Τετάρτη, Μαρτίου 29, 2006

Εγώ, μωρή, είμαι ταπεινής καταγωγής;

… στό δωμάτιο. Τοποθέτησα τό δάκτυλο στό στόμα, ακινητοποιήθην στό μέσον (περίπου) τού δωματίου καί κύτταξα χάμω. «Τί κάνουμε τώρα; Πεινάς;» ρώτησα. Δέν θυμάμαι τί μεσολάβησε (σίγουρα όχι κάποιο σάντουιτς) καί βρεθηκα(με) στό κρεβάτι ζητώντας της νά παλέψωμε. Μ’αυτά καί μ’αυτά, η ποναστερή διάθεσις πρός σύσφιξιν μέ τήν σφυρίχτρα στό στόμα, ζήτησε άπό τά ρούχα όπως αποχωρήσωσιν τού στίβου.

Μετά άπό κάμποσες τριάδες ντουζινών κεφαλοκλειδωμάτων, τό διά ζώσης, μετουσιώθηκε. Η επαφή υπήρξεν διστακτική. Περιεργαστήκαμε ο εις τήν τού σώματος μορφολογίαν τού ετέρου. Κι άρχισα νά εντρυφώ στό ποιον τής υγρασίας τού κόλπου της καθώς τά χέρια μου μάλαζαν τήν πλάτη της. Φώτα πολλά ανεδείκνυαν ατιθάσους σιέλους, αφημένους στά ημέτερα σαγόνια.

Ακροβάτησα λίγο καί ευρέθην ανάμεσα στά πόδια της. Έσκυψα, μελέτησα τό τόξον καί τό π στήν μεθόριον κλειτορίδας καί κόλπου της. Οι πόροι τής γλώττης μου καλκουλεήταραν τάς αποστάσεις καί πάτησαν τό μέμορυ+. Τότε, ένα σαμαράκι σχηματιζόμενο στό στρώμα, σκούντησε τό πέος μου προσπαθώντας νά τό κάμψη. Η ανεπιτυχία του μού έκανε αναπάντητη, δίδοντάς μου άλλες κατευθύνσεις καί άλλαξε τήν στάσιν τού σώματός μου.

Οριζοντιοποιήθην καί έψαξα στίς συστοιχίες φτέρης νά εύρω τό γκρόχε εργαλείον, πανάκεια ξηρασίας. Κέντραρα καί καταδύθηκα. Κινήθησαν όλα μπροστά μου, αστραπιαίως. Δέν ήκουσα τήν ανταπόκρισιν τών φωνητικών χορδών της, λίγο ήθελε γιά νά χιονισθούν όλα. Ήλθε αυτομάτως ο Νοέμβριος. Νεφελώθηκαν τά πάντα, η υγρασία πιρούνιαζε τό μεδούλι· ευχάριστα όμως. Η ρόκ έντ ρώλλ εναλλαγή κινήσεως τού κορμιού μου συνεχιζόταν κι άς μού αποσπούσαν τήν προσοχή δυό ανθισμένες θηλές σέ ανάταση. Έβαλα πολλά θαυμαστικά δίπλα τους, κόντευα νά τίς ματιάσω γι’αυτό καί πρός αποφυγήν βασκανίας, τίς έπτυσα. Η θολούρα μου όμως εμπόδιζε νά τίς πετύχω. Έτσι, προσέγγισα κι άλλο κι άλλο κι άλλο, τίς γράπωσα στό στρογγυλόν όμικρον τών χειλέων μου κι η λειχία τών ανυπόμονων θηλών, απέτρεψεν οριστικώς τό μάτιασμα τους.

Ένας μακρόσυρτος αναστεναγμός της, μέ έσπρωξε πρός τά πίσω· πείσμωσα πολύ, προσπάθησα νά επανέλθω. Κάποιες δυσκολίες συντονισμού μέ αποπροσανατόλισαν, όχι όμως γιά πολύ. Δριμύτερος καί έν θριάμβω, ξανάσκασα μύτη αφήνοντας παραδίπλα δισταγμούς καί εγωίστισα λίγο. Λίγο; Μάλλον πολύ. Πολύ, ναί.

Όλα διεκόπησαν χαλαστικώς απότομα.

Μέ είχε πιάσει ακράτεια…

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats