Mιὰ πληγὴ ἀνοικτὴ
Πάνω στὴν κατάποση τῆς οὐρᾶς τοῦ τρίτου σπρὶνγκ ῥὸλλ καὶ ἐνῷ μιὰ τσουράπω ἐντελῶς used γκόμενα μοῦ συστηνόταν τὸ θυμήθηκα! Εἶχα προλάβει νὰ πιῶ λιγουλάκι ῥὸζ κρασί, νὰ μὲ στάξω στὸν καναπὲ καὶ νὰ σκανάρω τοὺς πέριξ. Ἡ μουσικὴ χωρὶς στίχους γι’αὐτὸ πολὺ μὲ ἄρεζε, τὸ πιοτὶ σὲ ποικιλόσχημες φιάλες, τὰ δὲ φαγιὰ ἤντουσταν πολλὰ καὶ περίεργης φυσιογνωμίας, διέθετον μάλιστα καὶ πολυχρωμία. Στὸ τρίτο σπρὶνγκ ῥὸλλ λοιπὸν καθὼς ἡ προειρημένη σαλούφα μὲ περιτριγύριζε σάρκινους σκοποὺς ἔχουσα, ῥωτώντας μὲ τί ἀσχολοῦμαι ἐνῷ πρὶν ἀπὸ ἀκριβῶς 1,5 σπρὶνγκ ῥὸλλ ὁ ἀμφιτρύων Βασίλης συστήσας αὐτὴν ἐμοὶ τῆς εἶχε ἀναφέρει τὰ βιοπορίστικά μου, ὅλως ἀποτόμως προσγειώθηκε στὸ μυαλό μου!
Εἶχα ἀφήσει ἀνοικτὸ τὸν θερμοσίφωνα!
Τετράκις χρυσὸς ὀλυμπιονίκης τσιπισμοῦ, κερδίσας ἑπτὰ μήτινγκς τσιγκουνιᾶς, μακρὰν πολυπρωταθλητὴςγυφτιᾶςῥομισμοῦ, δὲν τὸ πολυσκέφτηκα. Συγχώρησιν ζήτησα ἀπὸ τὴν δεσποινίδα καὶ τὸ θυμῖζον πολλὰ τέρψιον ἄρωμά της, μὴ κυττώντας την φυσικὰ στὰ μάτια, ἄφησα τὸ ποτήρι μου σ’ἕνα εὔκαιρο πάσο, ἔβαλα δυὸ καναπεδάκια σὲ μιὰν χαρτοπετσέτα καὶ στράφηκα πρὸς τὴν ἔξοδο.
«Μὰ ποῦ πᾶαααατε; Σὲ μισὴ ὥρα, ἀλλάζει ὁ χρόνος!»
«Νὰ μήν, πῇτε του! Νὰ μήν! Μιὰ χαρὰ τοῦ πάει ἡ κρὲμ σαλιάρα καὶ τὸ ῥιγὲ παντελόνι! Νὰ μὲ περιμένετε, Μελπομένη, δὲν θὰ ἀργήσω! Θὰ σᾶς πῶ καὶ πῶς βγάζω τὰ πρὸς τὸ ζῆν!»
Χαμογέλασε ἐντελῶς γυναικεῖα, προβοκάροντάς με μιὰ στάλα καὶ ἔφυγα ἀπὸ τὸ σαλόνι. Μὲ ἕναν πρόχειρο ὑπολογισμὸ ἐξεπόνησα πὼς συνέφερε ἀκόμη καὶ ἡ διὰ ταξιοῦ ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι προκειμένου νὰ σβήσῃ ὁ μπινὲς θερμοσίφων. Φυσικά, τὸ εἶχα προσπαθήσει περισσότερο τσίπικα· προηγουμένως εἶχα ζητήξει ἀπὸ τὸν Βασίλη μὲ ἕνα γλοιῶδες καὶ δουλοπρεπὲς ὕφος νὰ μὲ πάῃ ὁ ἴδιος στὸ σπίτι… Αὐτὸς μὲ συγκινητικὸ ἐνδιαφέρον ῥώτησε ἐὰν εἶμαι καλά, ἡ ὥρα παρὰ εἴκοσι! Τὸ ξέρω Βασίλη, τὸ ξέρω… Τοὐλάχιστον παράγγειλέ μου ἕνα ταξί. Ἀπαλλοτροίωσα δύο τυροπιτάκια καὶ βγῆκα στὸν δρόμο.
Μὲ περίμενε ἤδη ἕνα κορόλλα μὲ μηχανὴ ἀναμμένη (γαμιόλη, μὴ χάσῃς!) ὁ ὁδηγὸς μὲ κυττοῦσε μὲ μανσονικὸ ὕφος καὶ μάντεψα μιὰν ἀπαγγελία μοιρολογιοῦ τριαντατριῶν χιλιάδων τρακοσίων τριαντατριῶν στίχων γιὰ τὴν ἄδικη κενωνία ἡ ὁποία μᾶς ὤθησε νὰ δουλεύουμε τέτοιες μέρες, πάνω ποὺ ἀλλάζει ὁ χρόνος (ἄ! Καὶ σ’ ἐσᾶς δὲν ἀρέσει ἡ ἀμφίεσίς του;) ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ ἤμανε μὲ τὴν οἰκογένεια νὰ βλέπουμε ἑορταστικὸ ΥΕΝΕΔ πρόγραμμα, ναί, τὸν Τέρρη Χρυσό. Ὦ ῥὲ φίλε… Τί πρέπει νὰ ὑποστοῦμε γιὰ τὸν γκέυ τὸν θερμοσίφωναααααα, ἄξιζε μωρὲ ὅλο αὐτὸ τὸ νταβαντούρι τελικά; Ἄξιζε, ἄξιζε!
«Χρόνια πολλά» εὐχήθηκα μπαίνοντας σιγὰ τὶς πόρτες κι ὁ ταρίφας σὲ μιὰν ἀποθέωση χουβαρντοσύνης ἔριξε ἕνα «πίσης» μὲ τὸ τελευταῖο σ νὰ ψοφᾷ πρὶν βγῇ ἀπὸ τὰ μουστάκια του. Σὰν Μεγάλη Παρασκευὴ τὸ ὅλο κλίμα μὲ τὸν γρουσούζη ὁδηγὸ ἀλλὰ ἐν τάξει μωρέ, λογικό, κακῶς τὸν ἔψεγα, λίγο τὸ ἔχεις νὰ εἶσαι τέτοιες ὧρες τσὶ δρόμοι κι ὄχι μὲ τὴν γυναίκα, τὰ παιδιὰ σὲ κάποιο στριμόκωλο ἀπὸ στολίδια σαλόνι ἰσόγειου σπιτιοῦ, ἀνέκφραστος νὰ γκλεντᾷς (ὅπως ἔλεγε κι ὁ Λιάπκιν) μὲ κονσερβάτο τραπεζοξεφάντωμα τηλεόρασης, μασουλώντας πανιασμένα μύγδαλα καὶ πίνοντας προηγουμένου αἰῶνος μπαλλαντάινς, προσπαθώντας νὰ χαμογελᾷς στὴν μοῦ’φαγες τὴν ζωὴ σκύλλα, γυναίκα σου καὶ νὰ γλυκομιλᾷς στὰ μᾶλλον παιδιά σου ἐνῷ τὶς λοιπὲς ἡμέρες τοῦ ἔτους κάνεις ἔρωτα στοὺς θεούς τους; Γι’αὐτὸ κι ἐγὼ μεγαλόψυχα, ἀπεφάσισα νὰ ἀνεχτῶ ὅ,τι κι ἂν ἔλεγε ὁ ἐρίφης, θὰ γινόμανε καλοπροσφέρετος ὦμος γιὰ τὸν τριανταμία δωδεκάτου καημό του. Ξεκίνησα τὸ λοιπὸν δίδοντάς του λουκουμάτη πάσα γιὰ νὰ ἀρχίσῃ, «ἐρημιά, ἔ;»
Αὐτὸς ὅμως ψέλλισε ἕνα ἀδιάφορο ναὶ καὶ μετὰ ἀπὸ μιὰ δευτέρα στὸ κιβώτιο, πάτησε ἕνα κουμπὶ στὸ ῥάδιο. Ἦχοι ἦρθαν καὶ καβατζώθηκαν στὸν θάλαμο ξεκαθαρίζοντας ὅτι δὲν θὰ ἔπαιζε κουβέντα ταρίφα καὶ πελάτη. Κι ἔτσι, ὁ χρόνος ἄλλαξε (ὄχι ῥοῦχα, ἐν τάξει!) μὲ ἐμένα σὲ ἕνα ταξί, νὰ ἀκούω τὴν Ἐκδρομὴ τοῦ Μιχαὴλ Χατζηιωάννου.
Μοῦ εἶχες (sic) τάξει μιὰν ἐκδρομὴ μὰ εἶναι γιὰ μᾶς ἡ κάθε μέρα βροχὴ
μ’ ἔχει κουράσει αὐτὴ ἡ διαδρομὴ ἕνα τοπίο ὅλο ὄχι καὶ μὴ
Εἶχα ἀφήσει ἀνοικτὸ τὸν θερμοσίφωνα!
Τετράκις χρυσὸς ὀλυμπιονίκης τσιπισμοῦ, κερδίσας ἑπτὰ μήτινγκς τσιγκουνιᾶς, μακρὰν πολυπρωταθλητὴς
«Μὰ ποῦ πᾶαααατε; Σὲ μισὴ ὥρα, ἀλλάζει ὁ χρόνος!»
«Νὰ μήν, πῇτε του! Νὰ μήν! Μιὰ χαρὰ τοῦ πάει ἡ κρὲμ σαλιάρα καὶ τὸ ῥιγὲ παντελόνι! Νὰ μὲ περιμένετε, Μελπομένη, δὲν θὰ ἀργήσω! Θὰ σᾶς πῶ καὶ πῶς βγάζω τὰ πρὸς τὸ ζῆν!»
Χαμογέλασε ἐντελῶς γυναικεῖα, προβοκάροντάς με μιὰ στάλα καὶ ἔφυγα ἀπὸ τὸ σαλόνι. Μὲ ἕναν πρόχειρο ὑπολογισμὸ ἐξεπόνησα πὼς συνέφερε ἀκόμη καὶ ἡ διὰ ταξιοῦ ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι προκειμένου νὰ σβήσῃ ὁ μπινὲς θερμοσίφων. Φυσικά, τὸ εἶχα προσπαθήσει περισσότερο τσίπικα· προηγουμένως εἶχα ζητήξει ἀπὸ τὸν Βασίλη μὲ ἕνα γλοιῶδες καὶ δουλοπρεπὲς ὕφος νὰ μὲ πάῃ ὁ ἴδιος στὸ σπίτι… Αὐτὸς μὲ συγκινητικὸ ἐνδιαφέρον ῥώτησε ἐὰν εἶμαι καλά, ἡ ὥρα παρὰ εἴκοσι! Τὸ ξέρω Βασίλη, τὸ ξέρω… Τοὐλάχιστον παράγγειλέ μου ἕνα ταξί. Ἀπαλλοτροίωσα δύο τυροπιτάκια καὶ βγῆκα στὸν δρόμο.
Μὲ περίμενε ἤδη ἕνα κορόλλα μὲ μηχανὴ ἀναμμένη (γαμιόλη, μὴ χάσῃς!) ὁ ὁδηγὸς μὲ κυττοῦσε μὲ μανσονικὸ ὕφος καὶ μάντεψα μιὰν ἀπαγγελία μοιρολογιοῦ τριαντατριῶν χιλιάδων τρακοσίων τριαντατριῶν στίχων γιὰ τὴν ἄδικη κενωνία ἡ ὁποία μᾶς ὤθησε νὰ δουλεύουμε τέτοιες μέρες, πάνω ποὺ ἀλλάζει ὁ χρόνος (ἄ! Καὶ σ’ ἐσᾶς δὲν ἀρέσει ἡ ἀμφίεσίς του;) ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ ἤμανε μὲ τὴν οἰκογένεια νὰ βλέπουμε ἑορταστικὸ ΥΕΝΕΔ πρόγραμμα, ναί, τὸν Τέρρη Χρυσό. Ὦ ῥὲ φίλε… Τί πρέπει νὰ ὑποστοῦμε γιὰ τὸν γκέυ τὸν θερμοσίφωναααααα, ἄξιζε μωρὲ ὅλο αὐτὸ τὸ νταβαντούρι τελικά; Ἄξιζε, ἄξιζε!
«Χρόνια πολλά» εὐχήθηκα μπαίνοντας σιγὰ τὶς πόρτες κι ὁ ταρίφας σὲ μιὰν ἀποθέωση χουβαρντοσύνης ἔριξε ἕνα «πίσης» μὲ τὸ τελευταῖο σ νὰ ψοφᾷ πρὶν βγῇ ἀπὸ τὰ μουστάκια του. Σὰν Μεγάλη Παρασκευὴ τὸ ὅλο κλίμα μὲ τὸν γρουσούζη ὁδηγὸ ἀλλὰ ἐν τάξει μωρέ, λογικό, κακῶς τὸν ἔψεγα, λίγο τὸ ἔχεις νὰ εἶσαι τέτοιες ὧρες τσὶ δρόμοι κι ὄχι μὲ τὴν γυναίκα, τὰ παιδιὰ σὲ κάποιο στριμόκωλο ἀπὸ στολίδια σαλόνι ἰσόγειου σπιτιοῦ, ἀνέκφραστος νὰ γκλεντᾷς (ὅπως ἔλεγε κι ὁ Λιάπκιν) μὲ κονσερβάτο τραπεζοξεφάντωμα τηλεόρασης, μασουλώντας πανιασμένα μύγδαλα καὶ πίνοντας προηγουμένου αἰῶνος μπαλλαντάινς, προσπαθώντας νὰ χαμογελᾷς στὴν μοῦ’φαγες τὴν ζωὴ σκύλλα, γυναίκα σου καὶ νὰ γλυκομιλᾷς στὰ μᾶλλον παιδιά σου ἐνῷ τὶς λοιπὲς ἡμέρες τοῦ ἔτους κάνεις ἔρωτα στοὺς θεούς τους; Γι’αὐτὸ κι ἐγὼ μεγαλόψυχα, ἀπεφάσισα νὰ ἀνεχτῶ ὅ,τι κι ἂν ἔλεγε ὁ ἐρίφης, θὰ γινόμανε καλοπροσφέρετος ὦμος γιὰ τὸν τριανταμία δωδεκάτου καημό του. Ξεκίνησα τὸ λοιπὸν δίδοντάς του λουκουμάτη πάσα γιὰ νὰ ἀρχίσῃ, «ἐρημιά, ἔ;»
Αὐτὸς ὅμως ψέλλισε ἕνα ἀδιάφορο ναὶ καὶ μετὰ ἀπὸ μιὰ δευτέρα στὸ κιβώτιο, πάτησε ἕνα κουμπὶ στὸ ῥάδιο. Ἦχοι ἦρθαν καὶ καβατζώθηκαν στὸν θάλαμο ξεκαθαρίζοντας ὅτι δὲν θὰ ἔπαιζε κουβέντα ταρίφα καὶ πελάτη. Κι ἔτσι, ὁ χρόνος ἄλλαξε (ὄχι ῥοῦχα, ἐν τάξει!) μὲ ἐμένα σὲ ἕνα ταξί, νὰ ἀκούω τὴν Ἐκδρομὴ τοῦ Μιχαὴλ Χατζηιωάννου.
Μοῦ εἶχες (sic) τάξει μιὰν ἐκδρομὴ μὰ εἶναι γιὰ μᾶς ἡ κάθε μέρα βροχὴ
μ’ ἔχει κουράσει αὐτὴ ἡ διαδρομὴ ἕνα τοπίο ὅλο ὄχι καὶ μὴ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα