Τρίτη, Δεκεμβρίου 27, 2005

Άνέβα στό τραπέζι μου, Άδωνι γλυκέέέέέέέέ!

Την προηγουμενη Παρασκευη η εταιρεια ειχε την χοροεσπεριδα της. Όχι, όχι σέ καποιο ημιυπογειο, σκοτεινο, παρακμιακο μπιλιαρδαδικο* οπου μονο «παγκο» παρτιδες προετειναν καποιοι ξυπνητζηδες once upon a time, αλλα σέ ένα σιδερωμενο κεντρο της παραλιακης.

Εφθασα αργα (γιά νά κανω εντυπωση), μπηκα μέ βημα ροκαβλον μεσα, μέ την φρατζα μου νά αφηνει κυματιστες υποσχεσεις στις περιξ, διερχομην των τραπεζων μέ τό αναλογο υφος δέν μασω τους ορχεις μου, συνοδεια όχι καποιας ζαμπετειου πενιας αλλα συνεχων καί επιμηκυνουμενων στριγγλιων, βογκητων, υποκωφων δαγκωματων καί χειλολειχιων άπό κορες, κυριες, δεσποινιδες. Η καταστασις ειχε φθασει λιγο πριν άπό τό νά μέ χειροκροτησουν, νά χυμηξουν πανω μου, νά σακειευσουν παν ψηγμα τεστοστερονης μου, όμως τό βλοσυρον τε καί ροντβαιλερικον υφος μου, αποκτηθεν όταν ησθανθην τσιμπια στα τροφαντα μου οπισθια περνωντας άπό μιά τραπεζα μέ πλειονοτητα μανταμιτσων, απετρεψε περαιτερω οχλοκρατικας εκδηλωσεις. (τίς οποιες, πλεον, εχω βαρεθει τό διχως άλλο).

Καθησα λοιπον, ακουμπησα τό εσχατοτατης τεχνολογιας (για το 1999 μ.Χ.) 3210 νοκια μου, την κασετινα «Αρωμα», το καβουροειδες πορτοφολακι μου, την καφε τσατσαρουλα (με δυο πυκνοτητες οδοντων παρακαλω!) στο τραπεζι και κυτταξα γυρω.

Εκατονταδες μυριων λαγνων ματιων με νεγλιζε αποχη, στον αερα μαζευαν τις οφθαλμιες προσπαθειες μου ελεγχου του χωρου. Διατυπωσας μια λαιτ καταρουλα τη μητρι μου (Γιατι να με κανης τοοοοσο ομορφο ρε μανα;) χαμηλωσα το βλεμμα, τσακωσα ενα αρωμα και με σπιρτα του μονοπωλιου αναψα ενα. Ο καπνος ανερχομενος, μου εστειλε ενα ευχαριστω διοτι εκανε κολλεγια (οπως χαρακτηριστικα μου εξηγησε) με τα χειλη μου (τα οποια ας μην κρυψω οτι εστειλαν στην συνταξη τον μαρτινι guy) καί η στιγμη του αποχωρισμου της σταχτης άπό τον κορμο του σιγαρεττου ητο η ξεχειλισασα τό ποτηριον. Οκτω γδουπ (λιποθυμιες παναπει), δεκατεσσερα ααααααααααααααχ καί 92 ξεφυσηματα (δυσκολον νά μεταφερθωσιν εδώ,) άπό κυριες, δεσπονιδες καί δέν ξερω τί αλλο, επιστεγασαν τό γαμησε τα, τό σκοτωνω, τό αγιε μου σωστη σωσε μέ, σκηνικο μου. Σκεφθηκα τοτε μέ μπορισκαρλωφειον τρομο τί θα γινοταν όταν ο Φον Καραγιαν του μαγαζιου, θα εβαζε τό νικολοπουλειο «Αντε καντε ολοι στην μπανταααα, νά βγη νά χορεψη ο Σαλονικιοοοοοοοος! Οι μπαγλαμαδες ν’αρχισουν τσιφτετελιααααααα» κλπ κλπ. Είναι βλεπετε παρα πολύ δυσκολο ν’αντισταθη τό κορμι μου (ο κορμαρος γιά!) στα γκλιν γκλιν ενός τριχορδου μπουζουκιου. Αλλα καί τα γκλιν γκλιν του Αρμαντ ΒανΧελντεν; Πού τα βαζεις; Τα αποκυηματα της πενας του Οκενφωλντ; Ας μήν ομιλησω γιά τα γυρισματα του Βαγγελη Περπινιαδη. Θα ειχαμε προβλημα, στανταρ! Μιά προσκαιρος ελπιδα, μου φωτισε την πρός την πιστα πορεια.Τό νοσοκομειον της Βουλας ητο πλησιον! Ναί! Αλλα διενυκτερευε γαμωτο; Η μηπως τό της Ελευσινος Θριασιον επαιζε μπαλα; Ητο προβλημα… Διοτι (ας τό τονισω) νομοτελειακαι αι λιποθυμιαι όταν ο εμος κορμαρος λικνιζεται στα προειρηθεντα ασματα. Πως ο γυρινος γινεται βατραχος; Τό μικρο νυχακι, μπατονετα; Η στο τουτου κορνα, μπινελικι; Τό μπλογκιν, «κολλητηλικι», give a bit of me to me κι ανταλλαγαι σωματικων υγρων; Ετσι καί μέ μενα όταν αρχιζω τον χορο, πλην του ωπα! Γυαλα! (τα οποια ακουγονται στην αρχη) εν συνεχεια, συνηθιζονται τα: «Λιγο χωρο ρε παιδια! Αερα! Καποιος νά φερη υδωρ! Καί καλεσατε επιτελους τό 166!»…

Ηταν λοιπον, η στιγμη πού καί οι πολυελαιοι αντεληφθησαν ότι η προσοχη θα επρεπε νά στραφη αλλαχου. Ο γενικος ηγερθη καί μέ γιορτινες ατακες μέ παρασκηνιασε. Μιά μικρα ανασκοπησις του θνησκοντος ετους απεσπασε τίς τρελλές, αναφορα των επιτευγματων της εταιρειας τους δημιουργησε μνημονικο χρυσοψαρου καί… Καί όταν ανεκοινωθη ότι πλην του προβλεπομενου δωρου, θα τσακωσουμε καί καβατζα 100 χιλιαδωνε δραχμωνε [σορρυ δέν τα παω καλα μέ τό (πως τό λενε ακριβως;) δέβρο· κυριως όμως μέ τους πολλαπλασιασμοι] τοτε συμπας ο κοσμος παλαμοκροτησε την συν 300 ευρω (τό βρηκα, ο Ευκλειδης!) φαση.

Γελια καί χαρες.

Πολλες.

Ο λογος του συνεχιστηκε. Σταθηκε σέ ένα ονομα τό οποιο δέν ελεγε κατι στον περισσοτερο κοσμο. Συνεχισε στα καλα λογια, στα κοπλιμεντα, στις φιλοφρονησεις χωρις καμια φειδω. Τον φωναξε στο τινι τροπω βημα καί τοτε καταλαβα γιά ποιον μιλουσε.

Επροκειτο γιά έναν συναδελφο κωφαλαλο ο οποιος απασχολειται σέ ένα ποστο τό οποιο δέν χρειαζεται δεξιοτητα άπό τίς αισθησεις πού του λειπουν. Επι της εργασιας τον ειχα δει κι εγω καποια περιοδο όταν ειχα αποσπασθει στον χωρο του εκει καί μου ειχε κανει μεγαλη εντυπωση. Μήν τα πολυλογω, ολος ο κοσμος συγκινηθηκε όταν τα φωτα ειχαν πεσει πανω του κι αυτος μέ κινησεις – ευγλωττες όμως, λιαν ευγλωττες – μας ευχαριστουσε.

Γαμω την ζωη μου, συγκινηθηκα πολύ καί μεσα στον χαμο μέ επιασα νά δακρυζω καί νά καταλαβαινω ότι μεσα στην μιζερια, την μαλακια και τα προβληματα μου ειμαι ενταξει· χωρις νά θελω νά θιξω τόν συναδελφο ο οποιος μαχιμοτατα βγαζει τα πρός τό ζην όταν καποιοι αλλοι θα ξημεροβραδιαζοντο π.χ. επαιτωντες. Οι οποιοι βεβαιως δέν φταινε απολαμβανοντες (σικ) την προνοια του κρατους. Ολοι ανθρωποι ειμαστε, πλασματα του Θεου η της φυσης αλλα σορρυ, προτιμω νά στερξω τους μέ προβλημα ελληνες καί μετα, μέ μεγαλη ευχαριστηση κάθε αλλον. Μεχρι τοτε όμως προτεραιοτητα στους ελληνες, ετσι, ρατσιστικα η όπως αλλιως κάθε βολεμενος μπορει νά τό χαρακτηριση.

* θυμηθηκα τα νειατα μου, σέ ένα βιλιαρδαδικο στην λουκα ραλλη χαμηλα, στο πασαλιμανι…

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats