Τοῦ κώλου, τὸ δίχως ἄλλο.
Ὁ χοντροῦλος κύριος μὲ τὶς παχιὲς μουστάκες καὶ τὸ στρογγυλὸ κόκκινο πρόσωπο, τίναξε –ὅσο ἔπρεπε– τὴν στάχτη τοῦ πούρου, κύτταξε τὴν ὥρα, ἔβαλε στὴν πλαϊνὴ τσέπη τὸ ῥολόι του, τίναξε τὰ πέτα τοῦ σακακιοῦ, ἤλεγξε τὰ κουμπιὰ τοῦ στενοῦ του γιλέκου, κύτταξε ξανὰ τὸ ῥολόι του, χτύπησε τὰ δάκτυλα νευρικὰ στὸ μεγάλο στέρφο τραπέζι κι ἀφοῦ εἶδε πὼς δὲν τοῦ’χε ἀπομείνει κάτι ἄλλο νὰ κάνῃ, ἔκανε νόημα σὲ ἕναν παρακειμένως.
«Εἰδοποίησαν πὼς θ’ἀργήσουν;»
Ὁ λακὲς δὲν ἄρθρωσε λέξη· τὰ χείλη μόνο ἔσφιξε σὲ χαμόγελο δυσκοιλιότητας λὲς κι ἔφταιγε αὐτὸς γιὰ τὴν καθυστέρηση. Μὲ ἕνα παράταιρο γιὰ τὸν ὄγκο του σάλτο, ὁ καλοντυμένος κύριος ξέφυγε τῆς πολυθρόνας, σηκώθηκε καὶ βγαίνοντας τοῦ ἄχανου δωματίου, εἶπε.
«Ὅταν ἔρθουν, βγάλ’τους καφέ καὶ φώναξέ με ἄμεσα» ἐντέλλευσε κι ἄλλαξε ἔτσι τὸ χαμόγελο τοῦ ὑφισταμένου του σὲ δὲν εἶναι τῆς παρούσης.
Ἐλάχιστα μετά, στὸ γραφεῖο του, σὲ ὁμοίως ἄνετη καὶ παρ’ὁλίγον κρεβάτι πολυθρόνα, περιμένοντας, ἀγνάντευε ἀπ’τὸ μεγάλο ἀφυψήλιο παράθυρο τὰ λοιπὰ κτήρια τῆς περιοχῆς. Ξέφυγε τῆς ἀφηρημάδας, στράφηκε στὸ γραφεῖο καὶ ἤλεγξε τὴν ἀλληλογραφία του. Ἕνας φάκελλος (ὁ πάνω του γραφικὸς χαρακτήρας δηλαδὴ) ἀνάμεσα σ’ἄλλους τράβηξε τὴν προσοχή του. Τὸν ἀνέσυρε, τὸν ἄνοιξε καὶ γιόμισε ὁ χῶρος μὲ
Jus Primae Noctis.
Καίτοι στὰ ὅρια τῆς ἐμμηνόπαυσης, οἱ συνεχεῖς ἐναλλαγὲς τῶν θυομένων συζύγων τῶν ὑφισταμένων του, τὸν διετηροῦσαν σὲ μιὰ καλὴ φόρμα καὶ αὐτὴ ἡ καλὴ φόρμα ἀφιερωνόταν καὶ διοχετευόταν στὶς θυόμενες συζύγους τῶν ὑφισταμένων του. Αὐτές, δὲν τὸν ἐρωτεύονταν φυσικά, οὔτε συνέθεταν γιὰ χάρη του τραγούδια τοῦ καημοῦ ἄμα τῇ ἀπουσίᾳ του ὅταν π.χ. κάποια σύζυγος νεοπροσληφθέντος ὑπέβαλλε τὰ διαπιστευτήριά της, ἀλλὰ διέθετε τὸ κατιτίς, εἶχε αὐτὸ τὸ κάτι, τὸ ἐκ τῆς ἰδιότητός του ἐκπορευόμενο ποὺ ἂς ποῦμε γοήτευε (εἰδικῶς τὶς πιότερο ἀνασφαλεῖς σύζυγες) καὶ χρύσωνε τὸ χάπι τῆς χωρὶς συναίνεση νομῆς. Ἕνας φάκελλος, ὁ πάνω του γραφικὸς χαρακτήρας κρατοῦσε ἐκεῖ τὴν προσοχή του. Συνέλαβε τὸν ἑαυτό του νὰ παλεύῃ μὲ ἕνα ἄλγος θυμησιᾶς κι ἔψαξε φάρμακο. Ἄνοιξε ἕνα συρτάρι, ἔβγαλε ἕνα μπουκάλι μὲ κονιὰκ καὶ γέμισε ἕνα ποτήρι.
.
.
.
Μόλις καὶ ἐντελῶς εἶχε ἐκπληρωθῇ τὸ δέον. Τὸ μαράζι τῆς διείσδυσης εἶχε τακτοποιηθῇ μὲ μιὰ κρεβατικὴ πάλη καιρὸ ἀγόμενη καὶ φερόμενη, καθόλου μηχανικὰ ὡστόσο. Κυττούσαμε κι οἱ δύο στὸ κενὸ στὸ τέλος τοῦ δωματίου, κρύβοντας μιὰν ἀδικαιολόγητη ἀμηχανία, προσπαθοῦντες νὰ καταλαγιάσουμε τὶς καλπάζουσες ἀναπνοές. Ἡ Μιμίκα ἄναψε τὸ φῶς, ἀναζήτησε κάτι στὸ κομοδίνο, τὸ βρῆκε καὶ γύρισε σὲ μένα. Μοῦ πρόσφερε ἀντὶ τσιγάρου, τσίχλες καὶ τσιρότα νικοτίνης. Κόλλησα ἕνα στὸ μπράτσο μου, πάνω σὲ μιὰ πιπιλιᾶς της νεότευκτη μελανιά. Παρόλη τὴν ἀσήκωτη σκιὰ τοῦ νεκροῦ σπέρματος, μπόρεσα καὶ τὸ εἶπα. Γύρισα στὰ πλάγια, πάντα πρὸς αὐτήν, ἀνέλαβα ἐμβρυϊκὴ στάση, κόλλησα πάνω της καὶ ἔστειλα τὴν παλάμη μου στὸ μάγουλό της ὅπως θὰ χάιδευα κάποιο μικρὸ παιδί, κενός, παραιτημένος καὶ μακρυὰ ἀπὸ κάθε σκέψη καὶ ἐπιδίωξη ὑστερόβουλου μυαλοῦ καὶ βρώμικου σώματος. Ἄστραψε τὸ βλέμμα της πάνω στὸ δικό μου καθὼς τῆς ἔλεγα πώς:
βρικα στα ματια συ αφτο πυ εψαχνα κε ιμε ετιμος να προχορισο τιν ζοι μυ μαζι συ
~~~~~~~~~~
Εἶχε γεμίσει κι ἀδειάσει ἀρκετὲς φορὲς τὸ ποτήρι του μὰ τὸ πύον παρέμενε σὲ μιὰν τώρα δὰ ἀναμοχλευθεῖσα οὐλὴ στὸ μυαλό του. Παραξενευόταν μὲ αὐτὴν τὴν δερματόστικτη ἐμμονὴ καὶ θέλησε νὰ κινήσῃ πρὸς τὰ πίσω. Ἐνθυμούμενος τὰ τότε, θυμήθηκε τὴν ἀρχή, θυμήθηκε καὶ τὸ τέλος. Μὲ ξεκάθαρα τὰ δύο ἀκρότατα σημεῖα, ἄκουσε τὸν ἑαυτό του μεγαλόφωνα, νὰ τοῦ τὸ ὑπενθυμίζῃ ἐξόχως γιατρευτικά:
Ἀπὸ πίπα σὲ πίπα. Ἢ μήπως, σχέση τοῦ κώλου;
Διότι ἡ ἐργοδοσία, ἂν μὴ τί ἄλλο, γνωρίζει τὴν ψυχοσύνθεση τοῦ εἴλωτα, τοῦ παρία καὶ μὲ ποῖον τρόπο θὰ ἀγαπήσῃ ὁ σκλάβος τὴν γαλέρα. Κινήθηκες μέσα σὲ καλοσχεδιασμένα πλάνα ὥστε ἡ ἐργασιακὴ ῥουτίνα νὰ μὴν σὲ ἀγγίξῃ ἢ ἔστω ἐὰν σὲ ἄγγιζε νὰ τὴν θεωροῦσες παράπλευρο τίμημα. Κατὰ τὰ λοιπὰ κάθε γουργουριστὸ κι εὐχάριστο συναίσθημα μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο πιπῶν, στὴν διάρκεια τῆς τοῦ κώλου σχέσης, ἦταν τὸ ἀποκύημα, ἡ ἐπήρεια ἑνὸς πλασῆμπο ἀψεγάδιαστα κι ἄριστα παρασκευασθέντος ἀπὸ τὸν capitán.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα