Τετάρτη, Δεκεμβρίου 28, 2005

See you in the bitter end.

Λιγο μετα άπό την ακατασχετον δωροπαροχη μου, καλαντων περατωθεντων [οπου αμοιβη: 8 λεπτα (4 κερματα των 2), μελομακαρονα εσοδειας 2001, 9 κομβια άπό πανταλονι παραλλαγης του Ε.Σ.)] εκανα ότι δέν ακουσα καποια καριολικια άπό τα προσχαρα παιδακια τα οποια προφανως γκρινιαζαν διοτι η γενναιοδωρια μου τα εριχνε στον βορβορον του υλισμου.

Διετηρησα τίς ματιες μου πρός αυτά νά σιγουρευτω ότι η εξωπορτα θα εκλεινε. Καποια κινηση του μεγαλυτερου παιδαριου μέ τό χερι του καθως ανοιγε καί εκλεινε την θυρα, ακουσιως άπό μιά τσεπη του, επεσε ένα χαρτι κατω.

Συρθηκα νά τό πιασω καί νά φωναξω στο παιδακι νά του τό δωσω, όμως…

…όμως ο γραφικος χαρακτηρας, τό χρωμα της μελανης (δέν ηταν μελας αλλα ερυθρος) ανεβαλλε/ματαιωσε τό «νεαρε! Σου’πεσε κατι!» Μου εκανε κατι, τό κοκκινο των χαρακτηρων τό λευκο του φοντου θυμιζε έναν μέ νταμακια αη Βασιλη, τό εξελαβα ως δωρο. Έάν επανερχοντο τα παιδια, θα τό εδινα, θα ειχα προλαβει νά τό σκαναρω ας πουμε.

Επεστρεψα στο σπιτι, ο εν σαλονιω νηφελλοκοκοζωμος δέν ειχε κρυωσει… Τραβηζα μιά τζουρα (αχ, αυτος ο καπυτσινος!) κι αρχισα νά διαβαζω: (χμ… τα ποδια ησαν σταυρωμενα στο τραπεζακι, ναί)

Την ανακαλω, φερνω την μορφη της μπροστα μου. Τό πρωτο πού βλεπω είναι νά ημεθα ξαπλωμενοι, πλαγιαστα καί νά κυττω τό προσωπο της, τό μέ μελαγχολια νοτισμενο. Νά μέ θωρη αμιλητη καί τό ανοιγοκλεισιμο των ματιων της νά κανη τον μονο θορυβο. Ο δεικτης της νά χρωματιζη τα χειλη καί τό προσωπο μου, αφορμη νά στειλη αλλου τό βλεμμα.

Σκεφτομαι κι εκεινη την φωτογραφια της, την οποιαν μεχρι προτινος ειχε σχεδον πανω άπό τό προσκεφαλι της. Ο φακος πολύ κοντα σέ προσωπακι οκταχρονου ξανθου κοριτσιου, ο ηλιος καταφατσα νά τό αναγκαζη νά προστατευη τα ματια, φερνοντας, συνοφρυωνοντας καί την μυτη της πιο πανω σέ μιά εκφραση καί αποριας. (Η περιγραφη αυτή μέ πηγε σ’αυτό τό σκοτεινο δωματιο· η μπλε, η βαθια μπλε περιβαλλουσα σκηνη μέ κανει νά νομιζω ότι τα δακρυα δέν είναι ευδιακριτα). Αι φωτογραφιαι μαλλον μου δυσκολευουν την καταστασι. Εκεινη, στην τουαλεττα μέ τό υφος μεγαλου πού εχει, βαζοντας τίς παλαμες στα γονατα αναμενοντας κατι. Η αγκαλη πρός τον πατερα της, στο τριων τεταρτων προφιλ μέ τό στομα της ανοικτο, νά μαρτυρα ότι ηταν εκεινη η στιγμη πού ειπε τό «μπαμπα σ’αγαπω» κι ο φωτογραφος απαθανατισε. (τί άλλο θα ακουγε ενας πατερας άπό την κορη του καί θ’αφηνε τετοιο χαμογελο;) Μιά άλλη, νά την εχη κοπελιτσα 9-10 ετων μέ υφος όμως τριπλασιως περισσοτερο· κατι τετοιο επετασσε η, μαλλον, σφιχτη αγκαλη μέ τίς δυο μικροτερες ξαδελφες διπλα της. Χρονια μετα, σέ αυθορμητη πιθανως, ποζα σέ ένα ψηλο σκαμνι μολις νά εχη γυριση στον φακο υπακουοντας στο «********!» μέ καλοχτενισμενη κομη, μέ ταιριαστο μακιγιαζ τα οποια δέν αφησαν νά μήν φανη μιά καποια κοπωσ

Γυρισα τό χαρτι, όμως δέν ειχε κατι, τό «κοπωσ» ηταν τό τελευταιο του.

Εστρεψα καί αφησα την κολλα νά πεση στον καναπε διπλα. Η αργη πτωση θυμισε στελεχος φυλλοβολου πατρωνα, ασε πού τό μερος στον καναπε ειχε κατι τετοιες πλατυφυλλες παραστασεις.

Μιά ακομη γουλια άπό τον καφε, σταυρωσα τίς παλαμες, επλεξα τα δακτυλα μου καί στο βαθος τους, αραξα τό ποτηρι.

Οι πολλες σκεψεις μου κατεληγαν σέ χαμογελο. Τό χαμογελο μου ειχε τευχη ειρωνειας· μα τί ξερουν αυτοι άπό αγαπη; Πως την εκφραζουν ετσι, καρκινικως κι ατελως, ευνουχισμενα μα καί αυτοικτιρωμενα; Ειμαι ενας δασκαλος της αγαπης, του ερωτα ακαδημαικος, πληθος κοσμου σαρκικα και πλατωνικα μ’αγαπησε καί θα μ’αγαπα. Δέν μου γεννωνται όμως διολου, αλληλεγγυα συναισθηματα σέ κατι τετοιο ολιγον άπό αγαπη. Δέν αρκει, αυτος πού δέν ξερει νά αγαπα, νά στεκεται στις αγαθες προθεσεις. Πρεπουν προσπαθειες εμπεδωσης της ουσιας της, νά αποταξη εγωκεντρισμους, νά γραπωση τον χρονο καί νά τον καρφωση στο πρωτη, ευκαιρη μαντρα, νά σκιση τα σπλαχνα του αφηνοντας εκτεθειμενα αυτά πού δέν φαινοντο κι υστερα νά καταληξη.

Μέ κατι τετοια ακαδημαικα ωλοκληρωσα τον καφε μου. Σηκωθηκα καί σταθηκα στην χωρις θεα μπαλκονοπορτα.

Τελικα τό παιδι δέν ηλθε νά ζητηση τό χαρτι αυτό… Ποιος ξερει γιατι… Μαλλον εκανα λαθος πού δέν του τό εδωσα άπό την πρωτη στιγμη, αποτρεποντας ο,τι συνεβη. Κι εμεινα μ’αυτό τό τελος, δέν μπορεσα όμως νά δρομολογησω, νά ταιριαξω, νά κολλησω κατι αναλογο στο ανολοκληρωτο τελος.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats