Πέμπτη, Νοεμβρίου 25, 2010

Καὶ λίγο κράτει;

Καθόμανε ἀρακτὸς παίζων τὸ κομπολόι, μὲ ἤχους χάντρας γαργαλιάρικα ἔνρινους, μὲ τὰ πόδια μάλιστα χυμένα σὲ ἕνα ψηλὸ ὑπόποδιο κάτω ἀπὸ τὸ γραφεῖο τοῦ θυρωρείου. Ἐρημιὰ ἔπαιζε στὰ πέριξ, καίτοι μεσημέρια ὥρα λίαν ἐργάσιμος κατὰ τ’ἄλλα. Στὴν ἀρχὴ παραξενεύθηκα ἀλλὰ ὁ συνάδελφος Μηνὰς τῆς πρωϊνῆς βάρδιας τὄξερε καὶ μοῦ τὸ εἶπε. Κι ἔτσι λοιπὸν ἀντὶ τσατσάρας, στὶς χάντρες μου μετροῦσα τὸν χρόνο ποὺ περνοῦσε μέχρι νὰ μαζευτοῦν πάλι τὰ παιδιὰ τὰ ὁποῖα πολὺ θὰ μὲ λείψουν τώρα ποὺ τὴν σύνταξη θὰ τσιμπήσω· τὸ ἐπικουρικὸ πάντως θὰ μοῦ γειάνῃ τὸν καημό.

Δέκα χιλιάδαι ὀκτακόκια δύο, δέκα χιλιάδαι ὀκτακόκια τρία, δέκα χιλιάδαι ὀκτακόκια τέλαλα δέκα χιλιάδαι ὀκτακόκια μούτζα, δέκα χιλιάδαι ὀκτακόκια ἔξ, δέκα χιλιάδαι ὀκτακόκια ἑφτὰ (ἀργήσανε!) στὴν ντουζίνα πάνω ἀπὸ τὸ στρογγυλό, ἐφάνηκαν.

Ὁ στὰ ὅμορφα προσώπατά τους κάματος, σὰν ἄνοιξης κάμπια σὲ τρυφερὸ καὶ γιομάτο χυμοὺς μισχουδάκι. Μαζὺ μὲ αὐτὸν καὶ μιὰ ῥυτίδα ποὺ ἔσκιαζε τὰ εὐπροσήγορα χαρακτηριστικά τους· παρόλα αὐτὰ τὰ φυλλοβόλα, δὲν γινόταν νὰ μπερδέψουν τὴν δινόμενη ἐντύπωση. Μάντευες μισοβλέποντας ἕναν τοκετὸ ἔκφρασης θριάμβου. Δικαίωσης! Νίκης!

Νομίζω ὅτι τέτοια μουτσουνίτσα θὰ εἶχε ὁ Φιδὲλ ὅταν θὰ ἔμπαινε Μπατιστοχωνέψας, στὶς ὀκτὼ τοῦ γεναριοῦ τοῦ ’59, στὴν Ἁβάνα κι ἀναλόγως ὅμοιο προσωπάκι θἆχε ἀναλάβει κι ὁ Βλαδίμηρος τὸν Αὔγουστο τοῦ 1903 καθὼς στρίμωχνε τοὺς μενσὲ στὸ νησί. Ὁ κρότος τῶν τυφεκίων μὲ τὸ μολυβένιο πρὸς τοὺς Ῥομανὼφ δῶρο, τὴν στιγμὴ τῆς ἐκπυρσοκρότησης ἀπέπνεε τὴν ἴδια κυματοειδῆ αὕρα μὲ αὐτὴν τοῦ τώρα ἐπιστρέφοντος κόσμου καὶ στὴν δημοκρατία τῆς γκιλοτίνας, οἱ στριγγλιὲς τοῦ ἄρρωστου πλήθους μπροστὰ στὸ ἀκέφαλο τοῦ Βασιλέως σῶμα στὴν μεγάαααλη πλατεία (θυμᾶσαι σαπάκι μου;) ἐξέπεμπαν ἀναλογικῶς ἑπτὰ φορὲς τὸ φ σὲ ντεσιμπὲλ ἀπὸ τὸν θόρυβο τῶν βημάτων στὴν αἴθουσα καθὼς προσεγγίζονται οἱ ὀλιγοώρου ὁρφανὲς θέσεις.

Ναί, ναί, κυττῶ, τώρα ποὺ κάθονται πάλι στὰ γραφεῖα των, μὲ καταπιεσμένο θαυμασμὸ καὶ ἕνα ἀδιόρθωτα δύσκαμπτο σύμπλεγμα τὴν ἀβὰν γκὰρντ τῶν καιρῶν μας, τοὺς ἐντὸς δέκα χιλιάδωνε ὀκτακοκίων δευτερολέπτων, ἀποδομίζοντες (ἢ μήπως πρέπει νὰ γράψω: ἀποδομίσαντες; ἴσως σχολώντας νὰ δῶ ἔξω στοὺς δρόμοι μιὰ πολιτειακὴ ἀλλαγὴ νά, τόοοοοοση μὲ τὸ συμπάθειο!) τὸν καπιταλισμό, τὸ ἀστικὸ καθεστὼς καὶ τὸ σύστημα. Νοιώθω τυχερὸς ποὺ εἶμαι στὸν κύκλο τους, ποὺ τοὺς ἔχω κοντά μου, γύρω μου, ποὺ τοὺς γνωρίζω· μοῦ περιποιεῖ τοῦτο μιὰ τιμὴ ποὺ ὅμοιά της δὲν παίζει στὸν ἀιώνα τὸν ἅπαντα. Ὅταν μετὰ ἀπὸ δεκαετίες ὁ κόσμος θὰ ἀποτίῃ σέβας σὲ προτομές τους καὶ τέτοια ψυχρὰ θυμητήρια θὰ ἀναρωτιέται μὲ νηπιακὸ τόνο: πῶς θἆταν ἄραγες ὁ συγχρωματισμὸς μ’αὐτοὺς τοὺς ἄριστους;



ΥΓ: Μόνο ἡ γλυκειὰ Μιμίκα δὲν πολυσκιάζεται γιὰ ἀνατροπὲς καὶ ῥήξεις κι ἂς τὸ παίζῃ Πασιονάρια - ἢ ἔστω τὸ ἔπαιζε μέχρι πρότινος. Ἐκμεταλλευθεῖσα τὸ κυκλώπειο διάλειμμα, πετάχτηκε στὴν γκαρσονιερίτσα της καὶ ὑπέβαλλε τὰ σέβη της – γονυπετὴς κατ’ἀρχάς, μὲ τὰ σκέλη της, ἐν συνεχείᾳ, σχηματίζοντα ὀρθὴ πρὸς τὸ ταβάνι γωνία – σὲ σημαῖνον τῆς ἰντελλιγκέντσιας στέλεχος. Ναί, ναί, εἶναι τόσο ξεκάθαρο…Αὐτὴ ἡ ὑδυπαθὴς στὸ πρόσωπό της χαύνωση μοῦ τὸ μαρτυρᾷ ἀκόμα κι ἂν δὲν τὸ ἀντιλαμβανόμουν ἀπὸ τὴν χαρακτηριστικὴ τοῦ προσφάτως ἁμαρτήσαντος σώματος μυρωδιά. 


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats