Σύνοψις.
Όλα μιά ομορφια! Όπως πάντοτε. Καί γιά πάντα…
Βαγγελακας - est. 2005
Θά χαρούμε πολύ, τήν έβδομάδα 3 μέ 7 Όκτωβρίου, νά σάς δούμε κοντά μας. Κατεβαίνοντας μερικά (έως πολλά) σκαλιά ή απλώς πατώντας τό 0 στό ασανσέρ…
Η διάφανη, γυάλινη, βαριά πόρτα, ανοιγόμενη θά σάς φέρη στό τμήμα, όπου γιά μιά εβδομάδα τό πνεύμα τής εξυπηρέτησης θά έχη εντονότερη τού συνηθισμένου, παρουσία εκεί.
Μετά από μιά πρώτη, αναγνωριστική ματιά, θά σάς γίνη ευδιάκριτη η εστίαση γύρω άπό τόν πρόταση–λογότυπό μας, πνεύμα τής εξυπηρέτησης.
Μέ τό Στεκι ανεβήκαμε στου Σταύρου. Είμαι μάλλον επηρεασμένος άπό την γέννηση του ξαδελφου μου ο οποίος ήταν κακάσχημο μωρό γι’αυτό καί η κόρη του Σταύρου μου έκανε εντύπωση. Ακόμη δέν δύναμαι νά συνειδητοποιήσω ότι ο Σταυρακης έχει παιδί… Μου έρχονται στον νου διάφορα. Κάποια χριστουγεννιάτικη γιορτή στο νηπιαγωγείο, χειμωνιάτικα απογεύματα Σαββάτου στην έρημη γειτονιά καί στην είσοδο της πολυκατοικίας, μπάλα στο σχολείο τα σ/κ, πρώτες βόλτες, τσιγάρο, μπουρνέλα, διακοπές σέ κάποια νησάκια, βόλτες πιο κυριλέ μέ ζεύγη, επισκεπτήρια στον στρατό καί διάφορα άλλα μικρά που φαίνονται σέ κάποιες φωτογραφίες καί μας τινάζουν τα πέτα.
Άρχαίος ποταμός τών Άθηνών. Συνδέεται μέ τήν μυθολογίαν, τάς παραδόσεις καί τήν ιστορίαν της. Ο Ιλισός, ο πιό ονομαστός ποταμός μαζύ μέ τόν Κηφισόν, πήγαζε άπό τόν Υμηττόν, τό νοτιοανατολικόν τμήμα τής πόλεως καί εξέβαλλε είς τό Φάληρου. Όπως αναφέρει ο Στράβων, ο Ιλισός πλημμύριζε τόν χειμώνα, ενώ τούς θερινούς μήνες η ποσότης τών υδάτων του ελαττώνετο σέ μεγάλο βαθμό. Μετά άπό τον Β΄ Παγκ. πόλεμον, τό μεγαλύτερο μέρος της κοίτης του έκαλύφθη.
Κατά τήν αρχαιότητα υπήρχον στίς όχθες του διάφορα ιερά καί βωμοί. Στήν κοίτη του ευρέθη τό 1874 η περίφημη μεγάλη επιτύμβια στήλη, η λεγομένη στήλη τού Ιλισού, τήν οποίαν πολλοί θεωρούν έργο τού Σκόπα.
Στήν παραλιακή λίγο πρίν άπό τό φανάρι τής Αμφιθέας, τό πρωί του Σαββάτου, κάποιος φυσιολάτρης (!) είπε νά κάνη μιά εκδρομή στό ποτάμι… Βότσαλα, πολλά νερά γιά τέτοια εποχή, σχεδόν καλοκαίρι, οι πέστροφες κάπου εκεί, εκεί καί οι θόρυβοι τών πρό τού Σαρωνικού υδρομπολιασμάτων.
«Γιά νά καταλάβης τήν Πόλη, πρέπει νά περπατήσης. Όχι τράμ. Όχι ταξί. Οι ομορφιές τής Πόλης δέν είναι φανερές στά μάτια τού βιαστικού διαβάτη. Δέν βρίσκονται πάντοτε στήν οριζόντια προέκταση τής οπτικής άκτίνας. Δέν μιλάν. Δέν φωνάζουν: «Εδώ είμαι. Στάσου νά μέ ιδής». Όχι. Οί ομορφιές τής Πόλης είναι διακριτικές, κρυμμένες στά πιό απίθανα μέρη, πονηρότατα ντυμένες, πολλές φορές, μέ τά κουρέλια τής άσκήμιας καί τής άθλιότητας. Πρέπει λοιπόν νά περπατήσης, νά περπατήσης. Τό μάτι σου πρέπει νά είναι ερευνητικό, ανήσυχο. Η νοημοσύνη σου ακονισμένη σάν ξυράφι. Η ψυχή σου σέ συναγερμό. Η ευαισθησία σου νά δονήται. Οι ιστορικές σου γνώσεις, πάντοτε έν επιφυλακή, νά εξάπτουν τήν φαντασία σου. Καί νά περπατάς. Νά περπατάς ώσπου νά μήν νοιωθης τα πόδια σου άπ’την κούραση. Ώσπου η ψυχή σου νά κορεσθή άπό εικόνες, τό μυαλό σου άπό στοχασμούς. Καί τότε, όταν νοιώσης πώς η αφομοιωτική σου ικανότητα άγγιξε τό μέγιστο τής αποδόσεώς της, τότε νά καθίσης στο ύπαίθριο καφενεδάκι τής πρώτης πλατειούλας πού θά συναπαντήσης. Νά παραγγείλης καφέ καί αργιλέ. Νά αφήσης τήν εσπερινή επίκληση τού μουεζίνη νά σέ διαποτίση μέ τήν νωχελική γοητεία της. Νά ευφρανθής μέ τό θρόισμα τού αποσπερινού ανέμου στά φύλλα των πλατάνων. Νά δεχθής τό γαληνεμένο λουτρό τών δειλινών φωτοσκιάσεων. Νά βυθισθής στήν ευδαιμονία τής άνοιας. Καί νά μεταρσιωθής. Καί νά εξαυλωθής.»
Σκάλιζα κάποια συρτάρια καί είδα μερικά σιντιά. Τής περιόδου 2001-02, χρόνος - χρόνια κάπως δύσκολα, ιδρωμένα, άυπνα καί έν τέλει δρώμενα αποχής χωρίς την θέληση νά εξοργισθώ, νά φωνάξω, νά βρίσω. Τότε.
Μεταξύ αναξιοπαθούντων ανθρώπων καί μίζερων σκύλων προτιμώ νά αφιερώνω τήν ικμάδα μου στα κυνάρια.
Μεταξύ αναξιοπαθούντων συμπατριωτών καί αλλοδαπών,σαφώς τους δευτέρους στέργω.
Βρίζω τούς αμερικανούς αλλά μέχρι καί η κωλοτρυπίδα μου έχει ούγια made in USA.
Καπνίζω νταφού περιοδικώς, σπανίως, συχνάκις. Τόσον ώστε νά αντέχω σέ κάθε παρέα. Είτε μαστούρηδων, είτε αργόσχολων μαλάκων αλλά καί ενσυνείδητα πολέμιων αυτής.
Αναγνωρίζω δικαίωμα στις αδελφές νά κάνουν τά γούστα τους, στα πρεζάκια νά χασικλώνονται, στους αρρώστους νά πετούν – κρύβουν τά χάπια τους στο στρώμα του κρεββατιού.
Μέ χαλάνε αι παρελάσεις αλλά μέχρι πρίν άπό 15 χρόνια μέ περηφάνια έβλεπα τήν στήν κόκκινη πλατεία έπί τή έπετείω τής οκτωβριανής επαναστάσεως.
Τρώω τζανκ φουντς τά μεσημέρια καί τά βράδια. Στό μεσοδιάστημα, καταριέμαι τίς θερμίδες.
Κρίνω θεολογικά θέματα, πολλά ζητούμενα της έκκλησίας άσχέτως εάν τό ράσο νομίζω ότι είναι είδος ψωμιού σέ κινεζικό εστιατόριο καί τό λιβάνι, πορτοφόλι από δέρμα ιγκουάνα.
Θωρώ μέ σεβασμό καί σκέψη για join τά στρατόπεδα τών γυναικών πού υποστηρίζουν τήν ευδοκίμησιν τών τριχών σέ μασχάλες καί γάμπες. (Εάν είμαι γυναίκα). Μέ ψιλοχαλάνε επίσης, αι θηλυκαί καμπύλαι πού έχω, κάθε τί πού θυμίζει τήν φύση μου.
Τά ξυραφάκια είναι εχθρός! Πάει καί τελείωσε! (Εάν είμαι άνδρας)
Έχω χαϊμαλιά στόν λαιμό, στα χέρια, στά πόδια κι οπουδήποτε αλλού μπορείς νά «διακόσμησης» κάτι.
Σκουλαρίκια μέ παραστάσεις ηλίθια ακατανόητες.
Γουστάρω πολύ τά αρρωστάκια πού κρίνουν ότι άκόμη καί σέ γάμο φορούν τό τζήν πού τούς έκφράζει, διότι ώς γνωστόν η γραβάτα είναι η αιτία καλπάζοντας καρκίνου. Γελώ όμως ειρωνικά σέ κάποιον άλλον ο οποίος ενδεχομένως νά πή ότι προτιμά καθημερινώς τό κοστούμι τό οποίο, αντιστοίχως, τόν εκφράζει.
Βρίζω τίς καμπάνες τής πλησίον τής οικίας μου εκκλησίας, πού κάνουν ντιν νταν όλην τήν ημέρα, ενώ ταυτοχρόνως κλαίγομαι γιά τούς ρυθμούς τής δουλειάς μου οι οποίοι μέ κάνουν νά λείπω άπό τό σπίτι 20 ώρες.
Απεχθάνομαι τό χρυσό σέ κάθε περίπτωση, εκτός έάν είμαι γυναίκα καί κρίνω ότι πρέπει κάποιος αρχιμαλάκας νά μέ νυμφευθή εμένα τήν ανύμφευτον!
Μόνο έγώ (καί τό θλιβερό σινάφι μου) ξέρω άπό μουσική. Η μεγαλύτερη ηδονή όταν επινοήθηκε ο όρος έντεχνο μιας καί έκανε τά αλλότρια άσματα ατέχνου σκηνής.
Τό παίζω προοδευτικός καί αριστερός, μόλις όμως δω κάποιον νά διαφοροποιήται, φορώ σβάστικα στο μπράτσο καί ανακαινίζω Άουσβιτς.
Veritas odium parit.
Υπό κανονικάς συνθήκες ίσως νά ένοιωθα ικανοποίησιν (γιατί τάς θεωρώ μή κανονικάς;)
Αι συνθήκαι είναι κανονικαί λοιπόν. Μάλλον. Τέλος πάντων.
Νομίζω ότι θά έπρεπε νά ένοιωθα ηθικώς ικανοποιημένος ένεκα εκπληρώσεως προβλέψεως τινός, διότι βγήκα ακριβής είς μιάν εκτίμησίν μου, επειδή φάνηκα σωστός.
Όμως, δέν έχω τέτοιες προθέσεις. Νά κοκορεύωμαι, νά τονίσω κάποια προλεγόμενά μου, νά θέλω νά ακούσω τά δίκια μου.
Εντός μου σχηματίζω τό πικρόν χαμόγελον τής μονήρους επιβεβαιώσεως , τίποτε περισσότερον όμως.
Δυό, τρία μποφώρ περισσότερα, παίζουν ρόλο μεσολαβητή, τελικώς. Μπορούν νά σέ συστήσουν σέ εικόνες τίς οποίες νομίζεις ότι έβλεπες καί μάλιστα συχνάκις.
Νομίζεις.
Νόμιζες.
Κατεβαίνεις τόν Κηφισόν, φθάνεις στήν παραλία και η Σαλαμίς διακρίνεται σάν κάποια νήσος Αιγαίου. Αντικρυνή παραλία κάπου απομεμακρυσμένα μέ μπόλικα μελτέμια.
Ο Προφήτης Ηλίας αφήνει νά φαίνεται κάθε λεπτομέρεια στίς οικίες καί τά παρολίγον χαγιάτια των.
Ο Υμηττός δέν φαίνεται νά πολυχαλιέται μέ τόν ήλιο από πάνω του, έάν είχαμε γερακίσιους οφθαλμούς σίγουρα θά βλέπαμε φορτωτικές υλικού μελισσών.
Κάθε μέρος όμως, ακόμη καί τό πιό κοντυνό, ευδιακρίνεται. Φαίνεται η διαφορα, η παρεμβασις αυτων των 2-3 μποφωρ. Ευχαριστουμε.
Τί είναι αυτό πού μέ τρομοκρατεί όταν στά ενέχοντα στύσι, όνειρα (χρονικώς καί όχι λόγω περιεχομένου) τό αυτί αρχίζει καί πιάνει κάποιους έκ του μακροθεν θορύβους υδάτων σέ τζάμια, λαμαρίνες, πλαστικούς κάδους;
Είναι η στιγμή που συνειδητοποιώ ότι κάτι συμβαίνει. Όταν δέν έχουσιν προηγηθη μεσονυκτιαι διακοπαι μέ τέτοια ακούσματα. Όταν τό δελτίο στην τηλεόραση δέν έχει προϊδεάσει.
Θά σηκωθώ καί θά τό επαληθεύσω. Βουρτσίζοντας τά δόντια μου ή ουρώντας θά κατοικοεδρεύσει αυτή η ανασφάλεια, ψάχνοντας (ανεπιτυχώς) έξοδο άπό τά αυλάκια των μη βροχολαστιχων μου.
Γιατί αυτός ο πανικός λοιπόν όταν η θέα, τραβώντας κουρτίνες, είναι υγρά γκριζαρισμένη;
Ίσως ένα τρακάρισμα στην παραλιακή 13 χρονιά πίσω. 5 άτομα στο αυτοκίνητο, γλίτσα πολλή στο οδόστρωμα, ταχύτητα όχι καί τόσο συντηρητική.
Τό «κρατηθητε» άπό τον οδηγό μου κράτησε τά μάτια ανοικτά. Εκείνα τά δευτερόλεπτα ήσαν βουτηγμένα σέ μιά σιωπή η ησυχία της οποίας άφησε νά ακούγεται η μέ χάρη ολισθησις πρός τό προπορευομενον όχημα.
Ήταν πολύ περίεργο. Πάντα βλέπεις τό μπροστά αυτοκίνητο νά μεγαλωνη στο παρμπριζ. Εκείνη την φορά όμως, η εικόνα του λεωφορείου μεγιστοποιήθηκε στο τζάμι. Τό ενάμιση δευτερόλεπτο τής υπερβάσεως. Καί τό τράνταγμά μας.
Έάν συνυπολογισης, επίσης, εκείνο τό απίστευτο πανηγύρι του Αυγουστοσεπτεμβριου του 2002. Όταν οι βροχές ήσαν περισσότερες αυτών του Λονδίνου στην σειρά των Αντιζήλων. Η ώρα που χρειαζόταν νά επιστρέψης σπίτι, νά διανυσης
Μισώ την βροχή. (όταν ειμαι έν κινήσει)
Μ’αρεσει όμως πολύ τό κρυον.
«Όταν σέ χειροκροτεί ο αντίπαλός σου, πρέπει νά δης τί λάθη έχεις κάνει»
Αρνουμαι μέ πεισμα 5χρονου νά κοιμηθω ώστε νά ελθω πιο κοντα στην αρχη της εργασιμου εβδομαδος.
Δέν ξέρω εάν στα ιατρικά χρονικά, έάν σέ δερματόδετες εγκυκλοπαίδειες που σκονίζονται σέ βιβλιοθήκες κυρίων μέ τραγίσιο πωγωνα υπάρχει περιγραφή.
Μέ παρατηρώ όμως τον τελευταιον καιρον νά μήν μπορώ νά…
Νά…
Νά…
Ας τό πω κάπως παροιμιωδεσθαι.
Νά μήν μπορώ νά χωρίσω δυο γαϊδουριών αχερο νά’ουμ’…
Κάπως έτσι.
Τό απόγευμα, κατευθυνθείς στην κουζίνα νά αδειάσω τό τασάκι, πήρα μαζυ μου καί τό άδειο ποτήρι. Την στιγμή που τό έπραξα δέν τό κατάλαβα, ο θόρυβος του ποτηριού στον άδειο σκουπιδοτενεκέ μου έκανε τό κλικ. Πέταξα εκεί τό ποτήρι ενώ τό τασάκι στον άδειο, στον ξηρασίας νεροχύτη.
Τό εν λόγω συμβάν θα τό περναγα στο ντουκου εάν προψες Παρασκευή, κρατώντας στο μεν δεξί χέρι τα γυαλιά στο δε αριστερό σακούλα μέ σκουπίδια, δέν σαβουριαζα τό police γυαλακι καί (προσπαθούσα νά) φορέσω σακούλα Γαλαξίας. Η μυρωδιά φλυδας μήλου, τρισδιάστατων χαρτιών τουαλέτας καί ολίγον άπό τεταρτιατικο σπετζοφαι μ’εκανε 8 παρά είκοσι πέντε νά έχω χωθεί ο ημισυς στον πράσινο ννντενεκε αναζητών τό γυαλακι μου.
Φαίνεται ότι τό μάθημα δέν μου έγινε πάθημα. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο έβαλα (η καλλιον προσπάθησα νά βάλω) τό κινητό στην μίζα ενώ περίμενα άπό τό κλειδί νά αρχιση ringtoneιδως νά μου θυμιση κατι. (πως θα παρη μπρος τό τουτου ισως; )
19 λεπτα μετα, στην Ποσειδωνος, κυκλιζα τόν λεβιε (προσπαθωντας νά βάλω ουτε πρωτη ουτε δευτερα ουτε τριτη αλλα ταχυτητα μιγαδικου αριθμου) καί αποτομα/νευρικα/ευθυγραμμως κινουσα τό δυσμοιρο τιμονι που σιγουρα ανερωτειτο γιά τό που ακριβως ηθελα νά κατευθυνθω.
Φθανοντας καί παρκαροντας εφερα τό πορτοφολι στο στομα μου λιγο πριν προσπαθησω νά βγαλω ψιλα άπό τό καρελια τσιγαρο μου.
Περασα την τυροπιττα στον ωμο καί περπατωντας δαγκωσα την τσαντα μου. Οι οδοντες μου δυσαρεστηθησαν κάπως μέ την υφη της diesel σακας αλλα δέν τό θεωρησαν καί τοσο σοβαρο κατοπιν της πρωινης προσπαθειας νά τους σαπουνισω στην μπανιερα μέ τό camay, ακριβως τοτε μέ την colgate στις μασχαλες.
Μπαίνοντας στην εταιρεια, ειπα καλημερα σέ μιά γαρδενια καί μυρισα τό σημειο οπισθεν του ωτου της αιφνιδιασθεισης ρεσεψιονιστ.
Προσεγγισας τό εμον Βασιλειον, καθησα στο πληκτρολογιον καί ανοιξα την καρεκλα.
Δέν προσεξα τα εντονα σημαδια αποριας στους συναδελφους μου. Ουτε καν όταν αρχισα νά ξυνω τό μερος περιξ του οσχεου μου, καθως διακριτικα ηλεγχα εάν ειχα ξεχασει ανοικτο τό φερμουαρ της οθονης.
(Μπορουν νά αναφερθουν μπολικα περισσοτερα, μου είναι όμως απιστευτα δυσκολο σέ κάθε κλικ πληκτρολογιστι περιγραφων μου νά σηκωνομαι καί νά αναβω τον θερμοσιφωνα.)
Γι’αυτό καί καταληγω λεγοντας ότι (ψιλο) συνηλθον όταν αρχισα νά ακουω στριγγλιες, αποδοκιμασιες, χειρονομιες απειλητικες, γουρλωμενους οφθαλμους, δοντια σφιγμενα, θορυβους άπό γροθιες στα γραφεια.
Καί ολο αυτό έάν εχετε τον Θεο σας, γιατι;
Επειδη θωπευσα τό βαρυ στηθος μιας συναδελφου. Χωρις όμως νά εχω κατι άλλο νά κανω. Όχι. Απλως τό ειδα τορνευτον, τό ειδα περηφανο, τό ειδα στρογγυλον καί ειπα νά ακουσω τα δακτυλα μου που θελαν βολτες ανατολικες.
Σιγα μωρε!
Αμαν πια!
(Ίσως όμως νά μέ επηρέασε καί ένα λουτρινο αρκουδάκι οπερ άπό τό τζαμπο είχε φέρει μιά πωλητρια. Ίσως.)
«Μήν πετάξεις τίποτε»
Η δημοκρατία νίκησε. Ας μήν ανησυχούμε γιά την τιβι μας,την πρεζα, τό πισι καί τίς τιράντες μας.
Δέν θα χρειασθούν ούτε ωτασπίδες, ούτε ερμητικό κλείσιμο παραθύρου.
Ο ύπνος βαθύς. Μαζυ μέ ένα χαμόγελο – τατου στα χείλη.
Έτσι μέ τό καρτέρεμα
μεγάλωσαν οι νύχτες
που τό τραγούδι ρίζωσε
καί ψήλωσε σάν δέντρο
Κι αυτοί μες απ' τά σίδερα
κι αυτοί μακριά στά ξένα
κάνουν πικρό νά βγάλουν τό "άχ"
καί βγαίνει φύλλο λεύκας
Όχι άλλη μελαγχολία μωρέ! Pls!
[Άν καί εδώ που τα λέμε, είναι συστατικό (κύριον) της συνταγής…]
Τί μπορεί νά κάνουν τρεις, τέσσερις τελίτσες καί μιά γραμμή… Τί συνδυασμοί μεταξύ των. Τί εναλλαγές. Τί έκ νέου θεωρήσεις.
Άς μήν σταθούμε στό περιεχόμενο τής προτάσεως.
Γιά την οικονομιαν όμως της κουβέντας άς επινοήσωμεν φράσιν τινά:
«Ο ήλιος λάμπει»
Καί ας θεσωμεν ένα θαυμαστικον:
Ο ήλιος λάμπει!
Καί τώρα αφαιρουμενου του ! άς προσθέσωμεν ένα …
Ό ήλιος λάμπει…
Η μέ θαυμαστικόν πρότασις δεικνύει θρίαμβον. Σιγουριά. Κατηγορηματικότητα. Ενάργεια. Σαφήνεια. Βεβαιότητα.
Εάν δέ η φράσις περιέχη όχι πεζό νόημα - μή νόημα, εάν κρύβη απαρχές σκέψεων, προβληματισμών, ώθησιν γιά περαιτέρω σκάλισμα τού νού τότε μυσταγωγίζει περισσότερο.
Αλλά πάντα μέ προτεταμένο στήθος, σφιγμένα χείλη, ρουθούνια ελαφρώς τσιτωμένα.
Οι τρείς τελίτσες… Η αποσιώπησις. Διστακτικότης. Κρυψίνοια. Αναβολή – ίσως καί ματαίωσις. Μή άβασάνιστη σκέψις – σκέψεις. Ακαθόριστα σχέδια σέ λευκό χαρτί. Συνοφρύωσις. Μορφασμοί ερωτηματικοί. Θορυβώδης ανάσα.
Η τελεία, τό μή μέγεθός της, τό μηδενικό της εκτόπισμα, τό ανύπαρκτο δέμας της, χωρά τά πάντα.
Πολλώ δέ οι τρείς… Πολλώ δέ οι τρείς!
Τριαντα οκτω εις τόν κυβον, ζητηματα που μέ χαρακτηριζουσιν:
1) χμμμμ…
2) μμμ…
3) εχμ…
4)
5)
6)
.
.
.
.
54.872) [Δυστυχως μέ προλαβε ο Κωστοπουλος (και αλλοι β-μαγκες) στο Κλικ των 90s σέ καποια τευχη περι μαλακιας εγκωμιου καί 11 τροποι για να την πετυχετε ωστε να αγαλιαση το "αν πετυχη η μαλακια, τυφλα να'χη το γαμησι". Συνεπως τζιφος...]
Η άσημένια ειδωλοειδής παράστασις έφερνε κάτι σέ θαλαττινό.
Σέ μιά έποχή παγκοσμίου έξαπατήσεως, η μαρτυρία τής αληθείας είναι ένέργεια έπαναστατική
Γεώργιος Ώργουελ