Νυστέρι πού μάς δάγκωσε τό δέρμα.
Έν μέσω τής ab irato διαθέσεως, σέ μιά σχισμή, ένας μίσχος πετάγεται καί γαλουχεί ένα άνθος.
Γαμώτο, νομίζω ότι θά μού λείψη τρομερά η which siδe are you on. Μέ αυτό τό παιδί (τό οποίο γνώρισα στήν κοιλιά τής μάνας του, ελάχιστα πρίν νά γεννηθή) είχα τήν αίσθηση (καθόλου αναληθή) ότι η σχέση μας (άπό τόσο νωρίς) ήταν δυνατή, πολύ αγαπησιάρικη, ιδιαίτερη, περίεργη, ξεχωριστή, ιδιάζουσα μέ μιά κάποια παραδοξότητα. Διάφορα περιστατικά πού κατά καιρούς μού μετέφερε η goena., κάποια πού εγώ έβλεπα, αλλά κυρίως εκείνα πού ένοιωθα, μέ έκαναν νά τό πιστεύω σάν παιδί μου. Ήταν κάτι πολύ δυνατό, όπως εμφανώς πιστοποιείται σε κάποιες εκφράσεις σε μερικές φωτογραφίες της (μας).
(Θυμάμαι ένα μεσημεράκι όταν πήραμε νά κατηφορίζουμε ένα έρημο καλντερίμι. Είδαμε κάτι ορφανά καί χέρσα τραπεζοκαθίσματα, συμφώνησε καί καθήσαμε εκεί. Αρχίσαμε εντελώς σοβαρά νά μιλάμε· ήταν στιγμή όπου είχαμε πολλά νά πούμε. Τό ύφος τής κουβέντας δέν είχε καθόλου επιτήδευση καί συγκατάβαση μεγάλου πρός μικρό, ήταν διάλογος μέ αρχή καί τέλος. Κάποιοι λίγοι περαστικοί άφησαν – εκτός από φευγαλέο – καί βλέμμα μ’ανασηκωμένο φρύδι, μεταδιδόταν εύκολα, εκείνη η παράδοξη συνεύρεση. Δέν μπόρεσα νά συγκρατήσω ένα γέλιο καί στό καπάκι φωναχτό φιλί όταν τράβηξε τά μανίκια της πειθομένη στήν παρατήρησή μου γιά σκονισμένο τραπέζι. Μύρια τέτοια παραδείγματα, ναί)
Γαμώτο, νομίζω ότι θά μού λείψη τρομερά η which siδe are you on. Μέ αυτό τό παιδί (τό οποίο γνώρισα στήν κοιλιά τής μάνας του, ελάχιστα πρίν νά γεννηθή) είχα τήν αίσθηση (καθόλου αναληθή) ότι η σχέση μας (άπό τόσο νωρίς) ήταν δυνατή, πολύ αγαπησιάρικη, ιδιαίτερη, περίεργη, ξεχωριστή, ιδιάζουσα μέ μιά κάποια παραδοξότητα. Διάφορα περιστατικά πού κατά καιρούς μού μετέφερε η goena., κάποια πού εγώ έβλεπα, αλλά κυρίως εκείνα πού ένοιωθα, μέ έκαναν νά τό πιστεύω σάν παιδί μου. Ήταν κάτι πολύ δυνατό, όπως εμφανώς πιστοποιείται σε κάποιες εκφράσεις σε μερικές φωτογραφίες της (μας).
(Θυμάμαι ένα μεσημεράκι όταν πήραμε νά κατηφορίζουμε ένα έρημο καλντερίμι. Είδαμε κάτι ορφανά καί χέρσα τραπεζοκαθίσματα, συμφώνησε καί καθήσαμε εκεί. Αρχίσαμε εντελώς σοβαρά νά μιλάμε· ήταν στιγμή όπου είχαμε πολλά νά πούμε. Τό ύφος τής κουβέντας δέν είχε καθόλου επιτήδευση καί συγκατάβαση μεγάλου πρός μικρό, ήταν διάλογος μέ αρχή καί τέλος. Κάποιοι λίγοι περαστικοί άφησαν – εκτός από φευγαλέο – καί βλέμμα μ’ανασηκωμένο φρύδι, μεταδιδόταν εύκολα, εκείνη η παράδοξη συνεύρεση. Δέν μπόρεσα νά συγκρατήσω ένα γέλιο καί στό καπάκι φωναχτό φιλί όταν τράβηξε τά μανίκια της πειθομένη στήν παρατήρησή μου γιά σκονισμένο τραπέζι. Μύρια τέτοια παραδείγματα, ναί)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα