενηντάευρω για εξαιρετικά έκτακτη ανάγκη. Χαμογελά και μονολογεί κατά το συνήθειο της, που τ' απέκτησε ανεβαίνοντας χρόνια τώρα μονάχη το Γολγοθά της φτώχειας της. «Με 50 ευρώ ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου σωνόμαστε. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να σωθούμε: Η ενίσχυση του ταξικού λαϊκού κινήματος. Μα για να δυναμώσει τούτο πρέπει πρώτα να δυναμώσει η μάνα του, το ΚΚΕ. Και για να δυναμώσει το ΚΚΕ χρειάζεται ανθρώπους και χρήμα. Φαντάσου λέει, μαζί με την εξόρμηση, την προκήρυξη και την αφίσα, στους χώρους δουλιάς και τις γειτονιές, να μπορούσε το ΚΚΕ να διαφημίσει την πραμάτεια του και μέσα απ' τα ηλεκτρονικά κι έντυπα ΜΜΕ που υπηρετούν τους αφεντάδες. Ε, ρε κέφια! Φαντάσου λέει, ο "902" τηλεοπτικός σταθμός κι ο "902" ραδιοφωνικός, να μπορούσαν να σταθούν οικονομικά όπως απαιτείται. Ε, ρε γλέντια! Φαντάσου λέει, να μπορούσε ο "Ριζοσπάστης" να διαφημιστεί μέσα απ' τις διαπλεκόμενες κεραίες τους και η "Σύγχρονη Εποχή" να 'χε τη δύναμη να προβάλλει τις εκδόσεις της. Ε, ρε επιτυχίες! Ε, ρε ζόρια που θα τραβήξουνε οι δικομματικοί εταίροι και οι ουρίτσες τους, σαν πάρει σάρκα και οστά η μαζική αφύπνιση του λαού. Εκεί να δεις συναίνεση ΝΔ, ΠΑΣΟΚ. ΣΥΝ και Λ.Α.Ο.Σ... Με χεσμένα βρακιά θα τρέχουν να προλάβουν το κακό που τους βρήκε, οι κανάγιες»...
Η Ρηνιώ περιεργάζεται το τελευταίο της πενηντάευρω, ανάβει ένα τσιγάρο και ξαναπιάνει το μολύβι ν' αποτελειώσει την επιστολή.
«... Σύντροφοί μου, δε φτάνει να μπαίνετε στο σπίτι του φτωχού βιοπαλαιστή με "υπηρεσιακή" συνείδηση. Πρώτα πρέπει να χτυπάτε την πόρτα του με διάπλατα ανοιχτά συναισθήματα, ώστε ν' αφουγκραστείτε το προσωπικό του πρόβλημα. Επειτα να πάρετε διάφανα το πρόβλημά του και μπεσαλίδικα, κομμουνιστικά, να το συνδέσετε με τα κοινά προβλήματα, να νιώσει κι αυτός πως δεν είναι μόνος, ούτε ο μόνος που μαστιγώνεται απ' τον ιμπεριαλισμό. Και τέλος αν και όπως μπορείτε βοηθήστε τον και παραπέρα. Μόνο τότε θα τον πείσετε πως όντως αγωνίζεστε συνειδητά για τα παιδιά της Παλαιστίνης, του Ιράκ κλπ., άρα και για τα δικά του παιδιά πρώτα. Ισως, τότε σύντροφοί μου νιώσετε κι εμένα...».
Ανάβει ένα τσιγάρο ακόμη, καρφιτσώνει στην πρώτη σελίδα της επιστολής το χαρτονόμισμα και συνεχίζει το γράψιμο.
«...50 ευρώ έχω όλα κι όλα, σύντροφοι. Πάρτε τα. Δώστε τα στο Κόμμα από μένα και κυρίως απ' το στέρημα των παιδιών μου. Αυτό μπορώ να κάνω μόνο τούτη τη στράτα. Αύριο, αν χρειαστεί, θα δώσω και το αίμα μου, για να γυρίσει ο τροχός και να δρομολογηθεί επιτέλους ο σοσιαλισμός. Και μ' όλο το σεβασμό και την αγάπη που σας έχω. Είναι νομίζω ανάγκη να ζυγιάσετε κι εσείς στην παρούσα κατάσταση την οικονομική προσφορά σας στο μέλλον. Το δικό μου ζύγιασμα έδειξε 50 ευρώ. Δε γίνομαι φτωχότερη κι ας μην έχω ούτε σέντσι στο πορτοφόλι. Εμπρός, λοιπόν, όσοι δεν είστε αυστηρά μισθοσυντήρητοι κι έχετε ένα κάποιο οικονομικό απόθεμα, ενισχύστε το Κόμμα μας ενόψει του 17ου Συνεδρίου μ' ένα ολάκερο κόκκινο μισθό. Οι αυστηρά μισθοσυντήρητοι με μισό μισθό. Κι αυτοί που 'σαστε σαν κι εμένα και ζείτε γύρω απ' το όριο της φτώχειας, δώστε σύντροφοι ένα κόκκινο μεροκάματο, ακόμη κι αν χρειαστεί να το κόψετε απ' το γάλα των παιδιών σας, αφού πρώτα είναι συμφέρον των δραματικά φτωχών να δυναμώσει το ΚΚΕ κι έπειτα των υπολοίπων που κι αυτοί βασανίζονται απ' τον ιμπεριαλισμό.
Πριν κλείσω όμως την επιστολή μου, σύντροφοι, θα σας επιφορτίσω και με δυο λογάκια για την καθοδήγηση του Κόμματος, ξεκινώντας πάντα απ' την Κεντρική Επιτροπή. Πρέπει επιτέλους ν' αναλάβει αποφασιστικά κι αποτελεσματικά την ευθύνη της κατακόρυφης αύξησης του αισθήματος της συντροφικότητας».
Η Ρηνιώ πεισμένη πως δε λαθεύει, έβαλε σ' ένα φάκελο την επιστολή με το χαρτονόμισμα και κίνησε για την οργάνωση. Εκεί βρήκε το γραμματέα με άλλα τρία στελέχη της οργάνωσης να συζητούν στο μικρό γραφειάκι αριστερά και τους παρέδωσε το φάκελο. Επειτα έπιασε κι η ίδια την κουβέντα με 4-5 συντρόφους της που βρίσκονταν στο μεγάλο γραφείο. Αφού είπανε τα τυπικά κι αντάλλαξαν και κάμποσες απόψεις για τα τρέχοντα, τους καληνύχτισε και σηκώθηκε να φύγει. Πριν κλείσει την πόρτα πίσω της άκουσε τη φωνή του γραμματέα. «Στάσου Ρηνιώ. Η επιστολή σου μας έκανε όλους να δούμε καθαρότερα τη θέση μας και τις υποχρεώσεις μας τη δοσμένη στιγμή απέναντι στο μέλλον. Ενα κόκκινο βδομαδιάτικο σκόπευα να προσφέρω για οικονομική ενίσχυση του Κόμματος ενόψει του 17ου Συνεδρίου. Λάθος μου, όμως, αφού μπορώ να προσφέρω πολλά περισσότερα και δίχως μάλιστα να ζοριστεί άγρια η καθημερινότητα της οικογένειάς μου. Να... νοικιάζω μια γκαρσονιερούλα σ' έναν εργένη. Ε, δυο νοίκια απ' την γκαρσονιέρα μαζί μ' ολόκληρο το δώρο των χριστουγέννων απ' τη δουλιά μου θα τα δώσω στο Κόμμα. Ο μισθός μου, ο μισθός της γυναίκας μου και το δώρο απ' τη δουλιά της θα μας φθάσουν να ψευτοπορευτούμε οικονομικά μέχρι να ματαπληρωθούμε. Κι οι άλλοι τρεις σύντροφοι που μαζί διαβάσαμε την επιστολή σου, αποφάσισαν πως ούτε αυτοί θα προσφέρουν λιγότερο από μισό ως ένα κόκκινο μισθό ο καθένας τους στο Κόμμα. Παράλληλα, αποφασίσαμε να δώσουμε όλοι και κάτι παραπάνω να καλύψουμε και το δικό σου πενηντάευρω. Να γιατί σου ζητώ να πάρεις πίσω τα χρήματά σου. Απλά είναι τα πράματα Ρηνιώ μου. Θα σφίξουμε εμείς λίγο παραπάνω το ζωνάρι της φαμίλιας μας, για να καταφέρεις να πορευτείς κάπως κι εσύ οικονομικά. Κράτα λοιπόν τα λεφτά σου να στήσεις τσουκάλι για τα παιδιά στο σπίτι».
Τη Ρηνιώ την πήραν πάλι τα ζουμιά και πάλι φόρτωσε την υγρασία των ματιών της στον καπνό του τσιγάρου της. Ο γραμματέας την αγκάλιασε και της πρόσφερε καρέκλα να τα πουν με την άνεσή τους, έτσι ίσως όπως δεν τα 'χαν πει τόσα χρόνια, με μια συντροφικότητα φουντωμένη πυρκαγιά. «Κάτσε Ρηνιώ, να παραγγείλω απέναντι δυο σουβλάκια κι ένα καραφάκι κοκκινέλι. Να τα πούμε με την ησυχία μας», την κανάκεψε και κάτι ψιθύρισε στα πεταχτά στους άλλους συντρόφους που 'ταν παρόντες. «Πάμε για τα σουβλάκια και το κρασί», είπαν αυτοί και χάθηκαν.
Απόφαγαν κι απόπιαν και πριν αυτή αποχωρήσει, εκείνος της είπε με φωνή βαθιάς υπευθυνότητας κι αντρίκειας αυτοκριτικής, «φτιάξε Ρηνιώ μου ένα καινούριο βιογραφικό και δώσ' το μας... λάθος μας ήτανε που σε διαγράψαμε». Εκείνη βάσταξε τα τελευταία του λόγια βάλσαμο στην επαναστατική της ψυχή και πετώντας στα ουράνια από ευτυχία έφτασε στο φτωχικό της. Σαν άνοιξε την πόρτα βρήκε τα παιδιά της να καμαρώνουν και τα δυο μπρος στο παλιό καθρέφτη. «Μαμάκα, ήρθαν κάποιοι σύντροφοί σου απ' το ΚΚΕ. Η οργάνωση μας έστειλε δώρο αυτά τα δύο μπουφάν. Και για σένα μαμά αφήσανε αυτό το φάκελο». Η Ρηνιώ με χέρια ιδρωμένα από αγωνία άνοιξε το φάκελο. Βρήκε μέσα 250 ευρώ κι ένα διπλωμένο λευκό χαρτί Το ξεδιπλώνει και διαβάζει. «Συγνώμη συντρόφισσα».
Ενας κόμπος βαθιάς συγκίνησης κι ασύγκριτου δέους της φράζει το λαιμό και λύνεται μέσα από ένα λυγμό χαράς κι αισιοδοξίας. Τα παιδιά της κουρνιάζουν μες στο βλέμμα της γεμάτα απορία. «Τι συμβαίνει μανούλα»; Τα σφίγγει τρυφερά στην αγκάλη της και τους εξηγεί. «Σε λίγο παιδιά μου ξεκινά το 17ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ του ΚΚΕ. Αυτό συμβαίνει!»

Καλής ΓΚΕΛΜΠΕΣΗ-ΓΚΙΟΥΝΗ


Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 27, 2010

Πορφυρογέννητος Γωνιὰ









Ὀλυμπιακὸς Βόλου – ΑΕΚ 3-1 (Ἐθνικὸν Στάδιον Βόλου) 26/9/2010
Πρωτάθλημα – 4η Ἀγωνιστικὴ
22 Ἀραμπατζῆς, 12 Γιάχιτς, 19 Λαγός, 4 Μανωλᾶς (86΄ 18 Μπλάνκο), 5 Δέλλας, 90 Γκέντσογλου (66΄ 2 Πατσατζόγλου), 14 Μάκος, 32 Σκόκκο, 24 Μπέρνς (46΄ 9 Λεονάρντο), 33 Λυμπερόπουλος, 10 Τζιμποῦρ
Σκόρερ: 55΄ Λυμπερόπουλος
Κίτριναι: Λαγὸς Δέλλας Μάκος Τζιμποῦρ Μανωλᾶς
Διαιτητής: Κάκος

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 26, 2010

(Λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ) Σάυμπερ Σὲχ

- Νὰ σοῦ ἐκμυστηρευτῶ κάτι;

- KAI NA SOU PO NAI, THA MOU PEIS ASTO TIPOTA, OPOTE KANE OTI THES

- δὲν εἶναι ἄσ’το, νὰ σοῦ πῶ;

- GIA PES. (ETSI & PEIS ASTO KALITERA THA ERTHO NA SE KSEMALIASO)

- 8====D  (_(__|

- AYTO EINAI TO EPIPEDO SOU

- Χαχαχαχά! Αὐτὸ εἶναι;  Εἶσαι σίγουρη;

- AYTO & XEIROTERO

- μισὸ

- TI MISO?

- τόσο καιρό, συνέχεια, σὲ βλέπω καὶ ματώνω
κυττῶ σε, σκέπτομαι, θαρρῶ πῶς θἆναι νὰ στὸν χώνω
νὰ σὲ σκουντάω δυνατὰ χωρὶς μεγάλο πόνο

τόσο καιρό, ἀδιάκοπα σὲ βλέπω καὶ «δακρύζω»
μὰ σήμερα περίεργα, τὴν καύλα παραμερίζω!

Ποῖος ὁ λόγος ὁ βαθύς;
Γιατί αὐτὸ τὸ ἄρδην;
Τί ἄλλαξε καὶ μέριασε
τ'ἀνέκαθεν παπάρειν;

Μήπως ὁ νέφος ὁ καιρός;
Σάμπως αὐτὸ τὸ ἀγέρι;
μήπως οἱ πίκρες τῶν στερνῶν
σ’ αὐτὸ τὸ καλοκαίρι;

Οὔτε ὁ νέφος ὁ καιρὸς
οὔτε αὐτὸ τὸ ἀγέρι!
Τὸ στόμα σου τὸ ὑψίπετο
καὶ οἱ ξανθὲς οἱ ῥῶγες
καθὼς πλημμύριζαν ἐκεῖ
καθὼς ὑγραῖναν χείλη
μὲ μάγεψαν, μὲ κόλλησαν
σκέψεις ἀποπροσανατόλισαν
ὁμόρφυναν τὸ δείλι

Κι ἀντὶ νὰ θέλω χώσιμο
ἀντὶ νὰ πρέπῃ ψῶλος,
τὰ χείλη σου γιὰ δώσιμο
δάγκωμα θέλω ὁ δόλιος! 




Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 20, 2010

fame!

Count on me!

ΛΓΜ – 3,5


Πορφυρογέννητος Γωνιὰ



ΑΕΚ - Ἀστὴρ Τριπ. 2-2 (ΟΑΚΑ) 19/9/2010
Πρωτάθλημα - 3η Ἀγωνιστικὴ
22 Ἀραμπατζῆς, 2 Πατσατζόγλου, 19 Λαγός (63' 33 Λυμπερόπουλος), 3 Νασούτι, 4 Μανωλᾶς, 14 Μάκος, 90 Γκέντσογλου, 18 Μπλάνκο (77' 20 Ἔντερ), 24 Μπὲρνς (55' 9 Λεονάρντο), 32 Σκόκκο, 10 Τζιμποῦρ
Σκόρερ: 83΄ Τζιμποῦρ 87΄ Σκόκκο
Κίτρινες: Νασούτι
Διαιτητής: Κουκουλάκης

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 18, 2010

πίσω ἀπὸ τὸν ὦμο

Λένε γιὰ καλλυντικὲς κρέμες ἀντιρυτιδικές, γιὰ λίφτινγκ, γιὰ μπότοξ, γιὰ εἰδικὲς θεραπεῖες σὲ κέντρα αἰσθητικῆς καὶ σπά, ὑπάρχουν ἐπίσης κι ἄλλες πιότερο γιατροσοφικὲς μέθοδοι - ὅπως ἡ τοῦ Κωνσταντάρα ὅστις ἔβαζε μπριζολάκια στὸ πρόσωπο κουρασμένο παλληκάρι ὄν

ἀλλὰ μόνο ἕνα πρᾶγμα (sic) μπορεῖ νὰ σὲ κάνῃ, χωρὶς τὸν παραμικρὸ παραμικρὸ παραμικρὸ κόπο, νεώτερο 16-17 χρόνια· ἡ μυρωδιὰ τοῦ ζιππέλαιου ὅταν ἀνάβῃς σιγάρο.



Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 17, 2010

Πορφυρογέννητος Γωνιὰ





Κάρλα, κροάτις δημοσιογράφος, συνώδευσε στν θήνα, τν ποστολ τς Χάιντουκ.


ν
μουνα τ καλαμάκι
στ
ν δοντιν σου τ ιζ
μ'
δυσώπητη αχμηράδα
ν
χαθ κάπου βαθι

μ
ν κος τί λέν ο λλοι
γι
τν πίστη τν ρθ
δικιά μου εν'μεγάλη
βοηθ
κα τ λιλ

ε
θραυστο γλυκ μικρό μου
μ
ν ργς πι τόσο πολ
στο
γηπέδου τ ταρτάν μας
ν
μο τήξς τ καυλ





ΑΕΚ Χάιντουκ 3-1 (ΟΑΚΑ) 16/9/2010
Γιουρόπα Λῆγκ – Φάσις μίλων - 1ος γν
22 Ἀραμπατζς, 12 Γιάχιτς, 19 Λαγός, 4 Μανωλᾶς, 55 Δέλλας, 1 Καφές (74' 9 Λεονάρντο),, 21 Ντιόπ, 24 Μπέρνς (69' 2 Πατσατζόγλου), 33 Λυμπερόπουλος (92' 18 Μπλάνκο), 10 Τζιμπορ, 32 Σκόκκο
Σκόρερ: 12 Τζιμποῦρ 65΄ Λυμπερόπουλος 89΄ Σκόκκο
Κίτριναι: Ντιὸπ
Διαιτητής: Μπὰς Νιχουὶς




Προβλεπόμενες φῶτος ἐδῶ


Πορφυρογέννητος Γωνιὰ

ΑΕΚ Πανσερραϊκὸς 2-0 (Γήπεδον Ῥιζουπόλεως) 12/9/2010
Πρωτάθλημα – 2α Ἀγωνιστικὴ
22 Ἀραμπατζῆς, 12 Γιάχιτς, 19 Λαγός, 4 Μανωλᾶς, 5 Δέλλας, 14 Μάκος (82΄ 21 Ντιὸπ), 1 Καφές, 24 Μπέρνς (67΄ 2 Πατσατζόγλου), 33 Λυμπερόπουλος, 10 Τζιμποῦρ, 32 Σκόκκο (90΄ 9 Λεονάρντο)
Σκόρερ: 26΄ Τζιμποῦρ 70΄ Καφὲς
Κίτριναι: Μάκος
Διαιτητής: Ἀμπάρκιολης

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 13, 2010

ὥστε ὑπάρχει;

Σὲ κάποιες τσιγαροσυζήτησες, μετὰ ἀπὸ τὴν ἕβδομη γουλιὰ μπύρας, εἶναι σύνηθες νὰ ἀκούγωνται σωψύχιες συζήτησες περὶ τῆς τέλειας γκόμενας. Τὴν φαντάζονται καὶ τὴν θέλουσιν μὲ ψηλὰ πόδια, μέση μικρά, φιρμάτο στῆθος, καλλιεπὲς πρόσωπον. Τὸ τελευταῖο μάλιστα νὰ κρύβῃ (νὰ ἐπιφυλάττῃ μᾶλλον) ὁλοκληρωμένη καὶ συγκροτημένη προσωπικότητα. Κι ὄχι μόνο· καλλιεργημένο νοῦ καὶ πνεῦμα, ἰσχυρὸ χαρακτήρα καὶ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀπαιτεῖ ἕνας ὑδροχόος ὅστις δὲν βάζει πολὺ πιὸ πάνω τὸ γαμήσι ἀπὸ ἕνα καλὸ γεῦμα ἢ ἕνα ἐνδιαφέρον βιβλίο. Δύσκολα πράγματα ἔ; Ὄχι ὅτι δὲν ὑπάρχουν οἷαι γκόμεναι ἀλλὰ πῶς (καὶ ποῦ) βρίσκονται/ἀνακαλύπτονται; Δύσκολα συνεπῶς πράγματα, ναί. Καὶ ἐὰν (λέμε ἂν) κάποιο παραδόπιστο ἐγὼ ζητήσῃ πιότερες προϋπόθεσες γιὰ τὸν ἐκπόνηση τοῦ τέλειου (τίποτις προικῶον πουχοῦ) τότε εἰσερχόμεθα στὰ μακάρια πεδία τῆς ἀπιθανότητος…

Περατωθέντων ὅλων τούτων, ὁ πάτος τῆς φιάλης τῇ στερνῇ γουλιᾷ τοῦ ζύθου σοῦ στέλνει διαπίστωσες σὰν μιγαδικοὺς ἀριθμοὺς ἕνα πράμμα. Καὶ τὴν ἐναποθέτεις στὸ τραπέζι μὲ λιγώτερη τοῦ κανονικοῦ φροντίδα· ὁ θόρυβος, γραμμὴ σούμας στὸ ἄκρως πεσιμιάρικο διὰ ταύτα.

Νό;

Πότε ἦταν; Μᾶλλον δυὸ χρόνια πρὶν καὶ μοῦ ’χε φανῇ ἀναφανδὸν κατώτερο τοῦ αὐθεντικοῦ ὅπως πάντα συμβαίνει, ὁπότε καὶ δὲν φαβορίστηκε. Πρόσφατα ἔτυχε, νά, προχθὲς Πέμπτη, ἐνέσκυψε ἀθέλητα ἀνάμεσα σὲ τόσα κλίξ. Θεοδοσία Τσάτσου live @ μέγαρο μουσικῆς μαζὺ μὲ ἕναν μαλλιᾶ ἀνάξιον λόγου κι ἀναφορᾶς. Μπῆκε αὐτὸς πρῶτος μὲ αὐτὸ τὸ βλενωδῶς ἐμετικὰ σιχαμένο ὕφος ποὺ κάποτε κλωτσιδομπατσιδὸν προβληματιζόταν ἐναλλακτικῶς γιὰ τὸ δυνητικὰ εὐκτικὸ περὶ τῆς ἀλλαγῆς τοῦ κόσμου βάφοντας τὴν θάλαττα σὲ χρ τέλος πάντων ἄλλο τὸ θέμα μας. Γιὰ 147 δευτερόλεπτα τὸν ἀνέχθηκα (μὲ ὡστόσο σακουλάκι γιὰ τὸν ἔμετο παρὰ πόδα) διὸ ἕνας ὑπερφίαλος μεταφυσισμὸς μὲ διατηροῦσε ἐκεῖ - ἴσως μωρέ, κάτι νὰ θυμόμουν, ἴσως… Κι ὅταν στὸ 148 μπῆκε αὐτή… Ντόινγκ! Ἦταν λίγο δύσκολο νὰ τὸ συνειδητοποίησω, μήπως τὰ ἠχεῖα, μήπως κάποιος ἀλχήμισε τι, μήπως κάποιο ὥτινο φῶτο σὸπ ῥαδιούργησε, δὲν μπορεῖ γαμῶ τὸ μουνί μου, γαμῶ! Κι ὅταν ἀντελήφθην καὶ συνειδητοποίησα καὶ βεβαιώθην πὼς δὲν μύριζε ξένη χείρ… Τότε… Τότε ¤¤¤¤¤¤¤¤¤¤ ἔλιωσααααααααααααα σὰν τὴν φυτίνη σὲ ζέον τσουκάλι καθὼς τῆς ἄκουσα τό…

Ἂχ μικρό μου, τόσσες καὶ τόσσες τόσσες κι ἄλλεσς τόσσες ἀράδεσς γραφιάδων, σσυγγραφέων ἢ ἁπλῶσς ἐρωτευμένων πρόλαβαν καὶ ξσόδεψαν κάθε γλυκιὰ κι ἰδιαίτερη κουβέντα ποὺ θἄθελα νὰ σσοῦ γράψσω… Δρόμοι τῆσς μουσικῆσς κορέσσθησσαν ἀπὸ σσολικοὺς ἐπαΐοντεσς μὲ μελωδίεσς καὶ ῥυθμοὺσς ἀφιερωμένουσς σστὰ ἔλλειψσης ἢ σσυντροφιᾶσς χτυποκάρδια. Σσυνδυασσμοὶ λουλουδιῶν καὶ δώρων τσσαλακώθηκαν ἀπὸ ὁμοιοπαθεῖσς κατασστρέφοντασς κάθε δυνατότητα ἔκπληξσησς ἀφήνοντάσς με ἔκθετο σσὲ (ὕσστερες) διαπίσστωσες σσὰν ὅλουσς τοὺσς ἄλλουσς.

Περιμένω πάντως, περιμένω ἐναγώνια τὶσς πρῶτεσσς μασς σστιγμέσς, ἀπὸ τὰ ἐντελῶσς πρῶτα, τὶσς ἀμφιβολίεσς ἂν θέλωμαι (sic) ἂν θὰ ἀνταποκριθῇσς καὶ μὲ ἐν τέλει θυμηθεῖσς. Ἀνυπομονῶ γιὰ τὰ σσκιρτήματα ποὺ θὰ μὲ τσιγκλᾷν ὅταν θὰ βλέπω τὴν σσυναίνεσση σσου καὶ τὶσς ἀπαρχὲσς τῶν δικῶν μασς, τοῦ δικοῦ μασς. Καὶ ἡ λόγῳ ἐσσοῦ ζάλη, ὁ ἴλιγγοσς ποὺ θὰ μὲ σσυνεχῶσς κυριεύῃ ἀποπροσανατολίζοντάσς με ἀπὸ κάθε ῥουτίνασσς δρασστηριότητα θὰ ἔχῃ τὴν μορφή σσου, λίγο πρὶν δραμαμινίσσῃς.

Πῶσς θἄταν (πῶς θὰ εἶναι) ἄραγε νἄμουν ἐγὼ ὁ ἕνασς σου, ἡ πρώτη σσου σσκέψη τὰ πρωινά, ἡ ἑσσχάτη τὶσς νύχτεσς καὶ ἡ σσυνεχὴσς σστὰ μεταξσὺ ὄνειρα; Νὰ (θὰ) μὲ σσκέφτεσσαι τὶσς φορὲσς ποὺ δὲν, δίπλα σσου, νὰ (θὰ) ἀναρωτιέσσαι πῶσς καὶ νὰ (θὰ) σσοῦ ὑπόσσχεσαι πὼσς κάθε ἡμέρα ποὺ θὰ περνᾷ θὰ μικραίνῃ τὸ χωρίσς. (;)

Μὰ σύννεφα δὲν προϋποθέτει ὁ κεραυνοβόλοσς ἔρωτασς; Ἐγὼ ὅμωσσς πάντοτε μᾶσσς θυμᾶμαι (ἀπὸ πότε;) καὶ μᾶσς ἔχω σσὲ ἀνέφελο οὐρανό. Μᾶλλον εἶναι ποὺ σσὲ ἀγάπησσα πρὶν ἀπὸ τὴν ἐντελῶσς πρώτη σστιγμὴ χωρὶσς νὰ σσὲ ξσέρω, πρὶν σσὲ μάθω κι ἀπροϋπόθετα ἄφησσα ὅλο τὸ δῆγμα σσου νὰ παραβιάσσῃ τὶς φλέβεσς μου καὶ νὰ μπολιαστῶ μὲ σσένα χωρὶσς νὰ σσὲ ξσέρω, πρὶν σσὲ μάθω. Μὴν ἀργῇσς. Θὰ μετρήσσω ὣσς τὸ - μέτρησσα!

… τὸ σῖγμα στὸ τραγούδι. Σὲ ἄλλα τραγούδια της (στὸ ποῦ νἆσαι τώρα ποῦ γυρνᾷς δὲν ἀκούγεται καθόλου μὰ καθόλου ὁ φθόγγος αὐτός. Στὸ Σέ θέλω, ὅλα ὅσα ἀγάπησες μιὰ σκάρτη ζαριὰ ὁμοίως… Στὸ στὴν θάλασσα (μὲ δυὸ μάλιστα σῖγμα!) στὸ δὲν θυμᾶμαι νὰ στὸ εἶχα πεῖ μὰ σ’ἀγαποῦσα ἐπίσης ἐκφέρεται οὐδέτερα…) δὲν ἀκουγόταν ἔτσι λιγωμένο καὶ τόοοοοοοοοοοοσο ἐλκυστικό ὅσο στὸ περὶ οὖ. Ἀκούγοντάς το, ξαφνικά, ἀπότομα, σίγουρα ἀναίτια κι ἐντελῶς ἀκατανόητα σοῦ προκαλεῖται μιὰ ἄφατη ἐντύπωση, συνειδητοποιεῖς, νοιώθεις ὅτι δὲν λαθεύεις πὼς πρόκειται (ἔ, ἐν τάξει, ἔχει συνεισφέρει καὶ ἡ θέασή της μὲ αὐτὰ τὰ κατερρύθρια χείλη) γιὰ τὴν μακρὰν ἰδανικότερη γκόμενα. Μακράν. Κάθε περισσότερη ἀνάλυση στὸ γιατί χαλᾷ αὐτὴν τὴν αἴσθηση.

Σίγουρα;

Στὸ 02:29 (ἂν ἔρθῃς) νομίζεις ὅτι δὲν ἄκουσες καλά, δὲν γίνεται νά, δὲν μπορεῖ, δὲν εἶναι δυνατὸν κι ἀμέσως νοιώθεις τὸ μέσα σου ἀποφασισμένο νὰ γεράσῃ μὲ αὐτὴν τὴν γυναίκα. Στὸ 02:39 (νὰ πῇς) θαρρεῖς ὅτι ἐκείνη τὴν στιγμὴ γίνεσαι δέκτης κάποιου δαγκώματός της στὸ αὐτί, μὲ τὰ γαργαλητὰ ποὺ προκαλεῖ τὸ ταξείδι τῆς γλώσσας ἐκεῖ. Μπορεῖ νὰ χαμηλώνῃ λίγο τὴν ἔνταση, ἀλλά νοιώθεις πὼς σὲ ξεκουφαίνει. Κι ἀναπόφευκτα ἀναρωτιέσαι πῶς θὰ ἐκφέρωνται οἱ φθόγγοι της στὶς στιγμὲς τῆς κορύφωσης τῶν ἀφροδισίων. Πέντε δεύτερα μετά, (ἱστορίες) τὸ σῖγμα ἠσυχάζει λίγο ἀλλὰ δὲν μουτζουρώνεται ἡ ἐντύπωση. Ἴσως νὰ ξεφεύγῃ, νὰ θέλη νὰ ξεφύγῃ ἀπὸ τὶς πανσελήνους τῶν πρώτων καιρῶν καὶ νὰ φανερώνῃ τὸ σύνηθες, τὸ ὄχι μὲ κόπο ἐξωραϊσμένο, τὸ ἀπαλλαγμένο ἀπ’τὰ βαριὰ στολίδια τῆς συστολῆς. Οἱ ἀπορίες στὸ 03:03 ἀκούγονται μὲ χροιὰ κάθε συναισθήματος παρεκτὸς τῆς ἐνοχῆς καὶ τέλος, στὸ 03:09 ἐπίμονα ἀργόσυρτο, σεμνὰ μεγαλόπρεπο, παραχωρητικὰ ἀνεπιτήδευτο ὑπόσχεται πὼς θὰ εἶναι πάντα ἐδῶ, σὰν τὴν πρώτη φορά!

Ἄχ, Θεοδοσία. Ὄντως ἔτσι, θεοδοσία… Ἄι τὶνκ ἂμ ἲν λὰβ (γουὶθ γιοῦ) ἀσοῦμε…





ΙΔΟΥ...........



Ποῦ Νἆσαι Τώρα




Στὴν Θάλασσα




Σὲ θέλω



καὶ φυσικὰ τὸ Φοβᾶμαι, τὸ ὁποῖον...



Κυριακή, Σεπτεμβρίου 12, 2010

Μὲ ἔβριζαν οἱ ἀκροδεξιοὶ

ἡ προσληφθεῖσα στὴν κρατικὴ τηλεόραση Ἀφροδίτη Ἂλ Σάλεχ παραπονιέται (πλὴν τῶν ἀπὸ ἀκροδεξιοὺς στὸ διαδίκτυο, μπινελικίων )γιὰ πονοκέφαλο διαρκείας ἑνὸς ἔτους. Πάλι καλὰ ποὺ δὲν εἶνε δίσεκτο αὐτὸ τὸ ἔτος! Ἡ ἐπιπλέουσα ἡμέρα μπορεῖ καὶ προκαλοῦσε μόνιμα ἡμικρανιακὰ τζέρτζελα!

Μὲ τέτοια κωλάρα ὅμως γίνεται νὰ μὴν ἔχεις πέσει στὴν μαρμίτα τῆς βασκανίας; Ἔ;

Σκύλευσις (ὄζοντος) πτώματος ;

blog stats