960-05-1013-Χ
«Γιά νά καταλάβης τήν Πόλη, πρέπει νά περπατήσης. Όχι τράμ. Όχι ταξί. Οι ομορφιές τής Πόλης δέν είναι φανερές στά μάτια τού βιαστικού διαβάτη. Δέν βρίσκονται πάντοτε στήν οριζόντια προέκταση τής οπτικής άκτίνας. Δέν μιλάν. Δέν φωνάζουν: «Εδώ είμαι. Στάσου νά μέ ιδής». Όχι. Οί ομορφιές τής Πόλης είναι διακριτικές, κρυμμένες στά πιό απίθανα μέρη, πονηρότατα ντυμένες, πολλές φορές, μέ τά κουρέλια τής άσκήμιας καί τής άθλιότητας. Πρέπει λοιπόν νά περπατήσης, νά περπατήσης. Τό μάτι σου πρέπει νά είναι ερευνητικό, ανήσυχο. Η νοημοσύνη σου ακονισμένη σάν ξυράφι. Η ψυχή σου σέ συναγερμό. Η ευαισθησία σου νά δονήται. Οι ιστορικές σου γνώσεις, πάντοτε έν επιφυλακή, νά εξάπτουν τήν φαντασία σου. Καί νά περπατάς. Νά περπατάς ώσπου νά μήν νοιωθης τα πόδια σου άπ’την κούραση. Ώσπου η ψυχή σου νά κορεσθή άπό εικόνες, τό μυαλό σου άπό στοχασμούς. Καί τότε, όταν νοιώσης πώς η αφομοιωτική σου ικανότητα άγγιξε τό μέγιστο τής αποδόσεώς της, τότε νά καθίσης στο ύπαίθριο καφενεδάκι τής πρώτης πλατειούλας πού θά συναπαντήσης. Νά παραγγείλης καφέ καί αργιλέ. Νά αφήσης τήν εσπερινή επίκληση τού μουεζίνη νά σέ διαποτίση μέ τήν νωχελική γοητεία της. Νά ευφρανθής μέ τό θρόισμα τού αποσπερινού ανέμου στά φύλλα των πλατάνων. Νά δεχθής τό γαληνεμένο λουτρό τών δειλινών φωτοσκιάσεων. Νά βυθισθής στήν ευδαιμονία τής άνοιας. Καί νά μεταρσιωθής. Καί νά εξαυλωθής.»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα