H πίστις σου σέ έσωσε.
Είσαι κάπου.
Πού;
Οπουδήποτε.
Σπίτι, δουλειά άς πούμε. Μέ στέγη καί ταβάνι από πάνω όμως, όχι εντελώς οπουδήποτε.
Ψάχνεις κάτι.
Ανοίγεις ένα ντουλάπι, ένα ψυγείο, μιά παπουτσοθήκη.
Ψάχνεις κάτι είπαμε.
Ζάχαρη, φέτα, παντόφλες.
Πί – Χί.
Δέν βρίσκεις τίποτε.
Τυγχάνει νά είναι δίπλα σου κάποιος.
Ο/η γκόμενος/α,η μάνα, η θεία, ο/η συνάδελφος, ο/η αδελφός/ή, μιά καθαρίστρια.
Σέ στύλ σχεδόν μονολόγου, ακούγεσαι:
«Γαμώτο. Τελείωσε η χάζαρη/φέτα/παντούφλες»
Κι ο διπλανός/ή, παρακείμενος/η (ακόμη καί υπερσυντέλικος-η) λέει ρωτώντας:
«Ναί;!;;!»
Κι ανοίγει κι αυτός τό ντουλάπι, ψυγείο, παπουτσοθήκη νά επαληθεύση τού λόγου μου τό αληθές.
Τί τό ανοίγεις μωρέ λαλά; Λές νά γεννηθή ζάχαρη/φέτα/παντούφλα στό μεσοδιάστημα τού :
«Γαμώτο. Τελείωσε η χάζαρη/φέτα/παντούφλες.» καί «Ναί;!;;!»
Καί νά ήθελε δέν μπορούσε.
Πού;
Οπουδήποτε.
Σπίτι, δουλειά άς πούμε. Μέ στέγη καί ταβάνι από πάνω όμως, όχι εντελώς οπουδήποτε.
Ψάχνεις κάτι.
Ανοίγεις ένα ντουλάπι, ένα ψυγείο, μιά παπουτσοθήκη.
Ψάχνεις κάτι είπαμε.
Ζάχαρη, φέτα, παντόφλες.
Πί – Χί.
Δέν βρίσκεις τίποτε.
Τυγχάνει νά είναι δίπλα σου κάποιος.
Ο/η γκόμενος/α,η μάνα, η θεία, ο/η συνάδελφος, ο/η αδελφός/ή, μιά καθαρίστρια.
Σέ στύλ σχεδόν μονολόγου, ακούγεσαι:
«Γαμώτο. Τελείωσε η χάζαρη/φέτα/παντούφλες»
Κι ο διπλανός/ή, παρακείμενος/η (ακόμη καί υπερσυντέλικος-η) λέει ρωτώντας:
«Ναί;!;;!»
Κι ανοίγει κι αυτός τό ντουλάπι, ψυγείο, παπουτσοθήκη νά επαληθεύση τού λόγου μου τό αληθές.
Τί τό ανοίγεις μωρέ λαλά; Λές νά γεννηθή ζάχαρη/φέτα/παντούφλα στό μεσοδιάστημα τού :
«Γαμώτο. Τελείωσε η χάζαρη/φέτα/παντούφλες.» καί «Ναί;!;;!»
Καί νά ήθελε δέν μπορούσε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα