Μιά μούτζα αποκαλύψεις.
Λαβών κίνητρα από καλτσό, j καί greg, είπα νά πώ ξεδιπλώσω κι εγώ κάποια ανομολόγητα, μερικά μέχρι τά τώρα, καβαρισμένα.
1. Δέν ξυρίζομαι ποτέ τίς μονές ημέρες τού μήνα.
2. Πρωτοέκανα (αλλά καί πρωκτοέκανα) σέξ στά 27.
3. Δέν έχω αποφασίσει (ακόμη) ποιό είναι τό αγαπημένο μου φαγητό. Όταν θά μέ ρωτήσουν, απαντώ μέ επεξηγήσεις, συνθήκες, αξιώσεις, υποθέσεις, περιγραφές, διηγήσεις... Πολυλογίστικες μαλακίες δηλαδή.
4. Έχω αμέτρητα τίκ. Όχι κινήσεις χειλέων, νεύρων, χειρών αλλά τίκ πού έχουν νά κάνουν μέ τήν συνεχή αναφορά λέξεως/λέξεων, πού καταντάνε τραγικά, κακόμοιρα σλόγκαν, ο Θεός νά τά κάνη σλόγκαν. Η αλήθεια είναι ότι νοιώθω μιά κάποια αγχώλυση όταν τά λέω, είχα συγκρίνει κάποια φορά τήν ευχαρίστη ση αυτή μέ τήν ικανοποίηση από μασάζ στήν πλάτη μου π.χ. καί τά αποτέλεσματα ήσαν μακράν υπέρ τού κούφιου συνεχούς μπλά μπλά. (Όταν δέ, βρεθώ κάπου όπου δέν μπορώ νά αρχίσω τίς μαλακίες, θά βάλω τίς παλάμες παραβάν μπροστά στόν στόμα μου καί μιά δυό φορές, έτσι γιά τήν λιγούρα, θά φτύσω μιάν πρόταση).
5. Αφαιρούμαι εύκολα. Υπάρχουν στιγμές - όχι αδυνατισμένης διάρκειας, κρατούν αρκετά - πού εκπληρώνουν κάποιες προϋποθέσεις (π.χ. στήν συνοδηγού θέση έν μέσω μποτιλιαρίσματος, πρίν από τό νάνι ανάσκελα, σέ βελουτέ κάθισμα ενός ΚΤΕΛ λίγο πρίν λίγο μετά από πάμε πάμε πάμε, στήν οριζόντιως χαυνωτική κατακερμάτιση τής λίμπιντο) καί αναπολώ διάφορα. Μπορεί νά μέ πιάνη τό άλγος τού νόστου, μπορεί καί όχι. Μάλλον όχι. Δέν μέ πιάνει. Διότι κάθε σκέψη καί ανάκληση τού παρελθόντος, μού δημιουργεί ντροπή κι απογοήτευση. Νοιώθω όχι ακριβώς ηλίθιος, αλλά αποτυχημένος, ούτε κάν κακός (δηλαδή κάπου καλός) αλλά μέτριος, ένας καλογυαλισθείς τελευταίος τροχός τής αμάξης, μιά γκρίζα μιζέρια τής οποίας ο κότινος ισκιάζει τό χαζοχαρούμενο γέλιο ενός λούζερ. Μέ φαντάζομαι επίσης, έκθετο στήν χλεύη τών άλλων, ταυτισθείς στήν δική τους σκέψη ώς ο κλασικός αποτυχάκιας, ο αδιαμφισβήτητος ανήμπορος, ο δέν_σέ_θυμάμαι_θύμησέ_μου! Γρήγορα – γρήγορα αλλάζω σκέψη. Σπεύδω σέ άλλα θετικότερα, ή μάλλον λιγότερο αρνητικά. Αλλά καί αυτά, σπάνια καί ελάχιστα· χέρσες περιοχές, μία ώχρα καί μόνον. Ναί, ναί, ούτε ένα στιγμιότυπο τού παρελθόντος, πού ανακαλούμενο νά δημιουργή χαμόγελο ειλικρινές. Παρά μόνον μιά πικρία καί ντροπή. Ντροπή γιά κάποια πού δέν έγιναν, γι’άλλα πού έγιναν, καί έγιναν μέ οικτρά αποτελέσματα. Χωρίς ποτέ νά ξεθυμαίνη αυτή η ντροπή, γιά γεγονότα ακόμη καί πολύ παλιά. Παραμένει αειθαλής, φρέσκια, μέ κάνει νά κλείνω τά μάτια μου καί νά τά σφίγγω όταν τά έχω ήδη κλειστά. Ντρέπομαι τόν ίδιο μου τόν εαυτό, διαμαρτύρομαι όταν μέ υποβάλλω σέ τέτοια «διασκέδαση», σέ τέτοιο «πασσατέμπο».
Καθένας μας έχει αναμνήσεις πού θά τίς μοιραζόταν μόνο μέ τούς φίλους του. Καί αναμνήσεις πού δέν θά τίς μοιραζόταν ούτε μέ τούς φίλους του, αλλά μόνο μέ τόν εαυτό του, στά κρυφά. Υπάρχουν όμως κι άλλες, πού ο άνθρωπος φοβάται ακόμη καί νά τίς ψιθυρίση στόν εαυτό του.
Αναμνήσεις από τό υπόγειο, Φ. Ντοστογιέφσκι
ΥΓ: Θέλω νά κλειδαρομάθω τά τών Τελαμώνα καί Ξυλοκόπου.
1. Δέν ξυρίζομαι ποτέ τίς μονές ημέρες τού μήνα.
2. Πρωτοέκανα (αλλά καί πρωκτοέκανα) σέξ στά 27.
3. Δέν έχω αποφασίσει (ακόμη) ποιό είναι τό αγαπημένο μου φαγητό. Όταν θά μέ ρωτήσουν, απαντώ μέ επεξηγήσεις, συνθήκες, αξιώσεις, υποθέσεις, περιγραφές, διηγήσεις... Πολυλογίστικες μαλακίες δηλαδή.
4. Έχω αμέτρητα τίκ. Όχι κινήσεις χειλέων, νεύρων, χειρών αλλά τίκ πού έχουν νά κάνουν μέ τήν συνεχή αναφορά λέξεως/λέξεων, πού καταντάνε τραγικά, κακόμοιρα σλόγκαν, ο Θεός νά τά κάνη σλόγκαν. Η αλήθεια είναι ότι νοιώθω μιά κάποια αγχώλυση όταν τά λέω, είχα συγκρίνει κάποια φορά τήν ευχαρίστη ση αυτή μέ τήν ικανοποίηση από μασάζ στήν πλάτη μου π.χ. καί τά αποτέλεσματα ήσαν μακράν υπέρ τού κούφιου συνεχούς μπλά μπλά. (Όταν δέ, βρεθώ κάπου όπου δέν μπορώ νά αρχίσω τίς μαλακίες, θά βάλω τίς παλάμες παραβάν μπροστά στόν στόμα μου καί μιά δυό φορές, έτσι γιά τήν λιγούρα, θά φτύσω μιάν πρόταση).
5. Αφαιρούμαι εύκολα. Υπάρχουν στιγμές - όχι αδυνατισμένης διάρκειας, κρατούν αρκετά - πού εκπληρώνουν κάποιες προϋποθέσεις (π.χ. στήν συνοδηγού θέση έν μέσω μποτιλιαρίσματος, πρίν από τό νάνι ανάσκελα, σέ βελουτέ κάθισμα ενός ΚΤΕΛ λίγο πρίν λίγο μετά από πάμε πάμε πάμε, στήν οριζόντιως χαυνωτική κατακερμάτιση τής λίμπιντο) καί αναπολώ διάφορα. Μπορεί νά μέ πιάνη τό άλγος τού νόστου, μπορεί καί όχι. Μάλλον όχι. Δέν μέ πιάνει. Διότι κάθε σκέψη καί ανάκληση τού παρελθόντος, μού δημιουργεί ντροπή κι απογοήτευση. Νοιώθω όχι ακριβώς ηλίθιος, αλλά αποτυχημένος, ούτε κάν κακός (δηλαδή κάπου καλός) αλλά μέτριος, ένας καλογυαλισθείς τελευταίος τροχός τής αμάξης, μιά γκρίζα μιζέρια τής οποίας ο κότινος ισκιάζει τό χαζοχαρούμενο γέλιο ενός λούζερ. Μέ φαντάζομαι επίσης, έκθετο στήν χλεύη τών άλλων, ταυτισθείς στήν δική τους σκέψη ώς ο κλασικός αποτυχάκιας, ο αδιαμφισβήτητος ανήμπορος, ο δέν_σέ_θυμάμαι_θύμησέ_μου! Γρήγορα – γρήγορα αλλάζω σκέψη. Σπεύδω σέ άλλα θετικότερα, ή μάλλον λιγότερο αρνητικά. Αλλά καί αυτά, σπάνια καί ελάχιστα· χέρσες περιοχές, μία ώχρα καί μόνον. Ναί, ναί, ούτε ένα στιγμιότυπο τού παρελθόντος, πού ανακαλούμενο νά δημιουργή χαμόγελο ειλικρινές. Παρά μόνον μιά πικρία καί ντροπή. Ντροπή γιά κάποια πού δέν έγιναν, γι’άλλα πού έγιναν, καί έγιναν μέ οικτρά αποτελέσματα. Χωρίς ποτέ νά ξεθυμαίνη αυτή η ντροπή, γιά γεγονότα ακόμη καί πολύ παλιά. Παραμένει αειθαλής, φρέσκια, μέ κάνει νά κλείνω τά μάτια μου καί νά τά σφίγγω όταν τά έχω ήδη κλειστά. Ντρέπομαι τόν ίδιο μου τόν εαυτό, διαμαρτύρομαι όταν μέ υποβάλλω σέ τέτοια «διασκέδαση», σέ τέτοιο «πασσατέμπο».
Καθένας μας έχει αναμνήσεις πού θά τίς μοιραζόταν μόνο μέ τούς φίλους του. Καί αναμνήσεις πού δέν θά τίς μοιραζόταν ούτε μέ τούς φίλους του, αλλά μόνο μέ τόν εαυτό του, στά κρυφά. Υπάρχουν όμως κι άλλες, πού ο άνθρωπος φοβάται ακόμη καί νά τίς ψιθυρίση στόν εαυτό του.
Αναμνήσεις από τό υπόγειο, Φ. Ντοστογιέφσκι
ΥΓ: Θέλω νά κλειδαρομάθω τά τών Τελαμώνα καί Ξυλοκόπου.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα