Κυριακή γιορτή καί σχόλη!
Τί κάνει ο κόσμος τα απογεύματα όταν σχολάση άπό τήν δουλειά;
(Συνθήκη απαραίτητη: ένα ωράριο ανθρώπινο ώστε ο γυρισμός νά μήν συμπίπτη μέ τίς νυκτερινές ειδήσεις τής ΝΕΤ… Πώς; Τί; Ά ναί! Εγώ μόνο ΝΕΤ βλέπω… Βέβαιαααα! Καί βέβαια… Βουλή ΤΒ. Άλλα κανάλια; Όχι! Jamais! Τά έχω αποσυντονίσει εξάλλου… Βουλή καί Τρίτο!)
Ο κόσμος όταν σχολάση, είναι πιθανό νά γυρίση σπίτι νά ξεκουραστή.
Νά φάη.
Νά κάνη μπάνιο.
Νά αφοδεύση.
Νά πάη γιά ψώνια. (Χριστούγεννα, Χριστούγεννα, σαλουφιασμένα… Δέν γίνεται, κοκόνα μου, χωρίς εσένααααα!)
Νά πηδήση.
Εγώ, έχω καιρό νά κάνω μπάνιο καί περισσότερο νά πηδήσω. Ψώνια δέν κάνω διότι είμαι Σκρουτζ. Αφοδεύω (ακόμη κι όταν δέν μου έρχεται) στην δουλειά γιά οικονομία, ύδατος καί χαρτιού υγείας. Καί σαπουνιού. Καί πετσέτας. Καί του φωτός πού θά άναβα. Καί του ρεύματος γιά τον εξαεριστήρα.
Όλο καί κάτι θα τσιμπήσω, μπορεί νά ανοίξω τον «Θησαυρό» ή τό «Φανταζιο». Σίγουρα θα λύσω τό σταυρόλεξο πού φιλοξενεί η «Εποχή» λίγο μετά τόν αυνανισμό μέ τό κύριο άρθρο τού αρχισυντάκτη της.
Κι έτσι αυτή η (κύριε Μπιρσίμ, βάλτε χασμουρητά εδώ) απίστευτου περιπετειώδης ζωή μου εξελίσσεται μέ ρυθμούς καί δεδομένα Χριστόφορου Κολόμβου παραμονών 1492. ΄
Υπήρξε μιά παρένθεσις σέ όλο αυτό τό περιπετειώδες, τρέντυ καί κοσμοπολίτικο σκηνικόν τής καθημερινότητός μου... Κάποια βράδια πού ήσαν νύκτες. Οι δρόμοι είχαν ύφος αναπάντητης κλήσης, τού πλήρους, τού γεμάτου τηλεφωνητού. Θύμιζαν συναυλιακό χώρο 2-3 ώρες μετά τό πέρας τού λαλά, μέ ροχάλες, γόπες, φιξάκια, τσιγαριλίκια, ιδρώτα, σπέρμα στό έδαφος, έμοιαζαν οι νύχτες, μέ τό γειά τής Περσεφόνης τήν 21η Σεπτεμβρίου.
Αυτές οι νύχτες.
Αυτές τίς νύκτες, ό,τι ώρα κι άν ήταν, ό,τι κι άν είχε προηγηθή, ό,τι κι άν είχε ειπωθή, θά γείωνα τό πλέη στό βδβ κι ο Τράβις μέ μιά ένρινη καλησπέρα, θά άραζε παρέα. Δέν μάς απασχολούσε καμιά Μπέτσυ, καμιά Άιρις... Παρά μόνον κάτι κουβέντες παίζαν, περί ανέμων, αρμόζουσες νυκτερινές. Τά βλέφαρά μου δέν αργούσαν νά δύσουν· τά 113 λεπτά τής ταινίας μοιράζοντο σέ περίπου 11 λεπτά γιά 9 ημέρες. Εννέα βράδια. Παρέα μέ τήν μόνη τζάζ πού μ’ αρέσει, μέ ύφος ταιριαστό, νοοτροπία αγαπημένη. Κι έν τέλει, αυτή η μνημειώδης σκηνή τής εσχάτης ταρίφας.
(Συνθήκη απαραίτητη: ένα ωράριο ανθρώπινο ώστε ο γυρισμός νά μήν συμπίπτη μέ τίς νυκτερινές ειδήσεις τής ΝΕΤ… Πώς; Τί; Ά ναί! Εγώ μόνο ΝΕΤ βλέπω… Βέβαιαααα! Καί βέβαια… Βουλή ΤΒ. Άλλα κανάλια; Όχι! Jamais! Τά έχω αποσυντονίσει εξάλλου… Βουλή καί Τρίτο!)
Ο κόσμος όταν σχολάση, είναι πιθανό νά γυρίση σπίτι νά ξεκουραστή.
Νά φάη.
Νά κάνη μπάνιο.
Νά αφοδεύση.
Νά πάη γιά ψώνια. (Χριστούγεννα, Χριστούγεννα, σαλουφιασμένα… Δέν γίνεται, κοκόνα μου, χωρίς εσένααααα!)
Νά πηδήση.
Εγώ, έχω καιρό νά κάνω μπάνιο καί περισσότερο νά πηδήσω. Ψώνια δέν κάνω διότι είμαι Σκρουτζ. Αφοδεύω (ακόμη κι όταν δέν μου έρχεται) στην δουλειά γιά οικονομία, ύδατος καί χαρτιού υγείας. Καί σαπουνιού. Καί πετσέτας. Καί του φωτός πού θά άναβα. Καί του ρεύματος γιά τον εξαεριστήρα.
Όλο καί κάτι θα τσιμπήσω, μπορεί νά ανοίξω τον «Θησαυρό» ή τό «Φανταζιο». Σίγουρα θα λύσω τό σταυρόλεξο πού φιλοξενεί η «Εποχή» λίγο μετά τόν αυνανισμό μέ τό κύριο άρθρο τού αρχισυντάκτη της.
Κι έτσι αυτή η (κύριε Μπιρσίμ, βάλτε χασμουρητά εδώ) απίστευτου περιπετειώδης ζωή μου εξελίσσεται μέ ρυθμούς καί δεδομένα Χριστόφορου Κολόμβου παραμονών 1492. ΄
Υπήρξε μιά παρένθεσις σέ όλο αυτό τό περιπετειώδες, τρέντυ καί κοσμοπολίτικο σκηνικόν τής καθημερινότητός μου... Κάποια βράδια πού ήσαν νύκτες. Οι δρόμοι είχαν ύφος αναπάντητης κλήσης, τού πλήρους, τού γεμάτου τηλεφωνητού. Θύμιζαν συναυλιακό χώρο 2-3 ώρες μετά τό πέρας τού λαλά, μέ ροχάλες, γόπες, φιξάκια, τσιγαριλίκια, ιδρώτα, σπέρμα στό έδαφος, έμοιαζαν οι νύχτες, μέ τό γειά τής Περσεφόνης τήν 21η Σεπτεμβρίου.
Αυτές οι νύχτες.
Αυτές τίς νύκτες, ό,τι ώρα κι άν ήταν, ό,τι κι άν είχε προηγηθή, ό,τι κι άν είχε ειπωθή, θά γείωνα τό πλέη στό βδβ κι ο Τράβις μέ μιά ένρινη καλησπέρα, θά άραζε παρέα. Δέν μάς απασχολούσε καμιά Μπέτσυ, καμιά Άιρις... Παρά μόνον κάτι κουβέντες παίζαν, περί ανέμων, αρμόζουσες νυκτερινές. Τά βλέφαρά μου δέν αργούσαν νά δύσουν· τά 113 λεπτά τής ταινίας μοιράζοντο σέ περίπου 11 λεπτά γιά 9 ημέρες. Εννέα βράδια. Παρέα μέ τήν μόνη τζάζ πού μ’ αρέσει, μέ ύφος ταιριαστό, νοοτροπία αγαπημένη. Κι έν τέλει, αυτή η μνημειώδης σκηνή τής εσχάτης ταρίφας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα