Παρασκευής Μάθημα.
Ο Ηγησίας, όπως μας εξιστορεί ο μέγας Σουμέριος σχολάρχης Ασράμ, έζησε τον τρίτο αιώνα πριν από την γέννηση ενός εβραίου ψιλοφιλοσόφου ονόματι Γιεσούα (ο οποίος πολύ μεγάλη ιδέα γιά τον εαυτό του είχε!)
Εδίδαξε στήν Αλεξάνδρεια επί βασιλέως Πτολεμαίου τού ααααα.
Ο Ηγησίας τό λεπόν έλεγε μέσαις άκραις ότι η ευδαιμονία είναι ακατόρθωτος. Αδύνατος καθότι τό σώμα είναι full of παθήματα, άσε πού η ψυχή (ολίγον τί θύμα) συμπάσχουσα στο σώμα, ταράζεται κι αυτή.
Κι έάν προσθεσης – έλεγε ο Ηγησίας – καί την τύχη, η οποία σχεδόν ποτέ δέν μας κάνει τό χατίρι [εδώ αξίζει τον κόπο νά αναφέρθη καί η συνεισφορά του Αγάθωνος (του καί καλά ρεμπέτη) όστις χτύπησε κάρτα μέ ένα σχετικό άσμα – «φτάνει πουτάνα τύχη, φτάνει, μανά μας γέννησε κι εμάς»] τότες κλαφ’τα Χαράλαμπε! (Κι ας λάμπεις άπό χαρά).
Δέν έμεινε τεμπέλικη η κάλαμος του. Έγραψε κάτι (όπερ δυστυχώς η ευτυχώς εχαθη) εις τό οποίον ένας μάγκας, υποψήφιος πρός αυτοκτονίαν δι’ασιτιας, περιγράφει τον βίον του τον πλήρη συμφορών καί τραγωδιών. Ο τίτλος ενδεικτικός : «Αποκαρτερων»
Σέ όλα αυτά τα χαμογελαστά έρχεται τό feedback (α ρε τό γαλλικό πως τό παίζω!) νά μας πη ότι ο Ηγησίας ήτο ηδονιστής.
Ώπα! Ηδονιστής καί απαισιόδοξος; Γίνεται; Ηδονή απ’την μιά καί επιθυμία θανάτου απ’την άλλη;
Γίνεται!
Λέει ο Ηγησίας: Η ηδονή ακατόρθωτος. Τό μόνο σίγουρο στην ζωή ο πόνος. Συνεπώς ο σοφός δέν πρέπει νά αγωνιζηται γιά την κατάκτηση του ευχάριστου τό οποίο βρίσκεται όσο καί οι παρθένες σέ μαιευτήρια αλλά γιά την αποφυγή του δυσάρεστου τό οποίο μας πνίγει σάν τον ΟΤΕ μέ τις επικείμενες αυξήσεις.
Ανύπαρκτος η ευτυχία· άρα πρέπει νά την επιδιώκομε αρνητικώς· αποφυγή του πόνου παναπεί. Εν ζωή όμως αποφυγή του πόνου δέν γίνεται, άρα;
Άρα… Φουντάρετέ με στον γιαλό, νά μέ φάνε οι γοργόνες καί τό αλμυρό νερό.
Ο θάνατος μάς απολυτρώνει άπό τους πόνοι άρα τό ηθικόν δίδαγμα του Ηγησία: «Αυτοκτονείτε ωρέ!»
Φαίνεται ότι η διδασκαλια του ειχε επιτυχια, διοτι…
… Διότι ο Πτολεμαίος γιά νά προλάβη/αποφύγη/ανακόψη τό κύμα τών αυτοκτονιών τό οποίον προεκάλουν αι τού φιλοσόφου διαλέξεις, τού απηγόρευσε νά διδασκη…
Επιπροσθέτως, τού εδώθη τό προσωνύμιον:
«Πεισιθάνατος»
Πλην μιας διόλου ευκαταφρονητου παρενθέσεως του Αρθούρου Σοπεναουερ, συρμός πεισιθανατων προέκυψαν καί στο ελλαδισταν λίγο πριν από τό μιλλενιουμ. Κάποιοι τραγουδοποιοί (αρνούμεθα νά τονίσωμε ότι ανήκον στην κατηγόρια του έντεχνου – τό «ποιο» πλάι στο τραγούδι τα λέει όλα) σέ σκοτεινά καί πνιγμένα σέ μπόλικο καπνό μετερίζια μετάδοσης του πολιτισμού τους, των πολυπλοκάμων απόψεών τους, τής σχεδόν μυστικιστικής άποψης περί βίου, συμφιλιώθηκαν μέ τό μικρόφωνο κι έπεισαν κάποιους ότι εάν τους ακολουθήσουν θά πιουν άπό τό ζωοδόχο νερό της καλλιτεχναλήθειας.
Μέ ύφος Νέρωνος, μέ σύνθημα ή εμένα ή τά τανκς, γελοία καλλιτεχνοκριτικοκαραγκιοζακια ρίχνουν στο έρεβος διαφορετικές επιλογές εν χορδαις καί οργανοις, λογίζοντάς τες ώς μή έντεχνες, λούμπεν, παρακατιανές, στερούμενες περιεχομένου, κενές, ντιριντάχτα κλπ κλπ.
Ο Διόνυσος όμως δυσκολεύεται. Σκαλώνει νά μπουκάρη στήν γιομάτη παραισθησιογόνους καπνούς τών θλιβερών, πεσαματιάρικων, πένθιμων χώρων τους, τό νόημα, λέξη «κέφι» θά τρώη πάντοτε πόρτα.
«Πεισιθάνατο σιντί». Στό διπλανό σας φνακ!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα