Καί καταλήγοντας…
Λιγο πιο μετα, αρκετα λιγο μετα άπό τίς τζουρες καί τίς μέ πισσα ανασες, ειδα κατι. Κατά λαθος επεσε στα χερια μου καί ξερεις ε; τετοιες σκοτεινες ωρες, κειμενακια εστω ολιγολεξα σου κανουν κατι.
Επεσε, λοιπον, στα χερια μου κατι πού, μαλλον, μέ τρομαξε.
Ναί σιγουρα, ηταν αιφνιδιασμος καί φοβος. Σκεφθηκα νά ζητησω βοηθεια, όμως ταχιστα θυμηθηκα ότι τετοια παροχη βοηθειας ειχε στερεψει προ πολλου.
Μαζευτηκα, καβουκιστηκα καπως μη λογαριαζοντας τους γυρω καί προσπαθουσα νά βρω τροπους αντιδρασης. Συνειδητοποιησας την ωρα κι ότι η κατακλισις δέν θα αργουσε, τρομοκρατηθηκα.
Τρομοκρατηθηκα διοτι μου συμβαινει συχνακις κατι εντονοτατο την ημερα νά μέ ταλανιζει την νυκτα ενυπνιως. Είναι κατι πολύ ψυχοφθορο· δέν τό αντεχω.
Αυτό τό κειμενακι πού ακομη στα χερια μου ηταν, ακουσιως καρφωθηκε στο μυαλο μου. Μέ ακουγα νά τό λεω - χωρις νά τό θελω – συνεχεια, ασταματητα, απνευστι.
Τί πιο λογικο άπό νά ενσαρκωθουν οι λεξεις σέ κιρκες, σειρηνες κι άλλες συμπαθεις μορφες καί νά περιμενουν νά γυρισω σπιτι, νά πεσω…
Τό πρωι, ξυπνησας ημην πολύ προβληματισμενος.
Όχι, οι Κιρκες, οι Σκυλες, οι Χαρυβδεις αντιμετωπισαν καβαρισμενα καραβια ενεκα απαγορευτικου· δέν μέ βασανισε κανεις. Γι’αυτό καί ειχα προβληματιστει. Τα ονειρα μου ηταν όλα ροδοζαχαρισμενα. Ειχαν μιά ηρεμια περιεργη, ισως ανησυχητικη, μέ εβλεπα νά κινουμαι όπως ηθελα, παρεα μέ αγαπημενα προσωπα. Προσπαθουσαν (επιτυχως) νά δειξουν ότι έάν θελουμε, έάν υπαρχη βουλησις κι αποφασιστικοτης, η πραγματικοτης δέν απεχει καθολου άπό τα (ηδεια) ονειρα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα