Κυριακή, Δεκεμβρίου 26, 2010

1954 AD

Ἀφήνω τὸ πόδι μου ἀπὸ τὸ πέδιλο τῆς ῥαπτομηχανῆς, βάζω στὴν ἄκρη τὴν μόλις τὸ ἀνεπανόρθωτο νιώσασα φόδρα, σηκώνομαι καὶ τεντώνομαι μὲ μιὰ βαθιὰ ὑπόκλιση πρὸς μιὰν ὄψιμη ὑπερασπίστρια τῶν δῶ καὶ δεκαετίες κεκτημένων μας (sic) συνάδελφο. Νομίζω ὅτι τῆς χαμογελῶ κιόλας.

Διψῶ.

Κινοῦμαι πρὸς τὴν κρήνη τοῦ τμήματος, τσιμπάω ἕνα δωρεὰν ποτηράκι καὶ τὸ γιομίζω.

Καθὼς γιομίζω, κυττῶ πέρα ἀπὸ τὸ ἀνοικτὸ παράθυρο παίρνω βαθιὲς ἀνάσες τὸν κάματο τῆς φάμπρικας μαλαζόμενες. Βλέπω τὸ τουτοῦ μου σταθμευθὲν κάτω καὶ παρότι τὸ ὑπερχειλιζόμενο ποτήρι βρέχει τὰ δάκτυλά μου, δὲν ἀνακαλῶ τὸ βλέμμα ἀπὸ ἔξω· βλέπεις παρατηρῶ ἐντελῶς κολλητὰ στὸ ἀμαξάκι μου, στὸ ὀπίσθιο μάλιστα μέρος αὐτοῦ ~~~~

Ἕνα κυανόγκριζο τρίπορτο λιφτμπακάκι (νὰ) εἶναι κι αὐτὸ ἐκεῖ, ἐντελῶς κολλητὰ ὅπως προεῖπα, κι αὐτὸ μὲ τὰ νῶτα στὰ δικά μου νῶτα σ’ἀπόσταση μικρὴ πολὺ μικρὴ τόσο μικρὴ ποὺ μόνον μιὰ αἰδοιότριχα (μὲ προϋπόθεση μάλιστα νὰ μὴν πάσχῃ ἀπὸ ψαλίδα) χωρᾷ· ἀπόσταση μικρὴ πολὺ μικρή.

Αὐτὸ τὸ κῶλο μὲ κῶλο, μοῦ προκαλεῖ μιὰν ῥαχοκοκάλια θύμηση· τσακμακώνει μιὰν ἀνατριχίλα καθὼς ἀνασέρνω κεῖνες κάποιες βραδιὲς σὰν τὸ τώρα θέαμα τῶν δύο ὀπισθίᾳ κολλητῶν ἀμαξιῶν. Μὲ θυμήθηκα κλινήρη, νὰ πέφτω νὰ κοιμᾶμαι καὶ νὰ καταπατῶ τὶς ἂχ νὰ ξημερωθοῦμε ἀγκαλιὰ ὑποσχέσεις μὲ τὴν Κάππα. Ἐλάχιστα μετὰ ἀπὸ τὴν ἀπόσταξη, τὴν ὀξείδωση τοῦ σπέρματος σὲ μιὰ γεμάτη στεναγμοὺς ἀτμόσφαιρα σκοτεινοῦ δωματίου, καὶ τὴν τάμπουλα ῥάζα διάθεση ποὺ δημιουργεῖ τὸ πέρας τῶν ἐνάλατων κινήσεων, τὴν πασακλίδικα καλοέπεφτα καὶ γύριζα μάλιστα πλευρὸ καληνύχτα μωράκι μμμμ. Ἐλάχιστα μετά. Τὴν ἑπομένη ἦταν τὰ ζόρια, ὅταν πάνω στὸν καφὲ ἄκουγα ἐν πυζάμαις καὶ ὀργάνοις τὰ παράπονά της. Γινόμουν ἕνα κτῆνος, ἕνας παρτάκιας, καλὲ γουρούνι τοῦ ὁποίου τὰ σπανίως γλυκόλογα πάντοτε ἦσαν τῆς καύλας λόγια, μόνον οἱ τέτοιες ὀρέξεις δημιουργοῦσαν τρυφεροκουβέντες, ναὶ ναὶ ναὶ ναί. Σὲ μιὰ ἂς ποῦμε, οὐδέτερη, μακρὰν τῶν ἀφροδισίων στιγμή, τὸ πρόγραμμα δὲν διέθετε οὔτε ἀγκαλιές, οὔτε φιλιὰ, μὰ ο῎υτε καὶ μὰ τί κάνουν ἐπὶ τέλους οἱ ἐρωτευμένοι, μοῦ λές; Χμ… Προφανῶς εἶχε δίκιο, ἔπρεπε ἐπανόρθωση κι ἔκανα σχέδια… Θὰ πρόσεχα λοιπὸν τὴν ἑπομένη φορὰ, θὰ κολλοῦσα συνεχῶς πάνω της σὰν ἐγκυμονὸν στρείδι. Παίζων μάλιστα πρίνοθεν μαλακίαν δὲν θὰ μὲ ἔνοιωθε χαμηλὰ σκληρὸ κατὰ τὶς ἀδιάλειπτα θερμὲς ἀγκάλες, συνεπῶς τὸ σ’ἀγαπῶ θὰ διατυπωνόταν ἐν πλήρῃ ἀφιμερικῇ διαθέσει καὶ αὐτὴ θὰ τὸ ἀντιλαμβάνετο, θὰ τὸ καταλάβαινε, τὸ δίχως ἄλλο καὶ θὰ τὸ εκτιμοῦσε! Ναί, ναί, τέτοιες ἐνορχηστρώσεις ἔπλεκα καὶ τὶς ἐπιστέγαζα μὲ ἄφατη βεβαιότητα γιὰ τὴν εὐόδωσίν των, ἄλλωστε δὲν ἦσαν καὶ τόσο δύσκολα καὶ σύνθετα τὰ ἑαυτῷ ὑποσχόμενα!

Ὅμως… Παρὰ τὰ σχέδια τὰ μεγαλεπήβολα, δὲν τὴν προλάβαινα. Ἔπρεπε κι αὐτὴ νὰ δῇ τὰ δίδυμα, τὸν σύζυγό της ἐπίσης, ὑπῆρχε μιὰ δυσκολία στὴν κατανομὴ καὶ διάρθρωση τῶν ῥόλων στὶς τῆς ἡμέρας ὧρες… Μιὰ δυσκολία ἡ ὁποία πάλι μὲ ἔστελνε στὰς ἀγκάλας τοῦ Μορφέως τρεῖς ἀναπνοὲς μετὰ ἀπὸ τὴν πλέον σωψυχική, φυλλοκάρδια καὶ φωναχτερὴ ἀνάσα, τὴν ἐκδηλουμένη στὰ ὑγρὰ τελειώματά μας τὰ κρεβάτια βράδια ὅταν εἶχε ῥεπὸ ἀπὸ τὴν οἰκογένειά της καὶ βρισκόμασταν. Τὰ μπρὸς πίσω δηλαδή, πισωγυρίσματα, πάλι τὰ ἴδια ἔκανα καὶ μὲ ἔτρωγε ἕνα σκουλήκι πὼς θὰ ἔσπερνε ξενέρωμα στὸ μέσα της, ἀσχέτως ποὺ αὐτὴ τὸ ἐκδήλωνε μὲ μικρὸ ἔστω, πρηξαδένικο ὡστόσο παραπονάκι - ἀναφανδὸν πάντως, πίστευα, μὴ καίριας καὶ κρίσιμα ζωτικῆς σημασίας ὅλα καλὰ ἄγγελέ μου; σαφῶς θησαυρέ μου! Μὰ ἐπέμενα μέσα μου, κουβέντα παρέα μὲ τὸ μαλάκιο σαπρόφυτο, δὲν γίνεται, δὲν εἶναι λογικὸ νὰ γοῦστο κάνῃ, ἀλλὰ πάλι γιατὶ δὲν μοῦ τό λέει, ἄλλωστε δὲν εἴμαστε παντρεμένοι τὶς συμβάσεις νὰ θέλῃ νὰ διατηρῇ, θὰ μοῦ τό’λεγε, δὲν θὰ μοῦ τό’λεγε; θὰ τό’λεγε! Γιατί λοιπὸν δὲν τ’ ἀναφέρει; Μήπως ὄντως καλὰ τελικά; Ναὶ προφανῶς ἔτσι θὰ εἶναι, θὰ εἶναι καλά, ἀλλὰ ἀφοῦ τὴν βλέπω γαμῶτο, φαίνεται, τήν -μᾶλλον- ξέρω… Βλέπω πόσο τελμάτια περνᾶμε, τί (δὲν) κάνουμε, τί τζούφιο κίνητρο καὶ τί πομφόλυγα θέλγητρα τῆς προσφέρω, μὰ μὲ τί γαμῶτο τὴν ἀποσπῶ τελικὰ ἀπὸ τὴν συζυγικὴ σκέπη; Τίποτε. Καθ’ὅσον… Καθ’ὅσον κοιμᾶμαι ἀμέσως μόλις χύσω. Καὶ ὄχι μόνον· κοιμᾶμαι σὰν μόνος, μὲ τὸν κῶλο καὶ τὴν πλάτη μου γυρισμένα αὐτῇ. Χωρὶς χάδια στὰ μάγουλα, χωρὶς νύξεις γιὰ τὸ μέλλον, χωρὶς ἐπίμονα βλέμματα στὰ μάτια. Χωρὶς κἂν τὸ καθιερωμένο τσιγάρο!

Δὲν ξέρω ἐὰν ἡ ἀντίδρασή μου αὐτὴ προήρχετο ἀπὸ τὴν περίοδο τοῦ πρίν, ὅταν παίζαμε τὰ δυό μας καὶ ἄοκνα εἰσέπραττα ἀπ’ αὐτὴν τὸ γυναικεῖο ὄχι ποὺ σημαίνει ἴσως, τὸ ἴσως ποὺ εἶναι κραυγὴ ναὶ καὶ τὸ ναὶ ὅπερ ποτὲ δὲν εἰπώνεται. Ἄλλως τε, δὲν εἶχα καὶ πολλὰ νὰ χάσω, ἔτσι δεχόμουν νὰ ἅγωμαι καὶ νὰ φέρωμαι μὲ στὸ μυαλὸ ἕνα ἔπαθλο ῥὸζ βραβεῖο· ἦταν στὴν μέση καὶ ἡ οἰκογενειακή της κατάσταση γι’αὐτὸ καὶ δὲν μὲ πείραζε ποὺ τραβοῦσε πολὺ τὸ προκαταρκτικό. Τῷ δέοντι καιρῷ γίναμε ζευγάρι καὶ περνοῦσε ὁ καιρὸς σὲ προφυλάξεις καὶ παρανομίες ὥσπου μὲ εἶδα νὰ ἔχω ἐγκαταλείψει τὰ πρῶτα· νἄχουν καταλαγιάσει τὰ ἀρχῆς ἀγαπησιάρικα· ἴσως τὸ ὑποσυνείδητό μου ἐπέτασσε συμπεριφορὰ γυρισμένης πλάτης, ῥεβανσιστικῷ τῷ τρόπῳ, νὰ ῥεφάριζα ἔτσι τὴν μὲ πολλὲς ἐργατῶρες στὸ περίμενε τότε ταλαιπώρια μου... Παρακαλετὸ μουνί, ξυνὸ γαμήσι κατὰ πὼς λέγει ἡ λαϊκὴ σοφία. Καὶ πλέον, τώρα, ὕπουλα τὸ μέσα μου νὰ μὲ ἔκανε νὰ τὴν ξεχνῶ στὰ μετακαταρκτικά, ξαπλώνοντας, γυρνώντας, κοιμώμενος ἑκατὸν κι ὀγδόντα μοῖρες πειραγμένα ἀπὸ αὐτήν.   

Ὥσπου κάπου διάβασα (στὸ κοσμοπόλιταν θαρρῶ) ἕνα ἀφιέρωμα γιὰ τὴν σημειολογία τῶν στάσεων τῶν ἐραστῶν στὸ κρεβάτι κατὰ τὸ νάνι. Τὸ ἄρθρο ἀποδομοῦσε, μὲ σουσλωφικὴ μέθοδο, τεχνικὴ καὶ καλλιέπεια, τὶς κατεστημένες ἀπόψεις περὶ τοῦ πρωταρχικῶς ἐνδεικτικοῦ γιὰ σπουδαῖιιιιο ἔρωτα ὅταν σὲ σφιχτὴ πρόσωπο μὲ πρόσωπο ἀγκαλιὰ κοιμοῦνται οἱ ἐρώμενοι. Ἐξοβέλιζε μάλιστα ἀπὸ τὸ βάθρο τῆς σπουδαιότητος καὶ τὴν ἀγκαλιὰ στὴν ὁποίαν ἡ πλάτη τῆς σὲ ἐμβρυϊκὴ στάση γυναικὸς ἐφάπτεται στὸ στῆθος τοῦ ἀνδρὸς ὁ ὀποῖος τὴν ἔχει ὑπὸ τὴν ὑψηλὴ ἐπιστασία του ὅπως μάλιστα μιὰ γραπώνουσα στήθη παλάμη μπορεῖ νὰ συγκαταδείξῃ. Ἡ πιὸ ἐρωτική, κατὰ τὸ καθ’ὅλα τεκμηριωμένο ἄρθρο ἦταν ἡ κῶλο μὲ κῶλο ἐπαφή, δὲν θυμᾶμαι πῶς τὸ δικαιολογοῦσε, ἴσως ὁ ἐνθουσιασμός γιὰ τὴν δικαίωσή μου ἀπὸ ἕναν περιφανῆ ῥυθμιστὴ τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων ὄπως εἶναι τὸ κοσμοπόλιταν δὲν μ’ἄφησε νὰ κατρακυλήσω ἕως τὸ κατακάθι τοῦ ἄρθρου. Προσέθεσα τὸ λὶνκ στὰ ἀγαπημένα ὥστε νὰ τὸ δείξω στὴν Κάππα ὅταν θὰ μειωνόταν ὁ οἰκογενειακός της φόρτος καὶ θὰ βρισκόμασταν, ἀλλὰ ἕνα ὕπουλο ντηφράγκμεντ ἔστειλε σὲ μπαϊάτη ἄβυσσο τὴν χρυσὴ παραπομπή.

Δὲν πτοήθηκα. Σὲ μιά μας συνάντηση, στὸ σπίτι μου, πρὶν νὰ ἀρχίσουν τὰ μοιρολόγια γιὰ τὴν ὄχι ὅσο πρέπει κάνε ποντίκι ἀγάπη ἀπὸ μέρους μου, τῆς τὸ εἶπα, Κάππα μωρό μου, διάβαζα τὶς προάλλες πώς… Τῆς τὸ ἀνακοίνωσα σχεδὸν μονορούφι, ὅσο μονορούφι μπορεῖ νὰ σοῦ ἐπιτρέψῃ νὰ τὸ πῇς μιὰ τρίτου βαθμοῦ αὐτιστικὴ δυσλεξία. Φάνηκε νὰ τὸ καταλαβαίνῃ, γέλασε μάλιστα προσθέτοντας στὸ τσαλακωμένο ἀπὸ τὸ χαμόγελο πρόσωπό της μιὰ πρέζα πειράγματος καὶ ἀμφιβολίας, δηλαδὴ γυρίζεις τὸν κῶλο σου γουρουνοειδῶς ἐπειδὴ συνεχίζεις καὶ μὲ θὲς - ἔστω ἀσυνείδητα; Φαινόταν νὰ τὸ πιστεύῃ, πάντα εὔπιστη σὲ καταστάσεις δώδεκα ἑκατοστῶν μακρυὰ τῆς πραγματικότητας μὰ ἐγὼ παρέμενα λίγο ἀμφιβολισμένος. Μὴ σίγουρος ὢν γιὰ τὸ ἀληθὲς τῆς ἀντίδρασής της, ἔπαιρνα ὕφος διττὰ διφορούμενο, μὲ τέσσερις πόζες τῆς τόνιζα σφίγγοντας τὶς παλάμες της ἐννοεῖται πὼς συνέχεια σὲ θέλω καὶ συνέχεια μὲ καυλώνεις καὶ συνέχεια θέλω νὰ παιρνόμαστε μὲ ὅλους τοὺς τρόπους κι ὅπως μᾶς κάθεται κι ἄπρεπα καὶ καθωσπρέπει. Δὲν ἔνοιωθα ἄσχημα γιὰ τὸ ψέμμα μου, ἦταν μιὰ καλούλα ἐξομολόγηση ἀρκετὰ εὔσχημη καὶ στὸ κάτω κάτω, ποιός προσβάλλεται μὲ μιὰ κολακείας καλοφορεμένη ὑπερβολή; Ἀλλὰ καὶ γελοῖος νὰ φαινόμουν μὲ κωμικὰ παραδείγματα, ἰλαρὲς παρομοιώσεις προκαλοῦσαι σ’αὐτὴν μιὰν ἀνεκδήλωτη προφανῶς, ἀποστροφή, τὰ προτιμοῦσα. Τὰ προτιμοῦσα ἀπὸ τὸ νὰ τῆς ὁμολογήσω πὼς ἡ στρουθοκαμήλιος, ἡ φυγόπονος, ἡ φίλαυτος κλινήρης στάση μου δημιουργεῖτο ἀπὸ μιὰ λίμπιντο, τὴν λίμπιντό μου, ἡ ὁποία μποροῦσε νὰ συναγωνιστῇ ὀρέξεις μόνον τριετοῦς λείψανου λόγῳ μιᾶς προστατίτιδος ἡ ὁποία τί εἰρωνεία! εἶχε γεννηθῇ ἀπὸ ἄσωτα κι ἀκράτητα πάθη ὅταν τὰ παραφύσει θέλω μας ἄνευ τοῦ λαστιχένιου διαμεσολαβητοῦ μοῦ δημιούργησαν μιὰ επώδυνη φλεγμονὴ κεῖ χάμου.




7 σχόλια:

Ο χρήστης Blogger maxairobgaltis είπε...

Χαχαχαχα!! Απίστευτο!!

Χρόνια πολλά και καλή Πρωτοχρονιά, μέγιστε Βαγγέλακα! Να είσαι γερός, να γράφεις συχνά και να μη βλέπεις βασικό τον Πατσατζόγλου!

27/12/10, 1:30 π.μ.  
Ο χρήστης Blogger vangelakas είπε...

lol, λολ (σίκ) δὲ μάνυ αὐτό μὲ τὸν Πάτσα!

Μερσὶ πολλά!

Χρόνια καλά!

27/12/10, 1:34 μ.μ.  
Ο χρήστης Blogger Aias είπε...

γεια σου ρε φιλε χρονια πολλα!

29/12/10, 9:44 π.μ.  
Ο χρήστης Blogger Aias είπε...

ο Περσευς ειμαι!

29/12/10, 9:45 π.μ.  
Ο χρήστης Blogger vangelakas είπε...

ποῦ'σαι ῥὲ ἄρχοντα;!

Χρόνια καλά!

Εἶσαι νὰ βρεθοῦμε ἀπὸ βδομάδα πρὸς τὰ μέρη σου;

Τίποτις Καισαριανές, Ζωγράφους κλπ.;

29/12/10, 6:09 μ.μ.  
Ο χρήστης Blogger demetrat είπε...

χρόνια πολλά ρε απροσάρμοστο.Νάσαι γερός , και καλά μυαλά . χα χα χα

:)
δ

29/12/10, 7:14 μ.μ.  
Ο χρήστης Blogger vangelakas είπε...

Τὰ χριστούγεννα, αὐτὲς οἱ ἑορτὲς μᾶς πᾶνε, Δήμητρα.

Χρόνια καλά.

29/12/10, 7:36 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats