Δυό μπαταρίες παρακαλώ... Τρία άλφα, ναί.
Τελικά είναι επιτακτική η ανάγκη επινοήσεως ενός αυτομάτου οδηγού καί στα συμβατικά αυτοκίνητα (στά περισσότερο κατιμάδες τών χαϊλίδικων) τά οποία – συμβατικά - είναι θεοδιώχτες.
Όχι, δέν γίνεται αναφορά στό Μεγαλοδύναμο. Αναφέρομαι στό ουσιαστικό «θέα».
Άς βάλω καί τίποτις επιρρήματα μπάς καί εντρυφήσουμε.
Ηταν ανθυποπαραμονή τής Κυριακής – τής χθεσινής Κυριακής. Η Πέμπτη ήταν δηλαδής, οκτώ τού μηνού. Ώρα περίπου, 380 λεπτά πρίν νά έλθη η υποπαραμονή, ήγουν ώρα 17:40.
Γύριζα σπίτι, διακριτική συνοδεία μίας γάμησέ τα θέας στόν Σαρωνικό. Τά χρώματα όπισθεν τών βουνών τής Σαλαμίνος. Φοβερό θέαμα.
Τυχαία προέκυψε νά τό δώ. Είχα σταματήσει στό περίπτερο λίγο μετά τήν τράπεζα Κρήτης, νά πάρω κάτι μπαταρίες γιά τό εργαλείο τής κυράς μου.
Μόλις γύρισα, καβατζώσας τά ρέστα καί σηκώσας βλέμμα πρός τό σίμκα, έφαγα τήν φλασιά. Κάτι τριανταφυλλί χρώματα, πορφυρά ξέρω’γω, κάτι τέτοιο, πρός λιλά επιφάνειες, μέ προσήνεια εκτάσεις μεγάλες, όσο αντέχει μιά αγκαλιά ν’ανοίξη νά υποδεχθή οικείο πρόσωπο.
Σάν τεράστιες περισπωμένες, καμπύλες συμμετρικές, τραβηκτικές καί γόησες σέ καθήλωναν στό λεπτό, ωτασπίδες πρώτης, δέν άφηναν κανέναν θόρυβο νά εκλυθή, τό μόνο που ακουγόταν ήταν η αμήχανη κίνηση τής στήν τσέπη μου παλάμης ήτις ανέδευε τά κέρματα...
Οι λόφοι τής Σαλαμίνος δίκην κρυφού φωτισμού, εμπόδιζαν κατ’αρχήν, φιλτράριζαν έν συνεχεία κι έστελναν κατά τό δοκούν, τό θνήσκον φώς στόν ουρανό σέ συνδυασμούς όμως πού δέν βλέπονται συχνάκις. Μπολιασμένο από τήν επερχόμενη νύκτα, οι ορίζοντες στό βάθος είχαν κάτι υποβλητικό καί δωρικό ύφος.
Ω! Τί ρομαντική ατμόσφαιρα καί σκηνή!
Είναι νομίζω, ό,τι πιό καλλίτερο, μιά κοντυνή λύσις γιά ρομαντζάδες.
Νά κάθησαι εκεί γύρω καί νά μήν νοιάζεσαι γιά τίποτε...
Νά χαλάς (τό ρήμα τούτο εντελώς αδόκιμα χρησιμοποιείται) ώρες πολλές, χαζεύοντας.
Κι άν τό άστρο σου τό βλέπεις φωτεινό εκεί ψηλά, σέ όλη αυτή τήν ατμόσφαιρα, τί πιό ωραίο, σαγήνης εγκώμιον νά έλθη, νά προσγειωθή ένα ζεύγος στητού, κατάλευκου καί σφριγηλού στήθους στήν παλάμη σου, καθώς επίσης, στήν ετέρα παλάμη, ένας τορνευτός, ελκυστικά ψωμωμένος, περήφανος καί τρισδιάστατος πωπός... Καί όλα αυτά, ανήκοντα σέ πρόσωπο κόρης τής οποίας τό ναί τής παραδόσεως, τής παραχωρήσεως, τής συναινέσεως, θά είναι μέ ανεξάλειπτον στίγμα πάνω του.
Η πίνα η κωλάδα θά συμπαρασύρη σέ μέρη θά σέ πάρω νά φύγουμε ή σκέτα θά σέ πάρω.
Όχι, δέν γίνεται αναφορά στό Μεγαλοδύναμο. Αναφέρομαι στό ουσιαστικό «θέα».
Άς βάλω καί τίποτις επιρρήματα μπάς καί εντρυφήσουμε.
Ηταν ανθυποπαραμονή τής Κυριακής – τής χθεσινής Κυριακής. Η Πέμπτη ήταν δηλαδής, οκτώ τού μηνού. Ώρα περίπου, 380 λεπτά πρίν νά έλθη η υποπαραμονή, ήγουν ώρα 17:40.
Γύριζα σπίτι, διακριτική συνοδεία μίας γάμησέ τα θέας στόν Σαρωνικό. Τά χρώματα όπισθεν τών βουνών τής Σαλαμίνος. Φοβερό θέαμα.
Τυχαία προέκυψε νά τό δώ. Είχα σταματήσει στό περίπτερο λίγο μετά τήν τράπεζα Κρήτης, νά πάρω κάτι μπαταρίες γιά τό εργαλείο τής κυράς μου.
Μόλις γύρισα, καβατζώσας τά ρέστα καί σηκώσας βλέμμα πρός τό σίμκα, έφαγα τήν φλασιά. Κάτι τριανταφυλλί χρώματα, πορφυρά ξέρω’γω, κάτι τέτοιο, πρός λιλά επιφάνειες, μέ προσήνεια εκτάσεις μεγάλες, όσο αντέχει μιά αγκαλιά ν’ανοίξη νά υποδεχθή οικείο πρόσωπο.
Σάν τεράστιες περισπωμένες, καμπύλες συμμετρικές, τραβηκτικές καί γόησες σέ καθήλωναν στό λεπτό, ωτασπίδες πρώτης, δέν άφηναν κανέναν θόρυβο νά εκλυθή, τό μόνο που ακουγόταν ήταν η αμήχανη κίνηση τής στήν τσέπη μου παλάμης ήτις ανέδευε τά κέρματα...
Οι λόφοι τής Σαλαμίνος δίκην κρυφού φωτισμού, εμπόδιζαν κατ’αρχήν, φιλτράριζαν έν συνεχεία κι έστελναν κατά τό δοκούν, τό θνήσκον φώς στόν ουρανό σέ συνδυασμούς όμως πού δέν βλέπονται συχνάκις. Μπολιασμένο από τήν επερχόμενη νύκτα, οι ορίζοντες στό βάθος είχαν κάτι υποβλητικό καί δωρικό ύφος.
Ω! Τί ρομαντική ατμόσφαιρα καί σκηνή!
Είναι νομίζω, ό,τι πιό καλλίτερο, μιά κοντυνή λύσις γιά ρομαντζάδες.
Νά κάθησαι εκεί γύρω καί νά μήν νοιάζεσαι γιά τίποτε...
Νά χαλάς (τό ρήμα τούτο εντελώς αδόκιμα χρησιμοποιείται) ώρες πολλές, χαζεύοντας.
Κι άν τό άστρο σου τό βλέπεις φωτεινό εκεί ψηλά, σέ όλη αυτή τήν ατμόσφαιρα, τί πιό ωραίο, σαγήνης εγκώμιον νά έλθη, νά προσγειωθή ένα ζεύγος στητού, κατάλευκου καί σφριγηλού στήθους στήν παλάμη σου, καθώς επίσης, στήν ετέρα παλάμη, ένας τορνευτός, ελκυστικά ψωμωμένος, περήφανος καί τρισδιάστατος πωπός... Καί όλα αυτά, ανήκοντα σέ πρόσωπο κόρης τής οποίας τό ναί τής παραδόσεως, τής παραχωρήσεως, τής συναινέσεως, θά είναι μέ ανεξάλειπτον στίγμα πάνω του.
Η πίνα η κωλάδα θά συμπαρασύρη σέ μέρη θά σέ πάρω νά φύγουμε ή σκέτα θά σέ πάρω.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα