Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 02, 2005

Spinning away

Σκυβοντας, κυτταξα τό υπερυψωμενο φαναρι που εδειχνε κοκκινο. Ο ηλιος δέν μέ ενοχλουσε. Καλυπτομενος, ταιριαζε στην στρογγυλαδα του φαναριου. Εκεινη την στιγμη μέ απησχολει τό ποτε θα πρασινιζε καί όχι κατι απειρως σημαντικοτερον όπως τό οτι τελευταια μου φορα σταματουσα σέ φαναρι.

Γυριζα σπιτι. Γυρισα σπιτι. Αφησα τό αμαξι σέ σκια, πλησιασα στο σπιτι. Πεταξα καποια διαφημιστικα, πηρα καποιους λογαριασμους. Ανοιγοντας κι ελεγχοντας υψος καί προθεσμιες πληρωμης, περιεργως μη προβληματιζομενος ποσως, εισηλθον τω διαμερισματι. Εβγαλα παπουτσια, ρουχα ατακτως ερριμενα σέ μιά καρεκλα κι αναψα την κουζινα νά ζεστανω τό φαγητο. Ζυμαρικα. Καθησα σταυροποδι κι αρχισα νά τρωω. Αργα, αφηρημενα μ’ένα βλεμμα νά μήν αφηνεται δια του κιγκλιδωματος του παραθυρου νά κυτταξη βεραντες, πολυκατοικιες καί κομματι άπό τό πορτοκαλι βουνο.

Σηκωθηκα κι ανοιξα τό ραδιοφωνο. Ξανακαθησα. Σταυροποδι μέ τό άλλο ποδι αυτήν την φορα. Μιά στεγνη μακαροναδα, πεισμων, απαιτουσα μη ραθυμους κοπτηρες καί αεικινητους τραπεζιτες.

Ωσπου… Ηταν η στιγμη που ακριβως η ματια μολις ειχε ξεφυγει άπό τα καγκελα κι εβλεπε μιά γραια σέ ένα μπαλκονι νά ποτιζη. Τό βλεμμα επανηλθε αστραπιαια πισω, καρφωθηκε στις κογχες. Καποιες αοριστες σκεψεις που μεχρι τοτε εκανα, γιά σαββατοκυριακο αυτοματα εγιναν δευτεριατικες αυτεξαφανιζομενες.

Απροσμενα αποτομα σηκωθηκα ριχνοντας την πλατη της καρεκλας στην τζαμενια θυρα. Μ’ακουσα νά βηχω ΄η μαλλον νά προσπαθω νά βηχω. Ο ηχος ηταν πολύ διαφορετικος άπό κάθε αλλον δικο μου κι αυτό μέ ανησυχησε ακομη περισσοτερο. Μέ πανικοβαλε περισσοτερο. Προσπαθησα μέ τό χερι μου, μέ την παλαμη μου νά βοηθησω στην καταποση ΄η στην απεμπλακη της μπουκιας, τουτο όμως εκανε χειροτερα τα πραγματα. Τοτε ηταν που αντεληφθην ότι αυτή η φορα δέν θα εμοιαζε μέ καμια άλλη προηγουμενη, η αισθηση του ανολοκληρωτου τελους. Μιά υγρη καί κρυα αισθησις μέ τυλιξε μέ ρυθμους αντιστροφως αναλογους με αυτό που μου συνεβαινε. Μέ την προσπαθεια μου γι’αναπνοη, μέ την ελπιδα ότι ο φαρυγγας θα απελευθερωθη, μέ μιά προσδοκια ότι θα καθησω ανακουφισμενος στην καρεκλα μου. Φρουδες φανηκαν οι ελπιδες όταν στελνοντας τα ματια μου σέ εικονες ρουτινιαρικης καθημερινοτητος εξω, ειδα τό βουνο νά φερνη σέ κατι γαλαζιεστερο του καλυπτοντος ουρανου καθως ο ηλιος φαινοταν νά αποκυκλοποιειται, νά αποψηφιδωποιηται, νά εξαεριωνεται.

Εξοργιστηκα λιγο. Οσο προλαβαινα, διοτι η ελλειψις αερος μου δημιουργουσε μιά γελοια φαγουρα στον λαιμο ενώ εξισου γελοια θα ησαν καί τα ματια μου τα οποια μπορουσα νά διακρινω νά είναι πεταγμενα. Η οργη δέν μ’αφηνε. Ξαναεβαλα τό χερι στο στομα μου, προσπαθωντας νά τραβηξω την τροφη όταν ταυτοχρονως μέ τό σαλιο καί την γλωσσα μου συγκεντρωνομουν στο νά καταπιω. Αυτό εκανε εντελως χειροτερα τα πραγματα. Ο πανικος ηταν πλεον κυριαρχος καί μέ εντονα κεφαλαια γραμματα εβλεπα την λεξη αυτή μπροστα μου. Μέ ακουσα νά βγαζω κατι ηχους. Ηταν σιγουρα επιφωνηματα θυμου καί αρνησης μέ έναν βηχα συνεχη, άπό τα βαθη ερχομενο καί πρωτοσυναντο. Οργη. Μέ αυτό που μου συνεβαινε. Ειδα τό χερι μου νά προσπαθη νά μέ κρατηση ισορροπο, γλυστρωντας όμως στο τραπεζι, ριχνοντας τα δυο πιατα καί ό,τι υπηρχε εκει.

Τοτε επεσα κατω. Ημουν ανασκελα. Η μυτη μου αρχισε νά τρεχη, εχοντας τό κεφαλι ψηλα ενοιωσα στό δωματιο την ωρα νά τρεχη ιλιγγιωδως.

Καταλαβα τό σωμα μου νά παλλεται. Ενας μικρος παλμος. Αρχιζε άπό τον λαιμο καί μεταδιδετο παντου. Στο στερνο, στο στηθος, στην κοιλια κι όταν εφθασε στην λεκανη, λιγο πριν άπό τα ποδια, κουνιομουν ολοκληρος που σέ συνδυασμο μέ μιά σάν χολερικη συνεχη κραυγη κατεληξε φυσικα νά χασω μερος της ορασης μου αλλα καί τις αισθησεις μου νά βουλιαζουν.

Ολη αυτή η κινηση μέ εστειλε πανω σέ ένα κοκκινο ποδηλατακι, ένα μικρο τριτροχο μέ καλαθακι μπροστα, πρωταγωνιστης πολλων φωτογραφιων. Πεταλι, δυναμη, κοπος, κινηση, τρανταγμα σάν τό τωρινο, επανηλθα λιγο στα νυν μου, σκεπτομενος μέ πικρια τίς σκεψεις, τίς αντιδρασεις, τα μετα, των οικειων μου που θα μέ εβρισκαν εδώ. Εδώ;

Μπορει καί νά μέ εβρισκαν, νά μέ συναντουσαν στην πλατεια, παντα μαζυ πηγαιναμε εξαλλου, παντα συνοδεια μέ πηγαιναν, αφηνεις ένα 4χρονο μονο του;

Μέ τον τροχο νά τρεχη τοσο γρηγορα ώστε νά φαινεται ότι κινηται αντιστροφα, συνεχισαν οι σκεψεις μου ΄η μαλλον οι εικονες νά μέ επισκεπονται.

Στην αρχη μέ ειδα μέ ένα γκρι φουτερ νά είμαι άπό πανω μου, νά μέ κυττω εξεταστικα, γιά πολύ λιγο ομως. Πεταχτηκα, ειχα δυο βιβλια στα χερια, κατεβηκα (μέ ρυθμο καί πολύ γρηγορα) μιά σκαλα. Μέ ομοιο τρανταγμα. Βγηκα εξω. Σταματησα στον δρομο, περασε ένα φορτηγο του οποιου τό χοροπηδον πηγμα του μέ ειχε εκει, νά κρατω τό ποδι μου άπό τό αρβυλο καί νά νά συνεχιζω νά ειμαι εντελως ανεκφραστος.

Άπό τίς χακι εικονες, μ’εβγαλε μιά κλωτσια του ποδιου μου, χτυπησε την πορτα, τό τζαμι μ’αντοχες. Ο ηχος του μου θυμιζε βοτσαλο νά γκελαρη σέ νερο. Ενας διολου μουρμουριζων φλοισβος, μέ ορμη βρεθηκα πανω άπό πελαγο, νά τσαλακωνω την θεα, νά παταω μισχους αγριολουλουδων στο χωμα, νά παιζω μέ δυο πετρες στην χουφτα μου. Μέ τα χερια μου ετριβα, εσφιγγα, πιεζα τον λαιμο μου, ηταν εμφανως πρησμενος. Κλειστοφοβηθηκα πηγαινοντας σέ μέ ξυλινη επενδυση σαουνα κανοντας τα ρουθουνια μου νά καιγονται στην εισπνοη κι αμεσως μέ ειδα νά τρεχω σέ μιά κοιλαδα γυρω άπό καμπυλωτες λευκες κορυφογραμμες, νά σταματω καί ο κρυος αερας νά παγωνη την μυτη.

Αφησα μιά κραυγη σάν όχι μέ εντονο τό χ, χαλαρωσα τα χερια μου, τα αφησα νά αισθανθουν τον ιδρωμενο λαιμο, κυλησαν πρός τα κατω, ψηλαψισαν έναν δερματινο σταυρο καί ο φοβος χαθηκε. Αποτομα.

Μέ ειδα παλι νά ειμαι μέ ένα γκριζο φουτερ νά μέ κυττω, ημουν όμως καπου αλλου, όχι ακριβως πανω. Αισθανομουν αυτην την εικονα, παρα την εβλεπα. Ημουν παλι δυνατος, αφοβος, μέ σφριγος καί καθαρος. Εστειλα παλι τα χερια εκει, ο σταυρος εκαιγε σέ έναν λαιμο καί παλι φυσιολογικα λεπτο. Ημουν ορθιος, ναί. Όχι μακρυα αλλα απεχων ακαταστατου χωρου, επιασα τό κεφαλι μου προσπαθωντας νά συγκρατησω εκλυσεις αυλων κυτταρων.

Δέν μέ ακουσα νά στριγγλιζω. Ειδα μονον. Εικονες νά φευγουν άπό τα ματια μου μέ ιλιγγιωδη ταχυτητα.

Μέ ειδα ένα μωρο νά προσπαθη νά περπατα καί γυρω χαμογελα σέ προσωπα χωρις χαρακτηριστικα.

Ειδα δακρυα καί μυξες σέ μιά αιθουσα νηπιαγωγειου.

Σπασμενη μυτη χωρις ξυστρα.

Μεγαλα τραπεζια μέ γνωστο κοσμο, γευσεις φαγητου καί εκ καθεδρας μπραβο.

Ειδα γελια μέ φιλους, εξομολογησεις καί ισως.

Μοναχικω φοντω συσπασεις σωματος.

Μέ συστολες σέ σκοτεινο περιβαλλον.

Ειδα τον τρομο σέ μυρωδιες μπεταντυν καί γαζας.

Ειδα ψεμμα καί αληθειες.

Θαυμασα κουραγιο σέ βραδια πριν άπό εγχειρησεις.

Επισκεψεις ελλειψης.

Ειδα την αρνητικη συγκαταβαση.

Ειδα υπεκφυγες.

Ειδα ακαταλαβιστικες συμπεριφορες χωρις επειδη.

Τοτε ακριβως σάν το κυμα που ισιωνει την αμμο στο ακροθαλασσι, κάθε μου γιατι καί πως, δέν εξηγηθηκε αλλα χαθηκε ερμηνευομενο σιβυλλικα. Παιρνοντας απαντηση κάθε σκεψη, προβληματισμος. Μονο τό ποτε δέν ειχε σημασια – χρονος δέν φαινοταν νά υφισταται, δέν ειχε κανενα νοημα εξαλλου. Κάθε παρεξηγηση, παρανοηση, εκεινη την στιγμη λυθηκε κι εδειξε ότι τιποτε δέν παει στραφι.

Πληρης, ετοιμος, καινος, χωρις κανεναν συνδεσμο μέ εκεινο τό χασκον κορμι, κινησα πρός μερη αγνωστα καί υπο άλλες συνθηκες, ανεπιθυμητα. Σέ τοποθεσιες που εκκωφαντικα ακουγεται η πτωση των νιφαδων του χιονιου στα φυλλα.

Λιγο πριν στραφω μπροστα, χωρις καμια επιθυμια γιά επιστροφες του βλεμματος, ειδα ένα καστανο κοριτσακι, μικρο πολύ – ουτε πεντε χρονω, μέ μιά στεκα στο σγουρο μαλλι νά μέ κυττα πνιγοντας ερωτησεις.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats