Παρασκευή, Φεβρουαρίου 24, 2006

Γυαλιά σελήνης.


- Τί ωραίο πού είναι τό φεγγάρι, αγάπη μου!
- Ο ήλιος είναι, μωρό μου! Πάλι έχεις χάσει τήν μπάλα;

- Ε! Λογικό βρέ Βαγγέλακα! Εσύ είσαι δίπλα μου!

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 23, 2006

Γιά νά μάθης.

Άπό παντού έμπαζε χαρουμενακίστικες νότες. Καί ήταν λίαν περίεργο ῥέ γαμώτο, διότι η πλειονότης τού κόσμου στά πέριξ ηνταουστάνε φορτηγατζήδες...

Στωικά περίμενα τό φανάρι νά ανάψη αλλά κάποιος, παρεισάκτως, είχε πατήσει τό pause. Αι κινήσεις θύμιζαν οργαζομένους κηφήνες σέ φεστιβάλ μεξικανικής σιέστας… Η ιονέσκο φάσις δέν έλεγε νά κοπάση. Μόλις είχα σηκώσει χειρόφρενο, πεισθείς ότι βαρυχειμωνιά είχε επηρεάσει τό φανάρι και τό πράσινο θά αργούσε πολύ. Έσβησα, επίσης, τήν μηχανή καί σέ απόχρωση ομοβροντίας κουλαμάρας έρχοντο όλα τά περίεργα.

Είδα τότε έναν trafficlightguy νά πλησιάζη τό Σίμκα μου. Η κατ’αρχήν φευγαλέα ματιά μου, μετετράπη γρήγορα σέ σμίξιμο φρυδιών καί ένα μπάνικο ερωτηματικό. Δέν κρατούσε ούτε φορητόν υαλοκαθαριστήρα, ούτε κομπολογάκια, ούτε οδηγούς τών δρόμων τής πρωτευούσης, ούτε ακατανόητα ψιλολοΐδια, ούτε τά διπλά τών Ίνκας σκουλαρίκια.

Κρατούσε στά χέρια του ένα σιντί. Όχι γυμνό· είχε καί τό κουστουμάκι του, πέταγε κάτι αντιφεγγίσματα η πλαστικούρα του, έτσι γιά τό ονόρε. Στό αριστερό χέρι. Διότι στό δεξί, βαστούσε βιβλίο. Ένα βιβλίο. Ήταν δερματόδετο, παλιό· όχι βατικανίζον βεβαίως αλλά δέν ήτο καί άρλεκιν... Δέν μπόρεσα νά διακρίνω τίτλο, αφού εκείνη ακριβώς τήν στιγμή άρχισε.

Ο trafficlightguy. Ο trafficlightguy άρχισε νά κουνά τά χέρια του, ξεκίνησε νά κάνη τόν ακροβάτη. Αντί όμως μέ μικρές μπάλες, τό έκανε μέ αυτά πού αναφέραμε. Κάπως δύσκολα βεβαίως αλλά δέν φαινόταν νά δυσκολεύηται. Πέταγε ψηλά τό σιντί, πετούσε καί τό βιβλίο, σέ φάση ταυτόχρονης εναερίας πτήσης.

Ήταν πάνω άπό εμένα, ακριβώς επί του ανοικτού μου παραθύρου καί μάλλον δεν μέ έβλεπε νά τόν παρακολουθώ, τό υπέθετε. Όταν βεβαιώθηκε, άρχισε νά σφυρίζη έναν ῥυθμό. Τό τραγουδάκι κάτι μού έλεγε, μού θύμιζε αμυδρά κάτι κινήσεις καί παραμονές σέ μέρη διόλου κοντινά· θυμίσεις οι οποίες αύξησαν τήν θερμοκρασία απότομα, σάν νά είχε έρθει ο θεριστής.

Έπιασα λίγο νά τόν περιεργάζωμαι. Στήν τσέπη του άφηνε νά ανατέλλη ένα μπουκάλι κρασί, ίσα πού φαινόταν η στάθμη του. Η τσέπη του, έστειλε τό χέρι μου στήν δική μου νά βγάλω ένα κέρμα. Προτείνοντάς του το, σταμάτησε τό σφύριγμα καί γαλήνια, φυσικά μά εντελώς φυσικά, μού είπε:

- Δέν τό θέλω, δέν τό χρειάζομαι! Όλα καλά!

Έσφιξε τό σιντί, άγγιξε τό βιβλίον, χάιδεψε καί τήν μποτίλια καί μέ σαδιστικό χαμόγελο κατέληξε:

- Είμαι ευτυχισμένος… Κι έτσι…

Πετώντας τό κέρμα μακρυά, τόν έφτυσα μέ ένα μεγαλοπρεπές, μέ ένα συναχούχον φλέμμα, περίσσειας βλεννών, αψήφησα τό κόκκινο κι έφυγα.


Τετάρτη, Φεβρουαρίου 22, 2006

Peace man!

Θυμάσαι εκείνο το καυλί πού έχυνε στόν σταυρό;

Τόν χασικλή Χριστό στό τού Γκέρχαρντ Χάντερερ κόμικ;

Τόν χαμούρη Χριστό νά «ζυμώνη» τίς βυζάρες τής Μαγδαληνής;

Ε, τότε οι χολερικοί αριστεροί βγήκαν νά υπερασπιστούν τήν ελευθερία τής τέχνης κι έκφρασης. Καλά κάνανε βεβαίως, μαζύ τους κι εγώ...


Τώρα μέ τά σκιτσάκια τού Μουχαμέτη, σκίζουν τά στρίνγκ τους καί υπερασπίζονται τήν θρησκευτική ιδιαιτερότητα τών μουσουλμάνων!

Χαχαχαχά!

Ούστ ρέ!

Ποιό δβδ είπες;


Ήταν η καλύτερή μου. Πηγαίνοντας τά σκουπίδια τό πρωί πρίν από τήν δουλειά καί μετά από τίς επτά φάπες τής γυναίκας μου (άφθαστος τρόπος πειθούς) τήν είδα!

Ήταν αφημένη σταυροπόδι στά κάγκελα δίπλα σέ έναν φίκο... Ο συνοδεύων αυτήν (άγνωστος η ιδιότης του) δέν θά αργούσε νά τό έκανε... Πλησίασα... Προσφέρθηκα εγώ νά βοηθήσω...

- Μά μήν μπαίνετε σέ κόπο! Αφήστε το! Θά πετάξω εγώ τά σκουπίδια σας!

Χαμογέλασε αλλά δέν είπε τίποτε. Μεταβόλαρε καί έστριψε στήν γωνιά παίρνοντας μαζύ καί τήν σκιά του.

Κι εγώ θριαμβολογών (από μέσα μου), σαβούριασα τίς σακούλες του καί αργά, βασανιστικά βούτηξα στήν εφημερίδα τήν οποία θά πετούσε στόν «Χαρτιά Μόνον» κάδο. Μέ γιούπι κατάσταση τήν κύτταξα... Ήταν μια κυριακάτικη! Πωπώ χλιδές! Ούτως ή άλλως νωρίτερα από τίς Τρίτες δέν διαβάζω τίς κυριακάτικες, συνεπώς μιά χαρά λέμε!

Τήν πήρα καί τήν έφερα στήν δουλειά. Στό μεσημβρινό μου διάλλειμα τήν ξεφύλλισα. Είδα πολλά . Είδα κάτι περί υποκλοπών, περί απεργιών – δέν τά καταλαβαίνω όμως αυτά, παράείναι σύνθετα...

Σέ αυτό πού στάθηκα ένα κειμενάκι κάποιου όστις αναφέρεται σέ μιά μούσα του.

Τήν λέγανε Ιωάννα καί ήταν η πρώτη μου αγάπη. Τήν γνώρισα στήν Αλεξανδρούπολη στά 15 μου. Τόσο ήτανε κι αυτή. Από τήν πρώτη στιγμή πού τήν είδα ένοιωσα τήν γή νά φεύγη από τά πόδια μου. Ζούσα μόνο γι’αυτήν κι ενώ κάναμε παρέα ντρεπόμουν νά τής τό πώ καί ίσως νά φοβόμουν τήν άρνησή της.

Είχε ένα βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις κι αυτό μού έδινε τήν πίστη ότι κι αυτή νοιώθει κάτι γιά μένα.

Στά 17 μου κι ενώ ζούσα τό πιό γλυκό μαρτύριο τής ζωής μου, δέν άντεξα καί τής έγραψα ένα γράμμα καί τό έβαλα κρυφά σέ ένα βιβλίο της.

Τήν άλλη μέρα, όταν τήν είδα στά Αγγλικά, αφού έμεινα ξάγρυπνος όλη τήν νύχτα, κύττα τά μάτια της καί κατάλαβα τήν άρνησή της. Μού εξήγησε ότι μέ έβλεπε μόνο σάν φίλο καί μέ παρακάλεσε νά τό ξεχάσω. Κλείστηκα στόν εαυτό μου καί πήγα νά πεθάνω από τήν στενοχώρια μου.

Βρήκα παρηγοριά στά τραγούδια τού Λευτέρη Παπαδόπουλου. Μέρες καί νύχτες ολόκληρ

Κάπου εδώ είχε ξαπλώσει μιά τεραστία λαδιά· ποιός ξέρει; Μπορεί τό φύλλο αυτό νά είχε χρησιμοποιηθεί γιά τά κυριακάτικα αποφάγια, χοιρινές μπριζόλες, μαρούλι, φέτα, παστουρμάς.... Δέν μπόρεσα νά δώ, νά μάθω γιά ποιά τραγούδια τού Παπαδόπουλου «μιλάει» ο γράφων... Μικρό τό κακό;

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 20, 2006

Ήταν μόλις χθές!


Οι ασίστ μας πρός τούς γαύρους θύμιζαν τά μπάκ ντόρια Γιαννάκη πρός Γκάλη, κάποτες. Άστοχοι σάν 16χρονο στήν πρώτη του φορά. Αποτελεσματικοί σάν εξατμισμένος ζίππο.

Αυτό όμως δέν μέ εμποδίζει νά χαλιέμαι μέ αυτήν τήν κωλοκατάσταση, επειδής εντοπίζω όχι μόνο στά δικά μου χωράφια, «παραλείψεις».

Χαλιέσαι, χαλιέσαι, χαλιέσαι όταν βλέπης τούς διαιτητές νά συμπεριφέρωνται μέ τρόπο καθησυχαστικό (πρός τόν «θείο» εννοείται) μέ διάθεση δονκορλεονείου συνεργασίας· σέ απρόκλητη διάσταση όμως. Χωρίς προηγουμένως νά έχη ειπωθοσυνεννοηθηδρομολογηθή κάτι, χωρίς αβαβά δεδομένα. Απλώς ενδογηπεδιακές ενέργειες πού στρέφονται πρός κάθε ενδιαφερόμενο: «Είμεθα εδώ «θείε»! Μήν ανησυχείς γιά τίποτε! Μεριμνούμε εμείς γιά σένα, τιμώντας σε γιά τίς υπηρεσίες σου στό ευ αγωνίζεσθαι»

Στό χθεσινό όμως μάτς, έγινε η υπέρβαση. Κάτι πού μέ έκανε νά νοιώσω άνετα μέσα στήν δύσκολη φάση μιάς ήττας. Άνετα καί ωραία. Όμως, στό καπάκι, όταν σέ πιάνη ένα αλτρουιστικό, μιά σκέψη γιά τόν δίπλα, πέφτεις. Διότι δέν κρύβω ότι ενώ χάρηκα πού δέν ανήκω στόν συρφετό τών οπαδών τού ολυμπιακού, αμέσως προβληματίστηκα γιά αυτήν τήν κατάσταση...

Βλέποντας τόν χάφ τού γαύρου νά αποβάλλεται γιά αγκωνιά καί τόν κόσμο τού οσφπ νά τόν αποθεώνη καθώς αποχωρούσε, μού δημιουργήθηκαν όλα αυτά. Είναι απίστευτο νά παρατηρής κόσμο νά επιβραβεύη τήν καφρίλα, να ταυτίζεται μαζύ της καί νά γουστάρη. Τότε ήταν πού χάρηκα γιά τό ότι δέν ανήκω σέ αυτήν τήν αγέλη (τών επιστημόνων όπως είχε πεί κάποιος πρόεδρος τής ομάδος αυτής, κάπου τό’91) αμέσως πάντως, αισθάνθηκα κάποια περίεργη φάση. Μιά βεβαιότητα γιά τό ότι μερικοί δέν έχουν εξελιχθή από πίθηκοι όπως γενικώς εξελίχθημεν, γιά τό ότι εάν ο Δουρής π.χ. ήταν στίς εξέδρες τού γηπέδου δέν θά φερόταν έτσι, γιά τό ότι δέν θά πιάσουν ποτέ οι χριστουγεννιάτικες ευχές. Καί στενοχωρήθηκα.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 19, 2006

?

Λοιπόν; Έ; Τί λές;

Σάββατο, Φεβρουαρίου 18, 2006

Δίλημμα.

Στήν, όσο καί νά’ναι, σεξουαλικώς απελευθερωμένη, εποχή μας, έχει προβληθεί κάθε αφροδισία ιδιαιτερότητα. Όχι μόνο η ομοφυλοφιλία αλλά γενικώς νά’ούμ’. Μπόλικες ιδιαιτερότητες. Γουστόζικες, χαϊλίδικες, μερακλίδικες. Μιά μόνο δέν έχει ιδιαίτερα καί φροντισμένα προμοταριστεί. Η ύπαρξη, σέ ένα άτομο, γεννητικών οργάνων καί τών δυο φύλων. Ο ερμαφροδιτισμός. Ένα τέτοιο ατομάκι ή ζώο δέν μπορεί νά ταξινομηθή ούτε ώς αρσενικό ούτε ώς θηλυκό. Τά δυο γεννητικά κύτταρα ωριμάζουν μιά χαρά πάντως. Ο ερμαφροδιτισμός παρατηρείται γενικώς στα ζώα. Και όχι μόνο. Μπορεί νά τόν συναντήσουμε καί ώς γυνανδρομορφισμό. Στήν αρχαιότητα ο Ερμαφρόδιτος ήταν γυιος τού Ερμού καί τής Αφροδίτης. Ο αρχαίος μύθος λέει ότι τό διπλό του φύλο οφείλεται στήν συγχώνευση του μέ τήν νύμφη Σαμαλκιδα. Πολύ όμορφα μεταφέρεται στο Middlesex του Τζ. Ευγενίδη (εκδ.libro). Ο μέ ελληνική καταγωγή αμερικανός συγγραφέας αναφέρεται σέ μιά κοπελίτσα η οποία στήν εφηβεία της, ανακαλύπτει ότι είναι αγοράκι πού κρύβεται σέ γυναικείο σώμα. Δέν μπορούμε νά πούμε ότι όλα αυτά εξελίσσονται έν μέσω άφατης χαράς καί μεγάλου γιούχου. Εξάλλου ας τό φανταστούμε λίγο. Ποτέ άλλοτε δέν βρέθηκε τόσο κοντά ένα πέος καί μιά κλειτορίδα μέ τόσο οικτρά, αρνητικά, απωθητικά, αποθαρρυντικά αποτελέσματα. Ισως νά μήν είναι σωστό νά αναφερθούμε στήν γιά τόν πούτσο ανατομία τού πέους καί στήν μουνί κατάσταση τόύ αιδοίου. Η δυσμορφία είναι, ενίοτε, επώδυνη (καί σωματικώς· κυρίως όμως ψυχικώς) προκαλεί ξεχωριστά αντικοινωνικά συναισθήματα καί συμπεριφορές οι οποίες υποβάλλονται σέ κάτι κυρίους μέ λευκές ποδιές καί μειλίχιον ύφος.

Παρατίθεται ένα χαρακτηριστικό κειμενακι μιάς τέτοιας κατηγορίας ανθρώπου/ύπαρξης/όντος ώστε νά γίνη – όσο τό δυνατόν πιο εύκολα – κατανοητή η βάση οπού εδράζονται τέτοιες συμπεριφορές.

Σε βρήκαν και εδώ τα μουλικα του χριστοδουλιστάν και σε κράζουν! Ηθελα να ήξερα άλλη δουλεία δεν κάνουν (μάλλον όχι)?? Τους φαντάζομαι...σάπιοι εγκεφαλικά, με ευνουχισμένο ανδρισμό (γιατι το sex και τα ένστικτα είναι κακά πράγματα), να κάθοντε μπροστά στην οθόνη και να ψάχνουν για αυτούς που προτιμούν να κοιτάνε ψηλά κι οχι χαμηλά! Εν τω μεταξύ τους διαφεύγει η μπόχα απο τη κλεισούρα (στα απελπιστηκά στενά όρια-σύνορα του εαυτούλη τους) και η "κατρουλίλα" απο τη τρομάρα τους να αντικρίσουν τη ζωή κατάματα...σαν Ανθρωποι που πάντα ψάχνουν και καταπιάνονται με όλα.


Ισως νά πρέπει νά περιμένουμε τήν προς Μικρούτσικο επίσκεψη, σέ τέτοιες εκπομπάρες, ανάμεσα άπό δυο «παρουσίες» νά ακούγεται μέ νόημα: «άπό’δω η γυναίκα μου κι άπό’δω τό αίσθημά μου». (Η μέν «γυναίκα» όμως κλειτοριδούχος, τό δέ «αίσθημα» βαλανούχο.)

ΥΓ: Α! Στίς άμεσες προτεραιότητες τών ερμαφρόδιτων δέν είναι η ορθογραφία. Ένα κάποιο καλύτερο πλασάρισμα στά θέλω τους, έχει η επιμήκυνση τού ενός άπό τά δύο γεννητικά όργανα. Προσεχώς καί η ωρθωγραφηα.

ΥΓ2: Η υποψία ερμαφροδιτισμού επιβεβαιώνεται διότι τό κειμενακι πού παρατίθεται, συντάχθηκε μέ αυτό τό ύφος «κοκοράκι» όταν πλέον δέν υπήρχε δυνατότης απαντήσεως. Η αποθέωση της κοκοκό φάσης, του ότι πολλοί κρύβουμε μιά κότα μέσα μας. Κοκοράκι καί κότα. Ουδεμια χρεία μαρτύρων έχουμε πλέον.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 17, 2006

Not urgent note.

Ξέρεις; Όταν αύριο συναντήσης κάποιον γιά τόν οποίον θά σέ δής νά κάνης καρτουνίστικα παιγνίδια - νά χτυπάς μέ ένα τηγάνι τό κεφάλι σου π.χ.- τότε όλη αυτή η επικειμένη, ενδεχομένη κατάσταση θά είναι τό εργαλείο γιά νά περάσης άπό μιά άσχημη εσωτερική φάση σέ κάτι καλό, συγκροτημένο, γαμάτο έν ολίγοις.

Τό νά αφεθής σέ κάποιον είναι τό μέσον ώστε νά φύγης άπό μπερδεμένες καταστάσεις. Δέν μπορεί, δέν γίνεται η ακαταλαβίστικη φύση μας νά μάς αποτρέπη άπό αγάπες καί λουλούδια. Αντιθέτως. Οι αγάπες καί τά λουλούδια ανθίζουν κι αντρειεύουν στήν κοπριά τής νταουνιάρικης διαθέσεώς μας. Αυτό τό περίεργο μέσα μας, μιάν ώθηση ζητά ώστε νά παρελθοντισθή παντελώς.

Δέν αποτρέπει αλλά αποζητά.

Άναδόχου.

Άχ νονό... Η ώρα φθάνει μεσημέρι εγώ όμως δέν μπορώ νά διώξω μέ τίποτε τίς χθεσινές εικόνες.

Τά δώρα σου, μέ μάγεψαν· γι’άλλη μιά φορά... Μού δημιουργείς τρυφερά, ζεστά πολύ, συναισθήματα. Κάθε φορά πού έρχομαι κοντά σου, (δέν εννοώ ψυχικά, διότι ψυχικά είμαι 24 ώρες τό 24ωρο μαζί σου, νονό) αισθάνομαι κάτι απροσμέτρητα τρυφερό. Θέλω, επιτακτικά, κάθε τί δικό σου νά τό περιβάλλω μέ πρωτόφαντη αγάπη, μ’αγάπη ανεπιτήδευτη. Νά τό πιάνω νά τό φέρνω κοντά μου, νά τό πλησιάζω στήν καρδιά μου, κι αυτό νά ευθυγραμμίζεται μέ τούς χτύπους της. Αυτό ένοιωσα χθές, μέ τήν...λαμπάδα σου...

Ήταν υπέροχη, η λαμπάδα σου, νονό!...Ευθυτενής, μέ τραχεία υφή, μέ χρώματα γήινα. Ήθελα η θαλπωρή τού σώματός μου νά τήν φιλοξενήσει μέ νοήματα καί βλέψεις ανοιξιάτικες έν μέσω φλεβάρη. Τήν έφερνα μπροστά μου, στό στόμα μου, στό στήθος μου καί κάλυπτα κάποιες ατέλειες στό μάκρος της.

Αχ! Αυτό τό κλασσικό δώρο ενός νονό στήν βαπτησιμιά του, νονό! Όταν λίγο πιό μετά, κατόπιν τών πεισματάρικων καί συνεχών χαδιών μου πάνω της, όταν τήν κύτταζα νά αφήνεται στίς παλινδρομήσεις τής παλάμης μου, πάνω της... Τότε πού τήν είδα νά ανάβη... Θυμάσαι νονό; Πού κι εσύ μέ έβλεπες αφ’υψηλού μέ ένα ξελιγωμένο ύφος, γονυπετώς νά τήν προσκυνώ. Πλησίαζα κοντά στήν φλόγα της καί παραδινόμουν στήν θέρμη της. Μέ είχε κατακλύσει κάθε αίσθημα ηδυπάθειας στά παιγνιδίσματά της· τό έβλεπες ε; Τό έβλεπες; Ήθελες νά τό δής, νονό; Ε; Ήθελες; Γι’αυτό καί μού έπιασες τα μαλλιά, τά κράτησες σέ μιά πλευρά συγκρατώντας τα, ώστε νά βλέπης τήν όλη κίνηση.

Κι όταν, νονό, η λαμπάδα σου, κορεσμένη από τούς διονυσιασμούς μου (προσώπου καί γλώττης) εξέπεμψε μιά δυνατή αναλαμπή... Θυμάσαι; Τότε πού άφησε κάθε ικμάδα θέρμης καί φωτός, κάτι μεγαλοπρεπές! Καί στήν μεγαλοπρέπειά της, η λαμπάδα σου νονό, έσβησε, αφήνοντας εκείνα τά χαρακτηριστικά υγρά γύρω από τό κατακόκκινο φυτιλάκι της, τά οποία επίσης δέν άφησα παραπονεμένα...

Άχ νονό... Ελπίζω σέ συνεχείς λαμπαδισμούς.

Ευχαριστώ!

Καί κάτι άλλο… άσχετο, μήν παρεξηγείς..,

Γιά κάποιες από εμάς η Αθηνά είναι τό πρότυπο (σοφία).

Γι’άλλες η Ήρα (καπάτσα νοικοκυρά).

Γιά μερικές, η Αφροδίτη (φέρε κι άλλο κραγιονάκι)

Σέ κάθε περίπτωση οι θεές (όπως καί οι θεοί) κατά τίς σπονδές καί θυσίες τών πιστών – κατά τό παρελθόν - ζητούσαν τήν τσίκνα ώστε νά ευφρανθεί η όσφρηση κι αυτές μαζί.

Κάπως έτσι θέλουμε νά νοιώσουμε (όχι μόνο θεοί δηλαδή αλλά κυρίως ευφραινόμενοι) τήν προσεχή Πέμπτη, η οποία δέν είναι απλή Πέμπτη αλλά τσικνοπέμπτη!

Καλείσθε γιά τήν αποπεράτωση τού σκηνικού αυτού νά συνεισφέρετε μέ 1.232 οβολούς! (η ισοτιμία στό σημερινό νόμισμα είναι μόνον 2,99 ευρώ). Ο χώρος θά κατακλυσθεί από κρεατικά καί δέν θά υπάρξει καμιά δικαιολογία!

ΥΓ: Τυχόν χορτοφάγοι θά φάνε πόρτα!

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 16, 2006

Συγχωρητέες άναθεωρήσεις.


- Έλα, ξεκολλάτε!

Μπά… Τίποτε. Φωνές, χειρονομίες αλλά καί σκελονομίες, ποδοθόρυβοι μάλλον, άπό κάτι αστείες φιγούρες, χαμένα κορμιά, γελοίες υπάρξεις.

Προσπάθησα νά βάλω τάξη αλλά η απειθαρχία ώς ανεξίτηλο μαρκαδοράκι σέ σχολικό τοίχο, δέν έλεγε νά κοπάση.

Καί μήν φανταστείς ότι υπήρχε όχλος εκεί, κάτω... Τρία ατομάκια ήσαν ·τό έν χείρον τού άλλου. Από ποιά άποψη; Κατ’αρχήν ενδυματολογική. Καίτοι η θάλαττα απέσχε περίπου 74 χιλιόμετρα από εμάς, οι μπλούζες, μονόχρωμες, ξηραμένες, κάτι σάν ζιβάγκο, μέ σιδεροτυπία τόν καπετάν Ανδρέα Ζέπο μπροστά καί εξαερίσουσες τρύπες. Τά πανταλόνια, τζήν ποιότητος Χότζα, κάποια εκατοστά υψηλότερα τού κανονικού άφηναν νά μαρτυρήται μάρκα κάλτσας αλλά καί τριχωτή γαμπίτσα. Η τέλεια αμφίεσις γιά αλίευσιν γαύρου, φαγκριού καί γόπας, συνεπικουρουμένου από μέλανος (αλλά καί θεοβρώμικου) κασκέτου. Καί τσιμπουκάκι κιόλας, ανάναφτο όμως. Έτσι γιά τήν λιγούρα, νά απασχολή τά χείλι.

Αλλά κι η γλώττα τού σώματος πιστοποιούσε τό γιά τόν μπόυτσο επίπεδο. Σταυροπόδι, αγκαλιά τής ράχης τής καρέκλας, χαμόγελο επίμονα ειρωνικό, νοήματα επιμελώς κρυφίως φανερούμενα. Κουτσαβάκικη εκατό τοίς εκατό.

Τί άκουσα; Τί μού κατελόγισαν; Τί φορτώθηκα; Ασυνέπεια! Φουμαροπώληση! (Καί χωρίς καταβολή τού ΦΠΑ, παρακαλώ). Λαμογίαση! Αεριτζισμό! Μυτχαούζειν! Πιλαβισμό!

- Νά βγάλης τά παντελόνια ρέ παλιοντρίλλη, είπαν, καί νά βάλης φουστάνια. Τσιγγάνικο φουστάνι, τό οποίο νά ανεμίζης όταν θά πουλάς όρκους αιωνίου αφοσιώσεως! Τ’άκουσες; Σκουλήηηηκι!

Εγώ, τσιγγάνικο φουστάνι δέν έχω· άσε πού τώρα στίς εκπτώσεις έχουν σκίσει πάν άξιο ρουχαλάκι οι μενεσγκό. Συνεπώς καί νά’θελα δέν θά εύρισκα. Γι’αυτό πήρα νά ανεμίζω ένα ειλικρινές ύφος απορίας. Στάθηκα ενώπιόν τους, ενώπιον τού TimoMassFirstDay, τού ThieveryCorporationWarningShots καί τού NatalieMerchantWhichSideAreYouOn.

Κι αυτοί γιά στιγμή (μία μόνο) φάνηκε νά παίρνουν ύφος Θωμά κατά τήν ψηλάφιση τού τύπου τών ήλων. Σοβαροπιάστηκαν, άφησαν στήν μπάντα μαγκιώρικες ανατολές απαξιώσεως καί σταύρωσαν τά χέρια περιμένοντας.

Αντί κάποιου προλόγου, κυρίως θέματος, επιλόγου καί κατακλείδος, πάτησα τό πλέη είς τό κασσετόφωνο.

Κι άρχισε νά γιομίζη ο χώρος όχι άλλοθι αλλά ισχυρές δικαιολογίες. Ακλόνητες κι αναμφισβήτητες. Έπαιζε τό alphamale τών Royksopp.

- Αγαπητά, αγαπημένα μου τραγουδάκια μήν μού χαλιέστε· έστω σέ ανεπανόρθωτο βαθμό! Έχω κωλοπάθει όμως μέ αυτό τό τραγουδάκι καί δέν έχω καί φάρμακο γιά τίς ζοχάδες! Υπομονή!



Δέν έχει καί στίχους νά τούς παραθέσω... Φάκ!

Τρίτη, Φεβρουαρίου 14, 2006

Γιούργια ρέ μάστορα λέμε! Γιούργια!

Δύσκολη η καριέρα γιά όμοφυλόφιλους ήθοποιούς...


αυτά, εν ολίγοις, από τόν ο Ίαν ΜάκΚέλεν.

Xωρίς πολλή καθυστέρηση στό λίνκ μέ τόν άλλον κόσμο, μέ συγκατάβαση κούνησε τό κεφάλι του ο Χατζηδάκις - στήν γειτονιά τών αγγέλωνε - ενθυμούμενος τό θρυλικό ρητό: "Στήν Ελλάδα γιά νά κάνης κάτι, ή αριστερός πρέπει νά είσαι, ή άντρας".

Κάτω στά καλλιαρντάδικα...

Μέ έχει πιάσει μιά σαχάριος ξηρασία άστα νά πάνε! Κάτσε καλά! Όμως, κάποια ερεθίσματα παίζουν ρόλο γαμιστερής μούσας.

Η ανταλλαγή φωτογραφιών έχει – κάπως - τελέψει· πόσες εξάλλου νά υπάρχουν πιά;

Γι’αυτό και πάνω από μιά τέτοια, μέ παραστάσεις καφεϊνικές δέν χωρά αμφιβολία ότι κάποια σχόλια κινούνται στήν τροχιά τού ...

(Ναί μωρή! Αυτός είναι! Κύττα μιά μύτη πού έχει! Βλέπεις; Πωπώωωω! Θά πρέπει νά είναι εντελώς πισθαγώνιος χαρακτήρας, άσε πού τά γραπτά του αυτό μαρτυρούν...! Αχ, καϋμός ρέ γαμώτο! Καϋμός όμως! Καϋμός λέμε! Έχεις καμιάν άλλη; Ε;)


Δευτέρα, Φεβρουαρίου 13, 2006

+2


Μέ τό φτερό στό χεράκι καί φακιόλι στήν μάπα τήν Κυριακή (χθές δηλαδή) έπιασα νά καθαρίζω τήν οικία καθότι είμαι λίαν νοικοκύρης.

Τό σαλόνι ήταν τό πιό ζόρι. Μιλάμε γιά πολύ σφίξιμο. Συσσωρευμένη δυσκοιλιότης, τετράμηνης ορυζοφαγίας.

Κι εκεί πού είχα πάρει τόν σκούρο αγαλματίδιο τού Πριάπου καί τό ξεσκόνιζα, ακριβώς πάνω στήν βάλανο τού ορθίου καί αυλίου πέους του, πρόσεξα από πίσω κάποιους τίτλους.

Ούτε τό όνομά μου Θέα Χάλο Γκοβόστη
Μετάξι Αλεσσάντρο Μπαρίκο Πατάκης
Ίμερος καί κλινοπάλη Κωστή Παπαγιώργη Καστανιώτη
Καί μέ τό φώς τού λύκου Ζυράννα Ζατέλη Καστανιώτη

επανέρχονται
Μιλώντας στά παιδιά Ανρύ Βεμπέρ Πόλις

μου γιά τήν αριστερά
Τά Χαστουκόψαρα Λένος Χρηστίδης Καστανιώτη
Bororo Λένος Χρηστίδης Καστανιώτη


Η ανταπόκρισις τού φιλοθεάμονος κοινού κατά τήν προηγουμένη φορά, ήτο ταχυτάτη. Εάν ενδιαφέρεστε γιά κάποιο από αυτά, αποστείλατε στό
vangelakas_at_gmail_dot_com γιά τά περαιτέρω.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 12, 2006

Καί καθαρά σεντόνια βλέπω.

Η ώρα περνά καί τό προαύλιο του ύπνου έρχεται πιο κοντά. Χρειάζεται νά διαβώ τά διόδια τού κρεβατιού (τά οποία πολύ μάς τά έχουν ανεβάσει τελευταίως αλλά άς όψεται η ανάγκη) γιά νά αφεθώ σέ τανάσκελα σοφίσματα. Άραγε κι απόψε θά προκύψη κάνα ταξειδάκι μέ αρμυρισμένες επιφάνειες; Είδα λέει στό ύπνο μου, ότι έριχνα μιά βουτιά άπό σχετικά υψηλό βαθράκι. Γενικά είμαι κρυωνιάρης πολύ· τέτοιες μαλακιούλες τίς αποφεύγω όμως ακόμη έχω τήν αίσθηση τού ονείρου, αίσθηση πολύ όμορφη. Καλοκαιρινές επιθυμίες. Δέν ξέρω εάν έφταιγε τό ότι πρίν νά κοιμηθώ σκεπτόμην (κόλλησα δηλαδή) πόσο ωραίο όνομα είναι τό Ευφροσύνη καί τό ότι έχουν, τραγικά, μειωθή οι σκαραβαίοι στούς δρόμους. Πόσο ωραία είναι τά βράδια ρέ γαμώτο… Όσο στείρες κι άν είναι οι ώρες τής ημέρας, τά βράδια συναντάς πολλές οργωμένες επιφάνειες. Μέ χώμα ραφινέ. Καί τό ωραίο είναι ότι έκ μέρους σου ανίδρωτα τό χώμα αυτό έχει κοσκινισθή. Μού είχε πεί μιά ψυχή once upon a time, ότι καλόν είναι νά υπάρχη ένα κομμάτι χαρτί σέ διπλανό κομοδίνο γιά τίς περιπτώσεις πού θά διακόπτηται (πλήν κατουρήματος) ο ύπνος . Α! καί μολύβι βέβαια… Ή καί στυλό· δέν θά τά χαλάσωμε εκεί. Είναι ξεκάθαρο ότι πολλ

Σάββατο, Φεβρουαρίου 11, 2006

Έπί τώ έτει.

10.592 ημέρες άπό τότε:

Υπάρχουν στιγμές, στιγμές απογευματινής ξεκούρασης, ξάπλας πού τά σκοτεινά πάχητα αφήνουν μιά κυτταρίτιδα βεβαιότητος ότι όταν θά ξυπνήσω θά είμαι 65 ετών. Δέν οφείλεται σέ - τυχόν - κόπωση αυτή η πεποίθηση. Φταίνε οι σκέψεις των στιγμων λίγο πρίν τά βλέφαρα μορφουσιωθούν. Σέ αυτές τίς 10.592 ημέρες, έάν μέ βάλω στό τριπακι αναζητησης καποιας ιδιαίτερης στιγμης, ένα περιστατικο ρε συ, αξιομνημονευτο, μιά κατάσταση πρός υπογράμμιση, μπορεί νά μού χρειαστούν άλλες τόσες ημέρες μέχρι νά πείσω εαυτόν ότι τίποτε δέν μπορεί νά σταθή κάτω άπό τήν γραμμή πού τραβάμε σέ ένα χαρτί, δίκην «σούμας».

Αυτή η γραμμή μένει ανολοκλήρωτη στά 5-6 εκατοστά της. Έχω ήδη κοιμηθεί.

Ίσως αυτή η φοβία της έγερσης έν μέσω 7ης δεκαετίας βίου νά μήν είναι τελείως φοβία αλλά ένας κάποιος μηχανισμός αμύνης του οργανισμού. Περιτριγυρίζειν στά 65 σου, σού δημιουργεί έκ τών πραγμάτων, μιά νοοτροπία κατοχής εμπειριών, εικόνων καί, ίσως, μεστωμένης πορείας. Ίσως γι’αυτό τά όνειρα νά είναι έτσι. Μού συμβαίνει πάντα, όταν αυτά είναι έντονα, νά διατηρώ τήν γεύση τους σέ όλη τήν ακολουθουμένη τους ημέρας. Γι’αυτό καί έτυχε (;) εντελώς πρόσφατα – ίσως λόγω τής έπί τώ έτει – νά μέ παρακολουθώ νά συνοδεύομαι άπό παλαιές παρέες. Σέ κακοτράχαλο περιβάλλον, άβολο, μέ τό βήμα πρός τά μπρος σταθερό, σταθερότατο μπορώ νά πώ καίτοι τά βλέμματα είχαν έναν μαγνητισμένο τόνο, μέ γυρμένα κεφάλια. Ίσα πού φαινόταν εκεί, στό βάθος κι άπό ψηλά, ένα πλοίο νά κτυπά νευρικά τά δάκτυλά του, αναμένον, στους ντόκους. Αυτό μέ τάραξε λίγο· μού αποπροσανατόλισε τό βλέμμα, είδα ότι κατευθυνόμασταν κάπου. Γνώριμα αλλά πρωτόφαντα. Στούς δρόμους αυτούς, άκουγα συνεχώς προτάσεις μέ πολλά, πάμπολλα «θά» καί «νά» συνοδευόμενα άπό αποκομβίωση καί φανέρωση κάποιων μυστικών, σκοπιμοτήτων καί υστεροβουλιών. Κινήθηκα στ’αριστερά της, νά απομακρύνω τήν καρδιά μου όσο τό δυνατόν περισσότερο άπό αυτήν· δέν ήθελα νά ακούη τούς ρυθμούς της καί νά μέ διαβάζη. Γιά μιά στιγμή, μία μόνον, όσο διαρκεί ένα «νά», ένα «θά» ανάμεσα σέ πολλές, βιαστικές, λέξεις, όσο κρατά η συνειδητοποίηση τής διαρκείας τού ύπνου τό πρωί, μέ ένοιωσα πρωταγωνιστή ενός παραλλήλου κόσμου, σέ αυτόν πού πραγματώνονται τά «άν».

Βψ, ασβκβ θυβξ. Ζλμβωβ μκδπ βμμβ νπφ βσζτζ ρπμφ.


… δέκα … είκοσι σταγόνες. Τό νερό χρωματίστηκε. Τό’πιε μονομιάς. Έβηξε λίγο. Κατόπι μουρμούρισε:

- Θυμάσαι Γεράσιμε;…

- Ναί.

- Άν τό’χης ξεχάσει νά σου τό θυμίσω. Δεκαοχτώ χρονιά. Ουτ’ένα λιγότερο. Σ’εκειο τό νησί του Κόλπου. Τό σκάσαμε του καπετάνιου μεσημεριάτικα, καληωρα σάν τό Διαμαντή πού’βρισες πρωτύτερα. Τυφλά στο μεθύσι. Βρήκαμε τό χωριό μέ τίς μαύρες. Διάβασες χάσκοντας μιά ταμπέλα: Supplying of intoxicants to natives is strictly forbidden. Είχαμε δυο μποτίλιες ο καθένας Πάνου μας κρυμμένο, πρόστυχο ουίσκι. Μέ τήν σειρά μου διάβασα τήν άλλη επιγραφή: Beware of native women. All rotten here.

.

.

.

Ο καπετά-Γεράσιμος τόν έκοψε μέ μιά κίνηση τού χεριού, πήρε ένα κουτί εγγλέζικα τσιγάρα καί του πρόσφερε.

Έκανε ν’ανάψει σπίρτο, μά σταμάτησε απότομα. Ο γραμματικός τόν είχε σιμώσει.

- Δός μου τό χέρι σου, τό δεξί. Άνοιξέ το.

Ο άλλος τ’άνοιξε κοιτάζοντας μέ απορία.

- Ά, γιά κοίτα, τί θυμήθηκες. Παιδιαροκαμώματα.

Μιά λεπτή άσπρη γραμμή άρχιζε άπό τό χοντρό δάχτυλο κι έφτανε μέχρι τόν καρπό.

- Θά’θελα νά μήν είχε γίνει.

- Μά τί έπιασε ξημερώματα. Ούτε τό θυμόμουνα.

- Εγώ τό θυμάμαι. Μ’έχει βασανίσει πολλές φορές τήν νύχτα, στήν βάρδια. Στή Χουέλβα… κείνη η μαγαρισμένη τσιγγάνα, η ξυπόλητη, μέ τά σκονισμένα ποδιά, πού βρωμούσε ο ιδρώτας της μούστο. Σέ προτίμησε. Ακόμα δέν μπορώ νά καταλάβω γιατί τράβηξα τόν σουγιά πού μού’χες τροχίσει ο ίδιος, πρίν τρείς ώρες, στήν πέτρα τής μηχανής καί σύ γιατί χούφτωσες τό λεπίδι. Σέ ξαναβρίσκω απόψε. Άπό τότε πού μπήκες στό Πορτσάιτ έχουμε πεί καλημέρα κάνα δυό φορές. Όταν σ’είδα ξαφνικά στήν σκάλα, ταράχτηκα. Ήθελα νά σού μιλήσω καιρό. Μού τό φυλάς πάντα;

Ν.Κ.

1910-10 Φεβρουαρίου 1975

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 10, 2006

Kάτι σάν μέη ντέυ.

Βλόγερ είσαι εδώ;. Ε; Ωραία. Λοιπόν, άν κάτση φάση καί μέ σβήσεις θά σέ γαμήσω. Σού δίνω τόν λόγο μου. Αυτά. Γειά σας.

Βιβλιογνωμοχαρισματιές.

Δύο τάληρα τόν δίνεις, τρία θά πληρώσωμε
άν η γκλάβα θά γιομίση θά σέ προτιμήσωμε.



Είπα κι εγώ νά συνεισφέρω στήν ανύψωση τού πνευματικού υποβάθρου τού κόσμου μας.

Γι'αυτό, χαρίζονται τά κάτωθι βιβλία:

Μετάξι - Μπαρίκο Αλεσσάντρο

Τό σπίτι τού ύπνου - Τζόναθαν Κώου

Μυστική Ιστορία - Ντόνα Τάρτ

Θά φτύσω στούς τάφους σας - Μπόρις Βιάν

Πειραιάς καί συνοικισμοί - Χαράλαμπος Κουτελάκης


Εάν ενδιαφέρεστε, μπορούτε νά στείλουτε κάνα μεηλάκι είς τό
vangelakas_at_gmail_dot_com.


Άν θά κλείσουν, τούς τεκέδες Πειραιά - Κρεμμυδαρού
τότε πιά θά κουβαλάω στήν σπηλιά τήν κουρελού.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 08, 2006

Άν ήμουν έγώ κάποιος άλλος κι έσύ σάν εμένα.

Ο μόνιτωρ μέσα στά χί καλά του, καλλιεργεί προσεκτικά ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό. Μπολντισμένοι οι τίτλοι των βλόγς, στέλλονται πρώτοι – πρώτοι στό μάτι. Ένας πού μου έχει κάνει εντύπωση, χωρίς νά έχω επισταμένα εντρυφήσει στά περιεχόμενά του είναι ο: «Δέν θυμήθηκα νά σέ ξεχάσω». Στήν αρχή, όταν τό πρωτόδα η βραδύνοιά μου τό αντελήφθη ώς «Ξέχασα νά σέ θυμηθώ». Τό εξέλαβα κάπως σάν αρνητικό, ότι δέν μέ χέζεις ρέ μάστορα είχα κι άλλα πράγματα κατά νού, έσύ είσαι μέ προτεραιότητα ασθενούς ο οποίος παίρνει χαρτάκι στό ΙΚΑ γύρω στις 11:13 π.μ.. Μετά όμως – καθώς τό κάρβουνο είχε πυριασει γιά τά καλά – περαιτεριάστηκα καί κατάλαβα ότι μωρέ, ήταν γλυκουλιού περιεχομένου! Σού κάνω σκέρτσα, προσπαθώ νά τό παίξω κάπως, εκπέμπω νοοτροπία μποέμ, είμαι μιά τσιγγάνα ψυχή, εγώ ποτέ δέν αγαπώ ποτέ μου δέν στεριώνω (ασχέτως έάν έχω χάσει τον ύπνο μου ένεκα εσού). Μού κακοφάνηκε όμως αυτή η κυρία μέ τάς καμελίας διαρρύθμιση τού περιβάλλοντος. Κατέληξα σέ κάτι άλλο, εξίσου τρυφερό μέ τους μίσχους τών μαργαριτώνε στά οικόπεδα τής Σαλαμίνος:

Μανάρι μου θλιμμένο, προσπαθώ νά απαγκιστρωθώ άπό εσένα, βλέπω ότι μου κανείς κακό, δέν είσαι η καλλίστη τών συναναστροφών, αλλά δέν γίνεται! Προσπαθώ, προσπαθώ, προσπαθώ· όμως η προσπάθεια παραμένει σέ ευκτικές θελήσεις.

Όσο κι άν ήθελα, δέν μπόρεσα νά σέ περιθωριοποιήσω.


ΥΓ: Κουρεύτηκα σήμερα. Θυμήθηκα τήν προηγουμένη φορά – ήταν η 6 Νοεμβρίου.

Τί σκέψεις, άραγε, νά προέκυπταν στό παιδάκι όταν τό ζωγράφιζε;



21 Ιουνίου.



Δεκατέσσερα τσιγάρα χημικομεταβλήθηκαν μέ καλπαστικούς ρυθμούς – σέ βάθος μερικών ωρών. Γι’αυτό καί χρειάστηκε νά ανοίξω τό παράθυρο μπάς και ο αέρας ανανεωθεί. Τό μάτι μου έπεσε στήν απέναντι κολώνα, στόν υποκίτρινο της, αέριο κώνο. Άφηνε, πολύ γενναιόδωρα, νά φανή ότι χιόνι μπόλικο ερχόταν στήν γειτονιά μας. Κύλησα τήν ματιά μου καί είδα ένα ελαφρύ, λεπτό στρώμα χίονος πάνω στά τουτού. (Τών επομένων ετών οι χιονοκουβέντες στά βιβλία δέν θά’χουν νά κάνουν μέ κοιλάδες, κάμπους, βουνά αλλά μέ αστικά τοπία· χιονισμένα αυτοκίνητα, άσφαλτοι καί σκοπιδοτενεκέδες). Έκανε κρύο, πολύ κρύο.

Τό κάτι σάν κλίκ στά φύλλα τής μπαλκονόπορτας, άφησε έξω τούς θορύβους τών μέ χιόνι αέρηδων καί κάποιων εκθέτων σέ αυτούς, αντικειμένων. Η ησυχία καί η ζέστη κυρίως, επέτρεψαν νά μήν λοξοδρομήσουν τά φλεβαριάτικα αποφθέγματα. Πάντψς, αργεί ακόμη νά μυρίση καλοκαιράκι.

Μήν ανησυχείς όμως καλή μου.

Όσο κι άν αργή κάτι, όταν έρχεται, πάντα λέμε πόσο γρήγορα πέρασε τό διάστημα τής αναμονής.

Θά έρθη τό καλοκαίρι, ναί.

Καί δέν θά είναι σάν τά άλλα.

Θά είναι ένα καλοκαίρι πού θά μπερδεύεται η κυριολεξία μέ τήν μεταφορά. Θά έχης ξεφύγει από τά πάντα, η αναπνοή θά ξεφυλλίζεται ανεμπόδιστα. Δέν θά υπάρχη καθόλου απορία, σκέψη, αναζήτηση, δέν θά αγωνιάς γιά τίς επόμενες στιγμές. Δέν θά κυττάς παράξενα κάθε ανήλιαγη, σκοτεινή γωνιά τού χωριού μήπως ξεπροβάλλει φιγούρα ανοίκεια γνωστή. Κυρίως αυτό. Κάθε αμφιβολία, απορία, περιέργεια τού παρελθοντος δέν θά ισχύση· ποτέ πιά. Αυτό πού περίμενες, όλα αυτά τά στοιχεία πού σέ άγγιξαν, σέ γοήτευσαν, σέ συνεπήραν θά είναι ήδη εκεί, μέ σάρκα καί οστά.

θά σέ συνοδεύη στίς περιδιαβάσεις τών πετρίνων καλντεριμιών, θά ακούς περιγραφές γιά τά ηλιοβασιλέματα πού απλώνονται εκεί μπροστά, θά αισθάνεσαι ένα ελαφρύ τρέμουλο στά δάκτυλά του πού θά αγκαλιάζουν τά δικά σου.

Καλοκαίρι.

Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσιν ντόλφινς.


Ο κλάιν μάιν προοδευτικός, ημέτερος, κόσμος έχει βραχυκυκλώσει τίς τελευταίες μέρες.

Τό κλάσιμο τών πυκνωτών τους συνίσταται όχι σέ φασιολοφαγία αλλά σέ ό,τι συμβαίνει στάς Ευρώπας.

Τούς γεννάται ένα πελώριο πουρκουά... Πουρκούα νά μπούμε (εδώ άρχεται ό πρώτος πληθυντικός, πληθυντικός συμπαραστάσεως πρός τούς σκληρά δοκιμαζομένους τό πέος έκλαιγον προοδευτικούς) σέ τέτοια δοκιμασία καί τριπάκι γαμώτο;

Νά υπερασπιστούμε τους μουσουλμάνους πρέπει. Μέσα στην Ευρώπη δεν πρέπει έπ’ουδενί, να νιώθουν άσχημα, προσβεβλημένοι, απόβλητοι, παρείσακτοι…

Αλλά εάν πάρωμε τό μέρος τους τότε έμμεσα επιδοκιμάζομε συμπεριφοράς τών εγχωρίων φανατικοχριστιανών... Μάλλον δέν θά αργήσωμε νά ακονίσωμε μιάν φαλτσέτα τήν οποίαν καί θά «δοκιμάσωμε» σέ κάνα πανί κινηματογράφου μέ βλάσφημο έργο... Όπως εκείνο πού έδειχνε τόν πολύ ψυλομύτη Γιεσούα νά θωπεύη τίς βυζάρες τής Μαγδαληνής...

Νά μήν ξεχάσωμε τό λεπόν, νά αγοράσωμε έναν ονειροκρίτη μπάς καί μάς δώση λύση αυτός γιά τήν δέουσα. ημετέρα στάσι...

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 06, 2006

Τά τού κροκοδείλου...



Μέ παρατηρώ νά παρατηρώ κάποιες κινήσεις. Εδώ εννοώ, στό μετερίζι αυτό, στά βλογάκια... Πάει ένας χρόνος πού κάποιες πιέσεις μέ έκαναν νά κάνω ρέτζιστερ στόν βλόγερ· έκτοτε δέν μπορώ νά πώ ότι οι νταλγκάδες είναι ομόρρυθμοι, υπάρχει όμως ένα ανθισμένο άγχος μήπως καί κάποιο πρωινό έχουν σβήσει άπαντα.

Σέ αυτό τό διάστημα έχω σταμπάρει μερικά βλόγς. Τά κίνητρα σταμπαρίσματος είναι πολλά.

Φιλολογικόν ενδιαφέρον, ανία, χαβαλές, συλλογή επιχειρημάτων επί προσωπικού, κάνα μπ3...

Ένα συγκεκριμένο (τό οποίον υπέπεσε στήν αντίληψή μου τόν παρελθόντα Μάιο επειδή ήταν πολύ φασαριόζικη η αποσελοφανοποίησις ενός δώρου πρός αυτό) μού έχει κάνει φοβερή εντύπωση.

Τό επισκέπτομαι συχνάκις. Από ένα σημείο καί μετά τό είδα κάπως διασκεδαστικά. Έβαλα ένα στοιχηματάκι μέ ένα κυκλαδικό ειδώλιο πού έχω στό γραφείο μου γιά τό πότε τό βλόγ αυτό ΔΕΝ θά έχη πεσιματιάρικο, ψυχοπλακωτικό, θλιμμένο ύφος.

Ένα απίστευτο σκηνικό. Πάντα πληγωμένος ο ήρως μας. Όχι μόνον νύν αλλά ανέκαθεν. Όχι απλώς εν αρχή ην ο λόγος αλλά έν αρχή ήν η κλάψα.

Άν συγκεντρωμένα τά ποστάκια αυτά, μαμαλακείως τά βάλουμε σέ ένα τσουκάλι και τά αφήσουμε νά βράσουν, άν τά αναγάγουμε απλώς σέ λεξούλες χωρίς προτάσεις καί περιόδους τότε θά σερβιρισθή κάτι σέ :

Λύπη, στενοχώρια, απογοήτευσις, περισυλλογή, προδοσία, έλλειψις, κενό, σκέψεις, αγωνία, δάκρυα, νοσταλγία, λύπη, οδύνη, μαρτύριον, θλίψις, ερήμωσις, αφανισμός, απιστία, κατήφεια, ένδεια, ρήμαγμα, φόβος, ανασφάλεια, λαχτάρα, πόθος, βάσανο, ανησυχία, ταραχή, χρεία, συμφορά, στέρησις, κενότης, κατήφεια, χάσμα, πλήγμα, οδυνηρότης, μπαμπεσιά, ψυχρολουσία, απόγνωσις, θλίψις, λύπη, δυστυχία, πόνος, αποκαρδίωσις, διαλογισμός, στοχασμός, δυσαρέσκεια, ανεπάρκεια, σαράκι, αποτυχία, ατέλεια.

Νομίζω έν τέλει, ότι είναι μιά καλή μέθοδος (είχα ξαναναφερθεί σε αυτό, τό καλοκαίρι) γιά νά ψαρώσουν κάποιες οι οποίες βρίσκουν μιά κλίμακα παραπάνω έλξης σέ τέτοιες κλαψαιδοιάρικες καταστάσεις.

Εάν δέ, προσέξω κι εγώ λίγο, άν τό παίξω θρηνοκλειτοδιάρης, τελικώς νά «σκοράρω»!

Μικρός πού είν’ ο κόσμος!

.... «Δέν μπορώ νά πιστέψω ότι τά παρατήσατε τόσο εύκολα»

Ο Έιντριαν πήρε μιά βαθιά ανάσα. «Εννοείτε πώς μπόρεσα νά εγκαταλείψω όλες αυτές τίς ατελείωτες, μοναχικές ώρες πού περνούσα κυττάζοντας τήν κενή σελίδα, ή έξω άπό τό παράθυρο, μασώντας τήν άκρη τού στυλό, προσπαθώντας νά δημιουργήσω κάτι έκ τού μηδενός, νά εμφυσήσω ζωή σέ χαρακτήρες πού δέν υπήρχαν προηγουμένως, νά τούς δώσω ονόματα, γονείς, μόρφωση, ρούχα, περιουσία... Νά πρέπει νά αποφασίσω άν θά έχουν ίσια ή κατσαρά μαλλιά ή καθόλου μαλλιά – Θεέ μου, τί πλήξη! καί ύστερα η άχαρη, εκνευριστική προσπάθεια νά τά βάλω όλα αυτά διά τής βίας σέ λέξεις – καινούριες τάχα λέξεις, λέξεις πού νά μήν ηχούν σάν νά τίς έχω πάρει από δεύτερο χέρι ή μέ τό κιλό... Καί ύστερα νά πρέπει νά βάζω τούς χαρακτήρες νά κινούνται, νά ενεργούν, νά επηρεάζουν ο ένας τόν άλλον μέ τρόπους πού νά δείχνουν ταυτοχρόνως ενδιαφέροντες, αληθοφανείς, απροσδόκητοι, αστείοι καί συγκινητικοί». Μετρούσε όλα αυτά τά επίθετα μέ τά δάκτυλά του. "Είναι σάν νά παίζης σκάκι σέ τρείς διαστάσεις», είπε. «Σκέτη κόλαση. Εσάς θά σάς έλειπε;»



Χεχέ! Έξ απαλών ονύχων, πώς έδειχνα ότι θά γινόμουν στρατόκαυλος, ρέ γαμώτο! Καί φασίστας καί ακροδεξιός καί μισάνθρωπος καί σχιζοειδούς προσωπικότητος, καί σοδομισθείς καί γκρρρρ καί χουντικός καί ντιριντάχτα!




Καί γιά τό τέλος ένα ντάνκε:

Πόσο πολύ φανερωτικό γιά τήν έλξη, τήν αγάπη, τόν θαυμασμό, τήν αφοσίωση - πρός κάποιον - είναι τό ότι μόνο τό δικό του νούμερο (τηλεφωνικόν) θυμάμαι;

Σε ευχαριστώ Π., Χ., Η., Τ. ή όπως αλλιώς συνηθείς νά σέ λένε...

Φχαριστώ, νά’ούμ’!

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 02, 2006

Γιά σενα, ‘4’...

Ένα κλικ στο μεσαιο, στο φαρδυ κουμπι. Κατω βελακι, δις. Φαρδυ κουμπακι. Καί παλι κατω βελακι. Αναζητησεις αναμεσα σέ αποθηκευθεντα σμς, γιά τό ζητουμενο. Αλλα αυτό είναι μιά άλλη ιστορια. Εξαλλου ενας λιγος καμποσος χυμος ροδακινου, εκχυθεις στα κουμπακια (φαρδια καί μη) κανει τήν αναζητηση δυσκολη.

Μέ καποια ζορια λοιπον, στήν περιοχη του «Δημιουργια μηνυματων». Τό «160» ισταται πανω μου, ιεροεξεταστικως. Κι αρχιζω τό κλικωδες μπλα μπλα. Ωσπου σταματω. Σταματω γιά τά καλα. Κυττω δυο κουμπακια. Τό «» καί τό «».

Έάν τό πρωτο, τό κλικαρεις δυο φορες, σου βγαινει «». Είναι όμως ακριβως τό ιδιο πραγμα μέ τό «» - πού ανεφερα στήν προηγουμενη παραγραφο.

Είναι, φαινεται τό ιδιο ακριβως πραγμα αλλα τό μεν μας στερει μονο ένα ψηφιο άπό τό μέ δαμοκλειο σπαθη «160» ενώ τό δε, δυο ψηφια…

Γιατι;

Αυτό είναι προβλημα κυριοι και ουχί τά αλλα τά χαζα μέ τήν νοσο του 2000 καί τά δυο μηδενικα πού θά μαρτυρουσαν 1900 μ.Χ.

Όταν μέ μεγαλη θερμη προσπαθω νά δωσω μιαν ερμηνεια σέ κατι τετοια δηλια προβληματα, μου θυμιζω τόν Κέες Πόπινγκα. Δέν ξερω έάν ειχε κινητο ο ιδιος (λιγο δυσκολο βεβαιως, ενεκα καποιων εμποδιων τεχνικης φυσεως) αλλα παντως καπως ετσι θά ενοιωθε όταν παρεα μέ τον γιατρο του (καί ενώ σχεδον όλα ειχαν τελειωσει) προσπαθουσε νά περαση απλως τίς ημερες του:

«…Τελος παντων! Ετσι ηταν πιο ασφαλες. Αποδειξη ότι ο γιατρος ειχε τήν ιδεα νά του ζητηση τό τετραδιο πού του ειχε δωσει γιά νά γραψη τά απομνημονευματα του καί οπου μπορουσε κανεις νά διαβαση ακομη μονο μιά φραση:

Η αληθεια γιά τήν περιπτωση του Κέες Πόπινγκα.

Ο γιατρος σηκωσε εκπληκτος τά ματια του, μέ υφος πού αναρωτιοταν γιατι ο ασθενης του δέν ειχε γραψει περισσοτερα. Καί ο Ποπινγκα, μέ ένα βεβιασμενο χαμογελο, αισθανθηκε υποχρεωμενος νά μουρμουρηση:

- Δέν υπαρχει αληθεια, ετσι δέν είναι;»

Κλεινοντας τό βιβλιο, κλεινω καί τό του δωματιου φως. Γιά πολύ λιγο, ένα υπερβαρο σκοτος μέ ακομπανιαρει. Η συνεχεια ανηκει σέ έναν γαλαζιο αναπτηρα ο οποιος ασπαζεται ένα ρεσω.

Καί πανω πού (βιβλιου περατωθεντος) αφηνομαι σέ μιά τερψη της ολοκληρωσης (η ιδια αισθησις μέ αυτην των οινοδοκιμαστων· των τήν γλωττα πλαταγιζοντων) ερχεται παλι κατι πού μέ ριχνει σέ βουρκο αποριας:

Μετα άπό τήν πρωτη φλογα, όταν τό φιλι του αναπτηρα στο κερακι φερνει οπτικες ανατριχιλες στο δωματιο, το φυτιλακι δακρυζει. Γιά πολύ λιγο ενας ελλειψοειδης στρογγυλος ογκος δημιουργειται καί κατηφοριζει αυτοκτονων.

Γιατι;

Ευχαριστω τήν αβάντι γιά τό ιματζάκι τό γαμάτο νά’ούμ’!

Γκάλειος Ευστοχία

Δέν θυμάμαι πώς ακριβώς μου τό διετύπωσε.

Ένας αποχωρήσας/σασα βλόγερ μού είπε:

«Βαρέθηκα νά μέ συλλαμβάνω νά λέω στόν εαυτό μου – παρατηρώντας κάτι ενδιαφέρον – ότι πρέπει νά τό μεταφέρω στό βλόγ».

Λίαν ενδιαφέρον. Είναι κάτι πού μού συμβαίνει ενίοτε. Μέ περίοδο κάποιων φεγγαριών.

Πονάς ακόμη, Διαμαντή;

Πονώ ναί. Μπορεί νά έχουν περάσει 3-4 ημέρες, παραμένω όμως εξίσου κομμάτια. Αποφεύγω ώς αξύριστος οξαποδώς τό λιβάνι, σάν ενσυνείδητη δέσποινα τόν φλεβώδη δύσκαμπτο φαλλό, σάν βρουκόλακας τήν ηλιοθεραπεία.

Έχω κλειστά τά (αθλητικά) ραδιόφωνα (στό τουτού θά προτιμήσω νά ακούσω κάποιον θλιβερό πεισιθάνατο* τραγουδοποιό), οι τηλεοράσεις κλείνουν όταν η ώρα φλερτάρει τίς αθλητικές ειδήσεις κι εκπομπές και εφημερίδες μπαίνουν μόνον οι αγαπημένες μου πολιτικές· η «Εποχή» καί τό «Πρίν» διότι δέν μπορώ νά κόψω τόν καθημερινό μου αυνανισμό διαβάζων τά κύρια άρθρα των.

Παύω πάσα επαφή τηλεφωνική μέ φίλους οίτινες αθλητικογουστάρουν (επί φόβω ξεφυγάουα καζούρας) κλείνω κινητά επιτρέποντα σκωπτικά σμς.

Κυρίως όμως, μόλις μαθαίνω τήν λήξι ενός μέ μή-θετικού αποτελέσματος, πέφτω μέ ρυθμούς πειραγμένου προϊόντος παχέως εντέρου άμα τή εξόδω διά τού απευθυσμένου.

Δέν μπορώ νά καταλάβω γιατί, προσπαθώ νά τό αποβάλλω ή έστω νά τό μετριάσω. Νά μήν εξαρτάται η διάθεσίς μου τόσο πολύ από αποτέλεσμα τής ομάδος πού αγαπώ. Θετικόν αυτής αποτέλεσμα είναι μιά free of charge μυτιά κόκας ενώ μή θετικόν μέ κάνει νά τζακνικολιάζομαι σέ τέτοιο βαθμό ώστε νά μπορώ – έν τέλει – νά σηκώνω τόν ψύκτη καί, δραπετεύων, νά τρέχω μέ ταχύτητες Βασίλη Λάκη.

Από τά ελάχιστα περιστατικά τού μακρυνού παρελθόντος πού θυμάμαι, είναι τόν πατέρα μου νά μας προφυλάσση (τόν αδελφό μου κι εμένα) από κακές έξεις καί καταδικασμένο μέλλον. Στό περιβάλλον, γειτονιά μας (συγγενείς, φίλοι καί γνωστοί νά είναι πωπόγαυροι) ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θά ακολουθούσαμε λανθασμένες επιλογές. Προνοήσας , μαντέψας τά σήμερα, έβαλε σέ εφαρμογή μιάν άφθαστη παιδαγωγική μέθοδο:

- Άν δέν γίνετε ΑΕΚ, θά σάς βάλω στό πατάρι.


* Είπαμε ρέ, αλλά όχι κι έτσι!
blog stats