Κάτι σάν μεσουλίντ.
Κάποιοι γυναικείοι πόνοι τακτοποίησαν καλαίσθητα τούς κόμπους στά τών υποδημάτων κορδόνια μου (οι νύστες μου δέν θά ανέβαλλαν τό νάνι ούτε ένεκα πυρκαϊάς αλλά άς όψεται η μέγαιρα) καί απογειώθηκα γιά διανυκτερεύοντα, καμιά ωρίτσα πρίν ο ερχομός τού ηλίου νά τά μετονομάση σέ διημερεύοντα
Μού πήρε ώρα νά βρώ μαγαζί διαθέτον φάρμακα μέ περίεργο τρισύλλαβο όνομα καί 12 χαρακτήρες. Βγήκα από τό φαρμακείον, (ζυγίστηκα κιόλας) τό σκότος είχε γίνει υπερσυντέλικος, αυγούλα στήν Γρανάδα, όχι όμως Ιβηριστί αλλά κάπου στήν Θηβών, πάνω κι από τήν Καβάλας.
Έπαιρνα νά κατεβαίνω τήν Θηβών πρός νοτιοδυτικά. Ο πρωινός δεκέμβριος αέρας κωλοέλεγε – μιά περίεργος ορμονική χαρτοπαιξία στόν γονιδιακό μου παιδότοπο πρόσταξε ανοικτό παράθυρο. Τόν ρώτησα τί τόν κάνει πλέον νά μήν κρυώνη σέ τέτοιους μήνες και θερμοκρασίες. Απήντησε γενικόλογα· δέν θυμάμαι τί ακριβώς μού είπε, κατάλαβα όμως ότι δέν είχε νόημα περαιτέρω κουβέντα με αυτόν. (Τόν παιδότοπο εννοώ). Είχα όμως κάποια κενά. Παράπονα. Ελλείψεις. Δυσαρέσκειες. Δυσφορίες. Ο θρήνος καί τό μοιρολόι είχαν σειρά σέ αυτήν τήν ομοβροντία εκμυστηρεύσεων στόν εαυτό μου (κάτι σάν τό βλόγ τού έγγονα – αυτό δέν είναι ένα βλόγ εξάλλου; Μονήρεις εκμυστηρεύσεις στό δικό μας αυτί) αλλά μέ πρόλαβε ένα ερυθρό φανάρι στήν διασταύρωση μέ τήν ιερά οδό καί έπαυσα. Ο Γρηγόρης όμως τού φαναριού τών πεζών, έλαμπε μεγαλοπρεπής! Καμάρι διαυγές! Γύρισε καί μέ κύτταξε. Ήταν η στιγμή πού ακόμη παραμιλούσα ή μάλλον πού εκμυστηρευόμην διάφορα.
- Μήν είσαι μαλάκας ρέ Βαγγέλη! Άνοιξε τά σχόλια ρέ, σε αυτό τό βλόγ, νά γίνη τής εκμυστήρευσης! Από εκμυστήρευση θά γενή τσάτ, μετά θά φορεθή κάτι σέ φόρουμ καί τάχιστα καινές (αλλά διόλου κενές) δίοδοι επικοινωνίας θά εγκαινιασθούν!
Θά έλεγε κι άλλα γιά τό πόσες φορές χωρά η λέξις εκμυστήρευσις είς αυτήν τού βλογ αλλά εχάθη. Με ακομπάνιαρε ο Σταμάτης, ήτο όμως τά μάλα στριφνός, άσε δέ πού Σταμάτης στούς πεζούς ίσον Γρηγόρης στούς βολανούχους. Δέν άργησα μέ μιά πρώτη νά φύγω.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα