λὰ βέγια
Tί
καημὸς κι αὐτός! Νὰ
ἔχῃς ψωνίσει πίπα
τινά, νὰ
τὴν
ἔχῃς καθαρίσει κατὰ
τὰ δέοντα,
νὰ τὴν
ἔχῃς περάσει κι
ἀπὸ
τσίλικο οἰνόπνευμα
καὶ ὅταν
στεγνωθεῖσα
τε καὶ
καθαρισθεῖσα
πλέον, ἕτοιμη
διὰ οὕτως
εἰπεῖν
διακόρευσιν καὶ
ἀβαστάχτως
καιομένας ἀγάπας,
νὰ μὴν
σὲ κάνῃ
καρδιὰ
νά... Νὰ
τὴν
καπνίσῃς.
Ἐν τάξει, πάντοτε στὰ πρώϊμα, ὅταν ἔχῃ μύτη σκάσει καπνοσυρίγγι στὸ τσαρδί μου, ἀπολαμβάνω τὴν καθαριότητά του, τὸ τίνι τρόπῳ στιλπνόν του, τὴν παρθενίαν του τέλος πάντων. Μ’ἀρέσει νὰ τὸ ἀντικρῶ ἄκαπνον μειράκιον ἄνευ σημαδιῶν κακῶν συναναστροφῶν μετὰ τῶν χειρῶν· ἴσως καὶ νὰ μὲ πονῇ ὅτι ὁσονούπω θὰ τὸ περάσω στὴν ἄλλη ὄχθη. Τῷ ὄντι· δὲν περνᾷ πολὺς καιρός, ἐλαχίστου προϊόντος τοιούτου τὸ ξεκατινιάζω, τὸ καπνοσυρίγγι – κατὰ πὼς προβλέπεται βεβαίως βεβαίως, θυόμενον εἰς ἕνα ῥοτέησον πρὸ πολλοῦ διαρραγέντος.
Τί ἔχω πάθει ὅμως τώρα ὁ κιαρατὰς μὲ αὐτὴν τὴν ταπεινὴν πίπα; Δὲν ἦτο ἀκριβή. Οὔτε καὶ ἡ μάρκα της, αἰτία λαχανητοῦ σὲ ἐπαϊοντα καπνοσυριγγιστήν. Ἠγοράσθη σὲ ἕνα καπνοπωλεῖον τῆς ὑψηλοτέρας πανευρωπαϊκῶς πρωτευούσης. Ὁ πωλητὴς ἠρνήθη νὰ μοῦ κόψῃ ἑνάμισυ εὐρὼ (δὲν βγαίνω γιατρουδάκο μου!) καὶ μὲ κυρίευσε ἕνα χτικιό. Τέλος πάντων, ὁ φετιχισμὸς κτυπᾷ κόκκινα ὅταν τὴν βλέπω, ὅταν θέτω τὸ δάκτυλο ἐπὶ τὸν τύπον τοῦ μπώλ, τόσο λεία! Τοιουτοτρόπως καὶ μέχρις ἐδῶ ἡ σχέσις ἡμῶν – καὶ φαίνομαι νὰ ἱκανοποιοῦμαι καθὼς ἐκσπᾷ ἕνας πλατωνισμὸς τί νὰ σᾶς λέω!
Ἀλλὰ στὸ φινάλε, τί πιὸ περισσότερο ἔντονo ἀπὸ τὴν συνειδητοποίηση τῆς νομῆς καὶ ἀπολαύσεως ὅταν καπνίζῃς μιὰν πίπα; Γιατί ὅμως παραμένω τόσο ἄτολμος; Εἶναι ἡ πρώτη στὶς πενῆντα τρεῖς μου ποὺ τὸ παίζω τζέντλεμαν, ὡσὰν τὸν ἀνώνυμο ἥρωα τῆς Μυστικῆς Ζωῆς τοῦ Ἄγγ. Τερζάκη ἀντὶ νὰ ξηγιέμαι ἐντελῶς Dolmancé!
Ἐν τάξει, πάντοτε στὰ πρώϊμα, ὅταν ἔχῃ μύτη σκάσει καπνοσυρίγγι στὸ τσαρδί μου, ἀπολαμβάνω τὴν καθαριότητά του, τὸ τίνι τρόπῳ στιλπνόν του, τὴν παρθενίαν του τέλος πάντων. Μ’ἀρέσει νὰ τὸ ἀντικρῶ ἄκαπνον μειράκιον ἄνευ σημαδιῶν κακῶν συναναστροφῶν μετὰ τῶν χειρῶν· ἴσως καὶ νὰ μὲ πονῇ ὅτι ὁσονούπω θὰ τὸ περάσω στὴν ἄλλη ὄχθη. Τῷ ὄντι· δὲν περνᾷ πολὺς καιρός, ἐλαχίστου προϊόντος τοιούτου τὸ ξεκατινιάζω, τὸ καπνοσυρίγγι – κατὰ πὼς προβλέπεται βεβαίως βεβαίως, θυόμενον εἰς ἕνα ῥοτέησον πρὸ πολλοῦ διαρραγέντος.
Τί ἔχω πάθει ὅμως τώρα ὁ κιαρατὰς μὲ αὐτὴν τὴν ταπεινὴν πίπα; Δὲν ἦτο ἀκριβή. Οὔτε καὶ ἡ μάρκα της, αἰτία λαχανητοῦ σὲ ἐπαϊοντα καπνοσυριγγιστήν. Ἠγοράσθη σὲ ἕνα καπνοπωλεῖον τῆς ὑψηλοτέρας πανευρωπαϊκῶς πρωτευούσης. Ὁ πωλητὴς ἠρνήθη νὰ μοῦ κόψῃ ἑνάμισυ εὐρὼ (δὲν βγαίνω γιατρουδάκο μου!) καὶ μὲ κυρίευσε ἕνα χτικιό. Τέλος πάντων, ὁ φετιχισμὸς κτυπᾷ κόκκινα ὅταν τὴν βλέπω, ὅταν θέτω τὸ δάκτυλο ἐπὶ τὸν τύπον τοῦ μπώλ, τόσο λεία! Τοιουτοτρόπως καὶ μέχρις ἐδῶ ἡ σχέσις ἡμῶν – καὶ φαίνομαι νὰ ἱκανοποιοῦμαι καθὼς ἐκσπᾷ ἕνας πλατωνισμὸς τί νὰ σᾶς λέω!
Ἀλλὰ στὸ φινάλε, τί πιὸ περισσότερο ἔντονo ἀπὸ τὴν συνειδητοποίηση τῆς νομῆς καὶ ἀπολαύσεως ὅταν καπνίζῃς μιὰν πίπα; Γιατί ὅμως παραμένω τόσο ἄτολμος; Εἶναι ἡ πρώτη στὶς πενῆντα τρεῖς μου ποὺ τὸ παίζω τζέντλεμαν, ὡσὰν τὸν ἀνώνυμο ἥρωα τῆς Μυστικῆς Ζωῆς τοῦ Ἄγγ. Τερζάκη ἀντὶ νὰ ξηγιέμαι ἐντελῶς Dolmancé!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα