Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 16, 2005

H πίστις σου σέ έσωσε.

Είσαι κάπου.

Πού;

Οπουδήποτε.

Σπίτι, δουλειά άς πούμε. Μέ στέγη καί ταβάνι από πάνω όμως, όχι εντελώς οπουδήποτε.

Ψάχνεις κάτι.

Ανοίγεις ένα ντουλάπι, ένα ψυγείο, μιά παπουτσοθήκη.

Ψάχνεις κάτι είπαμε.

Ζάχαρη, φέτα, παντόφλες.

Πί – Χί.

Δέν βρίσκεις τίποτε.

Τυγχάνει νά είναι δίπλα σου κάποιος.

Ο/η γκόμενος/α,η μάνα, η θεία, ο/η συνάδελφος, ο/η αδελφός/ή, μιά καθαρίστρια.

Σέ στύλ σχεδόν μονολόγου, ακούγεσαι:

«Γαμώτο. Τελείωσε η χάζαρη/φέτα/παντούφλες»

Κι ο διπλανός/ή, παρακείμενος/η (ακόμη καί υπερσυντέλικος-η) λέει ρωτώντας:

«Ναί;!;;!»

Κι ανοίγει κι αυτός τό ντουλάπι, ψυγείο, παπουτσοθήκη νά επαληθεύση τού λόγου μου τό αληθές.

Τί τό ανοίγεις μωρέ λαλά; Λές νά γεννηθή ζάχαρη/φέτα/παντούφλα στό μεσοδιάστημα τού :

«Γαμώτο. Τελείωσε η χάζαρη/φέτα/παντούφλες.» καί «Ναί;!;;!»

Καί νά ήθελε δέν μπορούσε.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats