Quis custodiet ipsos custodes.
Δέν καταλαβαίνω ταινίες!
Τί έχω πάθει ρέ γαμώτο;
Δέν καταλαβαίνω (σχεδόν) τιποτε. Όχι απαραιτήτως ταινίες Μπέργκμαν, Τεό ΑγγελόπουλΑ, Ομήρου Ευστρατιάδη.
Αναφέρομαι στίς στιγμές πού σέ ίσως σέπια φίλμ, ο Κλεμέντσα ανακοινώνει στόν Χάιμαν Ρόθ ότι η διαπλοκή θά παταχθή. Θά παταχθή καί οι ένοχοι θά οδηγηθούν βαθιά, σέ μέρη ανήλιαγα, προκαλούντα μή-ηλίαση. Κι αυτός κατά τήν διάρκεια ενός πυτζάμα πάρτυ, τραβά διακριτικώς από τόν γυακά τόν Φράνκυ Πετάντζελι, τόν καθίζει σέ μιά άβολη πολυθρόνα καί τού ζητά νά κλείνη πάντα τό καπάκι τής τουαλέττας. «Γι’αυτό μέ φώναξες; Μόνο γι’αυτό; Μόνο; Καί δέν μού λές...; Τουαλέττα τήν απεκάλεις εν τώ χωρίω σου; Είχατε τουαλέττες εκεί, στό τέρμα Θεού; Ούτε κάν λεκάνες δέν δροσίζοντο από σας εκείνα τά χρόνια. Μήν μάς τό παίζεις λόρδος! Αλλά επαναρωτώ. Μόνο αυτό μέ θέλεις;» Ο Ρόθ χαμηλώνει τό κεφάλι, μαζύ μέ τό βλέμμα βεβαίως, καί ψιθυρίζει κάτι ακατάληπτον. Τέλος πάντων, μήν μακρυγορώ, Ο Φράνκης ο Πεντάτζελι λαμβάνει μιάν οδηγία υπό τού υποκριτικώς συνεσταλοσυμπεριφερομένου Ρόθ. Πρέπει ο Ρόκκο ο Λαμπόνες ο δαιμόνιος καί ατσαλάκωτος ιδιοκτήτης 4 καφέ μέ φρουτάκια, 2 καζίνο μέ κάθε Τετάρτη ζωντανό πρόγραμμα τών αφών Κατσάμπα καί 1 αντιπροσωπείας τοπικής οργάνωσης ΚΚε Λάς Βέγκας, νά βγή από τήν μέση. Γιά λόγους μή δυναμένους αποκαλυφθείν η όλη επέμβασις δέον νά γινόντανε μέ μαχαίρι 5 ιντσώνε όπως στό τηλεμάρκετινγκ τού nbc… «Μήν ρωτάς περισσότερα. Θέλεις λίγο σουφλέ;» κατέληξε ο Ρόθης.
Ο Ρόκκος όμως, παλιά πουτάνα στό κουρμπέτι, προστατευόταν σάν τόν σκατζόχειρα ενώπιον τής αλεπουπούς. Όξω, κυκλοφορούσε πάντοτε μαζύ μέ μιά διμοιρία νηπίων τά οποία καί καλά, πάγαινε καί έφερνε τά τσογλανάκια αυτά στό νηπιαγωγείον. Δολοφονοδιώκται τά νήπια. Τό σπίτι του ήτο πλήρες εξοπλισμένον μέ τήν τελευταία λέξη τής τεχνολογίας τής δεκαετίας τού 20 όμως. Τίποτις παναπεί. Τέλος πάντων, βασίζετο στήν κωλάρα του (θύμιζε τήν καράφλα τού Τόμ Χάγκεν), στήν απίστευτη κωλοφαρδία καί στό ότι ο Θεός γιά κάποιον λόγο τού χρωστούσε χάρη.
Ε! Αυτά δέν τά καταλαβαίνω εγώ! Όχι τό διατί ο Θεός χρωστά χάρες. Αυτό, τό όλο στόρυ, τήν πολυπλοκαμία (τί οκτώ; 32 καί βάλε...) τό πολυδαίδαλον τών θελήσεων, τών σκοπών καί προθέσεων τών πρωταγωνιστώνε.
Ένα φάντασμα πλανιέται στόν ουρανό τών δωματίων ένθα παρακολουθώ τές ταινίες. Τό φάντασμα τού see no evil, hear no evil, κομπρένδο νο έβιλ.
Ξεκινώ μέ καλές προθέσεις. Επηρεασθείς από προηγούμενα μπλάκ άουτ, στά κυλιόμενα κρέδιτς τέλους, όποταν άρχεται καινό έργον, βάζω τά δυνατά μου.
«Σφίξου Βαγγέλη» .
Ξεκινώ.
Στήν πλοκή τού όργου, κάποια ονόματα ανθρώπων γιά τούς οποίους ειπώνεται κάτι ιδιαίτερο και άξιον προσοχής (όχι υπό τού Βαγγέλη όμως) μπαίνουν ώς κρατούμενο, γιά νά τά θυμάμαι γενικώς.
Η φράγκικη όμως διάρθρωση συλλαβών, τά όχι λήγοντα σέ σού επώνυμα κάθονται στήν ράμ μου εντελώς ράντομ. Μετά από κάνα δυό δίλεπτα δέν θυμάμαι τίποτε. Ποιός; Ο x «έδωσε» τόν πρεζάκια γυιό του κι ο αξιωματικός υπηρεσίας τού αρμοδίου αστυνομικού τμήματος τόν έστειλε νά φέρη ένα πιστοποιητικό από τό ΚΕΠ τού Νιού Τζέρσυ; Κι όλο αυτό ώστε νά μπορέση νά πετύχη αναβολή τής δίκης ενός αβανταδόρου τών παπατζήδων τής πλατείας ο οποίος μέ τήν σειρά του άφησε έγκυο τήν σκυλίτσα του τήν Λάικα; Ααααααα! Ώστε έτσι ε; Τώρα κατάλαβα. Τώρα μπαίνουν τά πράγματα σέ μιά σειρά, τώρα εξηγούνται. (Εννοείται βεβαίως ότι αυτή η εξήγηση έρχεται, περατωθείσης τής 9ης τουλάχιστον παρακολουθήσεως τής ταινίας.)
Τίποτε. Πάντως, αφήνομαι όταν φαίνηται νά καταλήγη κάπου ο έργος, αφήνομαι στήν γοητεία τών αποκαλύψεων. Μεγάλη ή μικρή. Θά μού πής: Πώς αφήνεσαι όταν δέν καταλαβαίνεις ότι κάτι αποκαλύπτεται; Εδώ δέν πιάνεις τά μικρά, τά στοιχειοθετούντα καταστάσεις οι οποίες κάάάάποια στιγμή θά φανερωθούν... Λοιπόν, μπορώ καί συνειδητοποιώ ότι κάτι τρέχει, ότι κάτι σοβαρό γιά τήν πορεία τού έργου εξελίσσεται από τίς εκφράσεις τών ηθοποιώνε, από κάποια κρεσενταλέγκρο στίς μουσικές ΕΠΕΝδύσεις, από τούς διαλόγους οι οποίοι γίνονται πού μακρόσυρτοι. Άσέ πού πάντα, από πρίν, εκλέγχω τήν διάρκεια τού έργου καί κουρδίζοντας τήν αντίστροφη μέτρηση στό κινητό 9 λεπτά πρό τού τέλους, τό βάζω νά κτυπά. Καί τότε, ανοίγω μάτι διάπλατα, χαστουκίζομαι νά ξυπνήσω, τσιμπάω τήν κοιλιά μου καθότι... ήγγικεν η ώρα!
Και ρέει τότε ο ποταμός τών αποκαλύψεων. Τό νερό στήν αρχή θολό, πιό κάτω όμως καίτοι κυματώδες, τά βυθού βότσαλα φαίνονται ξεκάθαρα. Καί αφήνω τό χέρι μου νά πέση μέσα, η φορά τού ύδατος μέ βρέχει μέχρι καί πάνω, στό μπράτσο τό στιβαρό. Εισπράττω λοιπόν εξηγήσεις, ακούω τα ηθόποια νά λέν, νά ερμηνεύουν. Δεν πολυκαταλαβαίνω τήν σειρά τών συλλογισμών – πώς θά μπορούσα εξάλλου; - όμως γουστάρω ακροθιγώς αντιλαμβάνομαι ότι ναί ρέ γαμώτο, φαίνεται ότι προσπάθησε πολύ ο σκηνοθέτης! Η πλοκή, η εξέλιξις, η κατάληξις φαίνεται μπομπάτη, ενδιαφέρουσα. Μπορεί νά μήν πιάνουμε τό όλο τό κόσνεπτ, αντιλαμβανόμεθα όμως αβέρτα τίς ευγενείς καί μάχιμες προθέσεις.
Έχουσιν γνώσιν οι φύλακες εξάλλου!
Τί έχω πάθει ρέ γαμώτο;
Δέν καταλαβαίνω (σχεδόν) τιποτε. Όχι απαραιτήτως ταινίες Μπέργκμαν, Τεό ΑγγελόπουλΑ, Ομήρου Ευστρατιάδη.
Αναφέρομαι στίς στιγμές πού σέ ίσως σέπια φίλμ, ο Κλεμέντσα ανακοινώνει στόν Χάιμαν Ρόθ ότι η διαπλοκή θά παταχθή. Θά παταχθή καί οι ένοχοι θά οδηγηθούν βαθιά, σέ μέρη ανήλιαγα, προκαλούντα μή-ηλίαση. Κι αυτός κατά τήν διάρκεια ενός πυτζάμα πάρτυ, τραβά διακριτικώς από τόν γυακά τόν Φράνκυ Πετάντζελι, τόν καθίζει σέ μιά άβολη πολυθρόνα καί τού ζητά νά κλείνη πάντα τό καπάκι τής τουαλέττας. «Γι’αυτό μέ φώναξες; Μόνο γι’αυτό; Μόνο; Καί δέν μού λές...; Τουαλέττα τήν απεκάλεις εν τώ χωρίω σου; Είχατε τουαλέττες εκεί, στό τέρμα Θεού; Ούτε κάν λεκάνες δέν δροσίζοντο από σας εκείνα τά χρόνια. Μήν μάς τό παίζεις λόρδος! Αλλά επαναρωτώ. Μόνο αυτό μέ θέλεις;» Ο Ρόθ χαμηλώνει τό κεφάλι, μαζύ μέ τό βλέμμα βεβαίως, καί ψιθυρίζει κάτι ακατάληπτον. Τέλος πάντων, μήν μακρυγορώ, Ο Φράνκης ο Πεντάτζελι λαμβάνει μιάν οδηγία υπό τού υποκριτικώς συνεσταλοσυμπεριφερομένου Ρόθ. Πρέπει ο Ρόκκο ο Λαμπόνες ο δαιμόνιος καί ατσαλάκωτος ιδιοκτήτης 4 καφέ μέ φρουτάκια, 2 καζίνο μέ κάθε Τετάρτη ζωντανό πρόγραμμα τών αφών Κατσάμπα καί 1 αντιπροσωπείας τοπικής οργάνωσης ΚΚε Λάς Βέγκας, νά βγή από τήν μέση. Γιά λόγους μή δυναμένους αποκαλυφθείν η όλη επέμβασις δέον νά γινόντανε μέ μαχαίρι 5 ιντσώνε όπως στό τηλεμάρκετινγκ τού nbc… «Μήν ρωτάς περισσότερα. Θέλεις λίγο σουφλέ;» κατέληξε ο Ρόθης.
Ο Ρόκκος όμως, παλιά πουτάνα στό κουρμπέτι, προστατευόταν σάν τόν σκατζόχειρα ενώπιον τής αλεπουπούς. Όξω, κυκλοφορούσε πάντοτε μαζύ μέ μιά διμοιρία νηπίων τά οποία καί καλά, πάγαινε καί έφερνε τά τσογλανάκια αυτά στό νηπιαγωγείον. Δολοφονοδιώκται τά νήπια. Τό σπίτι του ήτο πλήρες εξοπλισμένον μέ τήν τελευταία λέξη τής τεχνολογίας τής δεκαετίας τού 20 όμως. Τίποτις παναπεί. Τέλος πάντων, βασίζετο στήν κωλάρα του (θύμιζε τήν καράφλα τού Τόμ Χάγκεν), στήν απίστευτη κωλοφαρδία καί στό ότι ο Θεός γιά κάποιον λόγο τού χρωστούσε χάρη.
Ε! Αυτά δέν τά καταλαβαίνω εγώ! Όχι τό διατί ο Θεός χρωστά χάρες. Αυτό, τό όλο στόρυ, τήν πολυπλοκαμία (τί οκτώ; 32 καί βάλε...) τό πολυδαίδαλον τών θελήσεων, τών σκοπών καί προθέσεων τών πρωταγωνιστώνε.
Ένα φάντασμα πλανιέται στόν ουρανό τών δωματίων ένθα παρακολουθώ τές ταινίες. Τό φάντασμα τού see no evil, hear no evil, κομπρένδο νο έβιλ.
Ξεκινώ μέ καλές προθέσεις. Επηρεασθείς από προηγούμενα μπλάκ άουτ, στά κυλιόμενα κρέδιτς τέλους, όποταν άρχεται καινό έργον, βάζω τά δυνατά μου.
«Σφίξου Βαγγέλη» .
Ξεκινώ.
Στήν πλοκή τού όργου, κάποια ονόματα ανθρώπων γιά τούς οποίους ειπώνεται κάτι ιδιαίτερο και άξιον προσοχής (όχι υπό τού Βαγγέλη όμως) μπαίνουν ώς κρατούμενο, γιά νά τά θυμάμαι γενικώς.
Η φράγκικη όμως διάρθρωση συλλαβών, τά όχι λήγοντα σέ σού επώνυμα κάθονται στήν ράμ μου εντελώς ράντομ. Μετά από κάνα δυό δίλεπτα δέν θυμάμαι τίποτε. Ποιός; Ο x «έδωσε» τόν πρεζάκια γυιό του κι ο αξιωματικός υπηρεσίας τού αρμοδίου αστυνομικού τμήματος τόν έστειλε νά φέρη ένα πιστοποιητικό από τό ΚΕΠ τού Νιού Τζέρσυ; Κι όλο αυτό ώστε νά μπορέση νά πετύχη αναβολή τής δίκης ενός αβανταδόρου τών παπατζήδων τής πλατείας ο οποίος μέ τήν σειρά του άφησε έγκυο τήν σκυλίτσα του τήν Λάικα; Ααααααα! Ώστε έτσι ε; Τώρα κατάλαβα. Τώρα μπαίνουν τά πράγματα σέ μιά σειρά, τώρα εξηγούνται. (Εννοείται βεβαίως ότι αυτή η εξήγηση έρχεται, περατωθείσης τής 9ης τουλάχιστον παρακολουθήσεως τής ταινίας.)
Τίποτε. Πάντως, αφήνομαι όταν φαίνηται νά καταλήγη κάπου ο έργος, αφήνομαι στήν γοητεία τών αποκαλύψεων. Μεγάλη ή μικρή. Θά μού πής: Πώς αφήνεσαι όταν δέν καταλαβαίνεις ότι κάτι αποκαλύπτεται; Εδώ δέν πιάνεις τά μικρά, τά στοιχειοθετούντα καταστάσεις οι οποίες κάάάάποια στιγμή θά φανερωθούν... Λοιπόν, μπορώ καί συνειδητοποιώ ότι κάτι τρέχει, ότι κάτι σοβαρό γιά τήν πορεία τού έργου εξελίσσεται από τίς εκφράσεις τών ηθοποιώνε, από κάποια κρεσενταλέγκρο στίς μουσικές ΕΠΕΝδύσεις, από τούς διαλόγους οι οποίοι γίνονται πού μακρόσυρτοι. Άσέ πού πάντα, από πρίν, εκλέγχω τήν διάρκεια τού έργου καί κουρδίζοντας τήν αντίστροφη μέτρηση στό κινητό 9 λεπτά πρό τού τέλους, τό βάζω νά κτυπά. Καί τότε, ανοίγω μάτι διάπλατα, χαστουκίζομαι νά ξυπνήσω, τσιμπάω τήν κοιλιά μου καθότι... ήγγικεν η ώρα!
Και ρέει τότε ο ποταμός τών αποκαλύψεων. Τό νερό στήν αρχή θολό, πιό κάτω όμως καίτοι κυματώδες, τά βυθού βότσαλα φαίνονται ξεκάθαρα. Καί αφήνω τό χέρι μου νά πέση μέσα, η φορά τού ύδατος μέ βρέχει μέχρι καί πάνω, στό μπράτσο τό στιβαρό. Εισπράττω λοιπόν εξηγήσεις, ακούω τα ηθόποια νά λέν, νά ερμηνεύουν. Δεν πολυκαταλαβαίνω τήν σειρά τών συλλογισμών – πώς θά μπορούσα εξάλλου; - όμως γουστάρω ακροθιγώς αντιλαμβάνομαι ότι ναί ρέ γαμώτο, φαίνεται ότι προσπάθησε πολύ ο σκηνοθέτης! Η πλοκή, η εξέλιξις, η κατάληξις φαίνεται μπομπάτη, ενδιαφέρουσα. Μπορεί νά μήν πιάνουμε τό όλο τό κόσνεπτ, αντιλαμβανόμεθα όμως αβέρτα τίς ευγενείς καί μάχιμες προθέσεις.
Έχουσιν γνώσιν οι φύλακες εξάλλου!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα