Κυριακή, Σεπτεμβρίου 18, 2005

Στό βάθος, κήπος

Δέν ξέρω εάν στα ιατρικά χρονικά, έάν σέ δερματόδετες εγκυκλοπαίδειες που σκονίζονται σέ βιβλιοθήκες κυρίων μέ τραγίσιο πωγωνα υπάρχει περιγραφή.

Μέ παρατηρώ όμως τον τελευταιον καιρον νά μήν μπορώ νά…

Νά…

Νά…

Ας τό πω κάπως παροιμιωδεσθαι.

Νά μήν μπορώ νά χωρίσω δυο γαϊδουριών αχερο νά’ουμ’…

Κάπως έτσι.

Τό απόγευμα, κατευθυνθείς στην κουζίνα νά αδειάσω τό τασάκι, πήρα μαζυ μου καί τό άδειο ποτήρι. Την στιγμή που τό έπραξα δέν τό κατάλαβα, ο θόρυβος του ποτηριού στον άδειο σκουπιδοτενεκέ μου έκανε τό κλικ. Πέταξα εκεί τό ποτήρι ενώ τό τασάκι στον άδειο, στον ξηρασίας νεροχύτη.

Τό εν λόγω συμβάν θα τό περναγα στο ντουκου εάν προψες Παρασκευή, κρατώντας στο μεν δεξί χέρι τα γυαλιά στο δε αριστερό σακούλα μέ σκουπίδια, δέν σαβουριαζα τό police γυαλακι καί (προσπαθούσα νά) φορέσω σακούλα Γαλαξίας. Η μυρωδιά φλυδας μήλου, τρισδιάστατων χαρτιών τουαλέτας καί ολίγον άπό τεταρτιατικο σπετζοφαι μ’εκανε 8 παρά είκοσι πέντε νά έχω χωθεί ο ημισυς στον πράσινο ννντενεκε αναζητών τό γυαλακι μου.

Φαίνεται ότι τό μάθημα δέν μου έγινε πάθημα. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο έβαλα (η καλλιον προσπάθησα νά βάλω) τό κινητό στην μίζα ενώ περίμενα άπό τό κλειδί νά αρχιση ringtoneιδως νά μου θυμιση κατι. (πως θα παρη μπρος τό τουτου ισως; )

19 λεπτα μετα, στην Ποσειδωνος, κυκλιζα τόν λεβιε (προσπαθωντας νά βάλω ουτε πρωτη ουτε δευτερα ουτε τριτη αλλα ταχυτητα μιγαδικου αριθμου) καί αποτομα/νευρικα/ευθυγραμμως κινουσα τό δυσμοιρο τιμονι που σιγουρα ανερωτειτο γιά τό που ακριβως ηθελα νά κατευθυνθω.

Φθανοντας καί παρκαροντας εφερα τό πορτοφολι στο στομα μου λιγο πριν προσπαθησω νά βγαλω ψιλα άπό τό καρελια τσιγαρο μου.

Περασα την τυροπιττα στον ωμο καί περπατωντας δαγκωσα την τσαντα μου. Οι οδοντες μου δυσαρεστηθησαν κάπως μέ την υφη της diesel σακας αλλα δέν τό θεωρησαν καί τοσο σοβαρο κατοπιν της πρωινης προσπαθειας νά τους σαπουνισω στην μπανιερα μέ τό camay, ακριβως τοτε μέ την colgate στις μασχαλες.

Μπαίνοντας στην εταιρεια, ειπα καλημερα σέ μιά γαρδενια καί μυρισα τό σημειο οπισθεν του ωτου της αιφνιδιασθεισης ρεσεψιονιστ.

Προσεγγισας τό εμον Βασιλειον, καθησα στο πληκτρολογιον καί ανοιξα την καρεκλα.

Δέν προσεξα τα εντονα σημαδια αποριας στους συναδελφους μου. Ουτε καν όταν αρχισα νά ξυνω τό μερος περιξ του οσχεου μου, καθως διακριτικα ηλεγχα εάν ειχα ξεχασει ανοικτο τό φερμουαρ της οθονης.

(Μπορουν νά αναφερθουν μπολικα περισσοτερα, μου είναι όμως απιστευτα δυσκολο σέ κάθε κλικ πληκτρολογιστι περιγραφων μου νά σηκωνομαι καί νά αναβω τον θερμοσιφωνα.)

Γι’αυτό καί καταληγω λεγοντας ότι (ψιλο) συνηλθον όταν αρχισα νά ακουω στριγγλιες, αποδοκιμασιες, χειρονομιες απειλητικες, γουρλωμενους οφθαλμους, δοντια σφιγμενα, θορυβους άπό γροθιες στα γραφεια.

Καί ολο αυτό έάν εχετε τον Θεο σας, γιατι;

Επειδη θωπευσα τό βαρυ στηθος μιας συναδελφου. Χωρις όμως νά εχω κατι άλλο νά κανω. Όχι. Απλως τό ειδα τορνευτον, τό ειδα περηφανο, τό ειδα στρογγυλον καί ειπα νά ακουσω τα δακτυλα μου που θελαν βολτες ανατολικες.

Σιγα μωρε!

Αμαν πια!

(Ίσως όμως νά μέ επηρέασε καί ένα λουτρινο αρκουδάκι οπερ άπό τό τζαμπο είχε φέρει μιά πωλητρια. Ίσως.)

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats