Λαϊκή απογευματινή.
... καί όταν ο πρωταγωνιστής επέτρεψε σέ ένα περαστικό χαμόγελο νά σχηματισθή στό πρόσωπόν του καί περατώθηκε η ταινία (Ε! Τί πιό λογικό τέλος! Ήταν η μοναδική φορά πού τόν είδαμε νά μειδιά· κι ο σκηνοθέτης μαζύ υποθέτω, όστις αναποφεύκτως κι ευστόχως, επέλεξε δι’αυτού τού τρόπου τό πέρας) χαμογέλασα κι εγώ.
Όχι όμως γιά τό τής ταινίας περιεχόμενο, τήν κατάληξιν αυτού, τά νοήματά του, τίς ερμηνείες, τήν φωτογραφίαν, τήν μουσικήν του. (Ήταν όλα σούπερ καί σού άφηναν όχι ηδύ, αλλά πικρό χαμόγελο· κυρίως επειδή υπάρχουν ακόμη καί σήμερα οπαδοί τής Ανωμαλίας, όπως παρουσιάζεται καί στήν ταινία βεβαίως.)
Αλλά διότι όλος ο θεατών θίασος ηγέρθη καί κατηυθύνθη πρός τήν έξοδον. Ο διπλανός μου παππούς επίσης σηκώθηκε, τακτοποιήσας τό σακάκι καί κομβιώσας τής καπαρντίνας τά ψηφία, ηκολούθησε κι αυτός. Δυσκολεύτηκα πολύ νά κρύψω τήν άφατη χαρά μου, καθόσον ήγγικεν η ώρα, ήγγικεν! Κι έσπευσα είς αντίθετον μέ τήν τών πολλών κατεύθυνσιν, πρός τό αποχωρητήριον!
Θά ήταν τέσσερις φορές τουλάχιστον καθάς, παρακολουθών τήν ταινία, ησθάνθην έντονον άλγος στό έντερόν μου. Μέ καλπάζοντα ρυθμό, άπό μιάν ταπεινή καί κομπλεξική όχληση στήν κοιλιά, σάν φούσκωμα ένα πράμμα, μέχρι τού σημείου νά ιδρώνω ώς καί στά νύχια τής παλάμης. Ήλπιζα ότι θά προσέφερε μιά κάποια λύσιν τυχόν απoκομβίωσις τού παντελονιού μου, αναιδώς είν’η αλήθεια, καθώς παρακειμένως εκάθητο κύριος οκτώ δεκαετιών ζωής. Σέ κάθε φορά, ερχόμην στά όριά μου, μέ καθησύχαζα λέγων ότι έάν συνεχισθή τό πρόβλημα, θά σηκωθώ, αλλά ακριβώς τήν εσχάτη πρό τής εκρήξεως στιγμή, ηρεμούσα. Ήταν στήν μέση κι αυτή η εξέλιξις του έργου, βλέπεις… Δέν μού πήγαινε καρδιά νά τό αφήσω…
Τώρα όμως ουδέν σκώμμα! Κάθε βήμα πρός τήν ταλαντευομένη τών τουαλλετών θύρα καί πλησιέστερον τής ανακουφίσεως. Δυό τρείς, προπορευόμενες φιγούρες μ’ανησύχησαν λίγο αλλά δέν πρόλαβαν νά μέ αγωνιώσουν. Είδα μπροστά μου, τρείς θύρες έκ τών οποίων αί δύο ήσαν ανοικταί. Αμφότεραι μέ προσεκάλουν σέ πεδία μούστου καί βάκχου. Επέλεξα τήν μεσαία πόρτα (πώς θά προετίμουν τήν αριστεράν άλλως τε) μπήκα, έκλεισα καί μέ κατακυρίευσε μιά εικόνα βασκανίας. Δέν τόλμησα νά φωνάξω νύν απολύοις τόν δούλον σου Δέσποτα, διότι απέσχον μιά ζώνη, κάμποσα κουμπιά καί μιάν κατηφοριά παντελονιού ενώ η απουσία κλειδωνιάς, μού επέσπευσε τήν ευδοκίμηση.
Έσκυψα μέ γλοιώδη δουλοπρέπεια καί μού είπα νά μετρήσω κάθε εκείνη στιγμή τής απολαύσεως. Ανακουφίσεως. Ηρεμίας. Μού έπρεπε εξάλλου. Τό δικαιούμην!
Ελαχίστως όμως πρό τής ενάρξεως τής τελετής, αντελήφθην τήν θύρα νά ανοίγη. Νά μετακινήται. Περίπου κατά ένα δεύτερον τού τεταρτημορίου. Πανικοβληθείς, ίσως δέ καί συφιλιασθείς μέ τήν κακοκαιριά μου, πρόταξα τήν χείρα μου, εμποδίσας τόν λαθρεισβολέα…. Ήμην δέ, λίαν βλοσυρός! Ηκούσθην λέγων:
- Άαααααααλος.!
Μέ μιά φωνή, μέ χροιά φωνής βραχνιασμένου σχολιαρόπαιδου δημοτικού πού μόλις πριν άπό λίγο τσάκαλοι άπό τό γυμνάσιο τού τήν είπαν καί ο δρόμος τής πρός τό σπίτι επιστροφής ακόμη μακρύς.
Φοβήθηκα πολύ. Τί θά γινόταν έάν είχαμε κι άλλους απροσκλήτους επισκέπτας κατά τήν διάρκειαν αυτής τής μυσταγωγικής υψιπετούς προσπαθείας; Κυττούσα, σκυμμένος καθώς ήμην, υπό τού ανοίγματος τής θυρός στό κάτω μέρος αυτής. Η σκιά τού αποτυχημένου εισβολέως παρέμενε εκεί. Γαμώτο! Τώρα θά ήταν καί λαθρακουστής; Διότι ο δρόμος πρός τό αβίαστο χαμόγελο διέρχεται τής θορυβώδους επισημάνσεως, τό δίχως άλλο!
Κι έτσι, ενώ είχα τίς παλάμες μου πάνω στήν σκεύινη πορσελάνη καί τά μπούτια μου πάνω στίς προαναφερθείσες παλάμες – όπως στήν ταινία, ο ανακριτής ομοτρόπως ζητούσε άπό τούς ανακρινομένους νά καθίσουν στήν καρέκλα – προέκρινα άλλον τρόπο, μιάν άλλη λύση. Αι χείρες επενέβησαν εις τήν εμήν ανατομίαν - τών οπισθίων μου - ώστε η κένωσις νά έπαιζε στό μιούτ. Τό πείραμα δέν ήτο κι εντελώς επιτυχές – ο παρεμβατισμός ειδικά σέ τέτοιες περιπτώσεις είναι πολύ άσφαιρος… Ήχοι λοιπόν, πιστοποιούσαν εις πάσα ενδιαφερόμενο ότι κάποιος ήταν μέσα στήν μεσαία τουαλέτα, μήν μπαίνετε ρέ!
Όπως φαινόταν, είχαμε αποκρούσει πάσα πρόθεση επιβουλής τού ημετέρου χώρου. Τί νά τό κάνης όμως; Είχε χαλάσει η μανέστρα πιά… Είχε λασπώσει μωρέ, όσο κι άν προσπάθησα νά επανέλθω σέ κατά βούληση διαφυγές, δέν γινόταν τίποτε… Αί σκιαί είχαν χαθεί κάτω άπό τήν πόρτα, αλλά είχε απωλεσθή καί η αβασάνιστη, η ανεμπόδιστη φτού ξελευθερία.
Σηκώθηκα. Τό τέλος αυτό δέν ήταν σάν ρέψιμο πού έπεται γιορτινού καί μεγαλοπρεπούς γεύματος, επιστέγασμα μεγάλης ευχαριστήσεως, αλλά σάν πληρωμή σέ πανάκριβο, υπερτιμημένο, κυρίως δέ ντεμέκ εστιατόριο.
Εξήλθον. Απελογήθην στήν παρέα μου, μέ μεγάλη ντροπή, καί ζήτησα λίγο χρόνο νά ηρεμήσω. Ο χρόνος αυτός όμως αντίθετον αποτέλεσμα έσχε. Μιά θαλερότης μέ συνεκλόνισε. Ζήτησα συγγνώμη καί επαναγυρίσα σέ τόπους βρυώδεις. Αλλά τά’παμε καί πρίν. Τό γυαλί είχε ραγίσει. Τζίφος. Παραιτηθείς άπό κάθε περαιτέρω προσπάθεια, σηκώθηκα κι έφυγα. Πέρασα άπό τήν αίθουσα, βρήκα στό χώλλ, πρότεινα τό χέρι στήν παρέα μου χωρίς νά σταματήσω τό βήμα καί προχωρήσαμε στήν έξοδο. Τήν ένοιωσα νά μού χουφτώνη λίγο τόν κώλο, σημάδι παρηγορίας, κοιταχτήκαμε, μέ μιά κάποια συμπόνια άπό τήν άλλη πλευρά, καί ανήλθαμε στήν πλατεία.
Έ, αυτό είναι πού λέμε:
Χέστηκα άπό τήν χαρά μου πού είδα, επιτέλους, αντικομμουνιστικό έργο σέ κινηματογράφο!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα