Δευτέρα, Φεβρουαρίου 26, 2007

Δέν είσαι μόνος.

Μιά Πέμπτη όμως, μήν μπορώντας νά υποφέρω τήν μοναξιά μου καί ξέροντας ότι τήν Πέμπτη η πόρτα τού Αντόν Αντώνοβιτς ήταν κλειστή, θυμήθηκα τόν Σιμόνωφ. Ανεβαίνοντας στό τρίτο πάτωμα, σκεπτόμουν ότι ο κύριος αυτός μέ είχε βαρεθεί καί δέν έπρεπε νά τόν επισκέπτωμαι. Μά συνέβαινε πάντα νά χώνωμαι σκόπιμα σέ μιάν αμφίβολη κατάσταση, όταν οι άλλοι σχημάτιζαν μιά τέτοια ιδέα γιά μένα. Μπήκα λοιπόν μέσα. Είχε περάσει ένας χρόνος πάνω κάτω καί δέν είχα δεί τόν Σιμόνωφ.

Βρήκα σπίτι του άλλους δύο μαθητικούς μου φίλους. Συζητούσαν καθώς φαίνεται γιά κάποια σπουδαία υπόθεση. Κανένας δέν έδωσε προσοχή στήν επίσκεψή μου, πράγμα παράξενο, διότι είχα χρόνια νά τούς δώ. Χωρίς άλλο θά μ’είχαν περάσει γιά καμιά μυίγα.

----------------------------------------------------------------------------------


... ξέσπασαν επιδοκιμαστικά γέλια. Ειδικά ο Φερφίτσκιν γάβγιζε σάν σκυλί.

Μέ αγνόησαν όλοι, κι έμεινα εκεί τσακισμένος κι εκμηδενισμένος.

«Ύψιστε, είναι συντροφιά αυτή γιά μένα;» Σκέφτηκα. «Τί βλάκας πού φάνηκα μπροστά τους! Κι όμως, επέτρεψα στόν Φερφίτσκιν νά πάρη πολύ θάρρος. Αυτοί οι ηλίθιοι φαντάζονται, πώς μού κάνουν τιμή επιτρέποντάς μου νά καθίσω στό τραπέζι τους, καί δέν καταλαβαίνουν ότι εγώ τούς κάνω τήν τιμή! – «Αδυνάτισα! Τό κοστούμι μου!» - Ω! Καταραμένο παντελόνι! Πρίν από λίγο μάλιστα, ο Ζβερκώφ είχε παρατηρήσει τόν κίτρινο λεκέ στό γόνατο... Πρός τί νά μένω εδώ; Πρέπει αμέσως, τήν ίδια στιγμή, νά σηκωθώ απ’τό τραπέζι, νά πάρω τό καπέλο μου καί νά φύγω χωρίς νά πώ τίποτα... Από περιφρόνηση! Καί αύριο νά μονομαχήσω άν τό θέλουν. Τά κτήνη! Δέν θά λυπηθώ τά επτά μου ρούβλια. Φεύγω αμέσως!»

Εννοείται ότι έμεινα.

Απ’τόν θυμό μου έπινα το κρασί μέ τό ποτήρι γεμάτο ώς επάνω. Μή όντας συνηθισμένος, ζαλίστηκα σέ λίγο, κι ο θυμός μου μεγάλωνε μαζύ μέ τό μεθύσι. Μ’έπιασε άξαφνα η όρεξη νά τούς βρίσω μέ τόν πιό αυθάδη τρόπο καί κατόπιν νά φύγω. Ν’αδράξω τήν στιγμή, νά τούς δείξω ποιός είμαι, κι άς λέγανε: «Μπορεί νά είναι γελοίος, μά δέν είναι καθόλου κουτός» καί... καί... μέ δύο λόγια, ο διάολος νά τούς πάρει!

Τούς προκαλούσα μέ τό αποβλακωμένο βλέμμα μου. Μού έδειχναν πώς μ’είχαν εντελώς ξεχάσει. Μεταξύ του έκαναν θόρυβο, φώναζαν, διασκέδαζαν. Ο Ζβερκώφ φλυαρούσε αδιάκοπα. Άρχισα ν’ακούω. Ο Ζβερκώφ διηγείτο πώς κατόρθωσε νά κάνη μιά κυρία τής αριστοκρατίας νά τού πή εκείνη ότι τόν αγαπά (βέβαια, έλεγε ψέμματα, αναιδέστατα) κι ότι στήν υπόθεση αυτή τόν βοήθησε κάποιος αδελφικός του φίλος, κάποιος νεαρός πρίγκηπας, ο ουσάρος Κόλυα, πού κρατούσε στήν φούχτα του τρείς χιλιάδες ψυχές.

«Ωστόσο, αυτός ο ουσάρος Κόλυα, πού είχε στήν φούχτα του τρείς χιλιάδες ψυχές, δέν ήρθε εδώ νά σάς αποχαιρετήση» τού λέω, παίρνοντας μέρος στήν συζήτηση. Μεμιάς σώπασαν όλοι.

«Είστε μεθυσμένος τώρα» είπε ο Τρουντολιούμπωφ, καί καταδέχτηκε επιτέλους νά μέ κυττάξη, ρίχνοντας λοξά τό βλέμμα πάνω μου, γεμάτος περιφρόνηση. Ο Ζβερκώφ μέ κύτταξε σιωπηλά, όπως παρατηρεί κανείς ένα μαμούνι.

Φ.Ντοστογιέφκσι - Τό υπόγειον.




0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats