Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 29, 2005

Σύνοψις.

Όλα μιά ομορφια! Όπως πάντοτε. Καί γιά πάντα…

Καί αυτό, ε;

Αγαπητοί συνάδελφοι,

Ήγγικεν η ώρα, να διαβούμε τον Ρουβίκωνα. Ο κύβος ερρίφθη και έφερε ντόρτια. Η συνήθης εικόνα του καθενός μας, στην αφοσίωση και μόνο μιας οθόνης, ενός ακουστικού/hands free, να δώσει τη θέση της σε μια λιγότερο τυποποιημένη συμπεριφορά.

Στον άρτο και θεάματα…

Υπό άλλες συνθήκες, σε χαρτιά χρώματος κρεμ και χρυσούς καλλιγραφικούς χαρακτήρες θα διαβάζαμε ότι «οι γονείς μας κι εμείς θα χαρούμε πάάάάρα πολύ, να σας έχουμε κοντά μας σ’ αυτό το καινούριο ξεκίνημα της ζωής μας, όπου οι έννοιες κρεβατομουρμούρα και παντόφλα θα είναι άγνωστες…»

Δεν υπάρχει όμως ούτε νύφη, ούτε γαμπρός, ούτε και πετραχήλι σε λαιμό ιερέως.

Παρά μόνον εμείς. Επισκέπτες στη δική μας γιορτή, να κερνάμε τους εαυτούς μας, μεταξύ μας οι χειραψίες και τα ανάλογα χαμόγελα.

Γι’ αυτό λοιπόν σας καλούμε το πρωί της Δευτέρας στις 08.30, παρέα με αμέτρητες εκπλήξεις να γιορτάσουμε μαζί.

Για περισσότερες λεπτομέρειες μπορούμε να απευθυνθούμε στην «ατζέντα της εβδομάδας», η οποία θα τοιχοκολληθεί στη βαριά κι ασήκωτη, τζαμένια πόρτα του τμήματος… (την οποία ποτέ δεν κλείνουμε!)

Πλήρεις αγωνίας, ανυπομονησίας και λαχτάρας,

Οι μέντορες σας.

Mέχρι κεραίας.

Θά χαρούμε πολύ, τήν έβδομάδα 3 μέ 7 Όκτωβρίου, νά σάς δούμε κοντά μας. Κατεβαίνοντας μερικά (έως πολλά) σκαλιά ή απλώς πατώντας τό 0 στό ασανσέρ…

Η διάφανη, γυάλινη, βαριά πόρτα, ανοιγόμενη θά σάς φέρη στό τμήμα, όπου γιά μιά εβδομάδα τό πνεύμα τής εξυπηρέτησης θά έχη εντονότερη τού συνηθισμένου, παρουσία εκεί.

Μετά από μιά πρώτη, αναγνωριστική ματιά, θά σάς γίνη ευδιάκριτη η εστίαση γύρω άπό τόν πρόταση–λογότυπό μας, πνεύμα τής εξυπηρέτησης.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 28, 2005

Πώς είπες;

- Τρελλαίνομαι γιά τελίτσες…

- Κι εγώ γιά πέπωνες!

Διάβασέ με. (ουχί τό θρυλικόν περιοδικόν)

Θέλεις πολύν χρόνο. Πολύν.

Δέν είναι πολύς; Άδίκως κλαίγομαι, ερήμην μιζεριάζω, στό τζάμπα μουρμουρίζω;

Τέλος πάντων... Μπορεί νά είναι κι έτσι...

Πάντως εδώ ματιές τριγυριζομένων μέ σφαλιαρίζουν από πίσω, κόσμος στέκεται, δέν είμαι μόνος. Δέν μπορώ ευκόλως. Δέν μπορώ.

Καί στό σπίτι, άβολα.

Δόξης

Μέ τό Στεκι ανεβήκαμε στου Σταύρου. Είμαι μάλλον επηρεασμένος άπό την γέννηση του ξαδελφου μου ο οποίος ήταν κακάσχημο μωρό γι’αυτό καί η κόρη του Σταύρου μου έκανε εντύπωση. Ακόμη δέν δύναμαι νά συνειδητοποιήσω ότι ο Σταυρακης έχει παιδί… Μου έρχονται στον νου διάφορα. Κάποια χριστουγεννιάτικη γιορτή στο νηπιαγωγείο, χειμωνιάτικα απογεύματα Σαββάτου στην έρημη γειτονιά καί στην είσοδο της πολυκατοικίας, μπάλα στο σχολείο τα σ/κ, πρώτες βόλτες, τσιγάρο, μπουρνέλα, διακοπές σέ κάποια νησάκια, βόλτες πιο κυριλέ μέ ζεύγη, επισκεπτήρια στον στρατό καί διάφορα άλλα μικρά που φαίνονται σέ κάποιες φωτογραφίες καί μας τινάζουν τα πέτα.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 27, 2005

Δυσκοιλιότη...

Είναι μεγάλο πακέτο τά κατά παραγγελία…Πολύ…

Applause!

Μόλις φθάσει εβδόμη άπογευματοβραδυνή καί ενώ το σκοτείνιασμα είναι έν πλήρη έξελίξει, προκύπτει κάτι πού σκοτεινιάζει ακόμη πιό πολύ τίς ώρες αυτές, τίς δύσκολες.

Συσσώρευσις νεφών στόν συμπαγοφέροντα ουρανό καί υετός. Όχι αμέσως. Μάς προετοιμάζει. Μέ μουλτιμήντια κατάσταση. Βλεμματιάρικα – αστραπαί καί στησαυτιάρικα – μπομπονητά.

Ώρα όμως αρκετή, τόση ώστε τελικώς εκνευριζόμεθα αντί νά μάς γίνηται καλό. Σάν νά σού δίνη ο γιατρός καθαρτικόν και όταν σού έρθη τό εντεροκατευόδιο, νά σού λέη ότι έχει ρίξει υγρό παπάκι στήν λεκάνη – δέν γίνεται, κρατήσου!

Άς είναι.

Αί ζέσται κράτησαν πολύ, γι’αυτό καί είναι ευπρόσδεκται αί βροχαί – άν είναι παρακολουθητέαι καί άπό τό χαγιάτι τού μεγαροσπιτιού μου, ακόμη καλλίτερα...

Υετός λοιπόν.

Υετός.

Βρόχα ρέ παιδί μου...

Κι αυτή η βρόχα, σάν ντελικάτος χάφ (ονόματα επι τούτου δέν αναφέρονται) δίνουν φοβερή πάσα στόν κενό χώρο καί τά σέντερ βλογ όλα (μά σχεδόν όλα) αρχίζουν!

Βγαίνουν στούς δρόμοι, αχνίζουν τούς φακοί τών φωτογραφικών μοτοσυκλεττών καί αρχίζουν νά τήν βλέπουν Χέλμουτ Νιούτων/Νομπουγιόσι Αράκι/Καλιόπε...

Ήρωες τών και γαμώ τίς πόζες μεγάλε, τί τάλαντον πού έχεις ΚΑΙ σέ αυτό, τά A.D βροχής.

The End.

Παλαμοκροτήσατε ρε!

Εξισώσεις επί κοπτήρων.

Κασερόπιττα + ελληνικός (σκέτος) = φοφύκο.

(Γκουρμοειδώς πάντοτε).

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 26, 2005

Πώς τόν λέν τόν ποταμό…


Άρχαίος ποταμός τών Άθηνών. Συνδέεται μέ τήν μυθολογίαν, τάς παραδόσεις καί τήν ιστορίαν της. Ο Ιλισός, ο πιό ονομαστός ποταμός μαζύ μέ τόν Κηφισόν, πήγαζε άπό τόν Υμηττόν, τό νοτιοανατολικόν τμήμα τής πόλεως καί εξέβαλλε είς τό Φάληρου. Όπως αναφέρει ο Στράβων, ο Ιλισός πλημμύριζε τόν χειμώνα, ενώ τούς θερινούς μήνες η ποσότης τών υδάτων του ελαττώνετο σέ μεγάλο βαθμό. Μετά άπό τον Β΄ Παγκ. πόλεμον, τό μεγαλύτερο μέρος της κοίτης του έκαλύφθη.

Κατά τήν αρχαιότητα υπήρχον στίς όχθες του διάφορα ιερά καί βωμοί. Στήν κοίτη του ευρέθη τό 1874 η περίφημη μεγάλη επιτύμβια στήλη, η λεγομένη στήλη τού Ιλισού, τήν οποίαν πολλοί θεωρούν έργο τού Σκόπα.

Στήν παραλιακή λίγο πρίν άπό τό φανάρι τής Αμφιθέας, τό πρωί του Σαββάτου, κάποιος φυσιολάτρης (!) είπε νά κάνη μιά εκδρομή στό ποτάμι… Βότσαλα, πολλά νερά γιά τέτοια εποχή, σχεδόν καλοκαίρι, οι πέστροφες κάπου εκεί, εκεί καί οι θόρυβοι τών πρό τού Σαρωνικού υδρομπολιασμάτων.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 24, 2005

960-05-1013-Χ

«Γιά νά καταλάβης τήν Πόλη, πρέπει νά περπατήσης. Όχι τράμ. Όχι ταξί. Οι ομορφιές τής Πόλης δέν είναι φανερές στά μάτια τού βιαστικού διαβάτη. Δέν βρίσκονται πάντοτε στήν οριζόντια προέκταση τής οπτικής άκτίνας. Δέν μιλάν. Δέν φωνάζουν: «Εδώ είμαι. Στάσου νά μέ ιδής». Όχι. Οί ομορφιές τής Πόλης είναι διακριτικές, κρυμμένες στά πιό απίθανα μέρη, πονηρότατα ντυμένες, πολλές φορές, μέ τά κουρέλια τής άσκήμιας καί τής άθλιότητας. Πρέπει λοιπόν νά περπατήσης, νά περπατήσης. Τό μάτι σου πρέπει νά είναι ερευνητικό, ανήσυχο. Η νοημοσύνη σου ακονισμένη σάν ξυράφι. Η ψυχή σου σέ συναγερμό. Η ευαισθησία σου νά δονήται. Οι ιστορικές σου γνώσεις, πάντοτε έν επιφυλακή, νά εξάπτουν τήν φαντασία σου. Καί νά περπατάς. Νά περπατάς ώσπου νά μήν νοιωθης τα πόδια σου άπ’την κούραση. Ώσπου η ψυχή σου νά κορεσθή άπό εικόνες, τό μυαλό σου άπό στοχασμούς. Καί τότε, όταν νοιώσης πώς η αφομοιωτική σου ικανότητα άγγιξε τό μέγιστο τής αποδόσεώς της, τότε νά καθίσης στο ύπαίθριο καφενεδάκι τής πρώτης πλατειούλας πού θά συναπαντήσης. Νά παραγγείλης καφέ καί αργιλέ. Νά αφήσης τήν εσπερινή επίκληση τού μουεζίνη νά σέ διαποτίση μέ τήν νωχελική γοητεία της. Νά ευφρανθής μέ τό θρόισμα τού αποσπερινού ανέμου στά φύλλα των πλατάνων. Νά δεχθής τό γαληνεμένο λουτρό τών δειλινών φωτοσκιάσεων. Νά βυθισθής στήν ευδαιμονία τής άνοιας. Καί νά μεταρσιωθής. Καί νά εξαυλωθής.»

Μ.Κ.

Ναί ρέ γαμώτο…

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 23, 2005

Εύκαταστασία.

Σκάλιζα κάποια συρτάρια καί είδα μερικά σιντιά. Τής περιόδου 2001-02, χρόνος - χρόνια κάπως δύσκολα, ιδρωμένα, άυπνα καί έν τέλει δρώμενα αποχής χωρίς την θέληση νά εξοργισθώ, νά φωνάξω, νά βρίσω. Τότε.

Είμαι παιδί τής παγκοσμιοποίησης.

Μεταξύ αναξιοπαθούντων ανθρώπων καί μίζερων σκύλων προτιμώ νά αφιερώνω τήν ικμάδα μου στα κυνάρια.


Μεταξύ αναξιοπαθούντων συμπατριωτών καί αλλοδαπών,σαφώς τους δευτέρους στέργω.


Βρίζω τούς αμερικανούς αλλά μέχρι καί η κωλοτρυπίδα μου έχει ούγια made in USA.


Καπνίζω νταφού περιοδικώς, σπανίως, συχνάκις. Τόσον ώστε νά αντέχω σέ κάθε παρέα. Είτε μαστούρηδων, είτε αργόσχολων μαλάκων αλλά καί ενσυνείδητα πολέμιων αυτής.


Αναγνωρίζω δικαίωμα στις αδελφές νά κάνουν τά γούστα τους, στα πρεζάκια νά χασικλώνονται, στους αρρώστους νά πετούν – κρύβουν τά χάπια τους στο στρώμα του κρεββατιού.

Μέ χαλάνε αι παρελάσεις αλλά μέχρι πρίν άπό 15 χρόνια μέ περηφάνια έβλεπα τήν στήν κόκκινη πλατεία έπί τή έπετείω τής οκτωβριανής επαναστάσεως.


Τρώω τζανκ φουντς τά μεσημέρια καί τά βράδια. Στό μεσοδιάστημα, καταριέμαι τίς θερμίδες.


Κρίνω θεολογικά θέματα, πολλά ζητούμενα της έκκλησίας άσχέτως εάν τό ράσο νομίζω ότι είναι είδος ψωμιού σέ κινεζικό εστιατόριο καί τό λιβάνι, πορτοφόλι από δέρμα ιγκουάνα.


Θωρώ μέ σεβασμό καί σκέψη για join τά στρατόπεδα τών γυναικών πού υποστηρίζουν τήν ευδοκίμησιν τών τριχών σέ μασχάλες καί γάμπες. (Εάν είμαι γυναίκα). Μέ ψιλοχαλάνε επίσης, αι θηλυκαί καμπύλαι πού έχω, κάθε τί πού θυμίζει τήν φύση μου.


Τά ξυραφάκια είναι εχθρός! Πάει καί τελείωσε! (Εάν είμαι άνδρας)


Έχω χαϊμαλιά στόν λαιμό, στα χέρια, στά πόδια κι οπουδήποτε αλλού μπορείς νά «διακόσμησης» κάτι.


Σκουλαρίκια μέ παραστάσεις ηλίθια ακατανόητες.


Γουστάρω πολύ τά αρρωστάκια πού κρίνουν ότι άκόμη καί σέ γάμο φορούν τό τζήν πού τούς έκφράζει, διότι ώς γνωστόν η γραβάτα είναι η αιτία καλπάζοντας καρκίνου. Γελώ όμως ειρωνικά σέ κάποιον άλλον ο οποίος ενδεχομένως νά πή ότι προτιμά καθημερινώς τό κοστούμι τό οποίο, αντιστοίχως, τόν εκφράζει.


Βρίζω τίς καμπάνες τής πλησίον τής οικίας μου εκκλησίας, πού κάνουν ντιν νταν όλην τήν ημέρα, ενώ ταυτοχρόνως κλαίγομαι γιά τούς ρυθμούς τής δουλειάς μου οι οποίοι μέ κάνουν νά λείπω άπό τό σπίτι 20 ώρες.


Απεχθάνομαι τό χρυσό σέ κάθε περίπτωση, εκτός έάν είμαι γυναίκα καί κρίνω ότι πρέπει κάποιος αρχιμαλάκας νά μέ νυμφευθή εμένα τήν ανύμφευτον!


Μόνο έγώ (καί τό θλιβερό σινάφι μου) ξέρω άπό μουσική. Η μεγαλύτερη ηδονή όταν επινοήθηκε ο όρος έντεχνο μιας καί έκανε τά αλλότρια άσματα ατέχνου σκηνής.


Τό παίζω προοδευτικός καί αριστερός, μόλις όμως δω κάποιον νά διαφοροποιήται, φορώ σβάστικα στο μπράτσο καί ανακαινίζω Άουσβιτς.


Veritas odium parit.

Δικαίωσις...

Υπό κανονικάς συνθήκες ίσως νά ένοιωθα ικανοποίησιν (γιατί τάς θεωρώ μή κανονικάς;)

Αι συνθήκαι είναι κανονικαί λοιπόν. Μάλλον. Τέλος πάντων.

Νομίζω ότι θά έπρεπε νά ένοιωθα ηθικώς ικανοποιημένος ένεκα εκπληρώσεως προβλέψεως τινός, διότι βγήκα ακριβής είς μιάν εκτίμησίν μου, επειδή φάνηκα σωστός.

Όμως, δέν έχω τέτοιες προθέσεις. Νά κοκορεύωμαι, νά τονίσω κάποια προλεγόμενά μου, νά θέλω νά ακούσω τά δίκια μου.

Εντός μου σχηματίζω τό πικρόν χαμόγελον τής μονήρους επιβεβαιώσεως , τίποτε περισσότερον όμως.

Συμβουλή πρός ναυτιλλομένους.

Κυττάζοντας ένα προσωπάκι, μάλλον χαμογελαστό - χωρίς όμως αυτό νά είναι απαραίτητη συνθήκη - τά ξεχνάς όλα.

Ούστ πουσταράδες από τήν παράγκα! Ούστ ρέ!

χαχαχαχα! Γουστάρω απίστευτα, έχουν χολεριάσει όλα τά κοπρόσκυλα μέ τό θέμα τής ανωτατοποιήσεως τών εκκλησιαστικών σπουδών...

χαχαχαχα!

(πωπώώώώ σκοταδισμός λέμε! Περσία πάνε νά μάς κάνουν!)

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 22, 2005

Quis custodiet ipsos custodes.

Δέν καταλαβαίνω ταινίες!

Τί έχω πάθει ρέ γαμώτο;

Δέν καταλαβαίνω (σχεδόν) τιποτε. Όχι απαραιτήτως ταινίες Μπέργκμαν, Τεό ΑγγελόπουλΑ, Ομήρου Ευστρατιάδη.

Αναφέρομαι στίς στιγμές πού σέ ίσως σέπια φίλμ, ο Κλεμέντσα ανακοινώνει στόν Χάιμαν Ρόθ ότι η διαπλοκή θά παταχθή. Θά παταχθή καί οι ένοχοι θά οδηγηθούν βαθιά, σέ μέρη ανήλιαγα, προκαλούντα μή-ηλίαση. Κι αυτός κατά τήν διάρκεια ενός πυτζάμα πάρτυ, τραβά διακριτικώς από τόν γυακά τόν Φράνκυ Πετάντζελι, τόν καθίζει σέ μιά άβολη πολυθρόνα καί τού ζητά νά κλείνη πάντα τό καπάκι τής τουαλέττας. «Γι’αυτό μέ φώναξες; Μόνο γι’αυτό; Μόνο; Καί δέν μού λές...; Τουαλέττα τήν απεκάλεις εν τώ χωρίω σου; Είχατε τουαλέττες εκεί, στό τέρμα Θεού; Ούτε κάν λεκάνες δέν δροσίζοντο από σας εκείνα τά χρόνια. Μήν μάς τό παίζεις λόρδος! Αλλά επαναρωτώ. Μόνο αυτό μέ θέλεις;» Ο Ρόθ χαμηλώνει τό κεφάλι, μαζύ μέ τό βλέμμα βεβαίως, καί ψιθυρίζει κάτι ακατάληπτον. Τέλος πάντων, μήν μακρυγορώ, Ο Φράνκης ο Πεντάτζελι λαμβάνει μιάν οδηγία υπό τού υποκριτικώς συνεσταλοσυμπεριφερομένου Ρόθ. Πρέπει ο Ρόκκο ο Λαμπόνες ο δαιμόνιος καί ατσαλάκωτος ιδιοκτήτης 4 καφέ μέ φρουτάκια, 2 καζίνο μέ κάθε Τετάρτη ζωντανό πρόγραμμα τών αφών Κατσάμπα καί 1 αντιπροσωπείας τοπικής οργάνωσης ΚΚε Λάς Βέγκας, νά βγή από τήν μέση. Γιά λόγους μή δυναμένους αποκαλυφθείν η όλη επέμβασις δέον νά γινόντανε μέ μαχαίρι 5 ιντσώνε όπως στό τηλεμάρκετινγκ τού nbc… «Μήν ρωτάς περισσότερα. Θέλεις λίγο σουφλέ;» κατέληξε ο Ρόθης.

Ο Ρόκκος όμως, παλιά πουτάνα στό κουρμπέτι, προστατευόταν σάν τόν σκατζόχειρα ενώπιον τής αλεπουπούς. Όξω, κυκλοφορούσε πάντοτε μαζύ μέ μιά διμοιρία νηπίων τά οποία καί καλά, πάγαινε καί έφερνε τά τσογλανάκια αυτά στό νηπιαγωγείον. Δολοφονοδιώκται τά νήπια. Τό σπίτι του ήτο πλήρες εξοπλισμένον μέ τήν τελευταία λέξη τής τεχνολογίας τής δεκαετίας τού 20 όμως. Τίποτις παναπεί. Τέλος πάντων, βασίζετο στήν κωλάρα του (θύμιζε τήν καράφλα τού Τόμ Χάγκεν), στήν απίστευτη κωλοφαρδία καί στό ότι ο Θεός γιά κάποιον λόγο τού χρωστούσε χάρη.

Ε! Αυτά δέν τά καταλαβαίνω εγώ! Όχι τό διατί ο Θεός χρωστά χάρες. Αυτό, τό όλο στόρυ, τήν πολυπλοκαμία (τί οκτώ; 32 καί βάλε...) τό πολυδαίδαλον τών θελήσεων, τών σκοπών καί προθέσεων τών πρωταγωνιστώνε.

Ένα φάντασμα πλανιέται στόν ουρανό τών δωματίων ένθα παρακολουθώ τές ταινίες. Τό φάντασμα τού see no evil, hear no evil, κομπρένδο νο έβιλ.

Ξεκινώ μέ καλές προθέσεις. Επηρεασθείς από προηγούμενα μπλάκ άουτ, στά κυλιόμενα κρέδιτς τέλους, όποταν άρχεται καινό έργον, βάζω τά δυνατά μου.

«Σφίξου Βαγγέλη» .

Ξεκινώ.

Στήν πλοκή τού όργου, κάποια ονόματα ανθρώπων γιά τούς οποίους ειπώνεται κάτι ιδιαίτερο και άξιον προσοχής (όχι υπό τού Βαγγέλη όμως) μπαίνουν ώς κρατούμενο, γιά νά τά θυμάμαι γενικώς.

Η φράγκικη όμως διάρθρωση συλλαβών, τά όχι λήγοντα σέ σού επώνυμα κάθονται στήν ράμ μου εντελώς ράντομ. Μετά από κάνα δυό δίλεπτα δέν θυμάμαι τίποτε. Ποιός; Ο x «έδωσε» τόν πρεζάκια γυιό του κι ο αξιωματικός υπηρεσίας τού αρμοδίου αστυνομικού τμήματος τόν έστειλε νά φέρη ένα πιστοποιητικό από τό ΚΕΠ τού Νιού Τζέρσυ; Κι όλο αυτό ώστε νά μπορέση νά πετύχη αναβολή τής δίκης ενός αβανταδόρου τών παπατζήδων τής πλατείας ο οποίος μέ τήν σειρά του άφησε έγκυο τήν σκυλίτσα του τήν Λάικα; Ααααααα! Ώστε έτσι ε; Τώρα κατάλαβα. Τώρα μπαίνουν τά πράγματα σέ μιά σειρά, τώρα εξηγούνται. (Εννοείται βεβαίως ότι αυτή η εξήγηση έρχεται, περατωθείσης τής 9ης τουλάχιστον παρακολουθήσεως τής ταινίας.)

Τίποτε. Πάντως, αφήνομαι όταν φαίνηται νά καταλήγη κάπου ο έργος, αφήνομαι στήν γοητεία τών αποκαλύψεων. Μεγάλη ή μικρή. Θά μού πής: Πώς αφήνεσαι όταν δέν καταλαβαίνεις ότι κάτι αποκαλύπτεται; Εδώ δέν πιάνεις τά μικρά, τά στοιχειοθετούντα καταστάσεις οι οποίες κάάάάποια στιγμή θά φανερωθούν... Λοιπόν, μπορώ καί συνειδητοποιώ ότι κάτι τρέχει, ότι κάτι σοβαρό γιά τήν πορεία τού έργου εξελίσσεται από τίς εκφράσεις τών ηθοποιώνε, από κάποια κρεσενταλέγκρο στίς μουσικές ΕΠΕΝδύσεις, από τούς διαλόγους οι οποίοι γίνονται πού μακρόσυρτοι. Άσέ πού πάντα, από πρίν, εκλέγχω τήν διάρκεια τού έργου καί κουρδίζοντας τήν αντίστροφη μέτρηση στό κινητό 9 λεπτά πρό τού τέλους, τό βάζω νά κτυπά. Καί τότε, ανοίγω μάτι διάπλατα, χαστουκίζομαι νά ξυπνήσω, τσιμπάω τήν κοιλιά μου καθότι... ήγγικεν η ώρα!

Και ρέει τότε ο ποταμός τών αποκαλύψεων. Τό νερό στήν αρχή θολό, πιό κάτω όμως καίτοι κυματώδες, τά βυθού βότσαλα φαίνονται ξεκάθαρα. Καί αφήνω τό χέρι μου νά πέση μέσα, η φορά τού ύδατος μέ βρέχει μέχρι καί πάνω, στό μπράτσο τό στιβαρό. Εισπράττω λοιπόν εξηγήσεις, ακούω τα ηθόποια νά λέν, νά ερμηνεύουν. Δεν πολυκαταλαβαίνω τήν σειρά τών συλλογισμών – πώς θά μπορούσα εξάλλου; - όμως γουστάρω ακροθιγώς αντιλαμβάνομαι ότι ναί ρέ γαμώτο, φαίνεται ότι προσπάθησε πολύ ο σκηνοθέτης! Η πλοκή, η εξέλιξις, η κατάληξις φαίνεται μπομπάτη, ενδιαφέρουσα. Μπορεί νά μήν πιάνουμε τό όλο τό κόσνεπτ, αντιλαμβανόμεθα όμως αβέρτα τίς ευγενείς καί μάχιμες προθέσεις.

Έχουσιν γνώσιν οι φύλακες εξάλλου!

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 21, 2005

Αγνότης.

Δυό, τρία μποφώρ περισσότερα, παίζουν ρόλο μεσολαβητή, τελικώς. Μπορούν νά σέ συστήσουν σέ εικόνες τίς οποίες νομίζεις ότι έβλεπες καί μάλιστα συχνάκις.

Νομίζεις.

Νόμιζες.

Κατεβαίνεις τόν Κηφισόν, φθάνεις στήν παραλία και η Σαλαμίς διακρίνεται σάν κάποια νήσος Αιγαίου. Αντικρυνή παραλία κάπου απομεμακρυσμένα μέ μπόλικα μελτέμια.

Ο Προφήτης Ηλίας αφήνει νά φαίνεται κάθε λεπτομέρεια στίς οικίες καί τά παρολίγον χαγιάτια των.

Ο Υμηττός δέν φαίνεται νά πολυχαλιέται μέ τόν ήλιο από πάνω του, έάν είχαμε γερακίσιους οφθαλμούς σίγουρα θά βλέπαμε φορτωτικές υλικού μελισσών.

Κάθε μέρος όμως, ακόμη καί τό πιό κοντυνό, ευδιακρίνεται. Φαίνεται η διαφορα, η παρεμβασις αυτων των 2-3 μποφωρ. Ευχαριστουμε.

O Κατήφορος.

Κάθε πρωί (μά κάθε) εγερθείς, κατευθυνόμενος βαλανείω, σκέπτομαι το αμέρικαν μπιούτυ...

Μιά ατάκα φοβερά πού όσο κι άν ψάξω δέν βρίσκω άλλη, τρελλό νά μέ'χη κάνει.

Λέει ο ήρως:

«Η μέρα μου ξεκινά τό πρωί στο μπάνιο ένθα τον παίζω – τούτο, τό πιό δυνατό σημείο τής ημέρας. Μετά, κατήφορος.»

(κάπως έτσι - δέν ενθυμούμαι λεπτομερείας...)

Γαμάτο.

Αυτήν η σκηνή, αυτό τό μπλά μπλά τού Κέβιν Συμπαντίου μέ συνοδεύει.

Κρατά ανάποδο βήμα από τό δικό μου. Από τό δωμάτιον, διάδρομος, μπάνιο. Δυσκολεύεται κάπως στό έι ώπ, στό μπούκα στήν μπανιέρα αλλά ακομπανιάρει.

Απογοητεύεται λίγο (έως πολύ) όταν δέν κεβινιάζω τίς στιγμές πού τό νερό με ξυπνά... Δυστυχώς, το φαινόμενον «πρωινή στύσις» είναι κάτι πού συναντάται – συνηντήθη όχι αυτήν τήν δεκαετία. Ακόμη καί στά 90s, μόνον στά early αυτής σχηματίζοντο αί προϋποθέσεις γιά κεβίνιασμα.

Σ’αυτό τό μιλένιουμ, τζίφος.

«Μετά, κατήφορος»

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 19, 2005

Κενώσεις νεφών.

Τί είναι αυτό πού μέ τρομοκρατεί όταν στά ενέχοντα στύσι, όνειρα (χρονικώς καί όχι λόγω περιεχομένου) τό αυτί αρχίζει καί πιάνει κάποιους έκ του μακροθεν θορύβους υδάτων σέ τζάμια, λαμαρίνες, πλαστικούς κάδους;

Είναι η στιγμή που συνειδητοποιώ ότι κάτι συμβαίνει. Όταν δέν έχουσιν προηγηθη μεσονυκτιαι διακοπαι μέ τέτοια ακούσματα. Όταν τό δελτίο στην τηλεόραση δέν έχει προϊδεάσει.

Θά σηκωθώ καί θά τό επαληθεύσω. Βουρτσίζοντας τά δόντια μου ή ουρώντας θά κατοικοεδρεύσει αυτή η ανασφάλεια, ψάχνοντας (ανεπιτυχώς) έξοδο άπό τά αυλάκια των μη βροχολαστιχων μου.

Γιατί αυτός ο πανικός λοιπόν όταν η θέα, τραβώντας κουρτίνες, είναι υγρά γκριζαρισμένη;

Ίσως ένα τρακάρισμα στην παραλιακή 13 χρονιά πίσω. 5 άτομα στο αυτοκίνητο, γλίτσα πολλή στο οδόστρωμα, ταχύτητα όχι καί τόσο συντηρητική.

Τό «κρατηθητε» άπό τον οδηγό μου κράτησε τά μάτια ανοικτά. Εκείνα τά δευτερόλεπτα ήσαν βουτηγμένα σέ μιά σιωπή η ησυχία της οποίας άφησε νά ακούγεται η μέ χάρη ολισθησις πρός τό προπορευομενον όχημα.

Ήταν πολύ περίεργο. Πάντα βλέπεις τό μπροστά αυτοκίνητο νά μεγαλωνη στο παρμπριζ. Εκείνη την φορά όμως, η εικόνα του λεωφορείου μεγιστοποιήθηκε στο τζάμι. Τό ενάμιση δευτερόλεπτο τής υπερβάσεως. Καί τό τράνταγμά μας.

Έάν συνυπολογισης, επίσης, εκείνο τό απίστευτο πανηγύρι του Αυγουστοσεπτεμβριου του 2002. Όταν οι βροχές ήσαν περισσότερες αυτών του Λονδίνου στην σειρά των Αντιζήλων. Η ώρα που χρειαζόταν νά επιστρέψης σπίτι, νά διανυσης 15 χιλιόμετρα ήταν άνω της ώρας. Όταν οι δρόμοι θύμιζαν κινητά εργαστήρια κακοηθών κυττάρων.

Μισώ την βροχή. (όταν ειμαι έν κινήσει)

Μ’αρεσει όμως πολύ τό κρυον.

Φίλε Σίσυφε, ακούς; Μπορεί νά μήν υπάρχη availability στό...

Ο Σίσσυφος έσbρωχνε έναν βράχο κι έγινε αιώνιος νταλγκάς σέ παροιμιώδεις εκφράσεις.

Εγώ (τσ!) κάθε ημέρα, πολλάκις εντός τού οκταώρου, μιά καρέκλα.

Άς μήν συγκριθούν αί δύο περιπτώσεις, τί νά κλάση ο Σίς καί τό σούρσιμο τού βοτσάλου του;

Η μοκέτα, έδώ, είναι κάπως περίεργη, ίσως νά θέλη κλάδεμα, πάντως είναι δύσκολες κάποιες κινήσεις τακτοποίησης τής θέσεώς μου, τού κορμού καί τού κορμιού μου.

Γιά τό σπίτι δέν τό συζητώ. Η απίστευτη δυσκολία, η αβολία η ασυζητήσιμη.

Καί σκέφτομαι πόσο πιό ωραία θά ήσαν τά πράγματα εάν εκεί, επικρατούσε πιό άνετη ατμόσφαιρα.

Γαμώτο...

Μήν τήν φοβάσαι.

Χθές τό βράδυ σέ ένα κατασκότεινο δωμάτιο κρατώντας ένα τσιγάρο, με καρφωμένο τό βλέμμα εκεί, έβαλα νά τό γυρίζω. Γρήγορα. Καί μές τό σκότος σχηματίζετο ένας κύκλος. Πότε σχεδόν τέλειος, πότε ελλειψοειδής, πότε με στρογγυλεμένες άκρες. Αυξανομένης τής ταχύτητος, ο κύκλος πιό γεμάτος, πιό πλήρης. Τό χρώμα του; Κόκκινο. Πάθος κι έτσι, εξάπτουσα τό μέσα. Προσεκτικότερα κάπου πρασίνιζε. Τής ελπίδας. Κι όταν η ταχύτητα δέν πήγαινε πιό πάνω, κάπου κιτρίνιζε. Τού μίσους. Η κατάληξη όμως, νά σβήση τό τσιγάρο στό τασάκι. Καί πάντα υπάρχει υποκείμενο νά τά διαπιστώνη όλα αυτά.

????

¿Dónde exacto esta mancha?
¡No recuerdo!

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 18, 2005

κατι ηξερε ο Κυριλλος!

мы учим легко языки иноплеменника когда мы малы.

Ложь!

Τσίτα τό τσιτάτο!

«Όταν σέ χειροκροτεί ο αντίπαλός σου, πρέπει νά δης τί λάθη έχεις κάνει»

Βλαδίμηρος Ιλιτς Ουλιάνωφ


Δεν θελω σου λεω!

Αρνουμαι μέ πεισμα 5χρονου νά κοιμηθω ώστε νά ελθω πιο κοντα στην αρχη της εργασιμου εβδομαδος.

Στό βάθος, κήπος

Δέν ξέρω εάν στα ιατρικά χρονικά, έάν σέ δερματόδετες εγκυκλοπαίδειες που σκονίζονται σέ βιβλιοθήκες κυρίων μέ τραγίσιο πωγωνα υπάρχει περιγραφή.

Μέ παρατηρώ όμως τον τελευταιον καιρον νά μήν μπορώ νά…

Νά…

Νά…

Ας τό πω κάπως παροιμιωδεσθαι.

Νά μήν μπορώ νά χωρίσω δυο γαϊδουριών αχερο νά’ουμ’…

Κάπως έτσι.

Τό απόγευμα, κατευθυνθείς στην κουζίνα νά αδειάσω τό τασάκι, πήρα μαζυ μου καί τό άδειο ποτήρι. Την στιγμή που τό έπραξα δέν τό κατάλαβα, ο θόρυβος του ποτηριού στον άδειο σκουπιδοτενεκέ μου έκανε τό κλικ. Πέταξα εκεί τό ποτήρι ενώ τό τασάκι στον άδειο, στον ξηρασίας νεροχύτη.

Τό εν λόγω συμβάν θα τό περναγα στο ντουκου εάν προψες Παρασκευή, κρατώντας στο μεν δεξί χέρι τα γυαλιά στο δε αριστερό σακούλα μέ σκουπίδια, δέν σαβουριαζα τό police γυαλακι καί (προσπαθούσα νά) φορέσω σακούλα Γαλαξίας. Η μυρωδιά φλυδας μήλου, τρισδιάστατων χαρτιών τουαλέτας καί ολίγον άπό τεταρτιατικο σπετζοφαι μ’εκανε 8 παρά είκοσι πέντε νά έχω χωθεί ο ημισυς στον πράσινο ννντενεκε αναζητών τό γυαλακι μου.

Φαίνεται ότι τό μάθημα δέν μου έγινε πάθημα. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο έβαλα (η καλλιον προσπάθησα νά βάλω) τό κινητό στην μίζα ενώ περίμενα άπό τό κλειδί νά αρχιση ringtoneιδως νά μου θυμιση κατι. (πως θα παρη μπρος τό τουτου ισως; )

19 λεπτα μετα, στην Ποσειδωνος, κυκλιζα τόν λεβιε (προσπαθωντας νά βάλω ουτε πρωτη ουτε δευτερα ουτε τριτη αλλα ταχυτητα μιγαδικου αριθμου) καί αποτομα/νευρικα/ευθυγραμμως κινουσα τό δυσμοιρο τιμονι που σιγουρα ανερωτειτο γιά τό που ακριβως ηθελα νά κατευθυνθω.

Φθανοντας καί παρκαροντας εφερα τό πορτοφολι στο στομα μου λιγο πριν προσπαθησω νά βγαλω ψιλα άπό τό καρελια τσιγαρο μου.

Περασα την τυροπιττα στον ωμο καί περπατωντας δαγκωσα την τσαντα μου. Οι οδοντες μου δυσαρεστηθησαν κάπως μέ την υφη της diesel σακας αλλα δέν τό θεωρησαν καί τοσο σοβαρο κατοπιν της πρωινης προσπαθειας νά τους σαπουνισω στην μπανιερα μέ τό camay, ακριβως τοτε μέ την colgate στις μασχαλες.

Μπαίνοντας στην εταιρεια, ειπα καλημερα σέ μιά γαρδενια καί μυρισα τό σημειο οπισθεν του ωτου της αιφνιδιασθεισης ρεσεψιονιστ.

Προσεγγισας τό εμον Βασιλειον, καθησα στο πληκτρολογιον καί ανοιξα την καρεκλα.

Δέν προσεξα τα εντονα σημαδια αποριας στους συναδελφους μου. Ουτε καν όταν αρχισα νά ξυνω τό μερος περιξ του οσχεου μου, καθως διακριτικα ηλεγχα εάν ειχα ξεχασει ανοικτο τό φερμουαρ της οθονης.

(Μπορουν νά αναφερθουν μπολικα περισσοτερα, μου είναι όμως απιστευτα δυσκολο σέ κάθε κλικ πληκτρολογιστι περιγραφων μου νά σηκωνομαι καί νά αναβω τον θερμοσιφωνα.)

Γι’αυτό καί καταληγω λεγοντας ότι (ψιλο) συνηλθον όταν αρχισα νά ακουω στριγγλιες, αποδοκιμασιες, χειρονομιες απειλητικες, γουρλωμενους οφθαλμους, δοντια σφιγμενα, θορυβους άπό γροθιες στα γραφεια.

Καί ολο αυτό έάν εχετε τον Θεο σας, γιατι;

Επειδη θωπευσα τό βαρυ στηθος μιας συναδελφου. Χωρις όμως νά εχω κατι άλλο νά κανω. Όχι. Απλως τό ειδα τορνευτον, τό ειδα περηφανο, τό ειδα στρογγυλον καί ειπα νά ακουσω τα δακτυλα μου που θελαν βολτες ανατολικες.

Σιγα μωρε!

Αμαν πια!

(Ίσως όμως νά μέ επηρέασε καί ένα λουτρινο αρκουδάκι οπερ άπό τό τζαμπο είχε φέρει μιά πωλητρια. Ίσως.)

Recycle Bin


«Μήν πετάξεις τίποτε»

Γιατί δέν χρησιμοποιήθηκε ποτέ, σέ κανέναν θυρεό ημικυκλοειδως καλυπτόμενο μέ ρόδα, ασπίδες καί μαιάνδρους υπό γοτθικής γραμματοσειράς;

Πιστός οπαδός αυτού, κρατούσα (δέν χωρά – δυστυχώς – ενεστως) ότι περνούσε άπό τα χεριά μου χαρτο/χαρτονοειδες. Δυσκολία παρετηρειτο στην ανακλησι αυτών. Δρασκέλισα αυτό τό εμπόδιο (οργανωτικότητος) καί τσουπ, είδα κάτι.

Μέ έκπληξη καί χαρά τό είδα. Θυμήθηκα τίς δραχμές που δραττόμασταν, μου ηρθαν τα ντου στο λεωφορείο σχολώντας άπό τό σχολείο, κάποια βραδιά αγωνιάς (no cab!) κλπ κλπ κλπ.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 17, 2005

Νανι νανι Θανασακη, η μαμα παιζει χαρτακι...

Η δημοκρατία νίκησε. Ας μήν ανησυχούμε γιά την τιβι μας,την πρεζα, τό πισι καί τίς τιράντες μας.

Δέν θα χρειασθούν ούτε ωτασπίδες, ούτε ερμητικό κλείσιμο παραθύρου.

Ο ύπνος βαθύς. Μαζυ μέ ένα χαμόγελο – τατου στα χείλη.


Έτσι μέ τό καρτέρεμα

μεγάλωσαν οι νύχτες

που τό τραγούδι ρίζωσε

καί ψήλωσε σάν δέντρο

Κι αυτοί μες απ' τά σίδερα

κι αυτοί μακριά στά ξένα

κάνουν πικρό νά βγάλουν τό "άχ"

καί βγαίνει φύλλο λεύκας

overdose...

Όχι άλλη μελαγχολία μωρέ! Pls!


[Άν καί εδώ που τα λ
έμε, είναι συστατικό (κύριον) της συνταγής…]

Πονηρό σ/κ.

Αί καταστάσεις τού Σαββάτου μέ κάνουν νά εκτιμώ τίς πέντε, τίς «καθημερινές» ημέρες.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 16, 2005

Mπορώ;

Τί μπορεί νά κάνουν τρεις, τέσσερις τελίτσες καί μιά γραμμή… Τί συνδυασμοί μεταξύ των. Τί εναλλαγές. Τί έκ νέου θεωρήσεις.

Άς μήν σταθούμε στό περιεχόμενο τής προτάσεως.

Γιά την οικονομιαν όμως της κουβέντας άς επινοήσωμεν φράσιν τινά:

«Ο ήλιος λάμπει»

Καί ας θεσωμεν ένα θαυμαστικον:

Ο ήλιος λάμπει!

Καί τώρα αφαιρουμενου του ! άς προσθέσωμεν ένα …

Ό ήλιος λάμπει…

Η μέ θαυμαστικόν πρότασις δεικνύει θρίαμβον. Σιγουριά. Κατηγορηματικότητα. Ενάργεια. Σαφήνεια. Βεβαιότητα.

Εάν δέ η φράσις περιέχη όχι πεζό νόημα - μή νόημα, εάν κρύβη απαρχές σκέψεων, προβληματισμών, ώθησιν γιά περαιτέρω σκάλισμα τού νού τότε μυσταγωγίζει περισσότερο.

Αλλά πάντα μέ προτεταμένο στήθος, σφιγμένα χείλη, ρουθούνια ελαφρώς τσιτωμένα.

Οι τρείς τελίτσες… Η αποσιώπησις. Διστακτικότης. Κρυψίνοια. Αναβολή – ίσως καί ματαίωσις. Μή άβασάνιστη σκέψις – σκέψεις. Ακαθόριστα σχέδια σέ λευκό χαρτί. Συνοφρύωσις. Μορφασμοί ερωτηματικοί. Θορυβώδης ανάσα.

Η τελεία, τό μή μέγεθός της, τό μηδενικό της εκτόπισμα, τό ανύπαρκτο δέμας της, χωρά τά πάντα.

Πολλώ δέ οι τρείς… Πολλώ δέ οι τρείς!

O αναμάρτητος πρώτος τόν....

Είναι δυο πέτρες σάν ένα ωμέγα.

Οι οποίες, πέτρες, πάντα χρησιμοποιούνται αρνητικά.

Ούτε πέτρες δέν φυτρώνουν εκεί…

Μέ πήρε μέ τίς πέτρες.

Πέτρες έχει τό στόμα σου;

Ας χρησιμοποιηθεί καί μια φορά θετικιστι.

Τής Σταυροπροσκυνήσεως.

Γιασεμί.

H πίστις σου σέ έσωσε.

Είσαι κάπου.

Πού;

Οπουδήποτε.

Σπίτι, δουλειά άς πούμε. Μέ στέγη καί ταβάνι από πάνω όμως, όχι εντελώς οπουδήποτε.

Ψάχνεις κάτι.

Ανοίγεις ένα ντουλάπι, ένα ψυγείο, μιά παπουτσοθήκη.

Ψάχνεις κάτι είπαμε.

Ζάχαρη, φέτα, παντόφλες.

Πί – Χί.

Δέν βρίσκεις τίποτε.

Τυγχάνει νά είναι δίπλα σου κάποιος.

Ο/η γκόμενος/α,η μάνα, η θεία, ο/η συνάδελφος, ο/η αδελφός/ή, μιά καθαρίστρια.

Σέ στύλ σχεδόν μονολόγου, ακούγεσαι:

«Γαμώτο. Τελείωσε η χάζαρη/φέτα/παντούφλες»

Κι ο διπλανός/ή, παρακείμενος/η (ακόμη καί υπερσυντέλικος-η) λέει ρωτώντας:

«Ναί;!;;!»

Κι ανοίγει κι αυτός τό ντουλάπι, ψυγείο, παπουτσοθήκη νά επαληθεύση τού λόγου μου τό αληθές.

Τί τό ανοίγεις μωρέ λαλά; Λές νά γεννηθή ζάχαρη/φέτα/παντούφλα στό μεσοδιάστημα τού :

«Γαμώτο. Τελείωσε η χάζαρη/φέτα/παντούφλες.» καί «Ναί;!;;!»

Καί νά ήθελε δέν μπορούσε.

Φιόγκος.

Πρέπει (ναί πρέπει) νά θυμηθώ νά κόψω τά νύχια μου.

Πού μίσχο καί σαλεύεις;

Mέ πιάνει πάμπολλες φορές τήν ημέρα (ακόμη στίς ολίγες στιγμές πιέσεως εν εργασία) μία περίεργος αίσθησις.

Ανοίγει μιά χαραμάδα μικρή πολύ αλλά υπεραρκετή ώστε νά μέ αδρανήση γιά μιά στιγμή. Όλα γύρω μπαίνουν στό αθόρυβο εάν ομιλούν, στήν παύσι εάν κινούνται.

Καί προκύπτουν κάποιες εικόνες (παρελθοντικές μέχρι στιγμής) γάμησέ τα άσχετες. Όχι πάντα σημαντικές, όχι θυμητήρια κάποιου συγκλονιστικού γεγονότος/συμβάντος, αλλά τίς περισσότερες φορές κάτι εντελώς καθημερινό καί ρουτινιάρικο.

Αυτές οι ολιγόστιγμες αποδράσεις, βοηθάν.

Όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει συνεπεία γνωστού αρώματος στόν αέρα, οι παύσεις είναι αρμένικες.

Ψιλομόνιμες οι διακοπές γίνονται εάν οι μυρωδιές ανακαλούνται παλαιόθεν.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 15, 2005

Passαρέλα.

Δέν ξέρω γιατί, αλλά νοιώθω πολύ άνετα περπατώντας στήν χτενισμένη μοκέτα μέ τά παπά μου τά άνετα καί τό σuit τζηνάκι.

Τό απολαμβάνω.

Καινουργη.

Βρηκα μιά άλλη πολύ ομορφη γραμματοσειρα:

Monotype Corsiva τό ονομα αυτης…

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 14, 2005

Δηλαδης: 54.872

Τριαντα οκτω εις τόν κυβον, ζητηματα που μέ χαρακτηριζουσιν:

1) χμμμμ…

2) μμμ…

3) εχμ…

4)

5)

6)

.
.

.

.

54.872) [Δυστυχως μέ προλαβε ο Κωστοπουλος (και αλλοι β-μαγκες) στο Κλικ των 90s σέ καποια τευχη περι μαλακιας εγκωμιου καί 11 τροποι για να την πετυχετε ωστε να αγαλιαση το "αν πετυχη η μαλακια, τυφλα να'χη το γαμησι". Συνεπως τζιφος...]

Μπλούμ!

Η άσημένια ειδωλοειδής παράστασις έφερνε κάτι σέ θαλαττινό.

Ένα ψαράκι.

Ναί, ήταν ένα ψαράκι, αγνώστου ράτσας καί λοιπών δεδομένων, έδειχνε όμως πολύ ελκυστικό, πολύ θελκτικό εξού καί η μετ’αυτών εσαεί συμπαρουσία.

Η έκφρασις «έξω άπό τα νερά του» δέν είχε νόημα. Αιωρείτο. Περίπου κρεμασμένο. Σέ σκοτάδια. Όχι πολύ πηχτά, αλλά ήταν σκοτάδια.

Μιά αργή κίνησις άπό τόν χωρο που τό είχε, τό εκανε κι αυτό νά συμπαρασερνεται. Τό παιγνίδι μέ τόν αφρό.

Κλιμακωτώς η κίνησις τάχευε. Ανάμεσα σέ πετρώδεις σκοπέλους. Μεγάλους καί κινουμένους.

Μπλεκόταν καί σέ άλλες περιοχές. Κουπιά τάραζαν τίς σταθερές ταχύτητες.

Τό ψαράκι κύτταζε, η παροιμιώδης σιωπη δέν ταραζόταν. Έβλεπε κουπιά στούς σκοπέλους κι αυτό άπό κοντά.

Ώσπου, η βραχεία μνήμη του ταράχτηκε. Θυμήθηκε κάτι παλιά. Καί βούτηξε στήν υγρή θεληση τού σήμερα καί τού πάντα.

Ρώτα καί τόν Τζεμπέτο εάν θέλης...

Σέ μιά έποχή παγκοσμίου έξαπατήσεως, η μαρτυρία τής αληθείας είναι ένέργεια έπαναστατική

Γεώργιος Ώργουελ

Μά γιατί συνεχώς είς τήν άρνησιν;

Μια πάπια μπαίνει σε ένα μπαρ και λέει στον μπάρμαν:
«Έχεις ψωμάκι;»
Μπάρμαν: «Όχι.»
Πάπια: «Έχεις ψωμάκι;»
Μπάρμαν: «Όχι.»
Πάπια: «Έχεις ψωμάκι;»
Μπάρμαν: «Όχι, δεν έχουμε ψωμάκι.»
Πάπια: «Έχεις ψωμάκι;»
Μπάρμαν: «Όχι, δεν έχουμε γαμημένο ψωμάκι.»
Πάπια: «Έχεις ψωμάκι;»
Μπάρμαν: «Κουφή είσαι, δεν έχουμε καθόλου γαμημένο ψωμάκι, ρώτα με άλλη μια φορά και θα καρφώσω το γαμημένο ράμφος σου στο μπαρ ενοχλητικό μπάσταρδο πουλί!»
Πάπια: «Έχεις καρφιά;»
Μπάρμαν: «Όχι.»
Πάπια: «Έχεις ψωμάκι;»

Μέ κόβει τό σαμάρι.

Τί φοβερά ικανότης ρέ γαμώτο νά μπορή κάποιος νά παραλληλίζη άτομα από τόν κύκλο του μέ κάποιο ζώο. Ομοιότητα μέ κάποιο ζώο, εντελώς επιτυχώς. Μά εντελώς.

Τί; Πώς; Ε;

Τ’άκουσες; Σκουλήκιιιιι!

Μέσα Σεπτεμβρίου.

Ξεκίνησε ο πρωτάθλημας καί δέν έχομε πάρει χαμπάρι τίποτις...

Εχθές, συναντήσαμε μιά τέως κλαίουσα ιτιά, στεγνώσασα δάκρυα.

Ήταν στό χαχαχαχιχιχιχοχοχοχεχεχε συνεχώς, θέμα χρόνου τά καίάλλαδάκρυα.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 13, 2005

Μεταξύ τύρου, αχλαδιού καί εκσπερμάτωσης.

Περιδιαβαίνοντας βλογς τινά, δηλαδής τούς κύκλους τής ανορεξίας, τής επώδυνης στύσεως, τής άνευ φάναρου αναζήτησεως ουχί ανθρώπου αλλά αιδοίου/φαλλού, στέκομαι σέ ακηρύκτους διαγωνισμούς γιά τήν πλιότερη εκβραζομένη ποσότητα χολής μέ απίστευτα πολλή συγκέντρωση οξέων.

(Είναι πράγματι πολύ περίεργο πώς ανθρώπινα στομάχια χωρούν, αντέχουν τέτοια λαβυγρά)

Σε αυτό μερίδα τού λέοντος έχει η επιθεση κατά κάποιων παραδοσιακών αξιών. Δέν θά πώ κατά Χριστόδουλου, κατά Εκκλησίας, και λοιπών σκοταδιστικών δυνάμεων σάν τόν Σκαθαροζούμη ασούμε.

Δέν έχει ιδιαίτερη σημασία νά καταδειχθή ο καρκίνος κάποιων οι οποίοι κατατάσσουν τον ΧριστόδουλΑ ώς τόν πρώτο μεταξύ ίσων στήν ευγενή διμοιρία τών αθλίων όπως ο Δουρής, ο τυφώνας Κατρίνα, ο Παπαχρόνης...

Φορείς τέτοιων απόψεων καλό είναι νά μένουν ήσυχοι, νά αφήνωνται νά τά βρούν μέ τά απύθμενα συμπλέγματά τους τά οποία τούς ταλάνιζαν, τούς ταλανίζουν καί θά τούς ταλανίζουν εσαεί.

Στέκομαι όμως στήν αφ’υψηλού στάσι κάποιων οι οποίοι αφού τύπωσαν κάρτες μέ τίς λέξεις «πολιτειολόγος – διεθνολόγος» κάτω από τό όνομά των, τήν είδαν γαμιάδες σκέψης, ποδηγέτες συμπεριφορών, ανδρεικελίζοντες μυαλά και πετάνε τήν παρόλα τους.

Εδράζονται στήν άποψή τους, στήν υποκειμενική σκέψη καί θέση των καί βάσει αυτών κρίνουν τά πάντα πλήν τής νυχοφαγίας τίς Τετάρτες τών Μαρτίων. Μέ βολταιρικό ύφος καί μπόλικα βολτ σέ όποιον θελήσει νά εκφράση κάτι διαφορετικό.

Σαφώς καί δέν είναι κακό κάποιος νά εκθέτει άποψη – έστω μέ γαμαρχίδικη, λουδοβίκειο εικόνα. Αλλά πρώτα άς μήν αυθεντικοποιούμε τήν ημετέραν θέση καί βάσει αυτής νά προσπαθούμε νά μεταδώσουμε πεποιθήσεις σάν νά ήσαν, σάν νά είναι αυτονόητες καί γραμμένες μετωπωειδώς στό μεγάλο τής Ζωής βιβλίον.

Άς κουλάρουν κάποιοι εν μέσω αχ – βάχ. Υπάρχει – ουν κι άλλες σκέψεις . Η αλήθεια δέν κρύβεται μόνον στά δικά τους κεφάλια μεταξύ διάθεσης κι έντονης λαχτάρας νά φροντίσουν γιά τό καλό τού κεφαλιού τους.

Όπως κάποιοι άλλοι χαβαλέδες οι οποίοι σε θετικά σχόλια, τρέχουν γρήγορα, στέκονται μπροστά σέ έναν καθρέπτη μέ μιά τσατσάρα, καί χτενίζουν τό μαλλί. Κλείνοντας τά μάτια, ηδονίζονται, ανακαλώντας κάποια μπραβοσχόλια πού διάβασαν. Μέ μεγάλη προσοχή, ηρεμα και χαλαρά γραπωθείσης τής τσατσάρας φροντίζουν αγαπησιαρίζουν τό κεφάλι τους...

Όταν όμως αλλάζει η φρουρά κι ο νέος δεκανέας αλλαγής φέρνει μιάν αποδοκιμασία τότε ο ήρως μας αφήνει σέ νεσεσέρ τήν τσατσάρα, καλύπτει τό ξεσκέπαστο κεφάλι καί βγάζει έναν φιλιππικό πού θά έκανε τόν Δημοσθένη νά γίνη τσαγκάρης καί τόν Λυσία πράκτορας κρατικών λαχείων.

- Καί τί είναι αυτά πού μού λές, καί άν έχης τά αρχίδια έλα ενώπιόν μου νά μέ βρούσης (sic) καί λοιπά καί λοιπά καί λοιπά εξασκούμενα τήν μαγκιά κλανιά φύση μας.

Τόν πούτσο κλαίγανε καί δέν τού τόνε λέγανε, δηλαδής.

Ρετούρ

Μυριάδα οι νεκροί καί οι μεταξύ των άριστοι γιά μιά ανυποχώρητη γριά σκύλα,
Γιά έναν κακοφτιαγμένο πολιτισμό.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 12, 2005

Eκλεισε η υλη!

ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΑΙΜΟΔΟΣΙΑΣ ΣΤΙΣ ΙΕΡΕΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ

Με στόχο τη βελτίωση της οργάνωσης της εθελοντικής αιμοδοσίας, στην οποία πρωτοστατεί τα τελευταία χρόνια η Εκκλησία της Ελλάδος , η Ι. Σύνοδος κάλεσε τις κατά τόπους Μητροπόλεις να ιδρύσουν Διευθύνσεις Αιμοδοσίας.

Σε σχετικό εγκύκλιο σημείωμα της Ι. Συνόδου (26/8/2005) προβάλλεται εκ νέου η 14η Σεπτεμβρίου, ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, ως ημέρα του Χριστιανού Εθελοντού Αιμοδότου.


ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Η «ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ»

Με τον γνωστό της εντατικό ρυθμό δραστηριοποιήθηκε η «Αλληλεγγύη» και κατά τους θερινούς μήνες. Έστειλε βοήθεια σε τρόφιμα στις περιοχές της Ρουμανίας που καταστράφηκαν από τις πλημμύρες, ανθρωπιστική βοήθεια στη Γεωργία και δύο πλήρως εξοπλισμένα ασθενοφόρα στο νοσοκομείο της Καμπούλ στο Αφγανιστάν. Αυξητική παραμένει η κυκλοφορία της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Πολίτης», έκδοση της «Αλληλεγγύης», που σκοπό της έχει την αύξηση της κοινωνικής ευαισθησίας όλων μας.



Όλα τα ανωτερω δέν χωρουν στις εφημεριδες. Χωρος μονο γιά χολη καί καρκινιαρικη διαθεση. Όπως παντα. Νυν καί αει.

Κρούσιαλ!

Τί θά γίνη μέ τήν ύπερπροσφορά γραπτών, έπιτέλους;

Ρέμος.

Τρέμω στήν ιδέα μήπως καί χαθούν κάποτε, κάποια.

Χαλάρωσε!

Γρήγορα νά κρυφτή!

Γρήγορα!

Μάς βλέπουν! Μάς παρακολουθούν! (μέ τό ανάλογο γελάκι μάς τσεκάρουν!)

Νά κρυφτή ρέ γαμώτο!

Διότι...

...Διότι διακυβεύεται τό μέλλον μας! Τί; Δέν έχουμε μέλλον; Γεράσαμε;

Δέν γαμιέσαι ρε;!

Είναι Δευτέρα καί πεινώ.

Μπήκε η εβδομάς η καινή.

Είχα ένα διάλλειμα, κάπως ρέφαρα καί ήρθα μέ όρεξι στήν δουλειά και αρκετά μαργαριτάρια στό δισάκι.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 08, 2005

Δέν ανησυχώ όμως!

Όταν κάνης τό χείλι έτσι, είσαι ίδιος ο Ζαχαράτος.

Eίπεν ο άφρων εν τή καρδία αυτού...

Σέ ένα ένθετο κάποιας κατεστραμμένης εφημερίδος, μιά φορά κι έναν καιρό, μέ θυμάμαι νά διαβάζω μιά συνέντευξη του γνωστού τραγουδοποιού Νίκου Καρβέλα.

Είχε έναν υπέρτιτλο, κάπως έτσι: «Οι ανίατες ασθένειες, η βρεφική θνησιμότητα είναι ακράδαντη απόδειξη ότι ο θεός ΔEΝ εποίησε τα πάντα εν σοφία.»

Έτσι καί τώρα. Μαθαίνοντας (κατ’αρχην) γιά την καταστροφή στις ΗΠΑ ακροθιγώς (άπό κάποια ενδοεταιρικη ενημέρωση αλλά άπό τίτλους καί μόνο στα βλογς, μακρινά ακούσματα σέ ειδήσεις) είδα γυρολόγους της πεντάρας, φιλοσοφουντες της δεκάρας καί αναζητούντες κοκο νά μου θυμίζουν τόν Καρβελα.

Διότι οι εικόνες στα ΜΜΕ, οι οποίες δείχνουν τον κόσμο νά είναι σέ κατάσταση μη δυναμένη νά περιγραφη καί κάνουν εμάς νά μακαρίζουμε εαυτούς επειδή ο καναπές μας είναι στεγνός κί έχουμε στέγη πάνω άπό τό κεφάλι μας, λένε πολλά.

Οι εικόνες λένε πολλά.

Τα λένε όλα.

Καί σέ φιλοσοφικό επίπεδο, στο θεολογικό κομμάτι της οι απαντήσεις είναι αποστομωτικές.

Μας λένε, οι διαπιστώσεις, απαντήσεις άπό όλα αυτά, ότι όχι ο θεός δέν εποιησε τα πάντα εν σοφία, αλλά μάλλον ο θεός είναι αλλού, δέν υπάρχει.


Είναι κάτι πασιφανές. Δέν χρειάζεται περισσότερη σκέψη… Περισσότερο ψάξιμο… Όλοι οι φιλόσοφοι άπό την αρχαιότητα μέχρι καί σήμερα προφανώς ήσαν μαλάκες εστιάζοντας τό θέμα υπάρξεως σέ κάποιες αναζητήσεις…

Τό σωκρατικό ότι μόνον ο Θεός είναι σοφός (δια του ουκ ειδέναι)

Τό του Θαλου μεστον ενεργείας ύδωρ.

Τό πυθαγορειον μονάς = Θεός άνευ του οποίου ούτε ταξις ούτε αρμονία.

Ο ξενοφανειος μονοθεϊσμός στο εις Θεός μέγιστος.

Άπό τον Ηράκλειτο ότι ο θεός είναι ένας καί ο μονος σοφός που ξέρει τα κυβερνά τα πάντα μέχρι της τελευταίας λεπτομέρειας. (Εν τό σοφον)

Όλοι αυτοί οι προ 2200 περίπου ετών (έάν αφήσουμε απ’εξω τους επίσης σημαντικούς ευρωπαίους φιλοσόφους των νεότερων ετών) δέν είχαν ιδέα περί θεομηνίας. Δέν είχε συμβεί ποτέ κάποια πλημμυρά, κανείς σεισμός, ουδεμια πυρκαγιά. Κανένα παιδάκι δέν είχε χαθεί άπό ακατανόητη αρρώστια, κανείς κούρος, ουδεμια κόρη βυθίζοντας οικείους σέ πένθος. Όλα βάδιζαν καλώς, η ευτυχία έτρεχε άπό τους χιτώνες γι’αυτό θωρουσαν μέ τέτοιο σεβασμό της έννοια του υπέρτατου όντος.

Τώρα που εμείς οι ξυπνητζηδες βλέπουμε αδίκως τόσο κόσμο νά χάνεται, βγάζουμε πόρισμα ότι ο Θεός κάθεται κάπου καί μαλακιζεται.

Τί Πλατων καί μαλακιες! Βλογγερ!

Δέν περιμένω νά δω εικόνες πλημμυρας, πεινας στην Αφρική, σεισμών σέ Ιαπωνία γιά νά επισημάνω ότι Θεός δέν υπάρχει. Είναι πολύ φανερό κάτι τέτοιο. (Πολύ φανερό όταν είδαμε στις τηλεοράσεις νά πεθαινη εκείνο τό παιδάκι ελλείψει δοτου.) Όμως εκατομμύρια περισσότερο ευφυέστεροι άνθρωποι άπό εμένα θα τό είχαν τονισει. Είναι πολύ μαλακια λογος νά καταληξω σέ κάτι τέτοιο. Δέν ξερω όμως…
.
.
.
Εν τω μεταξυ τό γελοιο που κατατρεχει καποιους είναι τό εξης:

Όταν θα τους δης νά συμμετασχουν σέ συζητηση (μάλλον τσιγαροσυζητηση) περί Θεου, εν πρωτοις, σκιζουν τα ρουχα τους γιά τό θέμα της θρησκείας καί δει γιά τό θέμα της επικρατουσης θρησκείας. Βγαζουν χολη γιά τα χαλια της Εκκλησιάς, τον επιδεικνυοντα πλουτο, την υποκρισια καί πολλα αλλά τα οποια δέν είναι της παρουσης νά αναφερθουν. Ας υποθέσουμε όμως ότι έχουν δίκιο γιά τό ζήτημα της επίσημης θρησκείας, γιά τό μέτωπο της Εκκλησιάς.

Κάνοντας ένα βήμα πιο πέρα, σ’αυτην την τσιγαροσυζητηση οπού πολύ ζιπελαιο αναλώνεται, πολύ συχνά, σχεδόν πάντοτε τονίζουν την πιστή τους σέ κάτι ανώτερο, υπερφυσικό, ισχυρότερο.

Ναί μεν λοιπόν στον Θεό (ακόμη καί ντειστικα ρε παιδί μου, ίσως νά είναι ντειστες αλλά πάντως όχι αθεϊστές) αλλά μακράν απ’αυτων τό πικρον ποτηριον της παρηκμασμενης Εκκλησιάς.

Τώρα, τους βλεπεις ενωπιον μιας τετοιας συμφοράς νά τονίζουν ότι όχι ο μπαμπάς αλλά ο θεός λείπει γιά ταξίδι σέ δουλειές.

Μέ γοητεύει πολύ πάντως ότι ακόμη κι όταν λεμέ ότι ο θεός δέν υπάρχει (πάνω σέ μιά τέτοια χοντρή τραγωδία), είναι μακράν, σημαίνει ότι τον έχουμε ανάγκη, ότι τον θέλουμε νά παρεμβαινη, νά σταματά κάτι τρομακτικά κακό.

Έχουμε ανάγκη άπό τον Θεό λοιπόν.

Αγρα κειμένων.

Τό είδα κάπου αλλού:

Αν η ελευθερια λογου εχει νοημα

... τοτε ειναι σιγουρα για να προστατευει το δικαιωμα εκφρασης στις φωνες που δεν μας αρεσουν, οχι αυτες που μας αρεσουν και αποδεχομαστε ολοι.

Τι ειδους πολιτευμα εχουμε που απαγορευει την εκφραση σε ατομα, που οσο αηδιαστικα και να ειναι, δεν παραβαινουν καμμια βασικη αρχη ή νομο? Ειναι θεμελιο του πολιτευματος μας και προϋποθεση εκ των ουκ ανευ αν θελουμε να λεγομαστε φωτισμενη κοινωνια, να αφηνουμε ελευθερο τον καθενα να εκφραζεται οσο δεν βλαπτει αμεσα καποιον αλλο!


Δέν έρχεται πολύ οργιλη η φράση Γαμώ τήν δημοκρατία σας;

Μπλιάχ!

Απορώ μέ κάποια κείμενα.

Όπου ο γραφεύς αναφέρει ότι ο χι καθάρισε τον λαιμό του πρίν ξεκινήσει νά πή κάτι.

Απορώ.

Πολύ σιχαμένο.

Σάν νά λένε, σκούπισε τον κώλο του. Αυτό δέν τό γράφουν. Γιατί;

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 07, 2005

Καζαμιας

Οι δρόμοι ήσαν γεμάτοι κόσμο. Ήταν μιά μεγάλη εκδήλωσις. Ο κόσμος γιόρταζε τό τέλος τού καλοκαιριού.

Πού ακούστηκε αυτό; Νά γιορτάζεται το τέλος τού καλοκαιριού; Συνήθως γιορτάζουμε τήν είσοδο τής άνοιξης τήν πρωτομαγιά και τήν καθαρά Δευτέρα – μέ κάποια συστολή. Στο τριήμερο του Αγ. Πνεύματος επίσης κατατίθεται ένας σεβασμός στα πρώτα των θερινών δραστηριοτήτων. Όμως ποτέ, ούτε μιά ρανίδα συμπάθειας πρός τόν χειμώνα. Ποτέ.

Καί τώρα, γιορτή γιά τό τέλος του καλοκαιριού;

Ο δρόμος είχε μιά κατηφορική τάση, τό μπουλούκι ακολουθούσε την εύκολη πορεία μαζυ μέ φωνές, θορύβους, μουσικές, χρώματα, ήχους… Θύμιζαν διαφήμιση ρουμιού, νόμιζες ότι κάπου εκεί θα έβλεπες καί τον Ρομπερτ Τζορνταν μέ ένα δισακι στον ωμο νά συμμετεχη στην εκδηλωση καί πολλοί πωγωνοφόροι μέ βυσσινί εσάρπες νά θυμίζουν διατυπώσεις νό πασαράν.

Τα τεχνητά φωτά έδιναν μιά αποπροσανατολιστική υφή η οποία διόλου δέν επηρέαζε τον οίστρο των εορταζοντων. Όσο καί νά προσπαθούσες δέν θα εντόπιζες την πηγή της μουσικής στην οποία πρωταγωνιστικό ρολό έπαιζε ένα τύμπανο μέ δίχως έγχορδες παρέες. Παρά μονό έγχορδα. Πολλά έγχορδα. Μονό έγχορδα. Καί ένα τύμπανο.

Θυμιζε θίασο διονυσιακό. Όχι απαραίτητα μέ εκφράσεις έκστασης, αλλά σου αφήναν ένα αίσθημα μοναξιάς εν μέσω τόσο επιφανειακής όπως αποδεικνυόταν συντροφικοτητος. Κάθε άλλο Παρά γλεντά. Οι γνωστές φυσιογνωμίες ασυνήθιστα πολλές χωρίς όμως κάποια επαφή – που λόγος γιά διαχυτικότητες καί γεια.

Κάπου εκεί φάνηκε μιά πιο γνωστή φυσιογνωμία. Καί παρά διπλα άλλη μιά. Στολιδια πανω της. Όχι περιττα, ηταν καί σπανια ξερεις, τσιγγανικα χρωματα.

Σ’ένα τραμ, χωρις τζαμια, ακινητο σάν μπαρα, ναί ηταν μπαρα μέ καποιον νά μοιραζη ποτα, κρυα ποτα. Κανεις δέν καθοταν, παρά μονό προτεινε χερι καί συνεχιζε την καθοδο. Εκεινες τίς ωρες δέν μπορουσε νά δειχθη περιεργο τό ατελειωτο του κοσμου. Υπηρχαν άλλες προτεραιοτητες προσοχης.

Καποια μασουρακια λιγο σάν χαρτονινα, λιγο σάν χαρτενια αλλαξαν χερια. Βλεμματα δέν συναντηθηκαν, Παρά μονό χειλη κυτταζαν νά διαβασουν τα λογια. Λογω της δυνατης μουσικης, αυτό τό κρεσεντο του κλαρινετου εμπαινε αναμεσα. Γιναν αντιληπτα καποια. Κατανοητα. Σηκωθηκε, προχωρησε, μετρησε τρια πανινα βρεγμενα σκαλοπατια, χωθηκε σέ δερβισοειδως κατερχομενους αφηνοντας εαυτον νά ξεχωριζη ως η μονη μη κινουμενη φιγουρα.

Τοτε ηταν που ο κοσμος αποτομα εξαφανιστηκε. Η πηγή της παρέλασης στέρεψε καί οι εναπομείναντες χαθήκαν στο βάθος ενός όλο καί περισσότερο κατηφορικού δρόμου.

Oλες του κοσμου οι Κυριακες.

Δέν ξέρω ποθεν, αλλά μου ηρθε μία νοσταλγία γιά κάποιες Κυριακές του παρελθόντος.

Όταν χωρίς αμάξια η μηχανάκια, πηγαίναμε πρωινά (;) Κυριακής στην Ηφαίστου γιά κανα δισκάκι.

Κατεβαίναμε Πειραιά λεωφοριστι, σταματούσαμε στο τέρμα στην Γούναρη, μπαίναμε Ναβαρίνου μετά Λουδοβίκου καί στον σταθμό. Εν συνεχεία Μοναστηριον.

(Πιο μετά τέθηκε επί τάπητος τό ερώτημα: Καλά ρε μαλάκες, γιατί δέν παίρνουμε τό λεωφορείο των Αθηνών νά πάμε κατ’ευθειαν στην Ομόνοια καί νά τσουλήσουμε μέχρι την Έρμου;)

Μέ καθυστερήσεις καί γκρινιες στο πρωινό ραντεβου…

Τεσπα.

Αυτά τα κυματα κοσμου στην Ηφαίστου που σέ κολλαγανε καί βαδιζες σάν κωλογερος, οι φοβιες μηπως καί μας παρει κανεις κάνα πορτοφολι, η κάνα φλαιτ μπουφαν, οι κολαουζοι στα μαγαζα καί καποιοι αβανταδοροι στα περιξ στενα μέ τους παπατζηδες (κυριως στην Αθηνας)

Η νεοναζι κουλτουρα (μαρτινς μέ κοκκινα κορδονια, παραλλαγες παντελονια, μπλουζες, σκουφια μαυρα, μπρελοκ αλυσιδες στο πορτοφολι)

Αλλά αυτό τό φοβερο κολλημα μέ τους δισκους γιά κάποια περιοδο.

Θεωρουσα ότι ειχα συμπληρωσει δισκογραφια χ ερμηνευτων. Θεωρουσα.

Διοτι μέ καποιον τροπο ειχε πεσει στα χερια μου τό συνολο της καί βλεποντας τίς συμμετοχες, απογοητευομην μέ την ενδεια των Συμμετεχει ο ***********.

Στα στενα της Ηφαίστου λοιπον αλλά καί σέ κάποια υπαιθρια στην Ανδριανου βρηκα πολύ πραγμα καί γουσταρα τα μαλα.

Οι αλλοι παιρναν κατι μαλακιες, κατι ακαταλαβιστικα περι bad religion και αλλά πλια που ούτε καν θελω νά θυμαμαι! Ουρτ!

Γκαιφες μετά σέ κάποια εντελως ξενερωτα καφε τα οποια σέ κυτταζαν καί σέ εξυπηρετουσαν λες καί φορουσαμε την φορμα των Κακων Λυκων ευρισκομενοι μέ 5ημερη αδεια άπό την μπουζου. Μου εχουν μεινει ανεξαλειπτα στιγματα κομπλεξ άπό εκεινα τα καφε, τοτε.

Η ωρα εφθανε 15-16, ηταν ωρα γιά μπαλα καί μπαίναμε σέ φαση ψηφοφοριας γιά τό σέ ποιο ματσιδι νά πηγαίναμε . Συνηθως ειμασταν 3 αεκτζηδες, 3 γαυροι καί ένας παναθηναικος. (στα πολύ γεματα μας) . Καί παντα ο Παναθηναικος, ψηφιζε αεκ, βλεπεις ο Περισσος ηταν πιο κοντα… (καί καλά, νομιζω ότι τό Φαληρο πιο κοντα άπό Μοναστηρι)

Παντως δέν χαλιοντουσαν καί πολύ. Τοτε, στο 92 περιπου η αεκ του μπαγιεβιτς επαιζε μπαλα γαματα.

Μηνου, Βασιλοπουλος Καραγιαννης Μανωλας Πεππες Παπαιωαννου Αλεξανδρης Σαβεβσκι Δημητριαδης Μπατιστα Σαββιδης.

(Ρε τον μαλακα, τους θυμαμαι!)

ache

Μπά... Τζίφος... Τίποτε.

Ένας σκελετός αλλά τίποτε παραπάνω.

Η ώρα έφθασε 16:55 και τόν πούλο.

Πώς είπατε;

Εσύ Βαγγέλη, άν έπαιρνες κάποιο αυτοκίνητο, ποιό αυτοκίνητο θά έπαιρνες;

Δαφνες και Αρωματα

Αρρεν ου θηλυ.

Ραβδος εν γωνια, βρεχει.

Και μπολικα αλλα.

Δεν ειναι της στιγμης.

Σκεπτομην το εξης:

Οι ταλαιπωρειες, οι απωλειες και το χασιμο, αυτα καθ'εαυτα δεν παραπεμπουν στο σημαινον.

Θυμηθηκα κατι πονους σε φτερνες, κατι παθολογικο, σωματος παθος και αμα τη θεα οι πονοι πιασαν κορφες ευκαλυπτων. Αυτη η μυρωδια του πιπεριου, ακομη και σε ξηρες μερες ποσο δυνατα σε σκουνταγε.

Θυμηθηκα την φευγαλα του πονου. Και οταν η, αλλη, αποχωρηση γινοταν με τα ματια μου να κατευοδιδουν, οι αερηδες καμπυλωναν τα κλαδια, χαμηλωναν το σουσουρο και παλι μαζυ μου ανεβαιναν μιαν ανηφορα. Οσο και να εσερνα πληγιασμενες σαρκες, αυτες με σφριγος στην καταντια τους.

Δεν υπαρχει κατι παθολογικο τελικα. Ολα ειναι στο μερος πισω απο εκει που τα λαμβανουμε εγχρωμα και ενιοτε θολα. (Μανολια - Υπαρχει παντα ενα παραθυρακι για θολουρα στην κυριαρχια του αλεγκρο)

Γι'αυτο και βαζω τα καλα μου, δενω εναν φιογκο στο δακτυλο να μην ξεχασω, στο μηκος του ροζ ναυλον κορδονιου εχει χωρο πολυ για το γραψω κι εκει. Με ενα μαυρο στυλο η καλλιτερα με μπλου μπλακ, να αποτυπωσω καθε στιγμη αυτη. Να την συγκρινω με τις αλλες. Με πολυ ενδιαφερον. Υποκειμενικα και αντικειμενικα.

Βαλε εκει τα δυνατα σου. Δεν αρκουν μονο τα καλα. Μπορει να ακουγεται οτι παντα μενουμε οι ιδιοι αλλα οι αλλοι θα μας πουν, θα κρινουν.

Ειναι σαν το σηκωμα του χεριου του Κ. αποψε. Τον ειδα, δεν με ειδε, του φωναξα, εστραφη και σηκωσα το χερι μου. Ειχε προλαβει αυτος πρωτα. Το ξανασηκωσε ομως οταν ειδε το δικο μου. Ειχε γυρισει ολος προς το μερος μου, δεν κυτταζε τους αλλους.

Ενα ποδηλατο ηταν εκει. Χωρις τα κενα της προηγουμενης φορας. Δεν το αφησα απο τα ματια μου. Ηταν ενα μεγαλο κενο μεχρι χθες. Ισως και πιο πριν. Δεν λεει ομως περαιτερω. Το χερι ορθιο με μια μικρη κινηση και της παλαμης, μαλλον αχρειαστη.

(γιατι δεν τα γραφω στο χαρτινο; Αν μου θυμωσει και χασω οοοοοοοοοοοοολα τα προηγουμενα; Αξιζει;)

Μαλλον θα τα εκτυπωσω και με μια μικρη γραμματοσειρα θα τα επισυναψω)

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 06, 2005

Πρωινές... πείνες.

Εντελώς τώρα, μού ήρθε η γεύσις σπιτικού τζατζικιού.

Πατάτες τηγανητές σέ όχι φριτέζα.

Λάδι σαλάτας μέ μπόλικα υγρά τομάτας.

Καί ζέστη.

Λίγο από Μούλκι.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 05, 2005

Γαμώτη μου!

Κι εκεί πού είπαμε νά χαλαρώσουμε, χτυπήθηκε άδεια και πάλι πιάνουμε τά φρύδια μας...

Kαρκίνος.

H αρχή έγινε τόν Οκτώβριο τού 1992.

Μέ 22 αντινικότ.

Τόν Απρίλιο τού 93 σε μίλντε σόρτε.

Τόν Ιούλιο τού ιδίου έτους σέ στύβεσαντ μπλού.

Καί λίγο πρίν βγεί ο χρόνος σέ κάμελ.

Μέχρι τό 2000 περίπου.

Μετά δοκίμασα Rothmans royals καί prince λόγω ονόματος, HB λόγω χρώματος,

(Μ’αρέσει πολύ νά αρχειοθετώ κάποια τέτοια στοιχεία)

Μέχρι πότε;

Question Mark.

Τί είναι αυτό πού κάνει τόν Μόμπυ στά πρώτα ρεφρενακια νά λέη «αγιαγιαγιαωκνα, αγιαγιαγιαωκγχια» ενώ στό τέλος νά πή «ωλαλαλαλαλα»;

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 04, 2005

imdb

Βλεποντας ένα εργο παντα εχεις υπομονη. Δέν τό απορριπτεις άπό την πρωτη στιγμη. Κι αυτό, τό τωρινο εχει κρατησει πολύ ρε γαμωτο. Καί είναι κωμωδια… Nonsense.

Μια εκ των πεντε.

THE TASTE GOES DEEPER AND DEEPER.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 03, 2005

χαχαχαχαχαχα!

Που;

In September we trust.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 02, 2005

p/t

Οι ελληνικοί μέ χτύπησαν σέ κάποιους μύες γι’αυτό καί είπα νά πιώ έναν γαλλικό.

Είχα καιρό νά πιώ γαλλικό.

Θυμήθηκα κάποια απογεύματα σε μια γεμάαάάάάάτη παραλία, σέ εναγώνιες προσπάθειες κοινωνικότητας, νά κλείνη ο κλιματισμός, νά ακούγεται μιά σκούπα.

Ωραία η ολιγοκοσμία, έως καί μοναξιά θά έλεγα.

Ιλλουστρασιόν Σελίδες.

Πολύ ωραίες οι τσιγγάνικες φούστες.

Ανεμολόγιον

Όταν ο αέρας πάρει 3-4 φύλλα μην κινηθείτε αμέσως για το πρώτο.

Το πρώτο πάει πάντα κοντά.

Το δεύτερο φεύγει μακρυά.

Φεύγει μακρυά και το χάνουμε.

Πάντα για το δεύτερο λοιπόν.

Καθαρες Δουλειες!

Δεν εχω αναγκη και αμπουλες μπλου μπλακ!

Spinning away

Σκυβοντας, κυτταξα τό υπερυψωμενο φαναρι που εδειχνε κοκκινο. Ο ηλιος δέν μέ ενοχλουσε. Καλυπτομενος, ταιριαζε στην στρογγυλαδα του φαναριου. Εκεινη την στιγμη μέ απησχολει τό ποτε θα πρασινιζε καί όχι κατι απειρως σημαντικοτερον όπως τό οτι τελευταια μου φορα σταματουσα σέ φαναρι.

Γυριζα σπιτι. Γυρισα σπιτι. Αφησα τό αμαξι σέ σκια, πλησιασα στο σπιτι. Πεταξα καποια διαφημιστικα, πηρα καποιους λογαριασμους. Ανοιγοντας κι ελεγχοντας υψος καί προθεσμιες πληρωμης, περιεργως μη προβληματιζομενος ποσως, εισηλθον τω διαμερισματι. Εβγαλα παπουτσια, ρουχα ατακτως ερριμενα σέ μιά καρεκλα κι αναψα την κουζινα νά ζεστανω τό φαγητο. Ζυμαρικα. Καθησα σταυροποδι κι αρχισα νά τρωω. Αργα, αφηρημενα μ’ένα βλεμμα νά μήν αφηνεται δια του κιγκλιδωματος του παραθυρου νά κυτταξη βεραντες, πολυκατοικιες καί κομματι άπό τό πορτοκαλι βουνο.

Σηκωθηκα κι ανοιξα τό ραδιοφωνο. Ξανακαθησα. Σταυροποδι μέ τό άλλο ποδι αυτήν την φορα. Μιά στεγνη μακαροναδα, πεισμων, απαιτουσα μη ραθυμους κοπτηρες καί αεικινητους τραπεζιτες.

Ωσπου… Ηταν η στιγμη που ακριβως η ματια μολις ειχε ξεφυγει άπό τα καγκελα κι εβλεπε μιά γραια σέ ένα μπαλκονι νά ποτιζη. Τό βλεμμα επανηλθε αστραπιαια πισω, καρφωθηκε στις κογχες. Καποιες αοριστες σκεψεις που μεχρι τοτε εκανα, γιά σαββατοκυριακο αυτοματα εγιναν δευτεριατικες αυτεξαφανιζομενες.

Απροσμενα αποτομα σηκωθηκα ριχνοντας την πλατη της καρεκλας στην τζαμενια θυρα. Μ’ακουσα νά βηχω ΄η μαλλον νά προσπαθω νά βηχω. Ο ηχος ηταν πολύ διαφορετικος άπό κάθε αλλον δικο μου κι αυτό μέ ανησυχησε ακομη περισσοτερο. Μέ πανικοβαλε περισσοτερο. Προσπαθησα μέ τό χερι μου, μέ την παλαμη μου νά βοηθησω στην καταποση ΄η στην απεμπλακη της μπουκιας, τουτο όμως εκανε χειροτερα τα πραγματα. Τοτε ηταν που αντεληφθην ότι αυτή η φορα δέν θα εμοιαζε μέ καμια άλλη προηγουμενη, η αισθηση του ανολοκληρωτου τελους. Μιά υγρη καί κρυα αισθησις μέ τυλιξε μέ ρυθμους αντιστροφως αναλογους με αυτό που μου συνεβαινε. Μέ την προσπαθεια μου γι’αναπνοη, μέ την ελπιδα ότι ο φαρυγγας θα απελευθερωθη, μέ μιά προσδοκια ότι θα καθησω ανακουφισμενος στην καρεκλα μου. Φρουδες φανηκαν οι ελπιδες όταν στελνοντας τα ματια μου σέ εικονες ρουτινιαρικης καθημερινοτητος εξω, ειδα τό βουνο νά φερνη σέ κατι γαλαζιεστερο του καλυπτοντος ουρανου καθως ο ηλιος φαινοταν νά αποκυκλοποιειται, νά αποψηφιδωποιηται, νά εξαεριωνεται.

Εξοργιστηκα λιγο. Οσο προλαβαινα, διοτι η ελλειψις αερος μου δημιουργουσε μιά γελοια φαγουρα στον λαιμο ενώ εξισου γελοια θα ησαν καί τα ματια μου τα οποια μπορουσα νά διακρινω νά είναι πεταγμενα. Η οργη δέν μ’αφηνε. Ξαναεβαλα τό χερι στο στομα μου, προσπαθωντας νά τραβηξω την τροφη όταν ταυτοχρονως μέ τό σαλιο καί την γλωσσα μου συγκεντρωνομουν στο νά καταπιω. Αυτό εκανε εντελως χειροτερα τα πραγματα. Ο πανικος ηταν πλεον κυριαρχος καί μέ εντονα κεφαλαια γραμματα εβλεπα την λεξη αυτή μπροστα μου. Μέ ακουσα νά βγαζω κατι ηχους. Ηταν σιγουρα επιφωνηματα θυμου καί αρνησης μέ έναν βηχα συνεχη, άπό τα βαθη ερχομενο καί πρωτοσυναντο. Οργη. Μέ αυτό που μου συνεβαινε. Ειδα τό χερι μου νά προσπαθη νά μέ κρατηση ισορροπο, γλυστρωντας όμως στο τραπεζι, ριχνοντας τα δυο πιατα καί ό,τι υπηρχε εκει.

Τοτε επεσα κατω. Ημουν ανασκελα. Η μυτη μου αρχισε νά τρεχη, εχοντας τό κεφαλι ψηλα ενοιωσα στό δωματιο την ωρα νά τρεχη ιλιγγιωδως.

Καταλαβα τό σωμα μου νά παλλεται. Ενας μικρος παλμος. Αρχιζε άπό τον λαιμο καί μεταδιδετο παντου. Στο στερνο, στο στηθος, στην κοιλια κι όταν εφθασε στην λεκανη, λιγο πριν άπό τα ποδια, κουνιομουν ολοκληρος που σέ συνδυασμο μέ μιά σάν χολερικη συνεχη κραυγη κατεληξε φυσικα νά χασω μερος της ορασης μου αλλα καί τις αισθησεις μου νά βουλιαζουν.

Ολη αυτή η κινηση μέ εστειλε πανω σέ ένα κοκκινο ποδηλατακι, ένα μικρο τριτροχο μέ καλαθακι μπροστα, πρωταγωνιστης πολλων φωτογραφιων. Πεταλι, δυναμη, κοπος, κινηση, τρανταγμα σάν τό τωρινο, επανηλθα λιγο στα νυν μου, σκεπτομενος μέ πικρια τίς σκεψεις, τίς αντιδρασεις, τα μετα, των οικειων μου που θα μέ εβρισκαν εδώ. Εδώ;

Μπορει καί νά μέ εβρισκαν, νά μέ συναντουσαν στην πλατεια, παντα μαζυ πηγαιναμε εξαλλου, παντα συνοδεια μέ πηγαιναν, αφηνεις ένα 4χρονο μονο του;

Μέ τον τροχο νά τρεχη τοσο γρηγορα ώστε νά φαινεται ότι κινηται αντιστροφα, συνεχισαν οι σκεψεις μου ΄η μαλλον οι εικονες νά μέ επισκεπονται.

Στην αρχη μέ ειδα μέ ένα γκρι φουτερ νά είμαι άπό πανω μου, νά μέ κυττω εξεταστικα, γιά πολύ λιγο ομως. Πεταχτηκα, ειχα δυο βιβλια στα χερια, κατεβηκα (μέ ρυθμο καί πολύ γρηγορα) μιά σκαλα. Μέ ομοιο τρανταγμα. Βγηκα εξω. Σταματησα στον δρομο, περασε ένα φορτηγο του οποιου τό χοροπηδον πηγμα του μέ ειχε εκει, νά κρατω τό ποδι μου άπό τό αρβυλο καί νά νά συνεχιζω νά ειμαι εντελως ανεκφραστος.

Άπό τίς χακι εικονες, μ’εβγαλε μιά κλωτσια του ποδιου μου, χτυπησε την πορτα, τό τζαμι μ’αντοχες. Ο ηχος του μου θυμιζε βοτσαλο νά γκελαρη σέ νερο. Ενας διολου μουρμουριζων φλοισβος, μέ ορμη βρεθηκα πανω άπό πελαγο, νά τσαλακωνω την θεα, νά παταω μισχους αγριολουλουδων στο χωμα, νά παιζω μέ δυο πετρες στην χουφτα μου. Μέ τα χερια μου ετριβα, εσφιγγα, πιεζα τον λαιμο μου, ηταν εμφανως πρησμενος. Κλειστοφοβηθηκα πηγαινοντας σέ μέ ξυλινη επενδυση σαουνα κανοντας τα ρουθουνια μου νά καιγονται στην εισπνοη κι αμεσως μέ ειδα νά τρεχω σέ μιά κοιλαδα γυρω άπό καμπυλωτες λευκες κορυφογραμμες, νά σταματω καί ο κρυος αερας νά παγωνη την μυτη.

Αφησα μιά κραυγη σάν όχι μέ εντονο τό χ, χαλαρωσα τα χερια μου, τα αφησα νά αισθανθουν τον ιδρωμενο λαιμο, κυλησαν πρός τα κατω, ψηλαψισαν έναν δερματινο σταυρο καί ο φοβος χαθηκε. Αποτομα.

Μέ ειδα παλι νά ειμαι μέ ένα γκριζο φουτερ νά μέ κυττω, ημουν όμως καπου αλλου, όχι ακριβως πανω. Αισθανομουν αυτην την εικονα, παρα την εβλεπα. Ημουν παλι δυνατος, αφοβος, μέ σφριγος καί καθαρος. Εστειλα παλι τα χερια εκει, ο σταυρος εκαιγε σέ έναν λαιμο καί παλι φυσιολογικα λεπτο. Ημουν ορθιος, ναί. Όχι μακρυα αλλα απεχων ακαταστατου χωρου, επιασα τό κεφαλι μου προσπαθωντας νά συγκρατησω εκλυσεις αυλων κυτταρων.

Δέν μέ ακουσα νά στριγγλιζω. Ειδα μονον. Εικονες νά φευγουν άπό τα ματια μου μέ ιλιγγιωδη ταχυτητα.

Μέ ειδα ένα μωρο νά προσπαθη νά περπατα καί γυρω χαμογελα σέ προσωπα χωρις χαρακτηριστικα.

Ειδα δακρυα καί μυξες σέ μιά αιθουσα νηπιαγωγειου.

Σπασμενη μυτη χωρις ξυστρα.

Μεγαλα τραπεζια μέ γνωστο κοσμο, γευσεις φαγητου καί εκ καθεδρας μπραβο.

Ειδα γελια μέ φιλους, εξομολογησεις καί ισως.

Μοναχικω φοντω συσπασεις σωματος.

Μέ συστολες σέ σκοτεινο περιβαλλον.

Ειδα τον τρομο σέ μυρωδιες μπεταντυν καί γαζας.

Ειδα ψεμμα καί αληθειες.

Θαυμασα κουραγιο σέ βραδια πριν άπό εγχειρησεις.

Επισκεψεις ελλειψης.

Ειδα την αρνητικη συγκαταβαση.

Ειδα υπεκφυγες.

Ειδα ακαταλαβιστικες συμπεριφορες χωρις επειδη.

Τοτε ακριβως σάν το κυμα που ισιωνει την αμμο στο ακροθαλασσι, κάθε μου γιατι καί πως, δέν εξηγηθηκε αλλα χαθηκε ερμηνευομενο σιβυλλικα. Παιρνοντας απαντηση κάθε σκεψη, προβληματισμος. Μονο τό ποτε δέν ειχε σημασια – χρονος δέν φαινοταν νά υφισταται, δέν ειχε κανενα νοημα εξαλλου. Κάθε παρεξηγηση, παρανοηση, εκεινη την στιγμη λυθηκε κι εδειξε ότι τιποτε δέν παει στραφι.

Πληρης, ετοιμος, καινος, χωρις κανεναν συνδεσμο μέ εκεινο τό χασκον κορμι, κινησα πρός μερη αγνωστα καί υπο άλλες συνθηκες, ανεπιθυμητα. Σέ τοποθεσιες που εκκωφαντικα ακουγεται η πτωση των νιφαδων του χιονιου στα φυλλα.

Λιγο πριν στραφω μπροστα, χωρις καμια επιθυμια γιά επιστροφες του βλεμματος, ειδα ένα καστανο κοριτσακι, μικρο πολύ – ουτε πεντε χρονω, μέ μιά στεκα στο σγουρο μαλλι νά μέ κυττα πνιγοντας ερωτησεις.
blog stats