Δευτέρα, Φεβρουαρίου 19, 2007

Θέλω νά γίνω Gέcλερee

Εχα πλώσει τ χέρι ξω π τ παράθυρο χι γι ν δ ἐὰν βρεχε λλ γι ν τσακώσω τ έστα π τν μανδμ στ διόδια. Διόδια; νοιξα πότομα τ δάκτυλα τς μέχρι πρ τεσσάρων δευτερολέπτων χουφτιασμένης παλάμης, κάποια ψιλ χύθηκαν στν σφαλτο, νοιξα_βγκα γρήγορα π τ ατοκίνητο κι ρχισα ν τρέχω πίσω φήνοντας μόνο του τ ατοκίνητο παρακειμένως το τρίτου π ριστερά κουβουκλίου τν διοδίων τς περιοχς το... το... το... Δν ξερα πο κριβς μουν γι’ατ κα ρχισα ν παίρνω τν δρόμο τς πιστροφς μπς κι νακαλύψω ταμπέλες μ χιλιομετρικς νδείξεις μαρτυροσαι τς πόλεις κα τ κε χωρία. πιτάχυνα, χι μόνο στ τροχάδην λλ κα στν γωνία, να γωνιοσα πειδ πουθεν στ πτικ πεδίον μου δν διέκρινα τοπωνύμια κα καλωσήλθατε στν πανέμορφη τάδε. ξακολουθοσα ν τρέχω, σκόνταφτα κιόλας σ κάτι δοκακοτεχνίες, σαμαράκια θαρρ, τ ποκάμισον εχε τακτοποιηθ το παντελονιο, εχα λαχανιάσει σν τος λλοις. πρεπε ν σταματήσω, πονοσα στν χολή, τί φρίκη, να ταν πανικς ατ πο ασθανόμουν, μ γιατί πουθεν σ τόσο μεγάλη δ δν κυκλοφοροσε, δν κινετο, δν φαινόταν οτε να χημα; Τότε ταν πο σταμάτησα, κοντοστάθηκα ξέπνοος κα προσπάθησα ν λέγξω τ γύρω μου. Προσπάθησα, δν τ κατάφερα, ατς πανικς μ εχε παραλύσει. Μι φων π πίσω, οκεία κα στριγγλιώδης, πέτεινε περισσότερο τν πανικό μου. Στράφηκα πίσω λλά.... λλ πλς νοιξα τ μάτια μου κα εδα τ σκοτάδι. Ναί, ταν εφιάλτης, εχε τελειώσει ετυχς. Ετυχς.

Ξανάκλεισα τὰ μάτια μου, τέντωσα τοὺς βραχίονες, ἄρχισα δυνατὰ νὰ τρίβω τὰ μάτια μου καὶ χασμουρήθηκα. Κατόπιν, ἡ πλέον προσφιλής μου κίνησις, ἡ πρώτη γιὰ τὴν ἡμέρα: Τρίψιμο τῶν ἀρχιδιῶν, τοῦ ὀσχέου μου γιὰ νὰ κυριολεκτῶ.

Μά; Δὲν εἶχα ξυπνήσει; Εἶχε τελειώσει ὁ ἐφιάλτης, εἶχα ξυπνήσει, ἔτσι δὲν εἶναι; Δὲν ἦταν λογικό, ὄχι δὲν ἦταν λογικό, δὲν ἦταν καθόλου λογικό. Πετάχτηκα ἀπ’τὸ κρεβάτι, ἄνοιξα τὸ φῶς, κύτταξα διὰ τοῦ καθρέπτου τὴν περιοχὴ κάτω ἀπὸ τὸν ἀφαλὸ μὰ γαμῶ τὴν ζωή μου! Ποῦ ἦταν τὸ πέος μου; Ποὺ τὸ σκοῦρο ὄσχεον μὲ τὸν εὐδιάκριτα μικρὸ ἀριστερὸν ὄρχι, ποῦ ἡ ἐμφάνισις τῆς πρωινῆς κατουραποτρεπτικῆς διαδικασίας; Ἀντὶς αὐτῶν μιὰ πορφυρὰ σχισμὴ ποὺ ξεκινοῦσε ἀπὸ ῥὸζ σὰν νέγρου χείλη καὶ καχεκτικὲς τριχίτσες στὰ πέριξ. Διάολε! Τί ἦταν αὐτό;! Ἡ στιγμὴ μ’ἀπορρόφησε τόσο, τρομοκρατώντας μὲ ὥστε δὲν πρόσεξα τίποτε άλλο, ἡ μου ματιὰ μόνον ἐκεῖ χαμηλά. Ὁπότε, ὅταν σήκωσα τὸ βλέμμα, ὅταν ἀνῆλθε τῆς λεκάνης καὶ ἀντίκρυσα ἀντὶς τριχωτοῦ στέρνου δύο στητὰ μέρλιν βυζάκια ἠσθάνθην τήν μου ἀνάσα νὰ ἐπιβραδύνῃται, μιὰ μεταλλικὴ οὐσία τῆς ὁποίας τὸ χρῶμα σίγουρα πράσινο θἆταν, κατέκλυσε τὰ μέσα μου παραλύοντάς με.

Δὲν συνέβαινε στ’ἀλήθεια· δὲν γινόταν νὰ συμβαίνῃ στ’ἀλήθεια. Ἦταν ἕνας ἐφιάλτης πρωτόγνωρα ἀσυνήθιστος. Καὶ ποῦ λύσεις νὰ τὸν ἀντιμετωπίσῃς; Ἀπήλλαξα τήν μου ματιὰ ἀπὸ τοὺς νιόφερτούς μου ἐπισκέπτες καὶ ἔψαξα τὸ ῥολόι στὸ βάθος. Δὲν εἶχα πολὺ χρόνο. Τέτοια ὥρα συνήθως ἤμουν στὸ μπάνιο ἐτοιμαζόμενος. Ἀλλά; Ὑπῆρχε περίπτωσις νὰ πήγαινα στὴν δουλειὰ μὲ αὐτὴν τὴν ἐμφάνιση; «Τί ντρὲσς κόουντ εἶναι αὐτὸ ντήαρ;» τοῦτο θὰ ἤκουγα ἐν ἐργασίᾳ ἀντὶς μιᾶς τζαναμπέτικης καλημέρας.

Ξαναξάπλωσα λοιπόν. Σὲ παρδαλὸ στρώμα ἀνάσκελα. Χρειαζόμην ψυχραιμία. Νὰ ἠρεμήσω καὶ νὰ δῶ ἐὰν ἐδυνάμην νὰ κάνω κάτι. Ξαναέστειλα πάλι τὰ χέρια μου ἐκεῖ πού ματίζουν τὰ σκέλη μπάς καὶ εἶχα κάνει λάθος. Μὰ ἦταν δυνατόν νὰ λάθευα; Ξανασηκώθηκα ἀπότομα σηκώθηκα, κυττάχτηκα ἐπίμονα ξανακυττάχτηκα. Στὸν καθρέπτη. Μάτια μὲ πρὸς τὰ κάτω κλίση τῆς σχισμῆς των, μαλλιὰ ἀπεριποίητα – ὑπναλέα γὰρ – χείλη σὰν χιλιάκις recordable δίσκος. Στήθη μὲ πολλὲς ἐκχυμώσεις πάνω των· κυρίως στὶς θηλὲς καὶ στὴν περίμετρο αὐτῶν. Μῶβ σημάδια στὴν ἄσαρκη κοιλιά, σημάδια ἀπὸ ἀπροσεξιὲς κηρίων. Χαμηλότερα, ἕνα τατοῦ ἀπεικονίζον μιὰ καναβουριὰ ἥτις ἀντὶ μίσχου εἶχε ἕνα πέος. Μοῦ ἐφαίνετο ὅτι ἦταν ὀλίγον ἀνάγλυφον τὸ μέρος μιᾶς, σ’αὺτό, φλέβας, ἴσως ταυτιζόταν μὲ κάποια δική μου… Συνέχισα νὰ ψηλαφίζω τὸ μόλις 17 λεπτῶν διαφορετικὸ σῶμα μου... Δὲν ἔνοιωσα κάποια εὐαισθησία ὅταν δείκτης καὶ μέσος σίμωσαν στὰ χείλη τοῦ αἰδοίου μου. Ἴσως νὰ ἔπρεπε ἔ; Ἔ, ἐντάξει! Δὲν εἶχα κι ἐμπειρία ὡς μουνοῦχος, ποῦ νὰ ξέρω!; Καὶ ἡ κλειτορίδα... Ναί, κι αὐτὴ ἐκεῖ... Σὰν ἀφράτο μαξιλάρι ποὺ εὐπροσδεκτίζει κάθε κεφάλι ἐν μέσῳ χνουδωτῶν σκεπασμάτων. Δὲν κύτταζα, ἄφηνα στὰ δάχτυλά μου αὐτὴν τὴν δουλειά, τὸ βλέμμα μου εἶχε κάτι τὸ ἀκαθόριστα ξεκάθαρο στὴν ἀφαίρεση.

Ἦταν ἐκκωφαντικὰ παρὸν ἕνα σύνθημα, μιὰ ἐντύπωσις, μιὰ αἴσθησις. Αὐτὸ τὸ παραπολυμεταχειρισμένο. «Ἔβλεπα» μιὰ κλειτορίδα ὄχι ἀκριβῶς μὲ τουπέ, ἀλλὰ μὲ ὕφος πολυγνώστη, ἴσως δὲ καὶ παντογνώστη, μὲ ὅ,τι αὐτὸ προϋποθέτει. Ἡ ὑφή της μοῦ θύμιζε γαριασμένο γιακὰ ὑποκαμίσου, πολυχρησιμοποιημένου ῥούχου πολυτέκνου οἰκογενείας. Ἡ ἀνατομία της ἀλλὰ καὶ τοῦ περικλείοντος αὐτήν, κόλπου μαρτυροῦσαν μαρξικὰ κατάλοιπα περὶ κοινοκτημοσύνης. Ἐὰν ἦτο ἀκίνητον μὲ οἰκόσημο, ὁ θυρεὸς θὰ ἔκανε λόγο γιὰ τὴν ἐκλεκτοσύνη τῆς Κορίνθου καὶ τῆς ἀδυναμίας τῶν πολλῶν νὰ πᾷν ἐκεῖ.

Ἀπὸ τὸ κὰστ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ λείπῃ ἡ ὀπισθία οπή. Αἱ περγαμηναί της εἶχαν κατατεθῇ σὲ ἀρκετὰ θὶνκ τὰνκς τῆς ἑσπερίας ἀποτελέσματι πολλὲς ἕδρες γλωσσολογίας ἀλλὰ καὶ μηχανικῆς νὰ εἶχαν θεσπιστῇ μὲ πάμπολλους φοιτητὰς νὰ σπεύδουν. Αὐτὴ ἡ τρυπούλα εἶχε φιλοξενήσει περισσότερα ἂχ καὶ λαχτάρες ἀπ’ὅσες γεννηθῆκαν βράδια ἄγρυπνα στούς, στὰ κέντρα διερχομένων φρουρᾶς θηνῶν, φιλοξενούμενους, τὴν περίοδο 1949 – 1998. Τὰ ἐνδόμυχά της καὶ ὅ,τι ἔκρυβαν, θὰ ἔκαναν νὰ κοκκινίσῃ μέχρι καὶ κάποιος πλοίαρχος ἐμπορικοῦ (ἔστω καὶ τοῦ «Μερόπη Σιφναίου») ποὺ εἶχε τὸ Ἄντεν – Σουὲζ – Πὸρτ Σάιντ – Πειραιᾶ σὰν τὸ Πέραμα - Παλούκια.

Τὸ ῥολόι ὅμως ἐπέμενε. Μοῦ διέκοψε τὶς παρομοιώσεις καὶ τοὺς προβληματισμούς, προχωροῦσε ἡ ὥρα. Ηὗρα ἕνα κάποιο κουράγιο καὶ ἐπανῆλθον – γιὰ μιὰ στιγμὴ ὅμως – στὰ τῆς καθημερινότητος. Εἴτε μὲ πέος, εἴτε μὲ αἰδοῖο, κάποια μου ὑγρὰ εἶχαν κάνει ἁρμενικὴ τὴν βίζιτα. Σύρθηκα πρὸς τὴν τουαλέττα. Στὸ τραπεζάκι τοῦ σαλονιοῦ πρόλαβα νὰ δῶ ἕνα τασάκι γεμάτο πορτοκαλὶ γόπες. Ἕνα μισογεμάτο/μισάδειο μπουκάλι ἀκαθορίστου ποτοῦ καὶ ἕνα ζευγάρι πόδια νὰ πατοῦν στὸ χαλί. Αὐτὰ τὰ πόδια ὡδηγοῦσαν σὲ ἕνα σῶμα τοῦ ὁποίου τὸ κεφάλι μοῦ ἦταν ξεχωριστὰ οἰκεῖο. Τὰ μάτια αὐτοῦ τοῦ οἰκείου κεφαλιοῦ, μὲ κύτταξαν. Δὲν φανέρωσαν καμιὰν ἔκπληξη ἤ φόβο. Περίεργον ἔ; Ἁπλῶς σχημάτισαν μιὰν ἔκφρασι ἀπείρου ἥτις ἐξεφράσθη μὲ τὴν ἐπίδειξι τῶν μέσων δακτύλων πρὸς ἐμένα, ἕνας ἐμένας τοῦ ὁποίου ἡ διάθεσις γιὰ κατούρημα ἀπέδρασε ξαφνικά.

- Χά! Μόλις βλέπω ποῦ πῆγαν ὅλες οἱ μου προσευχές, οἱ μου χθεσινὲς προσευχές! Γίναν πουλιὰ καὶ πετάξαν! Τὰ βάτεψαν Μαινάδες καὶ τὸ βράδυ ἐπέστρεψαν καὶ κουτσούλησαν πάνω σου!



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats